Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010

Ο Τάκης Σινόπουλος και ο Μανώλης Δραγώγιας στο αυτό φως


ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΟ ΦΩΣ

Ποιός θα μ’ ακολουθήσει στο Σεπτεμβριανό Φως;

Ήρθε η Πρώτη εφώναξε
γύρνα και πάρε με από τη σιωπή.
Στον ίσκιο των ματιών χανόταν το άπειρο.
Κράταγε ανεξιχνίαστη τα μαλλιά που σκόρπιζαν ολοένα
ύστερα σκάλιζε τη φωτιά βυθισμένη σ’ οράματα .
Τάχα θα σ’ ανταμώσω τώρα που πονώ;
Ώρες για σένα γύριζα από θάνατο σε θάνατο.
Όλα σταματούσαν στα τείχη.
Το σώμα μου γυμνό μονάχα τα μαλλιά
μαυρίζανε πάνω στο στήθος. Μ’ αρπάξανε
κοίτα με γέμισαν αίματα κοίταξε
τα χέρια μου καίνε τι να τα κάμω;
Άσε με ν’ απιθώσω πάνω στο πρόσωπό σου τα χέρια μου.
Που είναι ποιό είναι τώρα το πρόσωπό σου;
Θ’ ανταμωθούμε κάποτε
στη δροσιά της γης;
Μια ξέρα η γη
στο Σεπτεμβριανό φως.

Ήρθε η Δευτέρα μαύρος αστερισμός.
Έπαιξε κάποτε στο σινεμά σκηνές ηδονής.
Πόσον καιρό θα υπάρχουμε θα υπάρχω ακόμα;
Η σκόνη ανακατεύει τη φωνή της.
Φοβάται κρύβεται πίσω από το γυμνό χαμόγελο
τα λευκά πόδια στα κάγκελα του κρεβατιού
το ένα στήθος μισοφωτισμένο στο προσκέφαλο
μονάχα αφρός.
Τάχα θα σ’ ανταμώσω;
Είσαι η νύχτα ψιθύριζα είσαι η νύχτα.
Δέξου με στο βασίλειο των αινιγμάτων σου.
Τα δάκρυα με βρέχανε.
Ακολουθούσα τον ίσκιο της ως τα ψηλά σπίτια
εκεί που ανοίγουν πόρτες και χάνονται τα σώματα
ύστερα πέφτουν από τα μπαλκόνια.

Φωνή καμία.

Ήρθε η Τρίτη.
Ήταν ωραία με τους γοφούς. Δε γύρευε
μήτε άνθη μήτε θάνατο.
Προστάτεψέ με εσύ
μιά ξέρα η γη – προστάτεψέ με.

Η σκηνή τώρα δείχνει σκάλα που γυρίζει επάνω.
Μιά αρχαία οικοδομή καταπίνει σκοτάδι.
Ένα χαρτί στροβιλίζεται.
Φωτίζεται το ακίνητο πρόσωπο.
Ακούγονται βήματα
σβήνουν.
Η σκηνή τώρα δείχνει θάλασσα λουομένους
τραπεζάκια με ρούχα στην παραλία
μια παλιά φωτογραφική συσκευή με τρία πόδια
ο ίσκιος της ένα μέτρο πιό πέρα
στον άμμο
η βάρκα γυρισμένη ανάποδα
Μιά ξέρα.

Η σκηνή είναι με Σεπτεμβριανό φως.

Και τώρα αποκαλύπτονται αντιθέσεις αποτσίγαρα
και μάσκες ανοιχτά βιβλία επιστολές
έπιπλα και κουφώματα για πέταμα
σανίδωμα παλιό.
Έχει ανάψει το φως στο μέσα δωμάτιο
ακούγεται η φωνή «επιστρέφουμε».
Μιά μοναξιά
Μπροστά σε μιά άλλη μοναξιά.
Τώρα το γύρισμα δείχνει έρημη την κάμαρη
κανείς δεν μπαίνει η πόρτα εντούτοις ανοιχτή.
Τα δύο καθίσματα κι ανάμεσα ο λεκές
στον τοίχο ενώ το «πλήθος»
φωνάζει απέξω ή αγωνίζεται
με τον αέρα.

Στο Σεπτεμβριανό φως ποιός θα μ’ ακολουθήσει;

Ο ξυλουργός αφήνει το πριόνι και συλλογίζεται.
Το σφυρί κοιμάται πάνω στο τραπέζι.
Η φρέσκια σανίδα ρίχνει στην παλιά σανίδα τον ίσκιο της.
Ο κύριος Στέφανος ξυρίζεται στο απέναντι παράθυρο.
Είναι πρωί.
Η σκηνή τώρα δείχνει ένα ευχάριστο πρωί
ένα γυμνό δέντρο
ένα πουλί
όπως όλα τα πουλιά συννεφιάζουν το άπειρο
ένα εκκρεμές
μια πετσέτα
την άβυσσο.

Δεν τελειώνει το Σεπτεμβριανό φως.

Έφυγε η Πρώτη έφυγε η Δεύτερη
Έφυγε η Τρίτη.
Καθαρίσανε τα νύχια τους και φύγανε.
Ακολούθησαν τον άλλο δρόμο που έστριβε
κάπου σε κάποιαν αμμουδιά
πάνω στα χαλίκια.
Η σκηνή
Θα δείξει τώρα θάλασσα ξανά
γιαλό κουβέρτα
η άκρη της αναδιπλωμένη πρόχειρα
εκεί που ήταν το σώμα.
Βάθυνε η νύχτα.
Όλα θα μείνουν μόνα τώρα στη δική τους σιωπή.
Όλοι θα κοιτάξουν τα χέρια τους αφού η σκηνή άδειασε.
Θα τα σηκώσουν στο φως θα μετρήσουν τα δάχτυλα
ένα προς ένα.
Κι εσύ θα μείνεις έρημη
φεύγοντας χωρίς φωνή από γωνία σε γωνία
αφήνοντας ένα ανεπαίσθητο παράπονο
στα μάτια που
κοιτάζουν.

Μιά ξέρα
η γη.

Αλλά το φως του Σεπτεμβρίου ακόμα συνεχίζεται.
Η εφήμερη όψη
καληνύχτα-
παντοτινή.

(Από την ποιητική ενότητα "Η νύχτα και η αντίστιξη" από τη "Συλλογή Ι" του Τ. Σινόπουλου


ΥΓ. Ο πίνακας είναι του Μανώλη Δραγώγια από τη έκθεση έργων του με τον γενικό τίτλο "Η Λευκοπηγή στους τρόπους και τα χρώματα του Μ. Δραγώγια" που λαμβάνει χώρα στο πνευματικό κέντρο της Λευκοπηγής και ξεκινά το βράδυ της 10ης Σεπτεμβρίου και μέχρι την 25 του αυτού μηνός.
Ο ζωγράφος Μ.Δ. τιμήθηκε μόλις από τον Δήμο Κοζάνης με το αργυρό μετάλλιο της πόλης για την σημαντική προσφορά του στην τέχνη και τον πολιτισμό.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αν θες τη γνώμη και το σχόλιο μου φίλε, εγώ προσωπικά είμαι οπαδός του Νταλί και δεν γουστάρω καθόλου να βλέπω πίνακες που δεν απεικονίζουν τίποτα το έξυπνο και πρωτότυπο. Όσο για τον ποιητή που προβάλλεις, δεν λέω, άριστος είναι και τον αντιπροσωπεύεις, αλλά θα μπορούσες να γράψεις εσύ κάτι που θα ήταν σαφώς καλύτερο και εξυπνότερο και όχι μόνο. Πάντως εγώ προσωπικά θα ήθελα να διαβαστεί και να γραφεί κάτι δικό σου στην έκθεση του Δραγώγια. Έχει νόημα και ουσία αυτό που σου λέω. Ψάξτο.

Ανώνυμος είπε...

Η νεράιδα και η αγελάδα.
Μια φορά κι ένα καιρό ένας φτωχούλης χωρικός σηκώνεται πρωί πρωί με την αυγουλά να αρμέξει την αγελάδα του. Πάει στο στάβλο και τη βρίσκει νεκρή. Η στενοχώρια του ήταν μεγάλη. Η αγελάδα ήταν η μόνη πηγή χρημάτων που είχε για να τρέφει την οικογένεια του. Πάνω στην απελπισία του κρεμάστηκε.
Πάει η γυναίκα του στο στάβλο, βρίσκει την αγελάδα νεκρή και τον άνδρα της κρεμασμένο και πάνω στην απελπισία της τον μιμείται.
Πάει ο γιός στο στάβλο, βλέπει το θέαμα και αποφασίζει να πάει να πέσει στον ποτάμι να πνιγεί. Ήταν έτοιμος να πνιγεί όταν ένα χέρι τον βγάζει από το νερό. Ήταν μια γυναίκα πανέμορφη. Ποτέ του δεν είχε ξαναδεί τόσο ωραία γυναίκα.
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις πέντε φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κάτω ο νεαρός την πη**ει μια, δυο, τρεις φορές αλλά στην τέταρτη τα φτύσε.
- Καταραμένε, άντε πνίξου.
Και επιστρέφει στο νερό μέσα και πνίγεται.
Πάει στο στάβλο και ο δεύτερος αδελφός, βλέπει κι αυτός το θέαμα και πάει κι αυτός να πέσει να πνιγεί. Έτοιμος ήταν να τον πάρει ο χάρος και η νεράιδα τον σώζει:
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις δέκα φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου, τον αδελφό σου και την αγελάδα.
Τη βάζει κι αυτός κάτω την πη**ει 8 φορές αλλά την ενάτη τα φτύσε.
- Καταραμένε, άντε πνίξου κι εσύ.
Και επιστρέφει στο νερό και πνίγεται.
Πάει και ο τρίτος αδελφός, βλέπει τι συνέβη και πάει κι αυτός να πνιγεί. Πάλι η νεράιδα τον σώζει.
- Είμαι η νεράιδα του ποταμού. Ξέρω τι σου συνέβη. Αν με πη**εις δεκαπέντε φορές θα σε σώσω και θα αναστήσω τους γονείς σου, τα αδέλφια σου και την αγελάδα.
- Μόνο δεκαπέντε, θες. Εγώ σε πη**ω και είκοσι.
- Α, έτσι μου σαι, ε λοιπόν τώρα θέλω εικοσιπέντε.
- Τριάντα.
- Κόλλα το.
Αρχίζει, λοιπόν να την πη**ει αλλά εκεί που την πη**σε σταματάει ξαφνικά και της λέει:
- Δε φαντάζομαι μετά το τριακοστό να πεθάνεις κι εσύ όπως η αγελάδα