Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Οι γελοίοι γενικώς

 
Οι αποβάθρες με τους παλαιοβιβλιοπώλες στο Παρίσι, καλυμμένες από χιόνι 



Γελοίοι

Τα πόδια τους για κάθε ανήφορο
Και το χρυσάφι της ματιάς για όλα τα καλά
Στης περιπέτειας προχωρούν το μονοπάτι
Ρακένδυτοι και βλοσυροί
Ο σοφός τους επιτιμά με αγανάκτηση
Ο ανόητος οικτίρει τους παράτολμους τρελούς
Τα μικρά αγόρια τους βγάζουν τη γλώσσα
Τους κοροϊδεύουν τα μικρά κορίτσια
Είναι γιατί γελοίοι και μισητοί
Και πράγματι κακοποιοί
Στο δειλινό παίρνουν το ύφος
ενός κακού σου ονείρου

Είναι γιατί στις διαπεραστικές κιθάρες τους
συσπώντας της ελευθερίας το χέρι
τραγούδια μουρμουρίζουνε παράξενα
νοσταλγικά, επαναστατημένα


Είναι, τέλος, γιατί στις κόρες των ματιών τους
γελά και κλαίει -φορτική-
η αγάπη αιώνιων πραγμάτων
παλιών νεκρών κι αρχαίων θεών

Εμπρός λοιπόν αλήτες χωρίς ανακωχές
Περιπλανηθείτε, καταραμένοι κι ολέθριοι
Στις αβύσσους και στις ακρογιαλιές
κάτω από τα κλειστά του παραδείσου μάτια

Η φύση με τον άνθρωπο συμμάχησε
για να τιμωρήσει όπως της πρέπει
την υπεροπτική μελαγχολία σας
που κάνει με το μέτωπο ψηλά να προχωρείτε

Και εκδικούμενη πάνω σε σας σφοδρά τη βλαστήμια
της απέραντης ελπίδας
καταστρέφει το αφορισμένο σας μέτωπο
χτυπώντας σας σκληρά με όλα τα στοιχεία

 Καίνε οι Ιούνηδες και οι Δεκέμβρηδες
παγώνουν μέχρι το κόκκαλο τη σάρκα σας
κι ο πυρετός κυριεύει τα μέλη σας
και τα ξεσκίζει.

Όλα σας διώχνουν και σας καταθλίβουν
κι όταν θα φτάσει ο θάνατος για σας
το πτώμα σας αδύνατο και παγωμένο
θα περιφρονηθεί από τους λύκους.

Ζακ Πρεβέρ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος πηγαίνει κλαίγοντας
Κανεὶς δὲν ξέρει νὰ πεῖ γιατί
Κάποτε νομίζουν πὼς εἶναι οἱ χαμένες ἀγάπες
Σὰν κι αὐτὲς ποὺ μᾶς βασανίζουνε τόσο
Στὴν ἀκροθαλασσιὰ τὸ καλοκαίρι μὲ τὰ γραμμόφωνα

Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι φροντίζουν τὶς δουλειές τους
Ἀτέλειωτα χαρτιὰ παιδιὰ ποὺ μεγαλώνουν
Γυναῖκες ποὺ γερνοῦνε δύσκολα
Αὐτὸς ἔχει δυὸ μάτια σὰν παπαροῦνες
Σὰν ἀνοιξιάτικες κομμένες παπαροῦνες
Καὶ δυὸ βρυσοῦλες στὶς κόχες τῶν ματιῶν

Πηγαίνει μέσα στοὺς δρόμους ποτὲ δὲν πλαγιάζει
Δρασκελώντας μικρὰ τετράγωνα στὴ ράχη τῆς γῆς
Μηχανὴ μιᾶς ἀπέραντης ὀδύνης
Ποὺ κατάντησε νὰ μὴν ἔχει σημασία

Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ μιλᾶ μοναχὸ καθὼς περνοῦσε
Γιὰ σπασμένους καθρέφτες πρὶν ἀπὸ χρόνια
Γιὰ σπασμένες μορφὲς μέσα στοὺς καθρέφτες
Ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ συναρμολογήσει πιὰ κανεὶς
Ἄλλοι τὸν ἄκουσαν νὰ λέει γιὰ τὸν ὕπνο
Εἰκόνες φρίκης στὸ κατώφλι τοῦ ὕπνου
Τὰ πρόσωπα ἀνυπόφορα ἀπὸ τὴ στοργή

Τὸν συνηθίσαμε εἶναι καλοβαλμένος κι ἥσυχος
Μονάχα ποὺ πηγαίνει κλαίγοντας ὁλοένα
Σὰν τὶς ἰτιὲς στὴν ἀκροποταμιὰ ποὺ βλέπεις ἀπ᾿ τὸ τρένο
Ξυπνώντας ἄσχημα κάποια συννεφιασμένη αὐγὴ

Τὸν συνηθίσαμε δὲν ἀντιπροσωπεύει τίποτα
Σὰν ὅλα τὰ πράγματα ποὺ ἔχετε συνηθίσει
Καὶ σᾶς μιλῶ γι᾿ αὐτὸν γιατὶ δὲ βρίσκω τίποτα
Ποὺ νὰ μὴν τὸ συνηθίσατε
Προσκυνῶ
Γ. Σεφέρης