Από το "Αμείλικτα γαλάζιο"
Εσκυψε να υπολογίσει το βάθος της νύχτας·
είδε το Θεό
Σήμερα τη σκιά σου αποζήτησα
Θεέ μου
και άφησα το βλέμμα μου να χάνεται
στο αχανές γαλαζωπό μυστήριο
του ερωτικού συμπλέγματος
θάλασσας κι ουρανού.
Ανάμικτες οσμές με συνεπήρανε
η πρόκληση του γιασεμιού, σπάταλη μέθη
με του ζεστού, φρέσκου ψωμιού την ταπεινότητα
παρηγορητικά οικεία.
Αφθονοι με δροσίσανε χυμοί κόκκινου σφρίγους
το αυγουστιάτικο καρπούζι.
Ξανθοί αχινού με τρύπησαν τόσο ηδονικά
τα κουρεμένα μαλλιά του μικρού Γιώργου
κι ύστερα με νανούρισε η επαναλαμβανόμενη
μοναδική νότα της ανίας του τζίτζικα.
Μετά
όταν όλα πια βουλιάξανε μες στο σκοτάδι
πάμφωτος με κατέκλυσε ο ίσκιος σου, Θεέ μου.
***
Οταν παύουν να σ’ αγαπούν, γίνεσαι αόρατος
Μνήμη Νανάς Ησαϊα
Καθότανε πάντα παράμερα.
Εβηχε, κάπνιζε
κι έστρωνε τα λιγοστά μαλλιά της.
Εκείνη η γυναίκα
που αγαπήθηκε παράφορα.
Ολοι την αποφεύγανε.
Είχε πεθάνει από καιρό
μα δεν ήξερε.
Οι αγκαλιές τους πνίξαν
το υπέροχο κορμί της
γίνανε τα φιλιά τους μαύρα στίγματα
τα χάδια τους άγριες χαρακιές
στο πρόσωπό της.
Εκείνη η γυναίκα
που αγαπήθηκε παράφορα.
Μην την κοιτάζετε καλύτερα.
Καλύτερα
αφού μπορεί διόλου να μην τη δείτε.
Εχει πεθάνει.
Κατά λάθος και σπανίως εμφανίζεται.
Αυτό που βλέπετε
αν κάτι ακόμη βλέπετε
είναι μόνο τ’ αόρατα μέρη του εαυτού της:
η σιωπή, η μοναξιά, η λύπη.
***
Η τέχνη έγινε για μένα ένα είδος μαγικής λειτουργίας
ικανής να επικαλείται ένα χαμένο πρόσωπο
Στον Πέτρο Ζουμπουλάκη
[ΤΟ ΑΤΕΛΙΕ]
Εκατόν τέσσερα σκαλιά λοιπόν
με χώριζαν μονάχα
απ’ το παράλογο τοπίο
το παρελθόν
που θα συνέθετε το μέλλον μου.
Να η φρουτιέρα με τους καρπούς της γης
φύση νεκρή
πολύχρωμη ν’ αναδεικνύει τη ζωή
πολυθρόνα
που αιωρείται ακίνητη
πάντοτε άδεια
σ’ ένα παρόν διηνεκές
κι ο καβαλάρης
προπαντός αυτός
να φεύγει διαρκώς στο πεπρωμένο του.
Εκατόν τέσσερα σκαλιά
να συναντήσω τον Πέτρο, τον Βικέντιο.
Το κίτρινο έξαλλο
να τους συγχέει αλλόκοτα
τα στάχυα τους να εξαγριώνει.
Μάταια ο πιο νέος
όλο πασχίζει να υπαγορεύσει στην παράκρουση
πορεία διαφορετική.
Και το κοράκι εκεί ψηλά
που αδημονεί καραδοκώντας
να πάρει τέλος των χρωμάτων η έξαρση
να επιβάλει τελεσίδικα το μαύρο χρώμα.
Να βρω τις αναρίθμητες σιωπηλές ρίζες
και μαζί τους να βυθιστώ σε μια υπόγεια ζωή
περίπλοκη
δίχως ίχνος ανάτασης.
Μια σύγχυση αδιέξοδη
χωρίς ελπίδα λύτρωσης
ένα θλιμμένο ταυ
ελλειπτικός σταυρός
με μια πορεία άδικη
στα άδυτα του Αδη.
Εκατόν τέσσερα σκαλιά
που ανέβηκα
για να κατέβω στα έγκατα της γης
να υψωθώ στο υπερπέραν.
Και να τος πάλι ο Βικέντιος.
Εγλειφε, λέει, τις μπογιές του
τις δοκίμαζε στη γλώσσα του.
Αχ, να μπορούσα να γευτώ
κι εγώ τις λέξεις
να τις νιώσω
με μια αίσθηση πιο γήινη.
Να πάλι ο καβαλάρης
η φρουτιέρα, η άδεια πολυθρόνα.
Από τη σύνθεση
λείπει μονάχα το φεγγάρι
που σίγουρα θα εμφανιστεί τη νύχτα
για ν’ αμβλύνει του τοπίου τη ρευστότητα.
Στα σύννεφα μισοκρυμμένο
να υπαινιχθεί το αιώνιο
να με παρηγορήσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου