Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 4 Οκτωβρίου 2018

- Βρε ουστ, κοπρόσκυλα...

Εις απόμερον καφέ, καφέ έπινα και στο περιοδικό «Θεσσαλονικέων Πόλις» τχ. 65/2018 διάβαζα το κείμενο του Γ. Σκαμπαρδώνη την τελευταία συνέχεια του «Πάρε το λεωφορείο 10» Χαριλάου - Ν. Σ. Σταθμός. Στάσεις Ζωγράφου και Τέρμα Σταθμός» που κυκλοφόρησε και σε βιβλίο. Αυτή η τελευταία στάση (το δεκαεξασέλιδο δηλ.) έλειπε από το αντίτυπόν μου
ως κακέκτυπο. Αρα το ολοκληρώνω με το τεύχος. Γράφει για την εφημερίδα Μακεδονία κ.λπ και αναφέρεται στον φωτορεπόρτερ - μύθο της Θεσσαλονίκης Γιάννη Κυριακίδη και τις πλάκες που του κάναν κι αυτός δικαίως φώναζε κάθε φορά στους δημοσιογράφους της εφημερίδας, όταν έφευγε από το κτίριο.
- Ουστ , Κοπρόσκυλα.
Λοιπόν δια του λόγου του υβριστικού ασφαλές αντιγράφω από το «Χρώμα της νοσταλγίας» μου, εκδ. Γαβριηλίδης και από την αφήγηση «Λεωφορείον το πάθος» έναν μονόλογο του εν λόγω φωτογράφου.

- «Θάθελα το λοιπόν μια χάρη από το Θεό, με τον οποίο παρότι δεν έχω πολλές παρτίδες νομίζω με εκτιμά· όταν πεθάνω που λεν - χτύπα ξύλο τώρα- και θα με πηγαίνουν τέσσερις ή δεν ξέρω πόσοι εκεί στην Eυαγγελίστρια -μάλλον όχι· αυτό έχει μπουχτίσει ανθρώπους και δε χωνεύει άλλους· στης Πυλαίας, θαρρώ, εκεί που ενώ μέσα σε ουδέτερη σιωπή θάβουν πρώην σώματα ανθρώπων, έξωθεν του περιβόλου, εντός αυτοκινήτων κι εν οργώσα σιγή ερωτεύονται ημιτελώς ζεύγη ζωντανών, και θα ακολουθούν πίσω μου στα ασφαλτοστρωμένα μονοπάτια του κοιμητηρίου, δηλαδή στη χωματερή των σωμάτων, περίλυποι που χάσαν το φωτογράφο της πόλεως και των καιρών της -είπαμε 58 χρόνια είναι αυτά μέχρι σήμερα, δηλαδή και βάλε πόσα ακόμα θα ζήσω- λέω, λοιπόν, όλοι οι άνθρωποι του «δήθεν» επίσημοι κι ανεπίσημοι, υπουργοί, γιατί όχι, βουλευτές, παπάδες υπηρεσίας, ίσως και κανένας δεσπότης, δήμαρχοι, σύμβουλοι, νομάρχες, καλλιτέχνες, δημοσιογράφοι, συνάδελφοι, μέχρι κι εκείνη η κουφάλα ο πρόεδρος της μειοψηφίας δημοσιογράφων- διότι τυχαίνει να είναι και μικρότερός μου, δηλαδής- να μου δώσεις αυτή την ευκαιρία, Θέ μου, να σηκώσω λίγο το κεφάλι μου και να τους πετάξω με το πρώην στόμα μου, από το οποίο εκ της άνω σιαγόνος θα έχει φύγει προ πολλού το δόντι σκαφτιάς και κόφτης -εγώ μασέλα δεν φοράω- να τους πετάξω, λοιπόν, ένα:
- Bρε ουστ κοπρόσκυλα !
Nα το ευχαριστηθεί η ψυχή μου, που θα πετά στους ουρανούς της Σαλονίκης ως πεινασμένος πλέον και μηδέποτε ξανά χορτασμένος γλάρος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: