Για όσους πήγαν να πιάσουν το «Μάη του ‘68», Ιούνιο μήνα του 2008
Του Β. Π. Καραγιάννη
Ο Μάης του Συνασπισμού
κι ο Μάης του Δημαρχιασμού
Ηγουν ποίημα μετα-μαγιάτικον
κάπως σαν το ομώνυμο ψάρι, αλλά μπαγιάτικον
- Ας πρόσεχα!
Τι το ήθελα κι εγώ μαζί με κάτι άλλα νούμερα της εποχής και του τόπου μας, που ζουν τη διαρκή επανάσταση του ανολοκλήρωτου, να πάρω μέρος, ακροατής, σε δύο συναπτές κι εννοείται θλιβερές, εκδηλώσεις-μνημόσυνα στα σαράντα (όχι μέρες) αλλά χρόνια, που έγιναν στην πόλη μας εις ανάμνησιν, λέει, του «Μάη του ‘68», που διεξήχθη κάποτε στο Παρίσι και φέτος σ’ όλον τον κόσμο τελούνται τα σαραντάχρονα του. Τέλος πάντων. Υπήκων στο κομματικό μου δέον -ότι εκτός από αριστερόχειρ είμαι κι αριστερός κατά δήλωσιν και μάλιστα της πολιτισμένης εκδοχής της· που το βρήκα αυτό το σόφισμα για να διακρίνομαι από τη θολούρα της- ήμουν κι εγώ εκεί στο Εργατικό Κέντρο της πόλεως Κοζάνης, Ν. Πλακοπίτη τόσο. Να και ένα σεβαστό όνομα γνήσιου αριστερού, κάποτε κομμουνιστή και πατριώτη, κι όχι σαν αυτά τα κομμουνιστο-αραχνούφαντα κι αριστεροφανή, επιβλαβή στην ιδεολογική πανίδα και καθημερινή πολιτική πρακτική, όντα, τα οποία επιβιώνουν εισέτι στις μέρες μας, ως κακέκτυπα αντίτυπα βιβλίων. Τώρα μάλιστα που η κερδοσκοπική ληστοκρατία κατέβηκε από τα βουνά, χώθηκε μέσα μας, χτυπά παντού και τ’ αρπάζει από τους πάντες.
Η πρόσκληση που δεν υπήρχε, έγραφε πως η οργάνωση του ΣΥΝ Κοζάνης αλλά και του θεωρητικού «Ιδρύματος Ν. Πουλαντζάς» ανυποστάτου εδώ, μας καλούσαν εκεί δια τα περαιτέρω. Οχι, δεν ήξερε μέχρι που μπορεί να φτάσουν οι θεωρητικοί απόγονοί του, ο σαλτάρας στη μαύρη τρύπα της ιδεολογίας του, μικρός στα χρόνια αλλά και μέγας διανοητής, από τον 13ο η μήπως 7ο όροφο της πολυκατοικίας στο Παρίσι.
Μάης ’68, η εξέγερση, η φαντασία, στην εξουσία και άλλες λέξεις άδειες από κάθε περιεχόμενο σήμερα, που τις άκουγα μ’ αυτί κουφού. Δεν μ’ ενδιαφέραν παντελώς. Τότε τι ήθελα εκεί;
Φορές θέλω να νιώθω ακόμα μαζί με τ’ απομεινάρια μιας προσωπικής και συντροφικής σχέσης, χωρίς να προσδοκώ και καμιά συνέχεια, αλλά επί το πλείστον μια επιμήκυνση και διαιώνιση, ει δυνατόν, των ενθυμήσεων, δηλαδή των άλλων μας καιρών που πέρασαν· ό,τι μας έφυγε το κυνηγάμε ως διαφεύγουσα χίμαιρα και μας κυνηγά ως θεριεύουσα τύψη.
Είχα όμως την πρόνοια να καθίσω κοντά στην πόρτα εξόδου και πάντα λυτρωτικής φυγής, από τη ολιγάνθρωπη έως θρήνου, σύναξη μνήμης και το ‘σκασα με την ώρα μου, μόλις δηλαδή τέλειωσε το ανεκτό για κάθε νομιμόφρονα ακροατή ομιλιών, διάστημα της μίας ώρας και πέντε λεπτών, βάλε και την έως μίση ώρα καθυστέρηση έναρξης.
Στο Κέντρο Εργατών Κοζάνης απέραντη η μοναξιά της ιστορίας
κοιτούσε το λυμφατικό ακροατήριο που έκανε το παν να μη νυστάζει
άκουγε τροτσκιστές κι αριστερούς αλλά της «πολιτισμένης πορείας».
-Τι θέλω σ’ αυτό το μνημόσυνο του άδειου εν γένει τι με νοιάζει
τι έγινε το Μάη του ’68, όταν διέσχιζα αμέριμνα την Γ’ Γυμνασίου
ασήμαντος σώμα και σκέψη και σε πεζό το Σαίξπηρ μελετούσα
κι ενώ διεθνώς έριχναν την εξέγερση στην αρμοδιότητα μουσείου
εγώ στα “Ρόδινα ακρογιάλια” του Αλέξ. Παπαδιαμάντη κολυμπούσα.
Τέλος α’ ημιχρονίου
***
Κι ενώ όλος ο καλός κόσμος της πόλεως ήταν επί της τηλεοράσεως και παρακολουθούσαν τον ημιτελικό Γερμανίας - Τουρκίας μας κάλεσε η γλυκεία δημοτική μας αρχή στην ακόμα γλυκύτερη αυλή του Μουσείου Σύγχρονης Τοπικής Ιστορίας, στο κέντρο της οποίας ανθεί και θάλλει το βρομόδεντρο, σε δεύτερη κατά σειρά τοπική δράση υπέρ του «Μάη του ‘68». Ηδη το πράγμα οδηγούνταν στο κωμικό. Δεν ήταν επανάληψη της εκδήλωσης για να τα μάθουμε κάπως πιο εμπεριστατωμένα εκείνα τα βαρετά πλέον πράγματα· εδώ ήταν διαφορετικά και πλέον φανταχτερά κι αεράτα, άσχετα αν κινούνταν σε ομόκεντρους τρόπους κι ανθρώπους. Δεν έφτανε η μία χρειαζόμασταν δύο εκδηλώσεις σ’ αυτήν την πόλη που την αγαπάμε όλοι.
Ακουγα στην αρχή ήσυχα αλλά μετά από λίγο εντελώς ανήσυχα τα ίδια πράγματα που άκουσα και πέρσι στην ίδια αυλή αλλά σε άλλη θέση· ιστορήματα εντελώς βαρετά, βαθύτατα συντηρητικά μ’ επίχρισμα προοδευτικού κονιάματος. Κάτι το ψεύτικο, το κυμβαλο-αλλαλάζον, διατυμπανιζόμενο στο νυν, στο παρελθόν και στο μέλλον του τίποτα. Πήγα για μαλλί λόγου και ασφυκτιούσα από το κούρεμα του παραλόγου και της ασημαντότητας της θεωρίας, την κενότητα της ιστορικής διήγησης· του Σοφοκλή το: «Λέγε αφού χαίρεσαι τα ίδια σου τα λόγια» στην «Ηλέκτρα» έπαιρνε και έδερνε τη λογική και αντοχή μας.
Κι αυτά να λέγονται με τις ώρες, που όταν είναι ανούσια πολλαπλασιάζουν το ειδικό βάρος της ανίας τους. Χωρίς να έχουν επίγνωση διοργανωτές κι ομιλητές, περί τίνος ακριβώς επρόκειτο, κορυβαντιούσαν πάνω στην αντοχή και στη κοινή, την κοινότατη νοημοσύνη μας, επενδύοντας σε μια βαρετή εκ του λόγου αυτού αριστεροσύνη του γλυκού νερού. Δεν μπορεί αυτά τα πράγματα να αξιώνουν την προσοχή μας, όσο σεβάσμια κι αγαπητά κι αν είναι τα εκφέροντα στόματα. Η προσέλευση κόσμου «έφτιαξε» εν γένει το διοργανωτήριο είδος ανθρώπων κι εδώ είμαστε. Ιχνος δροσιάς από πουθενά, πολύ δε περισσότερο δίοδος διαφυγής. Μόνο με κάτι κεραμίδια κατερειπωμένου, παραδοσιακού συνόρευε η πλάτη μας, αλλά η διαφυγή από εκεί προϋπέθετε ικανότητες, αισθητική κι ευαισθησία κεραμιδόγατου. Είχαμε εγκλωβιστεί στο ακριβώς αντίθετο μέρος της ελευθερίας μας. Ούτε προς διούρησιν, αν ήθελες να πας το μπορούσες ατιμωρητί, δηλονότι χωρίς τη γενικότερη προσοχή πάνω σου και στην ανάγκη σου, που να έφευγες κιόλας, αφού θα έπρεπε να περάσεις μπροστά από το πάνελ· αχ τι μελιστάλαχτο όρο που χρησιμοποίησα! Δεν είχα ποτέ την εύνοια της τύχης να βρεθώ σε ένα τηλεοπτικό ή ζωντανό επί γης και τραπέζης έστω και χαμαί, σε παρόμοιο άθροισμα νοματαίων, να πω και εγώ την μπαρούφα μου, να αξιώσω να γίνω δημόσιο πρόσωπο κι ας αποσπάσω και τη χλεύη. Να γίνω με ένα λόγο αναγνωρίσιμος σύντροφος, ένα από τα βασικά συνθήματα του Μάη του 2008.
«Η αυθάδεια είναι το νέο επαναστατικό όπλο», «Το δάσος προηγείται του ανθρώπου, η έρημος ακολουθεί», «Αλλάξτε τη ζωή, αλλάξτε τις οδηγίες χρήσης», «Μη με απελευθερώνεις θα το φροντίσω ο ίδιος», «Μην παίρνετε το ασανσέρ, πάρτε την εξουσία», «Αν έχουμε μια ελπίδα τη χρωστάμε σ’ αυτούς που δεν έχουν πια καμιά».
Αντιγράφω κι ένα τραγούδι του τότε:
Για δες. 12 χρόνια ήδη
που είμαστε μαζί, σχεδόν παντρεμένοι
Και ο μικρός Πιέρ, το όμορφο δώρο
Ο χρόνος περνά γρήγορα, ταξιδεύει
Και ο Μάης του ’68 είναι τραγούδι από μια άλλη εποχή
Για δες, 12 χρόνια ήδη
Ημασταν τρελοί, αδιαφορούσαμε
Για τον κόσμο όλο, τους παντρεμένους
Τη χλιαρή δημοκρατία
Και ο Μάης του 68, για μένα είναι το ‘Σ’ αγαπώ»
Μια μόνον λεξη «Σ’ αγαπώ»
Για δες θυμάσαι
Την οδό Bac, το οδόφραγμα
Και σε πήγα σπίτι μου
Την ώρα που κάναμε έρωτα
Ανθρωποι φώναζαν, έτρεχαν
Μια όμορφη Ρολλς-Ρόυς καιγόταν
Εκείνη η μουσική στο ραδιόφωνο
Για δες 12 χρόνια ήδη
Που είμαστε μαζί, σχεδόν παντρεμένοι
Και ο μικρός Πιέρ είναι αντιρρησίας
Ο χρόνος περνά γρήγορα ταξιδεύει
Και ο Μάης του 68, είναι τραγούδι από μια άλλη εποχή
Για δες, 12 χρόνια ήδη
Για να το γιορτάσουμε, σε βγάζω για δείπνο
Στην οδό Bac, ένα εστιατόριο
«Στο οδόφραγμα», μπαλάντα
Και από κείνη την εποχή για σένα και για μένα
θα μείνει μια μόνο λέξη «Σ’ αγαπώ».
(Τραγούδι του Gilbert Becaud σε στίχους Pierre Delanoe)
Αυτά άκουγα; Οχι βέβαια. Αυτά κι άλλα παρόμοια περιέχονται στο ημερολόγιο της ΑΥΓΗΣ και του ΣΥΝ έτους 2008. Μόνο από κει να έπαιρναν οι ομιλητές θέματα και αναφορές, θα μας έσωζαν από την πλήξη και τη συνακόλουθη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη».
Στην αυλή με τη νύχτα να πέφτει και την Τουρκία να ξεσηκώνεται,
το βρομόδεντρο διεγερμένο να παρατηρεί με προσδοκία τα θηλυκά
λίαν θερινώς ενδεδυμένα κι η ατελέσφορη επιθυμία να απλώνεται·
λέγανε, άκουγαν, έπλητταν, χτίζαν θεωρίες με κατεδαφίσεως υλικά.
Τα νεαρά παιδάρια που παίζανε κυνηγητό στη διπλανή αλάνα
αδιάφορα εντελώς για τους μεσήλικες και άνω που ομιλούσαν
-Για σας τα λέμε ηλίθια μειράκια που τρέφεστε μ’ όνειρα πλάνα!
Αλλά αυτά ακόμα πιο αδιάφορα την νεότητά τους διαλαλούσαν.
Λίγες μέρες αργότερα διάβασα στις εφημερίδες μια θριαμβευτική καυχησιολογία περί της μεγάλης επιτυχίας της εκδήλωσης που έγινε στην αυλή των ιστορικών ενθυμημάτων και κατέληξε αυλή των «μαγιάτικων» ημών θυμάτων. Δηλώνω, και προς τούτο έχω και υπεύθυνη δήλωση από δύο τρεις συμπολίτες αν χρειαστεί να τις καταθέσουμε στο πλημμελειοδικείο της τοπικής ιστορίας, πως ζήσαμε κάτι το «εφιαλτικό» καθότι σε μια εκδήλωση, ύμνος υποτίθεται στην ελευθερία, την εξέγερση, το αυθόρμητο βιώσαμε εγκλωβισμένοι σε μια φυλακή ανθρώπων και ομιλιών δυσβάστακτη από ένα σημείο κι ύστερα. Κατα-πληκτική, αδιάφορη επί της ουσίας της, κουραστική σε διάρκεια και με μόνο σύντροφο το δυσάρεστο αίσθημα ότι δεν μπορούσαμε να φύγουμε εγκαίρως!
«Ολα είναι ένα ψέμα» τραγούδησε ο Στ. Καζαντζίδης κι έγραψε η αοίδιμος Ευτυχία Παπαγιανοπούλου, άρα και «Η Ιστορία είναι ένα ψέμα στο οποίο συμφωνούμε όλοι», όπως έγραψε ο Βολταίρος. Το μνημόσυνο του Μάη του ‘68 που επισυνέβη εις τα καθ’ ημάς ιδεολογικά μποστάνια της πόλεως, όπου η αντί των αυθεντικών εισαγμένων φρούτων εκείνης της ανατρεπτικής εποχής, ευδοκιμεί η υδροπεπονική προπέτεια παντογνωστών, ημιμαθών ή βλακομαθών εν είδει. «Η κουλτούρα είναι σαν τη μαρμελάδα, όσο λιγότερη έχεις τόσο πιο πολύ την απλώνεις» έλεγε ένα σύνθημα από εκείνο το Μάη. Αυτοί συνήθως παρακολουθούνται κατά πόδας από (θ)εσμούς κομματικών και δημοτικών χάνων, ήταν μια πράξη πολιτικής ευήθειας, όσες δε αγαθές (καθόλου δηλαδή) διαθέσεις κι αν είχαν, ακυρώνονταν από την ασημαντότητα (δεν μπορούσε δυστυχώς να είναι κι αλλιώς) του είδους διάπραξης.
Λήξη του αγώνος και η Τουρκία μας έχασε (όπως κατά βάθος ευχόμασταν όλοι) αλίμονο!
ΥΓ. 1 - Ας προσέχαμε εκ νέου!
ΥΓ. 2 Αξιότιμοι κύριοι διοργανωτές ομιλητές κ.λπ. για να έχουμε καλό ρώτημα και για να μην γίνεται «Πολύ κακό για τίποτα» πότε σας παρακαλώ θα μας καλέσετε για να εξεγερθούμε κι εμείς γιατί: «με τραλαρό και τραλαρά /και τραλαραλαρέλια» (Σαίξπηρ) χαϊρι δε βλέπουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου