Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010

Τα ήμερα του βουνού και τα ακόμα πιο ήμερα του λόγγου



«Ο Mahler έλεγε συχνά ότι δίχως την αποτοξίνωση της ζωής μέσω του χιούμορ δεν θα μπορούσε να αντέξει την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης»

Bruno Walter

Είδα εσχάτως στις εφημερίδες τον ένδοξο (μήπως και κάπως ένλοξο αλλά με ωραία λόξαν ποιμενικήν, ήγουν αυτής της διαποιμάνσεως ανθρώπων και αλλόγων όντων), Δήμαρχον Γαλατινής μέχρι τέλους του έτους και μετά στο μέγα δήμο Βοϊου πλέον οριστικά κι αμετάθετα (της έδρας). Σ’ αυτόν το Δήμο θα ανήκουν και τα βοειδή τα οποία δεν γνωρίζω πότε εορτάζουν (κουρεύουν) γιατί η περίφραση «Οταν κουρεύουν τα γελάδια» δεν παραπέμπει σε ημερομηνία μάλλον το ποτέ ορίζει. Χόρευε λίαν λεβέντικα (από την έκταση των χεριών και το παράστημα, του μύστακος συνεπικουρούντος, θα χόρευε μάλλον το ηρωικό τσάμικον: «Ενας λεβέντης διάβαινε» και κούρευε. Δίπλα του κλαρίνο μεθυσμένο τον εμαυλούσε (μαυλώ στην ποιμενική σημαίνει με παραπλανητικές χειρονομίες και λόγους να προσκαλείς τα ζώντα ζώα κοντά σου) και παραδίπλα λογής πρόβατα έλλογα και άλλογα μετείχαν της λαμπράς ταύτης πανηγύρεως δηλονότι της δημόσιας κουράς προβάτων (καμία σχέση με την κουρά μοναχού ή ιερωμένου). Αλήθεια, εορτή (κουρά) μόνον προβάτων ή μήπως έχουμε και αιγών-γιδιών δηλαδή; Αυτά όμως, νομίζω ότι τα κουρεύουν του Αϊ Γιάννη, 24 Ιουνίου -αγαπητή σε μένα ημέρα μαζί με το κι ομότιτλο ποίημα του Γ. Σεφέρη.- κατά την οποία αναμμένες φωτιές υπερπηδούν οι νότιοι και οι νησιώτες, τον Κλήδονα συνομολογούν οι πόντιοι (ήπιοι ή άγριοι) κι οι ντόπιοι, βλάχοι κλπ. «μιλέτια» κουρεύουν τα γίδια. Μετά την διάπραξη αυτή στην έξοδο του κοπαδιού από το χώρο «κουλκουρεύσεώς τους» στο χωριό για να επιστρέψουν στο λόγγο στολίζουν τα κέρατα των τράγων με τα τεράστια βουερά κουδούνια, με Αγιάννη, λουλούδι χρώματος προς το μωβ και με έντονη μυρωδιά που κάπως συγγενεύει συνάμα καλύπτει και νοθεύει την βίαια κι οξεία στην αίσθηση, γενετήσια οσμή των κερασοφόρων, που ζητά άμεση ικανοποίηση με άγριο μάλιστα τρόπο στην αίτησή του.
Σημ.: Τώρα αυθαιρετώ λαογραφίζων τοιουτοτρόπως, αλλά ως γωστόν η Λαογραφία είναι μια ενέξοδη εγγράμματη ενασχόληση με την οποία μπορεί να ασχοληθεί ο πάσα ένας κι ατιμωρητί· είναι επιστημονικά ανοχύρωτη κι ακατοχύρωτη. Παρακαλώ εδώ να μου επιτεθούν για την ολιγολοαγραφοσύνη μου οι κ.κ. Λαογράφοι και Οικολόγοι –πάλι αυτοί;- μάλλον όχι οι οικολόγοι εδώ αλλά με όσα παρακατιών θα γράψω θα δώσω λαβή στον κ. Αι-Λάζαρον με την διφυή υπόστασή του, πότε οικολόγος πότε πολιτικοπρασινολόγος, πότε κόμμα (που δεν δέχεται σκώμμα) πότε κίνημα (αυτό κι αν είναι τέτοιο!), όπως τον βολεύει δηλαδή- να μου ριχτεί καθοριστικά ίσως και με νοκ άουτ.
Ανήμερα της φετινής γιορτής του Αϊ-Γιάννη έφτασα ως την είσοδο του καθεδρικού της πόλεως, παραμέσα δεν πάω όταν λειτουργούν δύο παπάδες οι οποίοι στον εσπερινό και στο «Κύριε εκέκραξα» μ’ αφήνουν ...αθυμιάτιστο (κατά τον «Αλιβάνιστο» του Αλεξ. Ππδ.) δια την ιερά χλεύην που τους φιλοδώρησα άλλοτε. Σε σημείο που ο μόνιμος (άγιος) του στασιδιού στον οποίο προσκολούμαι σαν βδέλλα δίπλα του (έχει εξασφαλίσει σίγουρα θέση στον Παράδεισο, όταν όλοι μας θα τα «γυαλίζουμε» στην Κόλαση μαζί μας κι ο κ. Παγούνης που τα βάζει με την αγία Αικατερίνη) με τους άπειρους εκκλησιασμούς και τις υπερεκατόν είκοσι εισόδους του στο άγιον Ορος (κάθε είσοδος εκεί, λεν οι αγορείτες, εξαλείφει μια μεγάλη αμαρτία, άρα;) να μου λέει: «Πήγαινε παραπέρα γιατί πιάνουν και μένα τα σκάγια της α-θυμιατήσεώς σου». Μια αγία γυναίκα (αγίες θεωρούνται σήμερα οι απλές γυναίκες του λαού του χωριού ή της πόλης που διατηρούν μια έμφυτη ευλάβεια διακρίνονται για το ειρηνικόν του βίου και ρίπτουν χάρτινο νόμισμα στον δίσκο κατά την προτροπήν του αγίου Ποιμένα τους) μου έδωσε ένα μεγάλο κλωνάρι με το ομώνυμο της εορτής άνθος του Αγιάννη. Είναι μία απ’ αυτές τις γυναίκες τις στερημένες λειτουργιών, αφού οι παπάδες (όχι ιερείς) ως γνήσια τέκνα του δεσπότη τους έκοψαν για λόγους οικονομικούς («ο πόσα δίνεις κι ο πόσα παίρνεις» του Κ. Παλαμά) εκείνες τις ωραίες λειτουργίες της Τετράδης στα ναΰδρια Αγίας Αννης, και Μεταμορφώσεως του Σωτήρος δίπλα από τον χαίνοντα και ερειπωμένο Ξενία.

- Εξ αυτού εμνήσθην ημερών προβατοαρχαίων...



«Πόσο ξένο και μοναχικό θεωρώ μερικές φορές τον εαυτό μου! Ολη μου η ζωή είναι για μένα μια μεγάλη νοσταλγία»
Mahler
Μια Κυριακή πρωί ο ήλιος (καιρός κάπως νεφελώδης) μας βρήκε στο βουνό της μνήμης και της νοσταλγίας μας, με προϊστάμενον οδοιπορίας τον Γ. Μτλγκ. Πορεία επιστροφής στο χρόνο μέσα από τα ερείπιά του κι όπως αυτά χαράζονται στις στρούγκες της νεότητας, κυρίως με το άρμεγμα των προβάτων στο βουνό. Στη Βίγλα, τον ορίζοντα μας, τη γέμισαν με κεραίες της κινητής τηλεφωνίας οι λιμασμένοι του κέρδους κι οι λυσσασμένοι (κι εμείς κι εμείς εκεί...) της κάθε στιγμής επικοινωνίας! Περπατήσαμε το φρύδι στο Κράκουρο -κι αυτό είναι ο δυτικός ορίζοντας του λεκανοπεδίου- συναντήσαμε ένα εικονοστάσι στη μνήμη Αλεξάνδρου του φίλου του Θεού, αν κι εδώ έχω μια σύγχυση περί ποιού Αλεξάνδρου πρόκειται, δε ζει και ο Μάκης, υιός Μ. Σιαμέτη, να μου το ξεκαθαρίσει ως εορτογνώστης- ...βόσκοντας χαμοκέρασα, λιλιπούτειες φράουλες. Μ’ αυτά ήρθαν και οι μνήμες από αφηγήσεις του πατέρα στις μάχες των ελληλοελλήνων του Γράμμου· έχει πλέον σημασία σε ποιά πλευρά ήταν, ενδιαφέρει κανέναν αυτό πλην των «υπαλλήλων» του ΠΑΜΕ (να αρπάξουμε ό,τι μπορούμε). Ομως, τι μου φταίνει αυτοί οι αγαθοί άνθρωποι; Πηχτή δροσιά, πέτρες βουνού υπέροχες, πουρνάρια αδιάσχιστα, λιγόστεψαν τόσο πολύ τα κοπάδια αποψίλωσής των. «Μιλούσε αυτός που οδηγούσε» για τα πράγματα που κάτεχε από ίδια μνήμη, αλλά και από αφηγήσεις παλαιοτέρων. Τα γελαδομάντρια, κλειστοί χώροι μέσα στο κεδροπουρναρόδασο, όπου μάζευαν τα γελάδια οι γελαδάρηδες του τότε - τώρα το επάγγελμα αυτό μόνο ως επίθετο επιχωριάζει στην πόλη. Ηχοι κουδουνιών από γελάδια χαμένοι στο χρόνο και στο ασύλληπτό του χαραγμένοι στις πέτρες. [Ο ήχος των αγελαδοκούδουνων ως σύμβολο «απόκοσμης μοναξιάς» στο Μάλερ. Αυτός ήθελε μ’ αυτόν να προσδώσει τον χαρακτήρα ενός ολότελα γήινου θορύβου που ηχεί από πολύ μακρινή απόσταση και σβήνει. Σ’ εκείνα τα σημεία του έργου του ο ίδιος αισθανόταν «σαν να βρίσκεται στην υψηλότερη βουνοκορφή ατενίζοντας την αιωνιότητα. Καθώς λοιπόν ο σταδιακά εξαλειφόμενος ήχος των κοπαδιών που βόσκουν μακριά φθάνει ακόμη στ’ αυτιά εκείνου που οδοιπορεί στα ορεινά υψώματα, σαν ύστατος χαιρετισμός έμψυχων όντων» ο συγκεκριμένος ήχος του φαινόταν και ως ο μόνος ενδεδειγμένος για τον συμβολισμό της «απόκοσμης μοναξιάς». Κ. Φλώρου «GUSTAV MAHLER οραματιστής και δυνάστης», εκδ. Νεφέλη.] Τα αλώνια, πλακόστρωτοι κυκλικοί χώροι όπου αλώνιζαν οι παλιοί το στάρι από τα χωράφια που είχαν στο βουνό. Πάντα εκεί κι η πέτρινη καλύβα τους για να κοιμούνται. Σε μια τέτοια στο αλώνι του μπάρμπα Χαρίση κοιμήθηκαν οι αντάρτες (στο δεύτερο αντάρτικο) τους βράδιασε εκεί μετά την περιπολ(ε)ία τους στα χωριά του κάμπου. Ομως στο ύπνο, τούς έπεσαν κάποια κομμάτια λίρες στα άχυρα. Οταν γύρισαν να τις ψάξουν έβαλαν το μαχαίρι μέσα σχεδόν στο λαιμό (μην έκοψαν και μέρος του κιόλας) του μπαρμπα Χ. να τους αποκαλύψει αν τις βρήκε. Αυτός έπιασε το «δεν», έλεγε η μάνα, μέχρι τέλους. Αντεξε, γλίτωσε μόλις! Χάρισε μια από τις «χαμένες» σ’ αυτήν κι αυτή με τη σειρά τους, και με τα χρόνια, τη χάρισε στην ομώνυμη εγγονή της, όταν γεννήθηκε. Επαιζε μ’ αυτή (κι όσες άλλες μάζεψε) αφού μόνον συμβολική αξία έχουν και χρησιμεύουν σε οικογενειακά γεγονότα, εκτός από κείνες που βρήκαν σε τενεκέδες κάποιοι που τους είχε τάξει η μοίρα, το κόμμα, οι περιστάσεις να τις βρουν... μόνον όμως αυτοί!
Σκύβω σ’ αυτές τις πλάκες που μόλις φαίνονται και φιλώ πάνω τους, το χρόνο, που δεν έζησα αλλά τον άκουσα να υπάρχει και να περνά στους άλλους, στους δικούς μου, κομμάτια ίδια είμαστε άρα και από μένα.
Θέση Μπαράκος. Από που το όνομα; Ακουγα για ένα χώρο διασκέδασης –Θεσσαλονίκη, Αθήνα ποιος ξέρει;- για «Μια βραδιά στου Μπαράκου»! Στον «Αλιβάνιστο» του Ππδ. ένα μεγαλοβοσκό τον λέγαν Μπαρέκο...Τρεις οι στρούγκες προβάτων εκεί. Μηνά τ’ Ανέμελου στη μέση και κοντά στο πηγάδι με τις κουπάνες (ποτίστρες τις λένε οι αναπτυξιολόγοι κι οι καταχραστές σκανδαλοποιοί τους) ποτίσματος –χρησίμευε και για το ίδιον μπάνιο στη χάση και τη φέξη του χρόνου-, του Απόστολου Γκουτζιώτη, (κι αντιγράφω από τον «Αλιβάνιστο» μιαν εικόνα όχι όμως αυτού «.. Ο γέρων εφαίνετο αληθινός λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην, μαύρην ακόμη και ψαρά σγουρά γένεια.» πρώτη. Στην κορυφή του πεδίου ήταν των Μηντιλάδων ονοματοπαραποίηση των Δουγαλήδων, μεγάλης φάρας στο χωριό. Πριν φτάσεις εκεί- μνήμη εδώ σ’ έχω- σε ορμούσαν τα σκυλιά της πρώτης στρούγκας λυσσασμένα για άνθρωπο ξένο. Κάθεσαι τώρα στην οικεία στρούγκα του Μηνά στην ίδια πέτρα (της υπομονής) που κάθισες τόσες φορές όταν πήγαινες μαθητιών να κουβαλήσεις το γάλα από τα πρόβατα. Εσύ «λαλούσες» δηλ. τα οδηγούσες χτυπώντας τα πότε άγρια, πότε άκεφα, ποτέ όμως με όρεξη, προς την «Προβατική Πύλη» απ’ όπου ένα ένα περνούσαν για να αρμεχτούν. Αλλά εσύ συνήθως ήσουν χαμένος στο επί των γονάτων βιβλίο: Σαίξπηρ, οι Ρώσοι κλασικοί, ο Αλεξ. Ππδ. και σε φώναζαν λίαν προσβλητικά: «Αϊντε βάρε...». Αυτό σ’ έσφαζε ορισμένως αλλά και πάλι επέστρεφες («Επέστρεφε και παίρνε με...» στα προσφιλή σου. Εκεί πέταξες τη μεσαίου μεγέθους πέτρα για να μαζέψεις τα πρόβατα στη στρούγκα και χτύπησες κατακούτελα, στο σταυρό, το κατσίκι (είχε και μερικά γίδια το κοπάδι) κι αυτό πέθανε εντελώς κι αμέσως. Το πρώτο αλλά και το μόνο τόσο βαρύ, της ζωής μου αμάρτημα (Σιγά, έχασες το μέτρημα μάλλον!). Το ομολογώ τώρα κι ας με περιλάβει ο πρασινολόγος ως εριφιοκτόνο και δικαίως, παρότι παραγράφτηκε το έγκλημα από το νόμο των ανθρώπων αλλά όχι κι από το νόμο της φύσης.
Άρχισε ψιλή η βροχή. Μου δάνεισαν ένα αδιάβροχο οι φίλοι ότι εντελώς ανέτοιμος βγήκα στο βουνό. Ούτε βακτηρία δεν είχα αν και στο γραφείο μου, άνω των 30 καμαρώνουν ανενεργές, έργα των χειρών του στασιδιοσιομάρτυρα του αγ. Νικολάου. Το αλώνι τ’ Τσιροϊάννη (δεν κατέχω και το ιδίωμα να το γράψω δίχως λάθος) μεγάλο κι εντυπωσιακό. Αυτός ασχολούνταν σ’ όλο το βίο του με τις πολεμικές τέχνες: όπλα, σφαίρες, πυρομαχικά, εκρήξεις, πυροβολισμοί, κυνήγια, παλιές χειροβομβίδες άσκαστες κλπ. Σε τέτοιο σημείο είχε «ειδικευτεί» ώστε έδινε στους χωρατατζήδες του χωριού και ...βεβαίωση προϋπηρέσιας όταν πήγαιναν να δουλέψουν στα μεταλλεία χρωμίτη Αποστολίδη στις σήραγγες του Γιάχου, λίγο παρακάτω δηλαδή, ότι στο «Καλυκοποιείον – Πυριτιδοποιείον Τσιρογιάννη» δούλεψαν, όπως άλλοι στο αντίστοιχο του Μποδοσάκη.
Πιο πίσω ο τετράκλωνος κέδρος - έτσι τον ονόμασε ο αρχηγός- για τον οποίο ο Π. Β. Πάσχος έγραψε ένα ωραίο ποίημα κι ατενίζαμε τα βουνά μας: Ασπροβούνι, Καστρί με τα ερείπια του αρχαίου Κάστρο και τον εκεί βοσκότοπο (με τις πολυχρόνιες δικαστικές έριδες Λευκοπηγής – Μεταμορφώσεως)· η Τζερβένα, Νεράιδα, τα βουνά και υπόβουνα δηλαδή του Μπούρινου.
Επιστροφή. Απ’ το κοπάδι του Φόρη μας γαύγισαν τα σκυλιά αλλά εντελώς υπηρεσιακά, μας ένιωσαν μάλλον ως συγχωριανούς, ενώ στο μαντρί, τι λέω ολόκληρη ποιμενική βιοτεχνία του Μουρταζά στο Πορτοράζι, τα σκυλιά του όρμησαν να μας πετσοκόψουν αλλά το 4Χ4 ήταν απόρθητο. Είμασταν στη συνείδησή τους εχθροί, αναδρομικά κι αυτό πήγαινε και στις σκυλογενιές από τότε που τα χωριά πιάστηκαν σε πόλεμο για το νερό της Βίγλας και κόντεψαν να φτάσουν (δεν έφτασαν) σε μάχες εκ του συστάδην με κόσες, δρεπάνια, τσεκούρια, δίκαννα. Αντάλλαξαν όμως ομηρικούς πολεμικούς διαλόγους ο καθείς στον λεκτικό του τρόπο.
Ανωθεν του Πρωτοχωρίου το κτήμα Κουσίδη. Από τα πρώτα της περιοχής μαζί με του Ζήση Βενιώτη το περιβόλι και τα ακουστά φιρίκια, στα όρια των δύο κοινοτήτων. Παλιά δέντρα και μια γέρικη μουριά φορτωμένη.
Την ίδια είδαμε στον κουζινικό χώρο της μικρής αγίας Αννας στο άγιον Ορος, πριν λίγες μέρες.
Φάγαμε. Απλώς μας ανανέωσαν κι οι δύο το ρεπερτόριο των αναμνήσεων.
***
7 Ιουλίου. Ολη τη μέρα ακούω το «Τραγούδι της γης» του Μάλερ ημέρα γέννησης του συνθέτη, 150 χρόνια πριν, κι εγώ επιστρέφω στη δική μου γη χώνομαι σ’ αυτήν και χάνομαι στο τραγούδι της.

2 σχόλια:

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Υπέροχο κείμενο.Άλλη μια λοιπόν απόδειξη πως η γραφή είναι ιδιαίτερη μαστορική (κατά Γιανναρά).

Ανώνυμος είπε...

Δοκιμή σχολίου.