Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Δευτέρα 2 Ιουνίου 2025
Η 6η Συμφωνία Ποιμενική
Αμέσως μετά του αγίου Γεωργίου που τα κοπάδια ανεβαίνουν στο βουνό γίνεται (μάλλον γινόταν ο πρώτος γαλομέτρος. Οι εταίροι στην αυτή στρούγκα μαζευόταν σ’ αυτήν και άρμεγε ο καθένας τα δικά του γιδοπρόβατα. Εξ αυτού λάβαινε κατ’ αναλογίαν της ποσότητας γάλατος που άρμεγε από τα δικά του, αντίστοιχες μέρες αρμέγματος όλου του κοπαδιού.
Σχεδόν γιορτινή ατμόσφαιρα στο Ζυγόστι ή στο Μπαράκο (η προτίμησή μου)
Κοιτώ τη φωτογραφία:
Πάσχος Καραγιάννης μέγας αρμεχτής.
Εμβόλιμη διήγησή του από τον πόλεμο στο Γράμμο. «Απέναντι σε μια στρούγκα είχαν πρωινό άρμεγμα. Θα πάω, είπα. Πήγα. Μια γυναίκα, ο άντρας κι ένα ένα τα ζωντανά αραδιάζονταν και περνούσαν απ’ την απουριά (πόρος διάβαση, πέρασμα) και παρέδιδαν τις ρόγες τους από τα γεμάτα γάλατος βυζιά, στα αργασμένα δάχτυλα. Πήγε κι αυτός. Έκατσε στην πέτρα, του έδωσαν το κρεμασμένο καρδάρι, το ’βαλε ανάμεσα στ’ άρβυλά του. Άρμεγε λες κι ήταν σε παροξυσμό. Αυτό είναι ο μη πόλεμος, είναι το πριν του, ο πριν λίγο καιρός του. Τον κοιτούσαν υπό γωνίαν.
– Τι είναι ετούτος; Είπαν μέσα τους.
Τέλειωσαν. Του έδωσαν ένα μεγάλο μπακράτσι γάλα για την ομάδα του. «Για τα παιδιά». Γύρισε στις σκηνές. Αλλά αυτό είναι Ειρήνη. Άσπρη σαν το γάλα ή το στήθος –όχι από τα γίδια, αλλά από ’κείνα που στα μικρά είναι αναγκαίο, στους μεγάλους αισθαντικό και πάντα ευάλωτα, αλίμονο προς μερικόν ή ολικόν θερισμόν από τον ειδικόν, μακριά από εμάς. Μοιράστηκαν το γάλα οι φαντάροι της πρώτης γραμμής...»
Νίκος Κερασιώτης ο ερασιτέχνης φωτογράφος που που διέσωσε τις μνήμες του χωριού. Μηνάς Καραγιάννης ποιμενάρχης ο λογιότερος των ποιμένων, Δήμος Νένος ο ασυνάστρεγος, Αχιλλέας Κερασιώτης ο τσέλιγκας, Μήτσιος Μπακρατσάς σύζυγος της θυμόσοφης κι ετοιμόλογης Λένγκως.
Ευτυχισμένα χρόνια...
Εμένα μου λες; Τώρα που βλέπω τα πρόσωπα στη φωτ. μια λύπη με τρυπάει. Ολοι εκτός ζωής.
Το λοιπόν.
Πόσες φορές εκουβάλησα το γάλα απ’ το βουνό;
«Μικρό παιδί σαν ήμουνα και πήγαινα σχολείο»
νευριασμένος δίχως ηρεμία από φύση κι ουρανό
αλλ’ ευτυχής σαν γύριζα βράδυ στο σπίτι και βιβλίο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)