Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 11 Αυγούστου 2007

Oι καθημερινες μας Παναγιες

Οι ελάσσονες Παναγίες του μηνός Αυγούστου
της πόλεως Κοζάνης

Του Β.Π. Καραγιάννη

Την πρώτη του μηνός Αυγούστου φύσηξεν βόρειος, ζωογόνος αέρας. Έναρξη μήπως των ημερομήνιων, αν και αυτά καταμετριούνται στην πέτσα και τη συνείδηση των κατοίκων με το παλιό, δηλαδή με τον αληθινό καιρό της φύσης κι όχι εκείνου, μετά την διοικητική επέμβαση επί του ημερολογίου τοίχου, των παγκοσμιοποιημένων συμφερόντων, πριν μερικές δεκάδες χρόνια. Την αμέσως προηγουμένη, μέτρησε μόλις 200 σταγόνες βροχής στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου. Εις μάτην περίμεναν τη βροχή τα λαχανικά των κήπων και τα ζωντανά του επάνω κόσμου. Ετσι να υγράνει λίγο το τομάρι τους που κατάντησε, κόντεψε, ξηραμένο πουκάμισο φιδιού, αφημένο χαμαί. Οι ντοματιές της αυλής με κεκλιμένες κεφαλές και μαραμένες διαθέσεις ετοιμαζόταν να γίνουν λίπασμα, τις χαντάκωσε η πυριφλεγέθων περίοδος. Στη ξηρή φυσικού, ρέοντος ύδατος, Μάνα πηγή, εισήλθε Κυρία η Μάνα στην άριστη άλλοτε (άλλοτε...) παραγωγική, μπαξεβανική της αποικία: ντομάτες, πατάτες, πιπεριές (οσίου Νικάνορος του θαυματουργού, τεμαχίστηκε στη σαλάτα η πρώτη πράσινη και προς το μαλακό σουβλερή), μελιτζάνες, αγγούρια, κολοκυθάκια άπειρα βρέχει δε βρέχει, κρεμμύδια, σκόρδα, πράσα, λάχανα. Μπήκε τούτο το άνυδρο καλοκαίρι, στο διακόνημα να κουβαλά νερό με πλαστικά μπιτόνια, να ποτίζει για να σκιρτήσουν (μήπως) ζωή κάποιες πιπεριές και λιγοστές ντομάτες. Η αδήριτη πλέον συνήθεια της εκεί καθημερινής της παρουσίας, είναι ζωτικότερη ανάγκη ψυχής πρώτον, κι αμέσως μετά σώματος, το οποίο αν και έχει χρονικά βαρυνθεί, δεν λέει να κουραστεί, ευτυχώς.
Ετσι η μικρή Σαρακοστή του καλοκαιρινού, ήπιου, νηστευτικού λόγου, έλαβε καιρό με Μικρή, κατά πλάσμα χρόνου, Παράκληση. Στα αναλόγια του καθεδρικού, άγονος ο συναγωνισμός με πρώτες και δεύτερες συνηχήσεις αλλά γεγονυία βέβαια τη φωνή στα τέσσερα τελευταία Εξαποστειλάρια: («Απόστολοι εκ περάτων...», «Ο γλυκασμός των Αγγέλων...», «Και σε μεσίτριαν έχω...», «Χρυσοπλοκότατε πύργε...») σε ήχον γ’, που είναι κάτι σαν οι γκεστ σταρ των Παρακλήσεων του Αυγούστου. Ομως, «Οφείλομεν να ψάλλωμεν εν Εκκλησία με πραείας φωνάς, με φωνήν αύρας λεπτής, και όχι με πολυφωνίας και παραφωνίας, αίτινες ομοιάζουν με το πνεύμα του ανέμου το βίαιον και με τον συσσεισμόν, μέσω των οποίων δεν εφανερώθη ο Θεός», ο Αλεξ. Ππδ. έγραψε. Η μεγάλη εικόνα, της επί δεκαπενθήμερο, εφημερεύουσας επί της ουσίας, Παναγίας, αριστερά του τέμπλου έμφορτη λατρευτικών και αναθηματικών μπιχλιμπιδιών· πόσος, όμως πόνος κρύβεται στα μηδέποτε αιωρούμενα – και μη εκποιούμενα εισέτι (!)- δαχτυλίδια, σταυρούς, καδένες, ρολόγια κ.λπ. κι αν έπιασαν τόπο ή απλά με αυτά αγόρασαν ελπίδα οι δωρητές. Η προσευχή, ιδίως η ενσπάρακτη, δεν είναι απαραίτητο να έχει άμεση ανταπόκριση επί του αιτούμενου, αφού από μόνης της, επιτελεί παρηγορητικό και παραμυθητικό ρόλο. Η Πορταϊτισσα πανάγια εικόνα, ίσως γιατί είναι κοντά στην νότια ...πόρτα εξόδου, υπερμεγέθης, φορητή, κατάφορτη φόρτου ασημικού, μόλις που φαίνεται πρόσωπο, τελευταία, για τη θαυματουργική της δεινότητα, παρασημοφορήθηκε υπό του ενζώου, αγίου δεσπότου· προς επίρρωσιν δε της γελοιότητος του πράγματος το παράσημον έφερε την εικόνα της Παναγίας (Παναγία την Παναγία για της Παναγιάς τα μάτια). Ανώτατη, πνευματική αρχή του τόπου είν’ αυτός, απονέμει τα βαρύτιμα μετάλλια της ματαιότητας και επί εικόνων κι όχι μόνον επί φυσικών, ακόμα κι αφύσικων προσώπων, σε ώρα θείας λειτουργίας, δίκην κοσμικού θεάματος. «Ονειδισμός και θλίψεσι θεατριζόμενοι» (Απόστολος Παύλος προς Εβραίους, ι’, 33): πλακέτες και πιάτα εγχάρακτα για τη διαιώνιση του ασήμαντου και μ’ αυτά το διασκεδάζει το ευλαβές αλλά χασμώμενο ήδη εκκλησίασμα, καθώς παρακολουθεί τους χαριεντιζόμενους ρασο-γενειό-πνιχτους και ακκιζόμενα κοσμικο-πολιτικο-βλαχαδερά επίσημα και νυσταλέα όντα
«Παναγία την Παναγιά ερωτήσεν προς τι όλη αυτή η κωμωδία;
- Μα να ‘χουν την έξωθεν επιβεβαίωση και λάθρα μου ευλογία...
Εν τω μεταξύ το «Παρακλητικόν πράγμα» προχωρεί με «αργοσύντομο» ρυθμό κι όταν κάποτε φτάνει στο «Άλαλα τα χείλη των ασεβών», θυμάμαι το θυμόσοφο Γ. Κουτρώτσιο, αριστερός ψάλτης στο ναό του τιμίου Προδρόμου Λευκοπηγής και ελάσσων ποιητής, γιατί όχι, που το παράλλαζε πάντα εις: «Εύλαλα τα χείλη των ευσεβών των προσκυνούντων την εικόνα σου την σεπτήν την ιστορηθείσαν υπό του αποστόλου Λουκά ιερωτάτου, την Οδηγήτρια». Τότε είναι που με τραβάει, χρόνια τώρα, λες απ’ τ’ αυτί μια ψυχική και σωματική έλξη, να κοιτώ μια τοιχογραφία στο βορειοδυτικόν τρίγωνον που βρίσκεται ανάμεσα στα τόξα βορείας και νοτίας κιονοστοιχίας του καθεδρικού της «Θεοσώστου» πόλεως Κοζάνης, ο οποίος ανιστορήθηκε περί το 1730 υπό Νικολάου και Θεοδώρου, Ιωαννιτών πλανόδιων, λαϊκών αγιογράφων. Δεν ξέρω πως κατά πλειονοψηφίαν εικονίζεται ο Ευαγγελιστής Λουκάς στις εκκλησίες! Βέβαια ο κανών του Φ. Κόντογλου («Έκφρασις») κατά συνέπεια δε και του Διονυσίου εκ Φουρνών η εντολή, δηλώνει επιπροσθέτως πως: «Ενίοτε ο Ευαγγελιστής Λουκάς ζωγραφίζεται ουχί γράφων, αλλά ζωγραφίζων την εικόνα της Θεοτόκου, διότι η παράδοσις αναφέρει ότι ήτο ζωγράφος». Εδώ στην πόλη έχουμε μια μικρή ιδιαιτερότητα περί της οποίας τα αμέσως παρακάτω λεκτέα.
Στην τοιχογραφία αγνοείται παντάπασιν το συγγραφικό μέρος του Λουκά και με έμφαση δίδεται μόνον το ζωγραφικό του είδος. Οι ζωγράφοι, ευκαιρίας φαίνεται δοθείσης αν και δεν ανήκαν στην αδελφότητα των ζωγράφων της Κάντια που είχαν προστάτη το Λουκά, τόνισαν της τέχνης τους τα «φαρμάκια» και τις φαρμακείες της. Η παράσταση έτσι αφίσταται κάπως της κλασικής απεικόνισης, όπως συνήθως τον αναπαριστούν στους ναούς. Χωρίς φυσικά αυτό να σημαίνει κι αποκλειστικότητα, όμως μου φαίνεται κάπως ασύνηθης η περίπτωση.
Ενώ ο Γκρέκο τον ζωγραφίζει με το πινέλο επί του κάδρου εν Κοζάνη ο ευαγγελιστής εικονίζεται με σωματική κλίση προς το καβαλέτο να ζωγραφίζει την Παναγία με το Θείον Βρέφος και το ένα χέρι του με το πινέλο να το βουτά σε μια παλέτα σαν σουπιέρα, την οποία βαστά με σέβας ένα αγγελίδιον, κάτι σαν παραγιός, ενώ ένα άλλο του προσεγγίζει ευλαβικά, λες και τίμια δώρα, το κυτίον με τα χρώματα. Σιγά τα ωά στην εικαστική διακειμενική! Αλλα δύο ένθεν κι ένθεν του σαν να το διασκεδάζουν. Στα πόδια του βόδι, η μασκότ του, με κέρατα, περισσότερο μοιάζει με γίδι και συγγενεύει μ’ ανθρώπινη μορφή άρα έχει αισθήματα. Δεν υπάρχει πουθενά ειλητάριο ή κάτι που να θυμίζει χαρτί και γραφή όπως στους άλλους ευαγγελιστάς. Τονίζεται το ζωγραφικό συνέκδοχο κι όχι το συγγραφικό κυρίαρχο του Λ. Λέγεται, ότι περί τις 50 Παναγίες (που το άκουσα ή το διάβασα;) ζωγράφισε. Μια εκ των ελαχίστων είναι και η προστάτης πάντων των επί γης ελληνοποντίων, Παναγία Σουμελά, που κείται στα όρια των Νομών Κοζάνης και Ημαθίας, στα γεμάτα φτέρη (πάνω της κοιμήθηκα προ αμνημονεύτων χρόνων μια παραμονή της γιορτής) υψώματα της Καστανιάς. Ενπιστη που την προσκύνησε τελευταία προσπάθησε να διακρίνει κάτι από την τέχνη· δεν είδε τίποτα με τα μάτια του προσώπου παρά μόνο κάτι σαν μια βαθιά μαύρη χαραματιά, ενώ με τα μάτια της ψυχής τα είδε όλα. Δηλαδή τίποτε επί του εικαστικού, αλλά πολλά επί του μεταφυσικού και παρακλητικού. Στην Τήνο, πριν λίγες μόλις μέρες, φυσικά και δεν είδα τίποτε στην ομόχειρη εικόνα, από τον αβάσταγο αφιερωματικό πόνο των συνανθρώπων, που την κατέκλυσε και καταβύθισε την αγία μορφή στην αφάνεια. Πας, στέκεσαι, προσκυνάς τα τάματα κι αναχωρείς· νιώθεις κάπως βέβηλα, πως αντί λατρευτικής εικόνας σε λάφυρα της ορθοδόξου πίστεως εναπέθεσες τις αγωνίες σου, επί το πλείστον.
Το εικαστικό τελάρο της Παναγίας στην παραπάνω σύνθεση του Λουκά, στον άγιο Νικόλαο πάντα, έχει τη μορφή ενός σημερινού γραμματόσημου. Οι ζωγράφοι θέλησαν να καλλωπίσουν την εικόνα και την έκαναν μ’ οδοντωτό περίγραμμα. Οσο το κοιτώ πείθομαι πως είναι ένα προδρομικό εικαστικό γραμματόσημο· θα το σύστηνα στον ΕΛΤΑ, να το δει κάπως και να τυπώσει σειρά έστω του ενός λεπτού. Μάλλον στους φιλοτελιστές που σίγουρα θα τους συγκινήσει η σύμπτωση ή μήπως η θεία επινεύσει επιτοίχια αποκάλυψη. Οπως δηλαδή οι εικόνες των αγίων και της Παναγίας σε όναρ απλών ανθρώπων αποκαλύπτονται, θαμμένες στα χωράφια για την επόμενη ανακάλυψη και τη συνακόλουθη ανέγερση στο σημείου εκείνο, πολυπροσκύνητης εκκλησίας. Ισως την εικόνα να τη θεωρήσουν κι αυτοί σαν κάποιο πρόδρομο της παθιασμένης τους ουσίας οι αισθαντικοί αυτού του υγιούς πάθους, γραμματοσημο-συλλέκτες.
***
4η Αυγούστου, ένα χρόνο μετά την Κοίμηση της γερόντισσας Μαγδαληνής, ηγουμένης της μονής Αναλήψεως, κι έπιασε επιτέλους βροχή. Κι αυτό ήταν μήπως επιμνημόσυνη καιρική συμμετοχή στο ασήκωτο πένθος που ήρθε και επικάθισε, νέφος εκ μελανοσωρειτών, διαρκεί επί έτος και περιπλέον, στην αδελφότητα, ώστε η καμπάνα τους να χτυπά ακόμα τρεις και μόνον φορές, όχι ως κάλεσμα αλλά παρακολούθημα κι απόηχος λυγμών. «Τα νέφη των λυπηρών εκάλυψαν την άθλιαν μου ψυχήν και καρδιάν, και σκοτασμόν εμποιούσί μοι, Κόρη...». Η βροχή χώθηκε στα διάκενα της γης που είχε ανοίξει τα χείλη της σε ικετήρια διάσταση. Υγρανε το δέρμα του καιρού και των ανθρώπων του. Εσβησε και τις μεγάλες, έρπουσες ή τρελαμένες για σώμα-δέντρο, φωτιές, που ρήμαξαν Γράμμο και Πιέρια κι είδαμε επιτέλους κι εμείς, κάπου μεταξύ Μεταμορφώσεως και Νικάνορος, (εορτών και περιλόφιων ναών) ορίζοντα και Όλυμπον! «...Και ουκ έβρεξεν επί της γης ενιαυτούς τρεις και μήνας εξ· και πάλιν προσηύξατο, και ο ουρανός υετόν έδωκε και η γη εβλάστησεν τον καρπό αυτής» ( Απ. Παύλου: Προς Ιάκωβον 5-17,18).
Ποτίστηκαν δε συν τοι άλλοις και τα ζαρζαβατικά στη Μάνα πηγή, της Μάνας, πλην οι ντομάτες απωλέσθησαν οριστικά.
Ομως μέρες που είναι είπα να το παίξω δυσσσεβής κάπως, όπως οι «μη προσκυνούντες την εικόνα τη σεπτή». Ακρω ματιού είδα την 1η Αυγούστου το εσπέρας, έξω από την εκκλησία των ισαποστόλων Κωνσταντίνου και Ελένης, τετράτροχο τζιπ του ελληνικού στρατού, (αυτά που αντικατέστησαν τους τετράποδες ημιόνους του), με τους οδηγούς, (ημιονηγούς) και στο πίσω μέρος του, (τα καπούλια του ανωτέρω αλόγου όντος), δεόντως πακτωμένη και σταθερή, σε συσκευασία μεταλλική, την εικόνα της Παναγίας της Ζιδανιώτισσας, ανάποδα (εξανάστροφα), να κοιτά δηλονότι το δρόμο. Ευρεσιτεχνία ανευλαβών, προς διευκόλυνση των ευλαβών, απλών, πιστών που από πίσω της προστρέχουν, προσεγγίζουν και προσκυνούν τη χάρη Της· με το αζημίωτο, όμως, για τους διοργανωτές της διαδικασίας. Αναχωρούσε μετά από τετράμηνη παραμονή και ζητεία της στην πόλη για τον δικό της ήσυχο, ήμερο οίκο, εν πομπή και διαμέσου των ΑνωΚάτωΚώμεων και λοιπών χωριών της περιοχής του Δήμου Ελιμειωτών. Αλλά γιατί πήγε το μυαλό μου στην «περιαγωγή», παρά τοις βυζαντινοίς ημών προγόνοις; Εν εγνωσμένη ίσως δυσσέβεια διατελούμεν μετ’ ...ασυλίας(;), αλλά στης αγιο-εμπορίας και εικονο-γυρισίας τα σοκάκια δεν θα ξεχαστούμε κι ούτε θα περπατήσουμε με τη βοήθεια τους. Αν σφάλουμε δια τα ανωτέρω, ως μη άγιοι, αφού ούτε καντηλανάφτες δεν διατελέσαμε, ήμαρτον.
Επιμύθιον.
Οι μάνες όλου του κόσμου είναι οι ελάσσονες Παναγίες της καθημερινότητας. Ανεξαρτήτως τρόπου, ηλικίας και χρόνου είναι οι επίγειές μας προστασίες. Βγάζοντας στις αγορές τις εικόνες κι ειδικά της Παναγιάς σ’ όλες τις ονοματικές της εκδοχές, είναι κάπως σαν να βγάζουμε τις μάνες, το πολυτιμότερο κομμάτι στο ανθρώπινο είδος, στα παζάρια για εκποίηση κι ευρω-άγρευσιν, για οιονδήποτε λόγο.
Αν κι Αυτή κι Αυτές από τη μεγαλοσύνη που τις «δέρνει» ανίατα, θα μας συγχωρούσαν ακόμα κι αυτό.

Κοζάνη, λίγο πριν τον Δεκαπενταύγουστο, 2007

Δεν υπάρχουν σχόλια: