Μας
εζήτηξαν από την Εταιρεία Συγγραφέων διήγησιν 555 λέξεων ελευθέρας
γραφής (βοσκής θα έγραφα παρολίγον) ίνα δημοσιευτεί σε κοινό τόμον
(επιμελήτριάν του η κ. Ηρώ Νικοπούλου) με τον γενικό τίτλο «ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ
99+1 μικρο-διηγήματα» μελών της Εταιρείας Συγγραφέων) από την
Εφημερίδα των Συντακτών όπερ κι εγένετο εχτές 4η Ιανουαρίου 2019.
Ιδού οι 562 λέξεις μου υπερβάς (ατιμωρητί) κατά 7 το όριον, τις οποίες ως καλός νάρκισσος αναδημοσιεύω.
Θαύματος θραύσμα
Στην αριστερή τσέπη των θερινών υποκαμίσων, σκούρα πάντα και συνήθως μακρυμάνικα αλλά κομμένα κάτω από τον αγκώνα, φέρω, εδώ και χρόνια, μια σειρά από στυλογράφους πένας με μαύρη μελάνη. Φαντάζω σαν αρχιμανδρίτης ότι αυτοί οι τρυφερούληδες «ευγάστεροι ροδομάγουλοι» αξιωματούχοι της εκκλησίας – άγιοι φυσικά- έχουν παρόμοια συστάδα στυλών, επίχρυσων επί το πλείστον, με άλλα αντικείμενα της θεολογιοσύνης κι αγιοσύνης τους σύμφυτα, ορολόγια με αλύσους, ομματογυάλια και δεν ξέρω τι άλλο ότι δεν εξέτασα εμπεριστατωμένα το πράγμα, στο επάνωθεν μέρος του καθημερινού τους ράσου. Στην Αίγινα σε μια αλησμόνητη 5νθήμερη εκδρομική παροχή του νομικού μου άλλοτε, τυχαίως σταυρωθήκαμε με τον κυρ’ Κώστα Μαυρουδή, του πολυετούς και ευγενούς Δέντρου. Συγκρίναμε τις στυλοτσέπες μας. Είπε πως κουβαλά καθημερινά 10 αλλά εκείνο το μεσημέρι τον περνούσα. Αυτή η πεντάς συνοδεύεται έτσι χάριν αισθητικής παραλλαγής και παιγνιδίσματος από κραγιόν ιχνογραφίας κόκκινο για τις εφήμερες υπογραμμίσεις του βίου. Αλλά γιατί τόσους πολλούς; Για εναλλαγή, για ποικιλία για ξέρω ‘γω τι; Τυχαία χώνω το χέρι εκεί και όποιος μου τύχει. Δεν ξέρω τι μπορεί να ισχυριστούν οι ψυχίατροι. Ποιάς ανασφάλειας συνέπεια είναι και πάντα ολόκληρη την ομάδα τη θέλω. Οταν κάποιος(α) εκ της συμπτωματικής αγραφίας ξηραίνεται αντικαθίσταται πάραυτα με νεώτερο(α). Αν χάσω κάποιο τον αναζητώ όπως ο Κύριος το απολωλός αρνί ανά τας οδούς, τα καθιστικά, τα ξαπλωτικά. Αυτοί εναλλάσσονται χαράζοντας την πλήξη ή την έμπνευση στα μολέσκιν όπου καταγράφεται η καθημερινότητα. Αλλη μονομανία κι αυτό. Κυρίως εκείνα με τα τετραγωνάκια κατριγιέ τα λέει ο γαλλικός λαός .
Ομως εκείνη την Κυριακή απόγευμα ίσως επειδής άλλαξα πουκάμισο και δεν έγινε η μεταφορά των ειδών της τσέπης δεν είχα μαζί μου στυλό και μπλοκ ίσως και γιατί ο πατέρας είπε:
- Δεν είδα τους μεγάλους δρόμους.
Εγνατία...
Ξεκινήσαμε για το σταθμό των τραίνων στο Πλατύ.
Περάσαμε τα 14 τούνελ, ξυστά στη Βέροια, Αλεξάνδρεια ήγουν Γιδάς στροφή για την παλιά εθνική.
Τότε ήταν που με φρίκη διαπίστωσα πως η τσέπη μου ήταν άδεια εντελώς από το απαραίτητο φορτίο γραφής. Ενιωσα γδυμνός. «Ενα πουκάμισο αδειανό». Και τι θα γίνει αν προκύψει ανάγκη κάποιας σημείωσης ή έμπνευσης γενικώς. Θα πάει αυτή ασφαλώς σε άλλους πιο έτοιμους να την δεχτούν, να την οικειοποιηθούν, να την επωφεληθούν μέχρις εξαντλήσεως. Γιατί η μικροθεότης της έμπνευσης όπως ο ερωτιδεύς που εικονίζεται πετών δώθε κείθε γύρωθεν της Αφροδίτης ως υποδιαστολή κι όπου βρει ευεπίφορα σώματα, λίγη έστω δεκτική ψυχή η οποία εκείνη τη στιγμή είναι εντελώς απροσάρμοστη σε κάθε λογική κι ενδίδει γλυκά –κι άσε τον ποιητή να λέει –«και τι φριχτή η στιγμή που ενδίδεις»- κατακάθεται γλυκό ίζημα σε κάθε ζεσταμένη σκέψη και διάθεση. Αμέσως δε καταγράφεται, σε πρώτη τουλάχιστον μορφή, αργότερα βλέπουμε διορθώσεις και συμπληρώσεις, στο μολέσκιν με την πένα ας πούμε - τι ας πούμε έτσι ακριβώς γίνεται.
Τα τραίνα περνούσαν οι κυρίως συρμοί και οι προαστικοί Εδέσσης, Βεροίας, Κατερίνης, Λάρισας. Ο πατέρας θαμβηθείς από την Εγνατία περιφερόταν στο μεγάλο σιδηροδρομικό κόμβο του ΟΣΕ ενθυμούμενος τον ηρωικόν ΣΕΚ που τους πήγαινα και έφερνε στο εργοστάσιο της Λιπτόλ, ΔΕΗ ύστερα, Πτολεμαϊδας.
Πήρα την οδό των WC.
Τότε τον είδα…
Ξάπλα στην πλατφόρμα. Φτηνιάρης φάνταζε. Μισός ασημί μισός μαύρος. Κάτι μεταξύ μπικ και μαρκαδόρου. Τον δοκίμασα στην παλάμη. Εγραφε. Ητο ζωντανός! Θαύμα. Περισσότερο φοβήθηκα παρά χάρηκα. Πως είναι δυνατόν; Αν είναι τόσο εύκολα τα θαύματα, ακόμα και τα μικρά, τότε ό,τι μας λείπει αρκεί να το θέλουμε πολύ και αυτό νάτο θα πετιέται, θα έρχεται. Τι να πω μάλλον τι να σιωπήσω;
Εκαμα το σταυρό αναστατωμένος.
Ιδού οι 562 λέξεις μου υπερβάς (ατιμωρητί) κατά 7 το όριον, τις οποίες ως καλός νάρκισσος αναδημοσιεύω.
Θαύματος θραύσμα
Στην αριστερή τσέπη των θερινών υποκαμίσων, σκούρα πάντα και συνήθως μακρυμάνικα αλλά κομμένα κάτω από τον αγκώνα, φέρω, εδώ και χρόνια, μια σειρά από στυλογράφους πένας με μαύρη μελάνη. Φαντάζω σαν αρχιμανδρίτης ότι αυτοί οι τρυφερούληδες «ευγάστεροι ροδομάγουλοι» αξιωματούχοι της εκκλησίας – άγιοι φυσικά- έχουν παρόμοια συστάδα στυλών, επίχρυσων επί το πλείστον, με άλλα αντικείμενα της θεολογιοσύνης κι αγιοσύνης τους σύμφυτα, ορολόγια με αλύσους, ομματογυάλια και δεν ξέρω τι άλλο ότι δεν εξέτασα εμπεριστατωμένα το πράγμα, στο επάνωθεν μέρος του καθημερινού τους ράσου. Στην Αίγινα σε μια αλησμόνητη 5νθήμερη εκδρομική παροχή του νομικού μου άλλοτε, τυχαίως σταυρωθήκαμε με τον κυρ’ Κώστα Μαυρουδή, του πολυετούς και ευγενούς Δέντρου. Συγκρίναμε τις στυλοτσέπες μας. Είπε πως κουβαλά καθημερινά 10 αλλά εκείνο το μεσημέρι τον περνούσα. Αυτή η πεντάς συνοδεύεται έτσι χάριν αισθητικής παραλλαγής και παιγνιδίσματος από κραγιόν ιχνογραφίας κόκκινο για τις εφήμερες υπογραμμίσεις του βίου. Αλλά γιατί τόσους πολλούς; Για εναλλαγή, για ποικιλία για ξέρω ‘γω τι; Τυχαία χώνω το χέρι εκεί και όποιος μου τύχει. Δεν ξέρω τι μπορεί να ισχυριστούν οι ψυχίατροι. Ποιάς ανασφάλειας συνέπεια είναι και πάντα ολόκληρη την ομάδα τη θέλω. Οταν κάποιος(α) εκ της συμπτωματικής αγραφίας ξηραίνεται αντικαθίσταται πάραυτα με νεώτερο(α). Αν χάσω κάποιο τον αναζητώ όπως ο Κύριος το απολωλός αρνί ανά τας οδούς, τα καθιστικά, τα ξαπλωτικά. Αυτοί εναλλάσσονται χαράζοντας την πλήξη ή την έμπνευση στα μολέσκιν όπου καταγράφεται η καθημερινότητα. Αλλη μονομανία κι αυτό. Κυρίως εκείνα με τα τετραγωνάκια κατριγιέ τα λέει ο γαλλικός λαός .
Ομως εκείνη την Κυριακή απόγευμα ίσως επειδής άλλαξα πουκάμισο και δεν έγινε η μεταφορά των ειδών της τσέπης δεν είχα μαζί μου στυλό και μπλοκ ίσως και γιατί ο πατέρας είπε:
- Δεν είδα τους μεγάλους δρόμους.
Εγνατία...
Ξεκινήσαμε για το σταθμό των τραίνων στο Πλατύ.
Περάσαμε τα 14 τούνελ, ξυστά στη Βέροια, Αλεξάνδρεια ήγουν Γιδάς στροφή για την παλιά εθνική.
Τότε ήταν που με φρίκη διαπίστωσα πως η τσέπη μου ήταν άδεια εντελώς από το απαραίτητο φορτίο γραφής. Ενιωσα γδυμνός. «Ενα πουκάμισο αδειανό». Και τι θα γίνει αν προκύψει ανάγκη κάποιας σημείωσης ή έμπνευσης γενικώς. Θα πάει αυτή ασφαλώς σε άλλους πιο έτοιμους να την δεχτούν, να την οικειοποιηθούν, να την επωφεληθούν μέχρις εξαντλήσεως. Γιατί η μικροθεότης της έμπνευσης όπως ο ερωτιδεύς που εικονίζεται πετών δώθε κείθε γύρωθεν της Αφροδίτης ως υποδιαστολή κι όπου βρει ευεπίφορα σώματα, λίγη έστω δεκτική ψυχή η οποία εκείνη τη στιγμή είναι εντελώς απροσάρμοστη σε κάθε λογική κι ενδίδει γλυκά –κι άσε τον ποιητή να λέει –«και τι φριχτή η στιγμή που ενδίδεις»- κατακάθεται γλυκό ίζημα σε κάθε ζεσταμένη σκέψη και διάθεση. Αμέσως δε καταγράφεται, σε πρώτη τουλάχιστον μορφή, αργότερα βλέπουμε διορθώσεις και συμπληρώσεις, στο μολέσκιν με την πένα ας πούμε - τι ας πούμε έτσι ακριβώς γίνεται.
Τα τραίνα περνούσαν οι κυρίως συρμοί και οι προαστικοί Εδέσσης, Βεροίας, Κατερίνης, Λάρισας. Ο πατέρας θαμβηθείς από την Εγνατία περιφερόταν στο μεγάλο σιδηροδρομικό κόμβο του ΟΣΕ ενθυμούμενος τον ηρωικόν ΣΕΚ που τους πήγαινα και έφερνε στο εργοστάσιο της Λιπτόλ, ΔΕΗ ύστερα, Πτολεμαϊδας.
Πήρα την οδό των WC.
Τότε τον είδα…
Ξάπλα στην πλατφόρμα. Φτηνιάρης φάνταζε. Μισός ασημί μισός μαύρος. Κάτι μεταξύ μπικ και μαρκαδόρου. Τον δοκίμασα στην παλάμη. Εγραφε. Ητο ζωντανός! Θαύμα. Περισσότερο φοβήθηκα παρά χάρηκα. Πως είναι δυνατόν; Αν είναι τόσο εύκολα τα θαύματα, ακόμα και τα μικρά, τότε ό,τι μας λείπει αρκεί να το θέλουμε πολύ και αυτό νάτο θα πετιέται, θα έρχεται. Τι να πω μάλλον τι να σιωπήσω;
Εκαμα το σταυρό αναστατωμένος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου