Ο αγιος θεωρείται θεματοφύλαξ των αμπελιών (κάτι σαν τους κατηργημένους αγροφύλακες) και προστάτης των αγρών καθώς πιστεύεται ότι έχει εξουσία εναντίον των ποντικών και της κάμπιας, αυτά τα λίαν βλαβερά παράσιτα του ζωικού βασιλείου τα οποία ευδοκιμούν και εις το καθ’ ημάς πολιτικό βασίλειον των διπόδων.
Ετσι από τον αγιασμό της ημέρας που δεν πίνεται με τίποτε κι ούτε στο σπίτι μέσα εμβάζεται ραντίζονται τ’ αμπέλια και οι κήποι (και οι γνωστοί μπαξέδες καλού κακού και όπως λεν: «Μη σε ξανάβρω απ’ τους μπαξέδες της 3ης του Σεπτέμβρη να περνάς»)
Εικονίζεται με κλαδευτήρι ανά χείρας.
Ετσι τον είδαμε κι ημείς στο εξωκκλήσι της Ζωοδόχου Πηγής, στην Παναγία δηλαδή και τον φωτογραφίσαμε κατ’ αντιπαραβολήν με κλαδευτήρι παραγωγής και προελεύσεως Φιλιατών Θεσπρωτίας το οποίο μας χάρισε ο αγαπητός φίλος Δ. Κρκλς. Υπάρχει, αχρείαστο να ‘ναι, στο πόρτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου. Αλλά για ποιά χρήση οξειδώνεται εκεί; Τι προς κλάδευσιν εκκρεμεί; Στην ποδοσφαιρική μου θητεία ουδέποτε εκλάδευσα αντίπαλον πόδι – («μάρτυράς μου νάναι ο στίχος, ο απλός κι' ο αληθινός ετούτος στίχος» που έγραφεν ο Αγγελος Σικελιανός «Στου Οσίου Λουκά το Μοναστήρι»), όμως πλεονάκις εκλαδεύθην από τους εχθρούς αλλά ουκ ηδυνήθησαν με, εισέτι...
Ομως ο έχων την εξουσίαν επί των αμπέλων άγιος μας θύμισε την «Κυρά των αμπελιών», ποιητική σύνθεση του Γιάννη Ρίτσου
(1945-1947).
Κυρά των Αμπελιών, που σ’ είδαμε πίσω απ’ το δίχτυ του
πευκόδασου,
να συγυρίζεις με το χάραμα τα σπίτια των αϊτών και των τσο
πάνων,
πάνου στη φούστα σου ο αυγερινός διάνευε τους πλατιούς ίσκιους
των κληματόφυλλων
δυό αγουροξυπνημένες μέλισσες κρεμόντανε στ’ αυτιά σου σκου
λαρίκια
και τα πορτοκαλάνθια σου έφεγγαν τη μαύρη, την καμένη στράτα.
***
Κυρά μελαχρινή, που η αντηλιά σου χρύσωνε τα χέρια σαν της
Παναγιάς το κόνισμα,
πίσω στο σβέρκο σου, στο χνούδι το σγουρό, σπίθιζε το δροσό
της νύχτας
σα να μετάνιωσε λίγο προτού να σβήσει ο γαλαξίας
και δέθηκε γιορντάνι στο λαιμό σου να χυθεί στη ζεστασιά του
κόρφου σου.
Κι ήταν η σιγαλιά πηχτή σα γάλα σ’ ελατίσιο κάδο
και τ’ οργωμένο χώμα ευωδίαζε σαν εκκλησιά τη μέρα των Βα
γιώνε
κι έβγαινε ο μπιστικός από τον ύπνο του καθώς που βγαίνει ο
κάβουρας απ’ το νερό στο περιγιάλι
κι αστράφτει στο νωπό καβούκι του γαλάζιο το πρωινό με δυο
κουκκίδες άστρα.
***
Κυρά τρανή, τι σιγανή της νεραντζιάς η πρώτη καλημέρα
τι σιγανό το βήμα σου κι η ανάσα του ψαριού πλάι στο φεγγάρι
τι σιγανό κουβεντολόϊ του μέρμηγκα μπροστά στης μαργαρίτας
το ξωκλήσι.
Α, τι χρυσάφι αφήνει η αχτίνα στη σταγόνα της δροσιάς
όταν η πούλια σου κρεμάει στο μέτωπο το εφτάκλωνο κλαδάκι
της γαζίας
Α, πόση λουλουδόσκονη στριμώγνεται στης μέλισσας το στόμα
για το μέλι
πόση σιωπή μες στην καρδιά σου για τραγούδι.
***
Δω πέρα σμίγει η νύχτα την αυγή σ’ άτρεμο ρίγος
και σένα, τα δυό χέρια σου, δετά γύρω στο γόνα της γαλήνης,
φέγγουν
σάμπως δυο περιστέρια φως ασάλευτα πάνω απ το δάσος.
κ.λπ., κ.λπ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου