Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

«Το Χαμένο ποίημα» που βρέθηκε παρά τον ποταμόν Ληθαίον Τρικάλων



Σε μια διήμερη επίσκεψή μου στην πόλη αυτή που τη διασχίζει ο Ληθαίος ποταμός (ερχόμουν από πόλη που δεν έχει ποτάμι άρα η ψυχή μου ήταν γεμάτη θλίψη κατά την άγνωστή μου Βουλγάρα ποιήτρια) αλλά και σ’ ένα πέρασμά μου απ’ αυτήν καθ’ οδόν προς ιεράν Μονής Τατάρνης Καρπενησίου, για λίγο καθόμουν στο λυρικό μέρος της πλατείας κι όχι στο ηρωικό της, δίπλα στο ποτάμι. Συνομιλούσα με το τίποτε σχεδόν της προτομής του ποιητή Κλαύδιου Μαρκίνα δηλαδή του Γεωργίου Αργυρόπουλου. Τον αγάπησα χωρίς να γνωρίζω το έργο του. Κάτι λίγα που διάβασα δικά του αργότερα μου τα έστειλε ο Ηλίας και δεν μπορώ να πω ότι τα κράτησα στη μνήμη. Ομως αυτή η χωρίς πολλές αξιώσεις γλυπτική σύνθεση άρα και αναφορά στο σήμερα ενός ποιητή στην πόλη σ’ ένα χώρο τόσο αισθαντικό με έθελγε ως σύνολον θέμα και θέαμα. Μια συγκίνηση φιλολογική αλλά κι ελαφρώς φυσιολογική με νότιζε σαν την περιρρέουσά του υγρασία. Η πόλη ξεχώριζε τον ποιητή με τη λιτότητα και την ευγένεια που επέβαλε η ουσία της δημιουργίας του, ο τρόπος, η ζωή, το έργο του. Αυτό ήταν για μένα αρκετό για να διατηρώ περαστικός από τον τόπο και τα συν αυτά του, μια φευγαλέα συμπάθεια.
Στη δική μας πόλη μας ο ποιητής Γ. Σακελλάριος, γλυκύς ως αρχιμανδρίτης και θρηνώδης ως η Κασάνδρα στο κάστρο του Ιλίου ή η Ελεονόρα στο «Κοράκι» του Πόε, στη ρομαντική του φύση και ποίηση την περίοδο του ύστερου νεοελληνικού διαφωτισμού, τιμάται, φανταστείτε, ως ήρωας του μεγάλου αγώνα, και παρά πόδας του, στα ριζά του βάθρου του θέλω να πω, καταθέτει, σε κάθε επέτειο και εθνική εορτή, στεφάνια η μαρίδα της εκάστοτε εξουσίας. Τι θλίψη, οποία κουφότητα συνεπεία αφόρητης άγνοιας κι έλλειψη στοιχειώδους αίσθησης των ιστορικών, πνευματικών αλλά και δημοσίων πραγμάτων. Ετυχε να ζει εκείνο τον καιρό και σταδιοδρόμησε ως ιατρός των Τούρκων μπέηδων κι αγάδων με πρώτο τον Αλή Πασά. Ετσι ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει.
Καθήμενος έναντι της προτομής του Γ. Αργυρόπουλου συλλογιζόμουν την λεπτότητα της χειρονομίας των Τρικκαίων πολιτών που διαδηλώνουν την εκτίμησή τους προς την ποίηση και τον ποιητή κι αυτό να σημαίνεται στο ποτάμι της καθημερινότητάς μας και στο διαρκώς. Αφού μια πόλη εκτιμά τα παραπάνω επεκτείνοντας κάπως το συλλογισμό μου νομίζω πως το ίδιο θα συμβαίνει με τους σημερινούς της εκφραστές, οι οποίοι διακρίνονται στο ευρύτερο και μέγα πανελλήνιο. Φιλοξενούμεθα με τη γυναίκα μου στο νεοκλασσικό ξενοδοχείο Πανελλήνιο στο οποίο προσεγγίζοντας περί το εσπέρας ακούσαμε την μαγευτική συναυλία των ...χιλιάδων σπουργιτιών που την έδιναν στις φλαμουριές της όχθης. Πρέπει να νιώθει πολύ όμορφα αυτός ο τόπος, δεν είναι απαραίτητο και περήφανα, γιατί αυτό το αίσθημα ανήκει στους συνηθισμένους ανθρώπους, για τον σημερινό μας ποιητή και ξεχωριστό πνευματικό άνθρωπο που εδρεύει σώματι στον Μέλιγο (δεν ξέρω πως και που είναι η πολίχνη) αλλά κατοικοεδρεύει ψυχή, σκέψη και λόγος στις ευγενέστερες πτυχές κάθε καλλιεργημένης οντότητας. Μια από τις νύχτες μου στα Τρίκαλα με βροχή κι αέραν άγριο, τα εντελώς κίτρινα φύλλα σε στρώμα φθινοπώρου, καλή ώρα όπως την εποχή ετούτη, τον εν προτομή ποιητή στην ασάλευτη σιωπή του και τον νυν στα Χάικου του, κατακράτησα σαν πολύτιμο ίζημα στην ψυχή μου τη νοσταλγία για τα όλα της.
Το σήμερά μου εδώ ανανεώνει το ρεπερτόριο της.
Είχα μαζί εννοείται την ποιητική συλλογή του Ηλία Κεφάλα «Σιωπητήριο χιονιού» 134 χαϊκού και υπό το κράτος των ανωτέρω διαθέσεων ευρισκόμενος σε ποιητική έξαψη προέκυψε και σε μένα ένα χάικου εξάνθημα φθινοπώρου ή σημάδι ανολοκλήρωτης κι ατελέσφορης εφηβείας.
Είμαι, ήμουν, διετέλεσα κι εγώ ποιητής σκέφτηκα, και σκέφτομαι τώρα μετά την μπρος πίσω ανάγνωση του βιβλίου του Η.Κ. «Το χαμένο ποίημα» και σύμφωνα με τις προδιαγραφές που θέτει στο οπισθόφυλλό του προχωρώντας μια σκέψη του Τζών Κήτς πως ο ποιητής είναι ο λιγότερο ποιητικός άθρωπος. «Ο ποιητής είναι ποιητής μόνον όταν βρίσκεται μέσα στο ποίημα του, δηλαδή, όταν γράφει. Οταν οι λέξεις τον εγκαταλείψουν κι εγκατασταθούν οριστικά μέσα στο ποίημα, τότε ο ποιητής απομένει ένα κοινός άνθρωπος.» Εξηγείται ούτως από αυτή την ποιητική μέθοδο του Η.Κ. και σε μένα του τι είμαι κάποιες στιγμές στην πολιτεία των γραμμάτων που θέλω να περιδιαβάζω και στη μοναχικότητα των ποιητικών φαινομένων που ενδιατρίβω αλυσιτελώς.
«Ο ποιητής ίσως εξωτερικά και να δείχνει ως ο πλέον ασήμαντος όλων» γράφει. Δεν έχω τι το εξαιρετικό πάνω μου, ένας κοινότατος πολίτης είμαι, ούτε μουστάκι φέρω, ούτε γυαλιά διαρκείας, ούτε ενδυμασία εξεζητημένη, ούτε καν βλέμμα ονειρώδες διαθέτω κ.λπ. Αρα μπορεί εκ τούτου να λάβω τίτλον ποιητικής διαπιστεύσεως ενώπιον τς ιστορίας του τίποτα.
Σε μια παγκόσμια διάσκεψη για την ποίηση στη Θσσλνκ. (τη μέρα του παγκόσμιου, εαρινού εορτασμού της δηλαδή), όταν εις υγείαν της τρωγοπίναμε σαν φίλοι (σπουργίτες) πέφτοντας λιμασμένοι στα σταφύλια του Υπουργείου γραμμάτων και απαγγέλναμε (τσίρι τσίρι τσίρι τρο τσιριτρί τσιριτρό) επί υπουργείας του νυν Υπουργού των όπλων, κλήθηκα στο εδώλιο-έδρανο να διαβάσω κι εγώ κάτι, εντός του ποιητικού θέματος, ως συνδιοργανωτής και θεσμικός παράγων που διατελούσα τότε. Με θεώρησαν δηλονότι ποιητή για την ποιητική μου ίσως δημοσιογραφία που μετέρχομαι στα πεζά κείμενα αλλά και κατά μόνας (μοναχικές ηδονές). Διάβασα ένα ας το πούμε ποίημα για έναν ταπεινό Κοκκινολαίμη. Στο βήμα μ’ ακολούθησε ο άγνωστός μου τότε, ως σώμα ανθρώπου, όχι ως πνεύμα και γραφή, Αργύρης Χιόνης, ποιητής και γεωργός, καλλιεργητής ψυχών πάντων των εν Θροφαρίου Κορινθίας οικούνταν και ευρισκόμενων ευαίσθητων ανθρώπων της υπαίθρου χώρας. Κι αυτός για έναν Κοκκινολαίμη μίλησε. «Αδελφοποιητοθήκαμε» κατά κάποιον τρόπο. Τα δυό πουλιά μας έφεραν το ίδιο όνομα αλλά πόρρω απείχαν μεταξύ τους. Το ποίημα αυτό και τον Αργ.Χ. σκιαγραφεί ο αγαπητός μου Η.Κ. στα ένδον του βιβλίου του, και τώρα κι εγώ κατάλαβα τι ήθελε να πει ο ποιητής και τι ήθελα ίσως να σιωπήσω εγώ, που ξέχασα ακόμα αν και που υπάρχει αυτό το ποιητικό μου σχεδίασμα απελπισίας. Αναφέροντας το ποίημα του Γ. Δροσίνης για τον Γερανό και τον Καλογιάννο (Κοκκινολαίμη) με ρήμαξε η ανάμνηση του χαμένου παιδικού μας άλλοτε.
«Χειμώνιασε και φεύγουν τα πουλιά
γοργά ο Γερανός τα πελαγώνει
Η φλύαρη χελιδονοφωλιά
Χορτάριασε παντέρημη και μόνη...»
Με το βιβλίο αυτό ήδη μαθητεύω σε ζητήματα που μου ήταν και είναι οικεία έως συναναπνοής αλλά και μακρινά ως γνώση συντεταγμένη κι όχι χαλαρή κοντόμακρη άποψη.
Ετσι, το λοιπόν, ήμουν κι εγώ εκεί, όχι με τους Ούννους του Αττίλα, που κάποτε διεξερχόμασταν ενήδονα στα εικονογραφημένα κλασικά, αλλά με τους ποιητές του άνω μας κόσμου. Αμέσως μετά, αλλά και αργότερα, όλο το έλλογο κοπάδι δεν γυρεύαμε ούτε το χαμένο ποίημα ούτε τον κρυμμένο ποιητή, αλλά για την απωλεσθείσα ποιητική αθωότητα της μόλις πράξης, που βάρβαρα παραβιάσαμε τη λεπτότητα της, αφού αύτανδροι βυθιστήκαμε, τι λέω ορμήσαμε, σ’ ένα ψάρι, που μαγιάτικο το λέγαν, μεγάλο σαν μικρό μοσχάρι. Κορασίδες που έχασαν μεν την ανατομική τους ακεραιότητα αλλά βρήκαν κάποιες από τις ουσίες της ζωής.
Οτι ποίηση είναι η επιθυμία του ανέφικτου και η στάγδην πραγματοποίηση του ονειρικού στο πλαίσιο του μίζερα δυνατού.
Επί του πραγματικού τώρα λίγα δικά μου αφού τα πολλά θα τα πει ο παραδίπλα μου ειδικός. Ο Η.Κ. είναι ως γνωστόν γενικώς, ποιητής, πεζογράφος (μυθιστόρημα ευτυχώς δεν έγραψε εισέτι) και κριτικός λογοτεχνίας. Ως πολύ γνωστόν σε μένα, είναι εξέχων ποιητής, δόκιμος πεζογράφος και εμβριθέστατος κριτικός επί της λογοτεχνίας. Η αξιολόγηση αυτή είναι μεν εντελώς προσωπική -άλλωστε δεν υπάρχουν αντικειμενικοί κριτικο-δείκτες- αλλά διεκδικεί κι ευρύτερη αποδοχή χωρίς αυτό να είναι αποτέλεσμα θράσους ημιμαθούς ούτε και φιλοφρόνηση φιλίας. «Ποίηση και κριτική πρέπει να βλέπουν το ποίημα» γράφει ο Αντ. Κάλφας (γεν. του Κάλφαντος), στα «Πληγώματα και τις Φαρμακείες» του, ήγουν σχόλια για την ποίηση και την ποιητική τέχνη, και συνεχίζει «Το ποίημα είναι και αυτό που δεν βλέπουμε ή αυτό που οφείλουμε να αφήσουμε στο σκοτάδι». Την ουσία αυτών των φράσεων αλλά και άλλων αναλύει με συναρπαστική αναγνωστική ευχέρεια ο Η.Κ. Η πιο πρόσφατη σύμπτωση μας επί της αυτής κριτικής τραπέζης για παρουσίαση ποιητικού βιβλίου (ερήμην πάντα του ποιητή του ότι είναι κι αυτό μια τέχνη του δημιουργείν έμφαση παρουσίας δια της απουσίας), αυτός σφιχτός κι εμπεριστατωμένος κριτικός κι εγώ πλαδαρός ωσάν γαστέρα αγύμναστη, έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες στην Αθήνα και μάλιστα εντός ιερού ναού. Εκεί λειτουργούσαμε αυτός ως ιερέας κι εγώ ως υποδιάκονος, οι δε κανονικοί ιερείς έψελναν αυτά που γνώριζαν καλά.
Στον παρόντα τόμο δοκιμίων με κύριο λόγο την ποίηση-ποιητική θεωρία και πράξη- το κέντρο ενδιαφέροντος του είναι αυτό το περίεργο ον, δίποδον προφανώς, άπτερον καταφανώς (μόνον κάτω από αυστηρές συνθήκες εσωστρέφειας αποκτά νοητά φτερά στην πλάτη του) και ρομαντιώδες αθεράπευτα. Καλείται από τους άλλους «ποιητής» κι αυτό φαίνεται σαν μετρημένος έπαινος, ψόγος ήπιος, ή κρίση συγκατάβασης για τη συγγνωστή ελαφρότητα του να ασχολείται με πράγματα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας. Εκεί δηλαδή που πρέπει να κάτσει και να επωάσει τα αυγά ενός μυθιστορήματος το οποίο θα πιάσει τόπο στις προτεραιότητες των εκδοτικών οίκων και στις επιθυμίες του αναγνωστικού κενού, να βγάλει ίσως και χρήματα, εν τούτοις ετούτος, ας πούμε, ο κ. Ηλς Κφλς, όπως κι ο συμπαρακαθήμενος μου Αντ. Κάλφας (γενική του κ.λπ.), κατατρίβονται με της ποιήσεως και της κριτικής τον τρόπο, με τον οποίο όχι μόνον δεν κερδίζεις αλλά απεναντίας χάνεις κανονικά χρήματα, χρόνο, ανθρώπους και άλλα άξια λόγου καθημερινά ουσιαστικά και ρήματα. Ο ποιητής είναι ο χαμένος από χέρι στην υπόθεση της βιβλιο-καθημερινότητας. Υπάρχει για να συνομιλεί ψυχικά ιδιοτελώς αλλά βιώνει υλικά το ανιδιοτελές. Είναι που λέμε για την ιστορία κι όλα τ’ άλλα είναι για αυτόν φιλολογίες.
Μόνον ο ίδιος (ο γνήσιος δηλονότι κι όχι τ’ αμέτρητα καταγραφόμενα ως νούμερα) δεν τολμά να το δηλώσει ενυπογράφως ότι είναι ένας αυτοαπασχολούμενος σ’ αυτή την τέχνη κι εκδίδει δελτία παροχής υπηρεσιών προς τον ανθρώπινο μικρόκοσμο με τον οιονεί εργοδότη του να βρίσκεται στο απέραντο των λέξεων, στο απύθμενο των αισθημάτων, στο άχρονο τώρα στο ορισμένο του απείρου, στο καθημερινό απερινόητο (απροσδόκητο) αφού αυτά μπορεί να τα ορίζει και να ζεύει η σκέψη του, όταν αυτή διαποντίζεται στα θολά βάθη της επιθυμίας και διαπορθμεύεται στη νήσο του ανέφικτου. Αυτό που είναι δηλαδή η επικράτεια της ποίησης στην οποία ο δημιουργός είναι εν ταυτώ εξουσία και λαός και χάνεται είτε γιατί ρεμβάζει είτε γιατί και το συνηθέστερον αναστενάζει (αλλά ποιός τον ακούει;).
Εν τω μεταξύ που πάει η μουσική όταν χάνεται αναρωτιούνται με περισσή αισθαντικότητα ορισμένοι. Μια ωραία ανεικονική εικόνα που θα μπορούσε να ειπωθεί και ως: «Που πάει το ποίημα όταν χάνεται μετά δηλαδή που τ’ ακούς ή το διαβάζεις». Και τα δύο καταλήγουν στον αυτό χωροχρόνο του σύμπαντος καθώς εξαερούνται, αυτά τα μοναδικά αισθήματα τα οποία εκλύονται από τον δημιουργό και ενδύουν τα γυμνά σώματα του ψυχισμού μας ή επενδύουν στα ίδια ποικιλόμορφα κεφάλαια ανθρώπου για μια κερδοφορία στο διαρκές χρηματιστήριο των μη αποτιμώμενων σε χρήμα, αξιών.
Το προκείμενο βιβλίο είναι για τους αναγνώστες ειδικούς της ποίησης αλλά και για τους πάσχοντες ποίηση. Προτάσσει στο αναζητούμενο ουσιαστικό τη μετοχή «χαμένο» η οποία εμπεριέχει μέσα της όμως μια εντελώς ηθική και γλυκιά αίσθηση απώλειας. Ενα ποιητικό συμφραζόμενα που χάνει την νοηματική καθ’ αυτή απαξία του και γίνεται ένα λογοτεχνικό παρακολούθημα. Η λέξη και οι λόγιες προεκτάσεις της συνδέθηκε με πολλά ωραία δημιουργήματα: «Αναζητώντας το χαμένο χρόνο», «Η χαμένη άνοιξη», «Χαμένος ορίζων», «Χαμένοι στη μετάφραση», «Χαμένη Ατλαντίδα», αλλά και τα λίαν λαϊκά ακούσματα «Για σένα άπιστη αργοπεθαίνω για σένα έγινα κορμί χαμένο», «Τα χαμένα» της κ. Γιαρμπή, ή το γενικόν αξίωμα «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» άλλου τινός, μέχρι και το λίαν αισθαντικό «Χάθηκες» του Μ. Θεοδωράκη.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Η.Κ. δεν θα βρεις κανένα χαμένο ποίημα. Αν ήταν έτσι ήδη θα το εύρισκε τηλεοπτικά η ευαγής κυρία Νικολούλη. Θα ανακαλύψεις-ίσως μακάρι- κάτι άλλο μοναδικό και εξόχως συναρπαστικό.
Θα διαπιστώσεις δηλαδή πως έχασες πολύτιμο χρόνο ψάχνοντας στο εφήμερο της ύπαρξης σου ό,τι κατατρώει την ψυχή λεηλατημένος εν τω άμα από πλείστες όσες αδηφάγες μειονότητες ακαλαισθησίας, ευτέλειας, ασημαντότητας κ.λπ., κ.λπ.
Ας αισιοδοξούμε μελαγχολώντας παρ’ όλ’ αυτά οι περί των ποιητικών μας πραγμάτων πάσχοντες ποιητές, αναγνώστες ακόμα και οι προβληματισμένοι έως και προβληματικοί ψηφοφόροι των κομμάτων.
«Απελπισμένοι της ποίησης είστε το νέο μου σύμβολο. Ο υπέρτατος έπαινος σας ανήκει» δια χειλέων του Ηλία Κεφάλα και των λοιπών μετ’ αυτόν μαρτύρων κι αγίων.
Προσυπογράφω και περνώ για μια ύστερη φορά από τη γέφυρα του Ληθαίου ποταμού ο οποίος της λήθης τα επόμενα επεξεργάζεται και στης ποίησης την παραμυθία θύει, θέλω να πω κυλά, ίσως κι ερήμην μας.

1 σχόλιο:

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Αισθάνομαι αρκετές φορές, εδώ και καιρό, κάπως αμήχανα γιατί σχολιάζω σχεδόν μόνος μου τα εξαιρετικά κείμενα του αγαπητού Β. με κίνδυνο να θεωρηθώ εκ προθέσεως σχολιαστής του.
Μα με τέτοιας αισθητικής όμως γραπτά πως να μην νιώσεις την ανάγκη να προσπαθήσεις να εκφράσεις αυτό που νιώθεις; Ο μαγικός τρόπος τού να δίνει υπέροχη υπόσταση σε εικόνες που μια ζωή, εγώ τουλάχιστον, τις προσπερνούσα χωρίς καν να τις αντιληφθώ, η γλυκειά νοσταλγία που σε κάνει να νιώθεις διαβάζοντας ένα απλό οδοιπορικό, στην πόλη των Τρικκαίων στο τωρινό του κείμενο για παράδειγμα, αποτελούν σχεδόν ψυχοθεραπευτική πρόταση στην πνευματικά άνυδρη εποχή μας.
Η αίσθηση οτι σε παίρνει ''από το χέρι'' ταξιδεύοντάς σε σε ήδη προερμηνευμένες έννοιες και σε ''χώρους'' όπου έχεις ήδη πάει (;) είναι διάχυτη σε όλη του την εκφραστική. Κι αυτό πια που μας ανάγκασε να αγαπήσουμε την πόλη μας και να την υπομείνουμε τουλάχιστον !!! του το οφείλουμε νομίζω.
Ετσι λοιπόν σε εμένα η επίδρασή του λειτούργησε όπως η τζαζ εδώ και χρόνια: Αλλαξε τη ματιά μου στο πως βλέπω πια τον καθημερινό μου κόσμο.
Και κλείνω με μια φράση του παραφρασμένη : ''Τα όσα είπα δεν έχουν σχέση με όσα προηγήθηκαν''(!).