”Αρατε Πύλας” κλπ. Στη Λευκοπηγή. Μετά την Ανάσταση στην πλατεία, η
είσοδος στο ναό. Με το i Phone του Αλέξανδρου Βτλ.
“Πρωταγωνιστεί” ο ΠαπαΓι άννης Βατάλης. Αλλά εις την νήσον Σκιάθον Το “Αρατε
Πύλας” διαδραματίζεται Μ. Παρασκευή όπως μνημειώνει σπαρταριστά στο ομότιτλο
διήγημά του ο Αλέξανδρος Μωραϊτίδης
Ετόνιζε τας λέξεις κατ' ίδιον τινα τρόπον πολύ τρομακτικόν. Εκίνει την
κεφαλήν του έσωθεν, ηγρίευε τους οφθαλμούς του, αι τρίχες της κόμης του
ανεσουσουρώνοντο, καθώς τον περιέγραφον όσοι έμενον ένδον να τον θαυμάσουν
κατά την θαυμασίαν του υπόκρισιν, όλον το σώμα του έτρεμε- κ' εν γένει
επαθαίνετο ως να ήτο αυτός ο Αδης αληθώς με την σατανκήν επί του κόσμου
δύναμιν, προαισθανόμενος προσεγγίζον το τέλος του.
Και κατά το έτος τούτο το Μέγα Σάββατον την αυγήν ο μπάρμπα Κώστας ήτο
εις την θέσιν του υπερήφανος διά το πρόσωπον το φοβερόν οπού ήθελε υπο-κριθή.
Καθήμενος προ των πυλών του κενού, πλην καταφωτίστου ναού, ανέμενε την
επάνοδον του Επιταφίου, έχων ύφος επίσημον κυριάρχου. Δεν ήτο πλέον ο πτωχός
κανδηλάπτης με την κεφαλήν κάτω. Ιστατο ασκεπής επί του μαρμαρίνου κατωφλίου ως
ει έλεγεν: «— Εγώ είμαι! Δεν δέχομαι κανένα μέσα, ούτε τον Βασιλέα».
Ιδού! ακούονται μακρόθεν ψαλμωδίαι γλυκύτατοι και τρυφεραί ως κλαυθμοί,
ως θρήνοι: «-Δος μοι τούτον τον ξένον!...». Ψάλλουσι το πομπικόν άσμα. «Τον
ήλιον κρύψαντα», το εξόδιον μέλος, το τρυφερόν εκείνο τροπάριον, το οποίον
συγκινεί και τα άψυχα: «-Δος μοι τούτον τον ξένον!...».
Ο Ιωσήφ παρακαλεί τον Πιλάτον ίνα επιτρέψη αυτώ να θάψη «τον ξένον
Ιησούν και ωνειδισμένον...». Ψάλλουσιν οι μελίφθογγοι ψάλται, ακολουθούντες την
λι-τανείαν του Επιταφίου και υπηχεί ο λαός ως δι' ενός στόματος...
... Ηδη ο μπάρμπα Κώστας έκλεισε τας πύλας του ναού. H λιτανεία έστη προ
αυτού εν τη μικρά πλατεία. Και ο επιτάφιος έστη ωσαύτως, πλην κρατείται υψηλά
πολύ από του εδάφους επιτηδείως, μη γίνη προπετής διαρπαγή των λαμπάδων
ακαίρως. Οπίσω δε εις δύο γραμμάς ένθεν και ένθεν με τα λαμπάδας αναμμένας
ίστανται εν σιγή οι άνδρες χωριστά και χωριστά αι γυναίκες. Το άσμα έπαυσεν.
Ο γέρων Οικονόμος τότε αργά-αργά πλην μετά δυνάμεως ικανής -τούς
είχε ζωηρεύσει όλους τόσα χρόνια ο ζωηρός τρόπος του μπάρμπα Κώστα-, κελεύει:
—Αρατε πύλας οι Αρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι, και
εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης!
Και πάραυτα ακούεται έσωθεν φωνή τραχεία και ηχηρά, ως όταν
φωνάζουν διά της κογχύλης οι αλιείς, φωνή υπέροφρυς, αυθάδης φωνή:
— Τίς εστιν ούτος ο βασιλεύς της δόξης;
Τόσον δε ζωηρά ώστε ποτέ δεν το ενθυμούντο οι άνθρωποι. Τινές μάλιστα
εψιθύρισαν δειλά:
— Εχει όρεξι εφέτος ο Ολλαντέζος.
Τότε τινές, ιδίως εκ των ναυτών, εκπλαγέντες από την προπετή πρόσκλησιν,
ήρχισαν να ετοιμάζουν τας χονδράς εξ ελαίας ράβδους των, νομίσαντες ότι θ'
αρ-χίση αληθής πάλη προς εκβίασιν της εισόδου. Και ο ιερεύς την τρίτην φοράν
εμπνευσθείς και αυτός εκ της εμπνεύσεως του αγαθού κανδηλάπτου εκραύγασεν
επιτακτικώτερον το «Αρατε», ως να ήθελε να κατανικήση και την τελευταίαν
αντίστασιν του ζωηρού Αδάρχου και συγχρόνως ώθησε μετά δυνάμεως ασυνήθους τας
πύλας διά χειρών και ποδών, επιδοκιμάζοντος του πλήθους. Και πάραυτα ανεώχθησαν
πέρα-πέρα μετά πατάγου φοβερού αι πύλαι και κρότου μη ακουσθέντος άλλοτε. Κι
έλαμψαν ιδού οι αναμμένοι του ναού πολυέλαιοι. Ο δε ιερεύς ψάλλων το «ο
Μονογενής Υιός...» ητοιμάζετο να εισέλθη, ότε εξαίφνης και συγχρόνως κραυγαί
ηκούσθησαν, κραυγαί ως από δυστυχήματος ανελπίστου.
Ο μπάρμπα Κώστας αφιερωθείς εν τη προσφιλεί του απομιμήσει ελησμόνησε
μετά την τρίτην ερώτησιν να παραμερίση εις τα πλάγια, και τα φύλλα της βαρείας
πύλης βιαίως ανοιγέντα τον εκτύπησαν εις τας σιαγόνας, διότι υπεκρίνετο εγγύς
της οπής της κλειδός, και τον έρριψαν κάτω εις τας πλάκας βροντήσαντα ως κορμόν
δρυός καταπεσούσης υπό καταιγίδος. Ευτυχώς το πάθημα δεν ήτο σοβαρώτερον. Ο
μπάρμπα Κώστας ήτο γερό κόκκαλο, πέντε φοράς θαλασσοπνιγμένος. Η ιερά τελετή
εξηκολούθησεν εν τάξει και έληξεν ωσαύτως εν τάξει. Και αυτή η διαρπαγή των
λαμπάδων εγέ-νετο υπό των ναυτών εν τακτική αταξία. Πλην τους νησιώτας
κατελύπησε το απρόοπτον πάθημα του μπάρμπα Κώστα, όστις αφού έτυχεν εκεί των
πρώτων περιποιήσεων και κατόπιν εν τω οικίσκω του, υπομείνας αφορήτους τωόντι
πόνους, και τυχών συντονωτάτης ιατρικής περιθάλψεως, εκ μέρους των επιτρόπων,
όμως έκειτο την ημέραν της Αναστάσεως πονών ακόμη, ως είδομεν, και άνευ
οδόντων πλέον. Εν τη κατα-πτώσει έχασε και τας δύο σειράς των οδόντων του. Και
ελυπείτο πλέον ο πτωχός και επόνει όχι τόσον διά την απώλειαν των οδόντων, όσον
διότι δεν θα υπεκρίνετο πλέον τον Αδην, διότι η έλλειψις των οδόντων θα
ηλάττωνε κωμικώς τας πρώτης δυνάμεως τραγικάς ερωτήσεις του.
1 σχόλιο:
Ωραιότατον φίλτατε ΒΠΚ
Δημοσίευση σχολίου