Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Περι Κοζανης

Στου Νομού Κοζάνης τα σοκάκια κ.λπ.

Του Β.Π.Καραγιάννη

Ο Τζ. Στάινερ στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης» σημειώνει: «Δεν μπορεί να υπάρξει οριστική επαλήθευση της αλήθειας ή του λάθους, της υποκειμενικής σκέψης, της ειλικρίνειας ή της ψευτιάς της». Μ’ αυτήν την αποστροφή, μικρό κανόνα κρίσης, θα προσπαθήσω να περιηγηθώ σ’ ένα βιβλίο, με όλες τις προφυλάξεις, τις επιφυλάξεις και με άλλους τυχόν συνδυασμούς κι ενδοιασμούς που προκύπτουν, μένουν ή ξεπερνιούνται στην πορεία τους. Εν τω μεταξύ δεν διάβασα, άλλο κι ετούτο παράδοξο· γι’ αυτό και μιλώ με όσες παραστάσεις έχω γι’ αυτό από την προηγούμενη έκδοσή του, αλλά πρωτίστως και γενικά αναφέρομαι για ό,τι αγαπάμε ή μας πληγώνει στο νομό μας από απόψεως ανθρωπο-περιβαλλοντικής ομορφιάς του ή άλλης τινός αιτίας. Άλλωστε πιστεύω, πως αυτό ήταν και το πνεύμα της πρόσκλησης που μου απηύθυνε ο κ. Νομάρχης να είμαι σ’ αυτό το συμβάν. Θα προσπαθήσω να μη σας εξαπατήσω.
Ως εκ τούτου μιλώ από στήθους, παρότι τα διαβάζω, κι εννοώ πως, ό,τι λέω, το λέω από το μέρος της καρδιάς, ως εκ της άμεσης αντίληψης του χώρου που γεωγραφικά και βουλευτικά καλείται ν. Κοζάνης, τον οποίο αποτύπωσαν έγχρωμα, καλαίσθητα σε ορθογώνια και κάθετη τώρα συσκευασία, κάτι σαν ευαγγέλιο λεπτό, η δεύτερη έκδοση εμπλουτισμένη, η νυν και παρουσιαζόμενη, πιο άρτια και με λιγότερες κρίσιμες ελλείψεις- οι άγνωστοί μοι φωτογράφοι, αφοί Ζαρζώνη, επιχειρηματίες της φωτογραφικής τέχνης.
Μαζί με πάνω από 150.000 άλλες ψυχές, ζούμε εντελώς, αυτό το νομό. Κοντά σε μας τον συζούν, εξ αποστάσεως και εξ αποσπάσεως, λίγες χιλιάδες ακόμα που τον εγκατέλειψαν. Ομως τον αγαπούν τώρα, γενικώς λίαν θερμά, στάγδην νοσταλγικά, φιλολογικά (σε κάποιες σαν τις αποψινές στιγμές), αποκριάτικα (τέλος χειμώνα αρχή ανοίξεως), φολκλορικά το θέρος και από λοιπές άλλες αισθητικού λόγου αφορμές. Ολοι αυτοί, το εμείς του Νομού Κοζάνης, κύριοι φωτογράφοι δημιουργοί, όπως κι εσείς οικείοι μου άγνωστοι από το νομό αλλ’ αγαπητοί, κατανοώ τις όποιες φυγές σας, σας ζηλεύω άνευ φθόνου –όλοι, το λοιπόν, ζούμε τον τόπο μας σημαίνει τον αγαπούμε χωρίς έλεος, τον μισούμε στα τυφλά, φορές χωρίς αντίκρισμα, τον υπάρχουμε, τον περιέχουμε και μας περιέχει συνεχώς. Αυτός ο αναλλοίωτος στο χτες του αλλά και σφόδρα αλλοιωμένος στο σήμερά του Νομός, που δεν υπέστη την καλήν αλλοίωση του Συμεών, του νέου Θεολόγου.
κ. Νομάρχα, αφού έχουμε έναν τόσο ωραίο όσο στη φωτογραφική του διατύπωση, νομό, όπως θα δει όποιος ξεφυλλίσει το Λεύκωμα αυτό, γιατί -δεν λέω τα καλύτερά του παιδιά, αλλά σίγουρα σημαντικά στο προσωπικό αλλά και συλλογικό είναι- τον εγκαταλείπουν προς το ενθάδε κέντρον και των Θεσσαλονικέων το παράκεντρο; Γίνεται βέβαια δέκτης εσωτερικής μετανάστευσης από άλλους όμορους και κάπως πιο φτωχούς νομούς. Το ρημάξαμε το νομό Γρεβενών, αλλά αυτός κάποτε ήταν έν και το αυτό με την Κοζάνη, οπότε υπάρχει μια γενεσιουργός αιτία επιστροφής των. Εγινε καμιά στατιστική έρευνα, έτσι, για να δούμε πόσοι εγκατέλειψαν το νομό για τα δύο μεγάλα κέντρα κι έστησαν εκεί τις παροικίες της μνήμης και τις κατασκηνώσεις της νοσταλγίας τους;
Εχει στ’ αλήθεια ομορφιές ο νομός Κοζάνης επί του πραγματικού κι όχι επί του νυν εικαστικού κι αδιαμφισβήτητου λόγου;
Ας κοινοτοπήσω αφόρητα. Η ομορφιά ενός τόπου είναι ο τρόπος του, δηλονότι οι άνθρωποί του. Το αδαπάνητο αυτό κεφάλαιο, που, είτε τοκίζεται κι ανατοκίζεται είτε χάνεται ή κερδίζεται στα χαρτιά και τις οθόνες, στα χρηματιστήρια των τρεχουσών ή και των στάσιμων, σαν τα έλη, αξιών, αυτό παραμένει ακέραιο. Οι Βόρειοι άνθρωποι της χώρας αυτής, οι Δυτικομακεδόνες ειδικότερα, πάσης υφής και τρυφής, έχουν ένα κοινό παρονομαστή γνησιότητας λόγου, αμεσότητας πράξης, θερμουργής αγάπης, και προσφέρουν τέλος ειλικρινή κι ανανταπόδοτη φιλοξενία εις πάσαν έναν.
Και επειδή σε ξένα χώματα και υπερώα μιλούμε εκ του ασφαλούς, μια δοκιμή στην Κοζάνη για όποιον αμφιβάλλει αρκεί.
Ο νομός όπως κάθε δυτικομακεδονικός χώρος, διαθέτει μορφολογικά όλες τις παραλλαγές του ωραίου γεωγραφικού ανάγλυφου. Ομως έχει και κάτι το ειδικό, το εξαιρετικά μοναδικό· τον βιομηχανικό βιότοπo του.
Θα προσπαθήσω εν ολίγοις να ορίσω αυτά που καθιστούν το ν. Κοζάνης χώρο ξεχωριστού κάλλους όσο κι αν φαντάζουν αεροβατισμοί, αφού για τους περισσότερους είμαστε το λεκανοπέδιο της βαριάς βιομηχανίας την άγρια ομορφιά της οποίας δεν μπορούμε να προσπεράσουμε ακροποδητί.
Τα ηλεκτροπαραγωγά εργοστάσια τη νύχτα είναι φωτισμένες μικροπόλεις που λαμπυρίζουν μια έναστρη αλλά επίγεια καθημερινότητα.
Τα ίδια εργοστάσια με καθαρό ουρανό τη μέρα και άνευ ρύπων είναι τεράστιες αρχιτεκτονικές συνθέσεις που ακινητούν στο χρόνο που κυλά αμέσως παραδίπλα τους.
Με ρύπους και με τη θολούρα ατμών και αέριων εκπομπών γίνονται το πάθος μας. Κάτι αιματηρά δικό μας. Ζούμε τα τοπία μας αυτά διότι και αυτά είναι μέρος της ζωής μας.
Τα ορυχεία της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων, αργούντων ή ενεργών, είναι τα ανοιχτά και κατά στρώσεις μνημεία και οι αρένες της πάλης του ανθρώπου να μπει στην έσω ομορφιά της γης. Τα είδε και τα φωτογράφισε ο Ν. Οικονομόπουλος στο φωτογραφικό του λεύκωμα «ΛΙγνιτωρύχοι». Οποιος τα κοιτά από μακριά και δεν ζει τη βία της εργασιακής καθημερινότητας, θαμβείται από τη γεωλογική, άγρια ωραιότητά τους που και φοβίζει, αλλά εξίσου θέλγει και μαγεύει. Ξεναγούσα κάποτε εικαστικά και θαυμαστικά, δηλαδή στη γλώσσα του εντυπωσιασμού, εκεί κάτι Κινέζους κομισάριους. Είχαμε βλέπετε κι εμείς να τους δείξουμε κάτι επιβλητικό, κάτι μεγάλο.
Επί τόπου στροφή κι επιστροφή στο Λεύκωμα
Σε τι ωραίες εικόνες, λοιπόν, καθρεφτιζόμαστε ως περιοχή. Κοιτάζουμε και τους εαυτούς μας μέσα σ’ αυτά τα φωτογραφικά τοπία της πραγματικότητας σαν τον νάρκισσο στο ιλουστρασιόν χαρτί και φυσικά πέφτουμε μέσα στην αμεριμνησία τού καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Η τέχνη εν γένει μας αποπλανά, μας παραμυθιάζει, μας παρηγορεί, μας κάνει, κι ευτυχώς φτωχούς σε εγκόσμια, υλική απληστία. Η φωτογραφία μνημειώνοντας τη στιγμή καδράρει οριστικά το χρόνο· και τον σταματά και τον ξεφυλλίζει. Ξεφυλλίζοντας το Λεύκωμα περί του νομού Κοζάνης ο αναγνώστης του τόπου μας ίσως και να εκπλαγεί απ’ τις ομορφιές που δεν ανακάλυψε ποτέ στις λεπτομέρειές τους και θα σπεύσει, την επόμενη φορά, να δει με νεότερα μάτια. Ο επισκέπτης εντός της ή ο αναγνώστης εκτός αυτής θα γνωρίζει τα κατά τεκμήριο κυρίαρχα τοπία αλλά και τις στιγμές ενός τόπου που οι φωτογράφοι αδελφοί παρέλαβαν από το εξ αντικειμένου ουδέτερο αισθητικά και τον απέδωσαν εξαίσιο στην αιωνιότητα της τέχνης των ενσταντανέ.
Ο,τι ξέχασαν οι δημιουργοί -Θεός ή Φύση· πάρτε ό,τι θέλετε, το έντυσαν με το δικό τους φωτισμό κι από την καθημερινότητα του έδωσαν στοιχεία διάρκειας εν τω βίω τέχνης. Εδώ έχουμε και παρέμβαση του ανθρώπου που δεν λαβώνει τη φύση αλλά τη διορθώνει ποσώς. Ανθρωπος επιδιορθωτής αλλά κι άγγελος εξολοθρευτής κι εκμεταλλευτής άλλοτε.
Με φωτογραφικό φακό αντί για μάτια, τοπία ωραία που βαυκαλιζόμαστε ότι μας περιβάλλουν, μας υποβάλλουν με την πλασματική αίσθηση ομορφιάς στην πνιγηρή φορές πραγματικότητα. Ετοιμοι να αφεθούμε στις ωραίες πλάνες ταξιδεύουμε ένδον του τόπου καπνίζοντας την αιθάλη του σε μικρές ή μεγάλες δόσεις, προσπαθώντας να τη διηθήσουμε με τα αντισώματα με τα οποία μας τροφοδοτεί η γνησιότητα ενός περιβαλλοντικού απόλογου που περικυκλώνει τον τόπο με βουνά υψηλής ωραιότητας, τη διασχίζει με ποτάμι μεγάλης διαδρομής (με αφετηρία του όχι την υδρορροή των πηγών του Δούναβη, αλλά τους μικρούς γλυκούς αναβρυκούς του Γράμμου), την κολυμπά σε μια λίμνη τεχνητή και σε φυσικές μικρές, γλυκιές λιμνούλες, σε ημιοροπέδια, την απλώνει και την ξαπλώνει πότε νωχελικά και πότε σφιχτά σε πόλεις μεγάλες και μικρομεσαίες με όλο το ανθρώπινο τοπίο σε διάταξη ζωής, δηλαδή μάχης, αγώνα ή παραίτησης.
Αγαπώ, το λοιπόν, τα χαίνοντα γιγάντια-ορυχεία της Πτολεμαϊδας. Τα φαγωμένα από τα λατομεία βουνά και τους λόφους της περιοχής. Σε ένα τέτοιο είδα μια μικρή λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που ανέβλυζε και γέμιζε το κενό της πέτρας. Τα λησμονημένα εργοστάσια της ΑΕΒΑΛ και της ΜΑΒΕ, που με τόσες ενοχές τα φορτώσαμε και που σιγά σιγά βουλιάζουν στη σιωπή και τη μοναξιά τους, υπερωκεάνια τραβηγμένα στη στεριά, κήτη προϊστορικά. Τους ημι-παρατημένους από τη μη ανάσκαψή τους αρχαιολογικούς χώρους, που έχουν πάνω τους θλιμμένα τα θραύσματα του χρόνου και όσους συγκαλύπτουν στη χωμάτινη φυλακή τους. Τις οριστικά πεσμένες εκκλησίες κάποιων αιώνων και τις αναστηλωμένες μετά το σεισμό. Τα χαλάσματα στα χωριά που ερημώνουν και γίνονται σκόνη αστρικής μνήμης. Τα πατριδο – ήπιον κίτς των ιστορικών υπαίθριων χώρων και μουσείων, όπως αυτού στο Μπούρινο, των απυρόβλητων εξεγερμένων του 1879. Την κάτω σιαγόνα του ρινόκερου των 6 εκατομμυρίων ετών που βρήκε ο άσημος καρβουνοπώλης στο ακόμα πιο ασήμαντο ορυχείο κάρβουνου στο χωριό Προσήλιο Σερβίων. Κάποτε στο Νομό μας υπήρχε θάλασσα· δεν την βρήκαν να την αποτυπώσουν οι φωτογράφοι. Υπήρχε ζούγκλα με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ολο, δηλαδή, το αρχέγονο υλικό της Δημιουργίας το οποίο έρχεται στο τώρα με τις μεγάλες τομές στη γη των ορυχείων της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων που δεν εξορύσσουν μόνον το υλικό που δίνει φως, αλλά βγάζουν και τη φωνή της ψυχής που φωνάζει τη γεωλογική προϊστορία του, όταν και ο νομός Κοζάνης συμμετείχε στον εκρηκτικό, αργό χορό της δημιουργίας.
Είναι οι πληγές που μας ζουν και με τις οποίες συζούμε βίον αρμονικό κι ισορροπημένο ή και διαταραγμένο. Το τοπίο μας χωνεύει οριστικά στην επικείμενή μας ως όντα πεπερασμένα, απώλεια, αλλά εφήμερα στην κάθε στιγμή μας, μας συγχωνεύει, μας υπάρχει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας λυτρώνει. Οι τόποι της μικρής ξεχωριστής πατρίδας είναι οι τρόποι της ψυχής μας. Γέρνουμε πάνω τους με αγαλλίαση, όπως αφηνόμαστε σε οικείες ή αγαπημένες αγκαλιές. Εκεί μόνον βρίσκουμε το είναι μας στην όποια ασημαντότητα τους· ο δικός μας τόπος είναι το τσαντίρι που δεν αλλάζει με τίποτε κανένας τσιγγάνος. Οσοι φεύγουν απ’ αυτόν είναι μεν σε μια αναζήτηση του Αλλου, αλλά ό,τι άφησαν τους αναζητά πάντα στο μέσα τους· τους τρώει, φορές, αρρωστημένα. Τον νομό, παρότι δεν έχει τεχνητά σύνορα, εν τούτοις τον νιώθουμε όλον δικό μας και αμέσως γίνεται αντιληπτή κάθε διάβαση των νοητών ή φυσικών ορίων. Νιώθουμε, ανεπαισθήτως, κάπως αλλιώς. Στη γεωγραφική κι εν πολλοίς χαρακτηρολογική μας ετερότητα αποτελούμε την κοινή ενότητα του ελλαδικού όντος που ίσως τώρα να μην πληγώνει ή πληγώνεται και τόσο όπου ταξιδεύουμε, κατά τον ποιητή αλλά διατηρεί μια κοινή παθογένεια ελλαδικού τρόπου συμπεριφοράς και μια πάγκοινη ευγένεια τοπίου.
Οι λάσπες του Φθινοπώρου, οι διαρκείς ομίχλες του χειμώνα στις καστανιές του Βοϊου· η μοναξιά των τοξωτών γεφυριών στην ίδια περιοχή· τα τοπία χαλκομανίες εικαστικές στο Βελβεντό· η μωβ θάλασσα του κρόκου μετά τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου που συμβάλλει εφήμερα στην ηθική ημεράδα του τόπου και στη διαρκή ευημερία του διπλωμένου μέχρι γης ανθρώπινου τοπίου περισυλλογής του· τα ανεμο-πέη του Μικρόβαλτου, «τα Μπουχάρια», δημιουργίες δηλαδή του ανέμου που έφαγε με γλυπτική και έντεχνη λύσσα το χώμα κι άφησε στο πέρασμά του, σε διαρκή στύση, ολόρθα τα κομψοτεχνήματα του· τ’ αρχοντικά της Σιάτιστας με την περασμένη αρχοντιά τους· τα κάστρα των Σερβίων που περιορούν και βιγλατορίζουν τη λίμνη Πολυφύτου· το μονύδριο της Λαριού που το νέο ηλεκτροβόρο φράγμα διέστριψε τον Αλιάκμονα· ο ευρωστότερος πλάτανος της νότιας Βαλκανικής στη Λευκοπηγή, ασύγκριτος παντός άλλου εν Ελλάδι, τον οποίο η ΕΤ3 λησμόνησε να καταμετρήσει σε εκπομπή της και μας έδειχνε «μέγιστους» άλλους ίσα με ένα κλωνάρι αυτού· το καστανόδασος της Βλάστης με τις γιορτές της γης που αρχίζουν οσονούπω: ιδού, λοιπόν, ο ν. Κοζάνης.
Ετσι, για όσα είπαμε και όσα επιπλέον και καθοριστικά προσθέτουν οι φωτογραφίες του Λευκώματος θεωρώ πως το βιβλίο που δια-φωτίσαμε ο καθείς με τα όπλα του και τους προβολείς του, ανήκει στην εκδοτική περιοχή της τέχνης αλλά αποτελεί και μια πολιτιστική παροχή και συνηγορία υπέρ του Νομού Κοζάνης χρήσιμη.
Ομως κλείνοντας σας θυμίζω από τον Χ.Λ. Μπόρχες πως:
Εγώ έρχομαι από πολιτείες άλλες
όπου τα χρώματα είναι αχνά
και όπου, καθώς πέφτει το βράδυ, μια γυναίκα
θα ποτίζει τα λουλούδια της αυλής


Εισήγηση στην παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος «Κοζάνη» των Γιώργου+Γιάννη Ζαρζώνη που έγινε στην Αθήνα στο πατάρι του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ, 18 Ιουνίου 2007,

Δεν υπάρχουν σχόλια: