Η φαμίλα του Φασκογιάννη του αιγοβοσκού και άλλες δύο με την δεύτερη καμπάνα νύχτα έξω , στον μεγαλοπρεπή γείτονα άγιο Δημήτριο πάω κι αυτός πρώτα μονύδριον, μετόχι της Παναγίας της Ελασσωνίτισσας, ήτο. μη έχοντες εκκλησία πλησίον στα μανδριά τους δια να λειτουργηθούν τα Χριστούγεννα πήγαν στο μοναστηράκι του αγίου Δημητρίου. Και ημείς (εγώ δηλ.) δια την αυτήν λειτουργίαν
Αυτή η θάλασσα όμως, ήταν ή για άλλο
γιαλό μιλούμε, παρακατιώντες, και δεν καταλαβαίνουμε;
Τότε. 197... έτος
Προ ευμνημονεύτων χ ρόνων τω καιρώ της ενηλικιώσεώς μας δια της φανταρεύσεως
ότι μηδείς αφαντάρευτος ενηλικιούτε. Λοχίας, υποστάς τις νόμιμες δοκιμα σίες κι εξετάσεις στο ΛΥΒ Σερβίων παρά την κοινότητα
Λάβα, στο Ταχυδρομικόν Σώμα έλαβα την τελικήν κανονικήν άδεια λίγο προ της απολύσεώς μου
εκ του στρατού του Ελληνικού.
Με την Τ (κι όπου Τ= υποκοριστικόν
(επιχωριάζει στον τόπο μας) της εορταζούσης την 22αν Δεκεμβρίου Φαρμακολυτ ρίας ότε και κοινωνούμεν και λύεται η ήπια νηστεία μας
(μόνον ακρεοφαγία δηλονότι) των Χριστουγέννων, εφορτώσαμεν μιαν βαλίτζα στο λεωφορείον
του ΚΤΕΛ Κοζάνης προς Λάρισαν και από κεί Βόλος. Πλοίον δε αρμόδιον προς τούτο μας
μετέφερεν στην γλυκείαν νήσον των αναγνωστικών μας ονείρων Σκιάθον. Προς παρα -
θερισμόν εικόνων, εντυπώσεων, αισθημάτων κ.λπ.
Με το
που κατεβήκαμαν στο λιμάνι Τον είδαμε εντοιχισμένο· ανάγλυπτη η όψη του σε μια
σ τήλη να θυμίζει απο το “Μοι(υ)ρολόγι της φώκιας” : "Σαν να 'χαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου. Τα δικά
μου “πάθια” της θητείας- πάθια κατά
τεκμήριον μαχητόν - λάβαιναν ήδη τέλος. Μακάρι να κρατούσαν κι άλλο. Πόσο; 28
μήνες δεν σ’ έφτακαν, τόσον ωραία επερνούσες; Τόσον! Ομως μόλις απεκδύθημεν την
φανταρική στολή και περιεβλήθημεν ως ιμάτιον φροντίδων, την πολιτικήν, τότε
εκτίμησα δεόντως την ξενοιαξιά τους. Μαθηταί, φοιτηταί, στρατιώται είναι (είμεθα)
στη φροντίδα άλλων ατόμων ή θεσμών κατά κανόνα πίστεως,
Πριν το
λοιπόν ανοιχτούμε στης ζωής το τρεχαληχτό καταπλεύσαμε εις την Παπαδιαμαντόνησον
να πάρουμε ηθικήν και ψυχικήν φόρα, ου μην αλλά και σωματικήν θα έλεγα, το λέγω
αλλά δεν το εννοώ.
*
Τώρα
προσώρας κοιτώ δυο φωτογραφίες. Στη μία η Τ. “Πάνω στην στην άμμο την ξανθή”
(τι ωραία) διαβάζει και μεταφράζει ποιήματα του Πωλ Ελυάρ. Μπροστά θάλασσα. Μέγας
Γιαλός, Μεγάλη άμμος; Ποιά στο καλό της ήταν. Μη και εδώ προσάραξεν ο
“Διαπόντιος, νεκρός, χωρίς ποτέ να γίνει υποβρύχιος” ο “Νεκρός ταξιδιώτης”; Εγώ
αυτός ξάπλα με κλειστά μάτια σώμα και φάτσα νεότητος στρατιωτικής, ολιγόχρονης
αναβολής λόγω σπουδών, καμμένος εμφανώς ως χωρικός κι αθαλάσσιος, ακουμβών το
κεφάλι σ’ ένα “Κούτσουρο” (όχι μαύρο) υπόλευκον.
“Ερημα
γιαλόξυλα, λεία, ασπρουδερά και σαπρά, λείψανον παλιών αγνώστων ναυαγίων,
πλανώμενα εδώ κι εκεί εις τον αφρόν ή κείμενα κάπου εις τον πάτ ον, τα έρριπε το πέλαγος επάνω εις την άμμον· έκειντο διεσπαρμένα
εκεί διηγούμενα αφώνους ιστορίας συμφορών και πνιγμών και ολέθρου”.
Εκεί το βρήκα κι εγώ. Σε μια στρογγύλη πλευρά
έγραψα με κάτι μαρκαροειδές της εποχής τη γνωστή στροφή του Οδ. Ελύτη “Οπου και
να σας βρ ίσκει το κακό αδεφλοί κ.λπ." και έκανα κι
ένα σχέδιο δε θυμάμαι τι. Καθε μέρα σ’ αυτό πηγαίναμε για τα
αδόκιμα μπάνια μας, ως κωμικοτραγικά ακολύμβητοι, και οι δύο. Διαβάζαμε κι
ερεμβάζαμε γενικώς. Οι λιγοστές ημέρες πέρασαν, γλύστρισαν ως η άμμος στα δάχτυλά μας. Συντροφιά
τα δύο νεανικά κορμιά μας είχαν το λοιπόν, έναν κορμό, δεν τον λέω κούτσουρο, αδιευκρινίστου
ξυλικής καταγωγής, μισού μέτρου μήκος και 30 πόντων διαμετρο. Σ’ αυτό πάνω
έγραψα το όνομα Του κι όσο και αν φυσούσε ο μπάτης δεν το έσβηνε. Στο μέλλον η βροχή και το κυμα κυ ρίως που θα το έγλειφε στην αρχή ηδονικά και στη συνέχεια
διαβρωτικά θα το έσβηνε· η μελάνη θα κυλούσε στην άμμο όπως το αίμα εκείνου του πτωχού αιπόλου-αγίου
(Τζιόμπανου) που έλουσε τα άνθη και τους χλωρούς κλάδους
της γης μετά την σφαγήν του από τους Αγαρηνούς.
Στις νυχτερινές μας περιηγήσεις στα
σοκάκια της πολίχνης (χα, χα πολίχνη!) από κατάστημα με τουριστικά είδη πήρα
μια υποπρασίνη υποκαμίσα άνευ κομβίων.
Τη φυλάγω ακόμα. Ξεντράχλιαβος δε σχεδόν επισκέφτηκα το σπίτι Του κι
εφωτογραφήθην στη σάλα και τη σκάλα του. Αγόρασα περιπλέον και ένα μικ ρό κεραμικό ενθύμιον με τη μορφή Του και πάνω του το Μοι(υ)ρολόγι,
παπαδιαμαντοπασπαρτού πλέον περί-παθών και πάθιων.Το πρόσεξε τις προάλλες στη
βιβλιοθήκη του γραφείου μου ο κυρ’ Αντώνιος πασών των Γρεβενών και Γρεβενίτου
κι εθαμβήθη, μαζί του κι εγώ που το ε ίχα λησμόνήσει. Μάλλον έχει γίνει
πέτσα του χώρου μου ή αιωρούμενος κονιορ τός ως άδηλος
αναπνοή αναπνεόμενος. Το έχω παρά 1 τεσσαρακοντα χρόνους όσοι
κι οι ραβδισμοί της Γραφής · άσπαστον με μια μόνον ελαφριάν
αμυχή
Και ήταν αυτό το πρώτο της ζωής μου
ταξείδιον εκεί…
ΥΓ. “Γι αυτό θα
γράψεις” μου είπεν ο κυρ’ Αντώνιος ο περιΤυρβάζων. Κι έγραφον παραμονή αγίου
Νικολάου, πολιούχου της πόλεως μας, που εφέτος η
μεγάλη εικόνα του ετέθη στο περιθώριον κάπως, ότι α φίχθη
(δώρον από τη Ρωσία) και έγινε δεκ τή με τιμές Υπουργού Εξωτερικών,
εικόνα του αυτού αγίου. Αύτη είναι ακριβές αντίγραφον εκ του πρωτοτύπου που
φυλάσσεται στο ναό του Σωτήρος στη Μόσχα, και να δούμε πως θα αντιδράσει ο
τοπικός άγιος και πως θα τα βρουν οι δυό τους. Μεγαλοπρεπέστατη φυσικά, ως ο
τελευταίος Τσάρος Νικόλαος Β’
όστις συν γυναιξί και τέκνοις ετουφεκίσθη ασπλάχνως από τους μπολσεβίκους
του καιρού του και στις μέρες μας καθαγιάσθηκε με όλη την οικογένειά του,
μεγάλη η χάρη τους.
Αμήν…
εκ της ΤΥΡΒΗΣ τχ. 10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου