Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Τρίτη 2 Μαρτίου 2010

Το Β’ Σάββατο των ψυχών και των σωμάτων


- Πάτερ Ιλαρίων...
Τούτη τη φορά άνοιξε την πόρτα, το βροντώδες της φωνής δε σήκωνε υπεκφυγές και τρύπωμα κάτω από τις κουβέρτες της μετανοίας του, επιποθών να χωθεί και να χαθεί στον απολεσθέντα παράδεισο της παιδικής του χαρμολύπης, στον οποίο συχνά καταφεύγει προς παραμυθίαν από του βίου τις αντιξοότητες κ.λπ.
Πρόβαλε δειλός, στρουθίο λαβωμένο, με το γκρι αντερί.
... Ημουν μικρός, φτωχός ποιμήν στα όρη μεταξύ Κοπρίβας και Κολοκυθάκι, (εκεί καβαλίκευαν τις γελάδες αντίς για τα γομάρια διατείνονταν παλιά ο Σάκης Κνβς), πίσω από το Μπούρινο. Εβοσκα τα γίδια, αλλά η ψυχή μου ταξίδευε στο παντού και στο καν-πουθενά. Επιθυμούσα και εγώ δεν ήξερα τι, ήθελα εντούτοις και κάτι με τραβούσε, με σβάρνιζε από το μανίκι προς κάτι που δεν το νογούσα. Μετά από χρόνια κατάλαβα ότι ήταν ο «δαίμονας» της «κλήσης». Τότε όμως δεν το καταλάβαινα. Οταν είδα το στήθος μου να λαμπαδιάζει φωτιά και σαν να πρόβαλαν πάνω του ταινίες οι σινεμάδες, είδα το μοναστήρι της Ζάμπορδας πάνω μου. Αη Νικάνορα μεγάλη η χάρη σου. Βγήκε από τα σπλάχνα και τυπώθηκε όπως τυπώνουν στις φανέλες διαφημιστικά οι εταιρείες στους αγώνες όταν παίζουν μπάλα. (Τι λέει τώρα αυτός. Τι υπερρεαλιστικά πράγματα αφηγείται χωρίς να το καταλαβαίνει;)
«Είδα σε λέω το μοναστήρι μέσα μου, πάνω μου να με καίει, φλόγα άσβεστη κι εγώ να καίγομαι χωρίς να πονώ, να φλέγομαι χωρίς καπνό. (Ο Μωυσής ήσουνα αθεόφοβε;). Πήρα να κλαίω με χοντρά κλάματα. Τα δάκρυα να μη σβήνουν την εικόνα στο στήθος, έβγαινε από βάθος. Γέμιζα τη στράτα λυγμούς, είχα παρατήσει τα γίδια στο λόγγο να τα φάει ο λύκος. Μάνα φέρε μια αλλαξιά ρούχα φεύγω για το μοναστήρι ο άγιος με κάλεσε. Ετσι κι αλλιώς δεν είμαι για κόσμο. Αμίλητη με ξεπροβόδισε».
- Πενήντα χρόνια τώρα, σήμερα, αύριο, το Μάρτη αυτό μοναχός στα μοναστήρια, στις εκκλησίες. Ηρθα εδώ παράλαβα από τον προηγούμενο Δανιήλ.
Το ποτάμι άφριζε δίχως αέρα αλλά καθώς έβγαινε από την περιορισμένη στρογγύλη πύλη εξόδου εκτροπής του έπαιρνε φόρα και καθώς χύνονταν σήκωνε κύματα θολά.
Ο Α. έφτιαχνε καφέ με το γλυφό νερό και ρητόρευε περί της διαιτητικής μεθόδου σε καιρό νηστείας και την περί του σώματος προσοχή, όπου δε φτάνει μόνον η προσευχή αλλά η προφύλαξη, η δίαιτα, το μέτρο.
- Γέμισα ρόζους, οι φλέβες μαζεύονται, δεν κυκλοφορεί το αίμα, με πονούν όλα.
Ακουγε, ή μη και δεν άκουγε, ελαφρυαλγών; Τα χύμα γένια του άσπρισαν όλα. Στον πίνακα του Μανώλη Δραγώγια δεν είχε τρίχα άσπρη.
Χρόνια τον ακούω στις παθήσεις του και χρόνια λέει πως ...μαζώνει υπογραφές. Ευτυχώς ο θεός δεν τον καλεί κοντά του. –Τι να τον κάνεις Θεέ μου εκεί, έχεις τόσους και τόσους αγίους, οσίους αγγέλους, φτερωτούς και μη, ένας περιπλέον να σε κανοναρχεί δεν θα βοηθήσει σε τίποτα. Μην τον αγαπάς ότι «ον Θεός φιλεί παιδεύει», άστον στη σιωπή και στην ερημιά του. Αφού χρειάζεται εδώ επί γης Λαριούς μετά φράγματος της ΔΕΗ και δη επί μακρόν. Αυτός είναι ταπεινότερος κι από κείνον στην «Προσευχή του ταπεινού» του Λ. Πορφύρα.
Βάρεσε εσπερινός χωρίς καμπάνα.
Αύριο Γρηγορίου Παλαμά του εκ Θεσσαλονίκης (Β’ Νηστειών και τιμάται εκ μεταφοράς κι αυτός) αλλά και Βασιλείου του ομολογητού - μήπως αυτόν είδα στην Αγία Σοφία Θεσσαλονίκης την Β’ Παρασκευή των Χαιρετισμών, μεγάλη εικόνα φάτσα κάρτα, μόλις μπεις στο ναό της του Θεού Σοφίας.
Οι πανηγυρικοί εσπερινοί έχουν μεγαλοπρεπή χαρακτήρα επίσημο, λαμπρό, αρτοκλασίες λάδια κρασιά, πρόσφορα και «πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν (πότε έγινε αυτό στις μέρες μας για να έχουμε καλό ρώτημα;).
- Με σήκωσαν και την άγια Τράπεζα, της έβαλαν κάνα δυό μανταλίδια από κάτω· ήταν χαμπλή δεν μπορούσε να σκύβει ο άλλος, ο τρανός· τώρα, είμαι και μικρόσωμος ο βουρκόλακας, έτσι με έφτιαξε ο Θεός τι να κάνουμε, Αυτή μου ‘ρχεται μέχρι το λαιμό. Πρέπει να βάζω κανένα υποπόδιο να διαβάζω τις ευχές να κάμω τα χρέα εκεί πάνω.
Ο προηγούμενος άναξ τον ύψωσε ιεραρχικά, τον έκανε αρχιμανδρίτη (ήγουν αρχηγόν μάνδρας κι ακόμα πιο ήγουν στην πράξη, αρχηγό σε μάντρα από γάτες -δέκα φουσκωμένες από το φαϊ- μια Κυριακή Σταυροπροσκυνήσεως). Τότε είπε και το μεγάλο λόγο αυτός (βάλε μεγάλη μπουκιά στο στόμα κι όχι μεγάλο λόγο): να του διαβάσει την ακολουθία εξόδου από τον μάταιο τούτο κόσμο, αν τα οικονομήσει ο Θεός έτσι, ο πατήρ Ιλαρίων! Στην ανάρρησή του έδωσε και τον προσωπικό του Σταυρό που κρέμονταν στο στήθος του, δεν είχε ο τάλας λαμπερή, σταυρική επιβεβαίωση ότι «ώσπερ πελεκάνι ερημικώ», όπως του ‘γραφε ο προπροηγούμενος Διονύσιος(+) στα τρία σονέτα του γι’ αυτόν, αυτός τον μάρανε, άλλωστε. Σε καναδυό χρόνια εκείνος ο μεγαλοσχήμων στους λόγους το έσκασε προς τα κάτω παραιτηθείς του θρόνου του· ήδη σχολάζει εν Αθήναις.
Ο της σήμερον ευλογημένος απλά του σήκωσε την αγία Τράπεζα.
Τι να γίνει; Τι ρίχνει ο Θεός και δεν το δέχεται η γης;
*
Ο δικός μας εσπερινός είχε κάτι και από τις δύο εκδοχές. Το λαμπρόν και το επίσημο αλλά και το χαλαρό της οικειότητας έως παρεξηγήσεως. Πήραμε σβάρνα τις χύμα αναγνώσεις με την άνεση της συμπάθειας προς τον εκκλησιαστικό λόγο, αλλά τα λάθη ανάγνωσης νέφος· και να μας διορθώνει ο αμαθής περί δια-γραμμάτων αλλά παντογνώστης επί των ψαλτηρίων. Μια στιγμή τον έπιασα λανθάνοντα και το πήρε βαριά. Γύρισε πίσω τη φράση και την ξαναδιάβασε σωστά. Δεν μπορεί λέξεις τόσο πυκνές σε νόημα να πηγαίνουν λανθασμένα τον ανήφορο. Δεν θα τις καταλαβαίνει ο αποδέκτης τους και δεν θα μπορεί να επέμβη με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Σχολάσαμε με την ενάτη και περάσαμε στον κανονικό εσπερινό, δεν είχε παράκληση αφού αύριο είναι Κυριακή έχει και γιορτή. Στην ατμόσφαιρα του ναού μάς καθότανε βαρύ το δεσποτικό σκιάχτρο μπροστά μας, αλλά οι άγιοι γαληνότατοι παρακολουθούσαν με συγκατάβαση τις ψαλτικές ακυριολεξίες. Τι λέω; Καπ κουπ Καλιφόρνια...που λεν.
*
«Γράψτε τα ονόματα των δικών σας να τα διαβάσω αύριο στην πρόθεση υπέρ υγείας τους». Τον έχουν βαρεμένο χωρίς ρόγα, Κυριακή γιορτή να λειτουργεί στην Παναγία στο Ζιδάνι.
Βιαστικά κι επί του αυτοκινήτου γράψαμε ο καθένας εκείνους που αγαπάμε σε πρώτη και καθημερινή ζήτηση.


ΥΓ.1 Ο πεντηκονταετής μοναχός, εβδομηνταπέντε ετών άνθρωπος του θεού επί γης, είναι το μόνο πρόσωπο της επιχώριας εκκλησίας με το οποίο έχει ασχοληθεί με τόση έμφαση η τοπική λογοτεχνία και τέχνη. Αλήθεια γιατί; Αναρωτήθηκαν ποτέ οι μεγαλοσχήμονες ή μετριοσχήμονες του είδους, γιατί ο λαός της περιοχής τον συμπάθησε τόσο και η τέχνη άλλο τόσο;

ΥΓ.2 Αμήν

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

η φωτο = με 1000 λεξεις ....μαθητης ο ανθρωπος του Θεου....

Ανώνυμος είπε...

"Ο Α. έφτιαχνε καφέ με το γλυφό νερό και ρητόρευε περί της διαιτητικής μεθόδου σε καιρό νηστείας και την περί του σώματος προσοχή, όπου δε φτάνει μόνον η προσευχή αλλά η προφύλαξη, η δίαιτα, το μέτρο."

Επιτέλους!! Είδα και άκουσα τον Αλέκο μετά από πολλούς μήνες!!

Μ.

Ανώνυμος είπε...

Για εσας π. Ιλαριωνα...

Στην εκκλησία
Την εκκλησία αγαπώ - τα εξαπτέρυγά της,
τ' ασήμια των σκευών, τα κηροπήγιά της,
τα φώτα, τες εικόνες της, τον άμβωνά της.

Εκεί σαν μπω, μες σ' εκκλησία των Γραικών·
με των θυμιαμάτων της τες ευωδίες,
με τες λειτουργικές φωνές και συμφωνίες,
τες μεγαλοπρεπείς των ιερέων παρουσίες
και κάθε των κινήσεως τον σοβαρό ρυθμό-
λαμπρότατοι μες στων αμφίων τον στολισμό-
ο νους μου πιαίνει σε τιμές μεγάλες της φυλής μας,
στον ένδοξό μας Βυζαντινισμό.

Κωνσταντίνος Π. Καβάφης