Το χρώμα της νοσταλγίας
Διετέλεσα κομπάρσος στο έργο του Μιχ. Κακογιάννη, «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» το καλοκαίρι του 1976. Είδα το έργο το 2007 χάρισμα. Θα το γράφω στα αμέσως επόμενα βιογραφικά μου. Εκεί σε κάποια φάση του γυρίσματος, μας διέταξαν, 8 χιλ. γυμνούς και κουρεμένους στρατιώτες στην παραλία της Κορίνθου, να νοσταλγήσουμε! Προσπαθούσαμε αλλά δεν τα καταφέρναμε για μια ολόκληρη μέρα. Πως να μπεις στην νοσταλγία των άλλων. Αυτό το αίσθημα, εντελώς προσωπική κατάκτηση, είναι άχρουν αλλά ζείδωρο όπως το νερό. Συνήθως παίρνει το χρώμα του φέροντος ψυχικού οργανισμού, όπως τα ρευστά το σχήμα του δοχείου που τα φιλοξενεί. Στην παραλία της Κορίνθου ήμασταν χωμένοι και χαμένοι ο καθένας στη δική του αγαπημένη αίσθηση προσμονής ή απώλειας Στη ζωή και στο τώρα καθώς είμαστε διαχυμένοι σε πολλαπλά επίπεδα αλλοτρίωσης, η νοσταλγία είναι το υπαρκτό κέρδος της ψυχής μας.
Οσοι ακολουθούν στην αυτοσχέδια οθόνη είναι οι άνθρωποι, οι τόποι και πρωτίστως οι τρόποι αυτής της οιονεί ελεγείας μου με θέμα τη νοσταλγία. Στις καθολικές ή επιμέρους ιστορίες του βιβλίου μπαινοβγαίνουν φορές ανυπόδητοι κι άλλοτε με λαστιχένια πέδιλα, τέτοια που φορά όταν επιστρέφει η μνήμη κατά τον Β. Βασιλικό, οι ήρωές μου σε αυτή τη σύνθεση με 13 μέρη. Μήπως, όμως, εγώ είμαι ο μικρός τους ήρωας, που σ’ αυτό το σκιερό θέατρο γεμάτο αναμνήσεις, πραγματικότητες, φαντασιώσεις, εμφανιζόμαστε αλληλοδιαδόχως σε μια σύγχυση ρόλων, σκηνοθέτες και πρωταγωνιστές αλλά τελικά μια ιδιότροπη ενότητα λόγου;
Δεν ξέρω μπορεί να είναι κι έτσι.
Ληστρικά παραγγέλματα
Στων Σερβίων την πολιτεία υπηρέτησα ένα τρίμηνο ως υποψήφιος λοχίας. Στο έρημο κι αχανές στρατόπεδο της η ανάμνηση μου στριφογυρίζει σαν τους δερβίσηδες. «Δάσος της μνήμης· στην ύλη του κείτεται εύθυμος νάρκισσος ήλιος”, που σημειώνει ο Α.Κ. στα “Πληγώματα και φαρμακείες” του για την ποίηση και την ποιητική τέχνη. Η μικρή ιστορική πόλη κάποια στιγμή απέκτησε και το μεγαλόσχημο ληστή της. Πριν λίγο καιρό παρακολουθούσα στο Εφετείο τη δίκη του, 12 χρόνια μετά από τη ληστεία της Εθνικής της Τράπεζας Σερβίων και περιχώρων. Τον κοιτούσα και τον ένιωθα κάπως σαν δικό μου άνθρωπο. Ημουν ο μόνος οικείος του εκ πνευματικής αγχιστείας κι ας μην το ήξερε. Αργότερα ο επιφανής εξ Αθηνών δικηγόρος του μου ζήτησε, ναι εμένα, να πάρω σε αντίγραφο τη δικογραφία του, για ν’ ασκήσει αναίρεση. Του την έστειλε τελικά μια καλή φίλη. Οι συμπτώσεις εξακολουθούν να με αγκυλώνουν. Αυτός ήταν ο λόγος στο παρόν κι εγώ ο απόλογός του στο παρελθόν και στο μέλλον μήπως; Μυστήριον ξένον!
Ανεμος...δηλαδή κατά πως λεν έγινε αέρας
Στο στρατό ήμουν στο ταχυδρομικό σώμα κι έτσι έχω ανεξίτηλες συμπάθειες με τα εν γένει ταχυδρομεία. Τόσες, που κάθε μέρα, καθώς στενάζουν οι ταχυδρόμοι από τη μεγάλη και βαριά, περιοδικά και βιβλία, αλληλογραφία μου, να νιώθω μια τύψη περαστική. Ως εκ τούτου η φάρσα μιας ολόκληρης πόλης σε έναν ιδιόρρυθμο διευθυντή του Ταχυδρομείου, η οποία αποτελούσε το ξέσπασμα μιας συλλογικά εγκλωβισμένης διάθεσης, όπως τινάζεται της κατσαρόλας το καπάκι με βράζοντα τοπικά γιαπράκια, μου γέννησε μια αυξημένη δόση συμπάθειας για το αβλαβές αυτό θήραμα και θύμα. Ποιός, όμως, είναι το θύμα και ποιός ο θύτης· ο ένας ή οι άλλοι ή και τα δύο ετεροβαρή μέρη που ζούσαν την αυτή επαρχιακή χθαμαλότητα βίου.
Ο απόλογος της χλαίνης
Τις ιστορίες του που λες αποτελούν την 3η Ηρωική του Μπετόβεν αλλά για τους απλούς στρατιώτες του κάθε γης πολέμου, ακόμα και του εμφυλίου που το αίμα του είναι ιδιαζόντως καυτό, τις άκουσα δεκάδες φορές, σχεδόν τις έζησα. Ετσι βιώνει τα πράγματα κανείς, όταν ακούει να τα διηγείται ο πατέρας του, ο κάθε πατέρας, ο πατέρας μου δηλαδή. Οι χλαίνες αυτών των αφηγήσεων ακόμα με σκεπάζουν πότε με τη θαλπωρή του αλλοτινού καιρού και πότε μου πέφτουν βαριές, σαν να είναι ποντισμένες, βόμβες βυθού και βάθους στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης, άλλη θάλασσα αναμνήσεων.
Η ποιμενική συμφωνία «Μηνάς ο ανέμελος»
Ακουσα, έζησα, βίωσα εκ του σύνεγγυς τον λογιότερο των ποιμένων, που η ζωή του αντιστικτικά εξελίσσεται θαρρείς με την 6η συμφωνία του Μπετόβεν την Ποιμενική. Δεν την έπαιζε τη σύνθεση στη φλογέρα από απλή σωλήνα της ½ ίντσας εννοείται. Τις προάλλες του πολύπαθου αυτού προβατο-γιδο-ιππότη των τοπικών μας ορέων, που την σήμερον σιωπηλός υπάρχει μεταξύ οικιακής τηλεοράσεως και νοσοκομειακής αειπαρξίας, του χάρισα το πορτρέτο του ζωγραφισμένο από τον αγαπητό ζωγράφο και φίλο Μανώλη Δραγώγια. Το φιλούσε, το χάιδευε, δεν ήξερε τι να το κάνει, το προσκυνούσε, γιατί όχι. Μια περι-αυτο-αγιολογία που συγγένευε με τη θεία απλότητα του Τζιορντάνο Μπρούνο.
Πάντα με μελαγχολούσαν τα γλέντια των άλλων
Ορε, γλέντια, που λέει σχετλιαστικά κι ο φίλος ζωγράφος του εξωφύλλου του βιβλίου. Αλλά όταν αυτά φεύγουν από τα σύνορα του πραγματικού, ακολουθεί η θυσία· όχι η αινέσεως αλλά εκείνη η άγρια της πονέσεως, που σβήνει βασανιστικά στο σώμα τα τσιγάρα της απελπισίας και τα ποτά που αξεδίψαστοι δεν πίνουν μόνον οι ανδρείοι της ηδονής, αλλά και οι γενναίοι της καθημερινότητας, όταν τακτικά κάνουν τη διαπίστωση, πως όλα είναι ένα ψέμα, ακόμα και η ζωή, που ενώ τη μια στιγμή ανθεί και θάλλει, την ακριβώς επόμενη ως αιθάλη διαλύεται. Τότε όλοι στέκονται σοβαροί μπροστά στο μέγα αναπόφευκτο και ακούν τα λόγια και τα τραγούδια βερεσέ ακόμα κι όταν ο Αη-Δημήτρης τους εισάγει σε μια λαμπερή φθινοπωρινή ευδία μετά θλιμμένων χρυσανθέμων.
Επιδρομή στην πρωτεύουσα των Προσφύγων
Το διάβασα και κάπως το έζησα στον ‘Ιταλο Καλβίνο το ταξίδι με το λεωφορείο στους «Δύσκολους έρωτες» του. Εγώ απλά είχα μια δύσκολη, ασφυκτική έως πνιγμού, εμπειρία ταξιδιώτη για τη Θεσσαλονίκη, την πρωτεύουσα των πολιτιστικών Προσφύγων της μακεδονικής μας ενδοχώρας, για την οποία ξεκινούμε τώρα με την Εγνατία και σε μια ώρα είμαστε εκεί και πίσω πάλι. Για μια έκθεση, ας πούμε, της συλλογής αγιογραφιών Βελιμέζη εσύ, κι οι άλλοι χίλιοι στο δρόμο για την έκθεση της Αγκρότικα. Τι σημασία έχουν οι αριθμοί, το θέμα είναι αν μπορείς να είσαι στον επώνυμο αριθμητή παρά στους μαζικούς παρονομαστές των πραγμάτων.
Ενα κρασί για εντελώς δύο
8. Με δύο ζωγράφους (Κ. Λαχά και Κ. Ντιό) συνομιλώ για χρόνια, κι όχι μόνον με τους πίνακές τους, αλλά και με τις λέξεις επί χάρτου, και τακτικά από τηλεφώνου· ο πρώτος στην πεζογραφία, ποταμός και στην ποίηση που γίνεται τραγούδι ακόμα κι αμελοποίητη, κι ο δεύτερος στην λίαν αισθαντική, αυτοβιογραφική του αφήγηση. Και με δύο πόλεις:
-Ταξίδι με οτομοτρίς
Κοζάνη – Θεσσαλονίκη
στο δρομολόγιο των τρεις
μια άλλη αίσθηση σ’ ανήκει...
Αλλά και με τα πολλαπλά έμπεδα πολιτισμού τους. Στη μέση το κρασί. Αυτό το κρασί που δεν είναι η γεύση, η δροσιά, το άρωμά του. Είναι οι μνήμες που έρχονται μ’ αυτό. Πίνεις και θυμάσαι τι έζησες, τι δεν έζησες και με ποιούς...
Κολυμβήθρες εν γένει
Στο χωριό υπάρχει ακόμα εν ενεργεία η γεραρά κολυμβήθρα, έστω κι αν το φετινό καλοκαιρινό γάνωμα που της επισυνέβη, σκέπασε την ημερομηνία της. Ολοι οι γεννηθέντες μετά την 20η Αυγούστου του 1953 βαπτίστηκαν σ’ αυτήν κι ανεξάρτητα της προελεύσεώς της, από εκείνη την σχεδόν αγία κυρία των παθών, των τρόπων και των ανθρώπων της επαρχίας του μεταπολέμου, περάσαν δια μέσω της από το προπατορικό μηδέν στο χριστιανικό είναι. Διάβαση! Αγχιβασίη! Μια λέξη που αρέσει ιδιαίτερα στον Γ. Σταματόπουλο, απ’ αυτόν την άκουσα για πρώτη φορά στο Τρίτο Πρόγραμμα κάποτε που το ακούγαμε σχεδόν παράνομοι και σήμερα ιδίοις αναλώμασιν, μέσω Δήμου δηλονότι.
Βασιλικός εν τάφω και μαϊδανός στην τάφρο
Ο δημιουργός του αφηγήματος είναι εδώ. Απ’ αυτόν έλαβα καιρόν και το νήμα της ιστορίας και το πηγαινο-έφερα στα αγαπημένα τοπία του τόπου μου σε χρόνο παρελθόντα. Ο παπά-Γιάννης δεν μου είπε ακόμα ίσως γιατί κι αυτός δεν ήταν βέβαιος, ποιος μάζεψε από τον τάφο της Βεγγέλαινας το βασιλικό, που φύτεψε πάνω της ο άντρας της, για να μυρίζει στην απουσία της, το σώμα της όσο αυτό θα βρισκόταν στην αποκλειστική αρμοδιότητα των υπεργολάβων σήψεως του κάτω κόσμου, πριν φέρει ή φέρουν και το δικό προς συνάντησή της εκεί σ’ έναν θανάσιμο και θαυμάσιο εναγκαλισμό με την πρώτη ύλη δημιουργίας τους -το χώμα- μιαν που η ψυχή της είχε αφεθεί στην πλατιά απαλάμη του Θεού. Κι είναι αυτός ο μόνος μου έρωτας στο βιβλίο, θαμμένος, βεβηλωμένος, ανολοκλήρωτος κ.λπ., κ.λπ.
Λεωφορείο το πάθος
Στη Σόφια (δύο ταξίδια ως μέλος μιας πρεσβείας για τη διανομή του λογοτεχνικού βραβείου Αίμου). Λευκή οδύσσεια ο πρώτος γυρισμός. Ο δεύτερος ηλιόλουστος με τα βιολιά στην πλατεία του καθεδρικού του Αλέξανδρου Νιέφκσι και στην κρύπτη του να ψάχνω για έναν αγκαθωτό Ιωάννη Πρόδρομο, κατά πως το περιέγραφε ο Μάγκρις στο «Δούναβί» του. Δεν τον βρήκα, μου τον έστειλε αργότερα η Ζντράβκα Μιχαήλοβα, η μεταφράστρια των απανταχού Ελλήνων και Βουλγάρων λογοτεχνών. Κι η Σόφια δηλαδή η Βουλγαρία να ψάχνει κι ακόμα να ψάχνεται· από τα γκρίζα πελάγη της σοσιαλιστικής ομοιομορφίας, στα τενάγη της τωρινής πολιτικής απελπισίας.
Σικελικό απόδειπνο
Οι φίλοι που μας πήγαν και μας έφεραν στη αρχαία νήσο Τρινακρία, Πίνο (Τζοζεφίνο) και Νούντσια, Ευαγγελία δηλαδή, σ’ αυτό το νησί του Θουκυδίδη με τα αριστουργηματικά Σικελικά του, είναι πάντα εκεί και μας έχουν στο να μας ξανάρθετε. Πότε άραγε; Για να ξαναϋπάρξουμε στις Συρακούσες, το λατομείο του σοφού τυράννου Διονύσου με τ’ αυτί-χοάνη παρακολουθήσεως των σκλάβων, το αρχαίο θέατρο, την πολιτεία των νεκρών στην κατακόμβη του Αγίου Ιωάννη, την Lakrimae Mantona, ήγουν Παναγία των δακρύων. Η Αίτνα για μια έκτακτη, εκρηκτική παράσταση, όπως τότε που έπαιξε για μας τους ξένους. Αλλά τα άσβεστα ηφαίστεια σιγοκαίνε μέσα μας, ακριβώς υποκάτω της επιφανείας των καθημερινών μας πραγμάτων και συνήθως μένουν ανενεργά ή βγάζουν μόνον προειδοποιητικούς καπνούς, αναθυμιάνσεις της μνήμης, που με τον καιρό γίνονται νοσταλγία και κάτι περισσότερο, γιατί όχι και μια διαρκής χαρμολύπη για ό,τι καταμετρούμε ως απώλεια ή ως ατελέσφορον.
Είχε άγιο που λεν στα χιόνια
Το χιόνι που πάντα λαχτάριζες σε λαχτάρισε ανήμερα μιας πρώτης του έτους με τις αλλεπάλληλες διολισθήσεις επ’ αυτού· αλλά ο άγιος που τον έχω σε μια ασήμαντη σλαβική έκδοση, αξίας ενός ευρώ, από το Κάρλο Βιβάρι, ταξίδι του κάποτε, αγρυπνούσε, όπως κάθε άγιος άλλωστε, ο οποίος όταν επί γης εφημερεύει δείχνει μια προτίμηση προς τους συνονόματός του, εις πάσαν την επικράτεια της ορθοδόξου ημών πίστεως, εννοείται. Αμήν!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου