Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2007

ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΘΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ

Α. Οι γκλίτσες του κυρίου Νίκου Κούρτη

Του Β.Π.Καραγιάννη


Tη γκλίτσα που λαχτάριζες…Αλλοι τις λέγαν βακτηρίες (επιμήκες κυλινδρικόν στέλεχος ξύλου), άλλοι μπαστούνια, (γερόντων) αλλά κι αυτά που τα βρίσκουμε στη ζωή μπροστά μας, σκήπτρον (χωλών με υπομασχάλιον έρεισμα) άρα δεκανίκι, πατερίτσα που παραλίγο θα έφερνα αν ήταν επιτυχής η απόπειρα διαστρέμματος αριστερού του ποδιού μου, άλλοι τις είπανε ραβδιά: ράβδος του Ααρών, του Μωυσή, και ράβδος καλογερική (ως και το τεμπελόξυλο της αγιονορείτικης αδιαλείπτου βάδισης, προσευχής, νήψεως και νηφάλιας μέθης), δεσποτική σε δύο εκδοχές, γιορταστική, μεταλλική και καθημερινή ξύλινη κι εύλαλα κυλιόμενη στα πλακάκια των ναών, στραταρχική κοντή, χοντρή αλλά μ’ ευθύνες σε καιρούς ήττας, ειρήνης, παρελάσεων -ποτέ μάχης- ράβδος μαέστρου εκλεπτισμένη, ρυθμική αυτή που δεν κρατούσε ο εν Πάτμω Αρβανίτης αρχι-χορωδός του συλλόγου ιεροψαλτών «Ιάκωβος Ναυπλιώτης», μαγική ράβδος ταχυδακτυλουργού στον νιάημερο, η ράβδος του ραβδοσκόπου που όλο εύρισκε νερό και δεν αντλούνταν, «ράβδος δε εν γωνία, άρα βρέχει». Τίποτα όμως απ’ όλα αυτά, εμείς τη γκλίτσα την ποιμενική και καθημερινή εν ύμνοις τώρα τιμώντες μεγαλύνωμεν, ξυλογλύπτοντας συν-εκθέτουμε σε όλες τις παραλλαγές σχήματα, τρόπους, ξύλο υλικό ψυχής τελικά, που εκλεπτύνεται με το λείασμα εκ του χρόνου κυρίως στην κεφαλή της φέρει σχήματα εκ του εμβίου κόσμου ου μην αλλά και ψυχικές καταστάσεις ευγλωττεί κι οι περισσότερες να φέρνουν ρήσεις προσρήσεις, προτροπές, περικοπές του ψαλμωδού «ότι με υποβάσταξεν αυτήν κι η προσευχή εν ώρες θλίψεων», «νεφίδιον αι θλίψεις και παρέρχονται», κ.λπ. ενώ στο χωριό ο Μηνάς τσοπάνος μια ζωή, έφτιαχνε αριστουργήματα κουτάλια, πιάτα μέχρι και δόντι πρόσθιο έκανε για άμεση χρήση, αλλά οι γκλίτσες του με περίτεχνες κορυφές και κορυφώσεις κάτι σαν φίδια που τα ‘πιανε με τα χέρια και το ξύλο με το οποίο διοικούσε τα πρόβατα λαό του στην προβατική στάνη του Μπαράκου, και καθοδηγούσε τα σκυλιά ήταν από κρανιά και τι οδυνηρά που έπεφταν στις ράχες των αλόγων όντων. Αργοτερότερον μπήκαν στον τόρνο κατά τουριστικές χιλιάδες που δεν μπορώ ούτε να δω, ούτε ν’ αγγίξω, μακρύ χέρι μιας θλιβερής εφ’ όλης της ύλης τυποποίησης και συμμόρφωσης εν βίω και εν γκλίτσα, η οποία όμως όταν χειροποιηθεί ποίημα είναι, έργον μυστικό εκ θεϊκού τάλαντου (σιγά τον πολυέλαιο, τέλος πάντων) δόθηκε σ’ ετούτον εδώ τον μυστήριο χριστιανό, που δεν άφησε εσπερινό απαρακολούθητο, δασικό κι ορεινό μονοπάτι αβάδιστο, ανηφόρα της ζωής απερπάτητη, δεν τις κατασκευάζει το λοιπόν αλλά διασκευάζει επί του ξύλου της φύσεως τα καμώματα, δίνει σχήματα, γράμματα, πρόσωπα, ναι πρόσωπα, σε μια αφαιρετική έμφαση και με μια υπερρεαλιστική κίνηση, φορές, και με μια επιτυχημένη ταύτιση με του πραγματικού μας κόσμου τα ορόμενα και συνεχώς ο κυρ’ Νίκος κι εν τέλει Κούρτης απ’ τ’ Αγραφα της Θεσσαλίας ορμώμενος και στην Ν. Χαλκιά 3 γκλιτσογλυπτών, χρόνια πολλά στης πόλεως και στους τρόπους της, εκ της διαρκούς ακουρασίας πάσχων περιπατητής, στο πηγαινέλα του με τον τόπο της γήινης αφετηρίας του να φέρει από κει σακιά ριγάνεως που σπέρνει στις ορεινές λακιές το χέρι εύγευστου Θεού, και δεκάδες ξύλα κρανιάς, φτελιάς, αχλαδιάς, ένα αράδιασμα θαρρείς απ’ το «Αξιον Εστί» του Ελύτη, αλλά και εκ των καιομένων Πιερίων, προς θλίψιν του ανεκλάλητη, ότι των δέντρων του δάσους και της επιστήμης των τεχνικός θεράπων διετέλεσε, δεν ήταν όμως εξ αυτού μόνον ο πόνος αλλά από τις αμέτρητες ανεβοκατεβάσεις του στο Καταφύγι, που του ‘γινε η διαδρομή αυτή, δρόμος ζωής ανεμπόδιστος, ειρηνικός, στα πεζοδρόμια και την άσφαλτο είναι τα δύσκολα, ξύλα υγρά, ξύλα νωπά, ευλύγιστα ξύλα που θα υποστούν εν χλωροίς την πρώτη και την τελική μορφή από τον ανωτέρω πλάστη τους έτοιμα να παραδοθούν στην καθημερινή αιωνιότητα κατά δεμάτια, αλλά και κατά μόνας χάρισμα, μια δέσμη έχω τέτοιες που ανιούν στο κελί της εγκoσμιότητάς μου προς εντυπωσιασμόν όμως του κάθε προσκυνητού που κεχηναίος υφίσταται τους ραβδισμούς της ωραιότητας σε πλάτες σώματα, χέρια, μαλλιά και φυσικά αγκαλιές· εκατοντάδες γκλίτσες, βακτηρίες, βακτηρίδια ακόμα σε παραπέμπουν σε μια εκ νέου διανάγνωση του άλλου μας ένδον είναι που συνεχώς γλιστρά και διαφεύγει προς την καθημερινή ενατένιση και του φαγωμένου από τον πανικό ύπαρξης προσώπου μας «ότι η ράβδος Σου κι η βακτηρία Σου αυτές με παρεκάλεσαν» και ημάς μας συνεκίνησαν τοσαύτως, Αμήν.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΘΕΗ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ ΣΥΛΛΟΓΩΝ ΤΗΣ ΔΕΠΑΚ ΣΤΗΝ ΑΙΘΟΥΣΑ ΕΚΔΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΚΟΖΑΝΗΣ ΕΝΑΝΤΙ ΤΟΥ ΑΝΑΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΟΜΕΝΟΥ (!) ΕΠΙΣΚΟΠΕΙΟΥ

******

Β. Ο ερωτικός λόγος του Κώστα Ντιό

Παραλήρημα ζωής η τζοϊκή αφήγηση της Μόλλυ α-τελείωτη κι α-κομμάτιστη ύστερο ξέσπασμα κορύφωση ζωής ερωτομανέστατης δηλαδή και τι σημαίνει ερωτικός λόγος κάτι σαν τον ευλαβέστατο σεφερικό Ρόδο της μοίρας γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις ή τον εκκωφαντικό του Κ. Ντιό ζωγράφου εφ’ όλης της εικαστικής ύλης της αισθησιακής μη απολειπόμενης απεναντίας ο,τι είναι της φύσεως κατάπλασμα γίνεται και πλάσμα της φαντασίας κι από κει κατευθείαν σύμπλεγμα χρωμάτων και σωμάτων, έτσι αόριστα χύμα ριγμένα σ’ ένα τελάρο ή σ’ ένα καναβάτσο ίμερου και κλινοπάλης διαρκούς με τα πρόσωπα της κάθε μέρας και νύχτας αδιευκρίνιστα σ’ ένα γεμάτο υποσύνολο επιθυμιών που αποτελούν την οριστική έκφραση του μοναδικού και μοναχικού λόγου ύπαρξης των όντων που εδώ πάνω υπάρχουν σώματα διαλυμένα από την ένταση και το ευλογημένο έργο πράξη που διακονούν τη μια και συνηθισμένη ουσία της ενότητας μιας αρχέγονα καθορισμένης και διασπασμένης ένα συν ένα κάποτε που κόπηκαν και χώρισαν και έκτοτε αλαλιασμένα ψάχνονται να συναντηθούν στο όπου και στο όπως κι εν ταυτώ και τότε να υπάρχουν σαν ένα ανεκλάλητο ξεφωνητό υπέρ της ζωής που ζούμε εδώ και τώρα κι όλα είναι πράξη δρόμος προς αυτήν και στην πράξη δηλονότι αποδεικνύεται ο λόγος η πρόθεση ο τρόπος της πολιτικής της κοινωνίας της τέχνης της ιατρικής του έρωτα δηλαδή της ζωής στις λεπτομέρειες γκρίζες αναγκαίες γλυκο-ωραίες κι όλες αυτές εδώ είναι καρφωμένες στο τοίχο σταυρωμένες η και σε χιαστεί ενότητες μη αναστηθείσες εισέτι συνυπάρξεις που δεν θα επιθυμούσαν άλλωστε και πολύ ν’ αναστηθούν ξεκάρφωτες σε όλους τους αρμούς και τα δεσίματα των καραβιών που ελεύθερα μας ταξιδεύουν στα τυφλά πανόλβιοι και μεθυσμένοι ανεβοκατεβαίνοντας τις σκάλες της ζωής γλιστρώντας στους πάτους της εικόνας στην ασφυξία της κορνίζας πατώματα καναπέδες καρέκλες αναποδογυρισμένες στο αέρα να πηδαλιοχούν στο πουθενά της πραγματικότητας και στο άπαν του ονείρου στο άδειο και το γεμάτο του χώρου σκέψης στο απέραντο της επιθυμίας που χύνεται κυματισμός ήχος κι ηχώ καμπάνας που διαλαλεί εσπερινούς εντελώς κόκκινους και όρθρους κάπως προς το ρόδινο κι όλο μαζί τα πρωινά του κόσμου τα μεσημέρια της αγάπης τα δειλινά του χωρισμού να φεύγουν και να έρχονται τραίνα που φύγαν κι αγάπες πήραν κ.λπ. και τα λεωφορεία να σταματούν στα διόδια του κόσμου κι αφού καταβάλουν τον αντίτιμο διέλευσης στον βαρκάρη κατεβάζουν τις φευγαλέες σκέψεις παραλαμβάνουν κάτι απ’ το θάνατο να τον μεταφέρουν στη μνήμη κι άλλοτε πάλι να διαχυθούν στη εθνική που σχίζει την πεδιάδα θάλασσα που δέχεται τους Αξιούς και τους άξιους κι ορμούν σε επισκέψεις στα δωμάτια της ανωκάτω πόλης και μέσης αωματο-χώρας κι ο έρωτας είναι αυτό που φεύγει με το πρωινό δρομολόγιο κι αγάπη ό,τι έρχεται με το βραδινό και πως να ‘ρθείς να γυμνωθείς μπροστά στα μάτια μας τόσο ευπροσήγορη θελκτική τόσον αγαπημένη σα τα μαύρα φεγγάρια του έρωτα εδώ θα παρακολουθούν τις θάλασσες των στεναγμών το κόκκινο της αδημονίας ετοιμοπαράδοτο για κάθε χρήση, το μαύρο του μοναστηριού με το φιλί που λείπει το πράσινο που χύθηκε μισό ημισφαίριο στην περιπεπλεγμένη ιδιαιτερότητα που της πέφτουνε τα φτερά σαν ροδοπέταλα καθώς ξεφτίζει ο πόθος για ν’ αφεθεί γυμνός και τετραχιλισμένος στον Κριτή των πάντων κι ορατών ελπίζω τα μαύρα ρινίσματα της ακουστής διερμηνείας των ονείρων, οι υπογάλανες εκκλήσεις κι όλα αυτά είκοσι στον αριθμό ανταύγειες του έρωτα της πράξης και του ονείρου χωρίς ίχνος στεναγμού μόνο στοναχές να εκπέμπουν κατευόδια σε πουλιά που αναχωρούν για άλλους καιρούς και μας αφήνουν σε μια ευθεία θέση νοσταλγίας ατέλειωτης να περιμένουμε την επιστροφή του καιρού που δεν θα ‘ρθεί ξανά κι ό,τι μας προέκυψε ήταν καλό ό,τι μας έλαχε καλώς μας κληρώθηκε κι ό,τι μας μέλλεται αν είναι να ‘ρθεί θε ‘ρθεί αλλιώς παρακαλώ ας προσπεράσει και δε μιλώ τώρα για το φευγάτο αίσθημα της πλησμονής του άλλου με όλη την αρματωσιά της διαμάχης αλλά για τον χωρισμό μιλώ τον εντέλη που είναι ακριβώς τ’ αντίθετο απ’ αυτό που διαπράττει ενώπιον μας ο κύριος των ήχων του χρώματος Κώστας Ντιός κι είναι αυτά όλα αντίδοτα ζωής και ελιξίρια πάθους ατελεύτητου που δεν μας χορταίνουν κι όλο να θέλουμε συνεχώς να καταπίνουμε ό,τι μας προτείνει να τρώμε μόνιμα πεινασμένοι μιας αγάπης που δεν μας αρκεί αφού δεν μας φτάνει τελικά εις τον αιώνα των αιώνων αμήν και πότε δηλαδή και επειδής...
Β.Π.Κ.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΚΕΘΣΗ ΖΩΓΡΑΦΙΚΗΣ ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΝΤΙΟ ΠΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΤΟ ΠΑΤΑΡΙ ΤΟΥ ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΤΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΥ ΣΕ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΟΜΑΡΧΙΑΚΗΣ ΑΥΤΟΔΙΟΙΚΗΣΗΣ ΚΟΖΑΝΗΣ
ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Ελεος πια!!!Υπάρχει καλό έργο τέχνης και κακό έργο τέχνης.
Ο Πικάσο,o Γκογκέν,ο Μιλέ ήταν σπουδαίοι ζωγράφοι και ο Κώστας Ντιός είναι ένας κακός ζωγράφος.
Σε κάθε περίπτωση όμως είναι συνάδελφοι…