Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Σάββατο 23 Ιουλίου 2022

...Ταις ημέραις εκείναις

Κι ενώ η Προεδροδημοκρατίνα μας, 24 Ιουλίου δεξιώνεται (όχι δεν θα χορέψουν ζεμπέκικα αλλά θα επιτραπεί όμως η εθνική γερακίνα) εις τους κήπους της, τους ημιλεβέντες του πολιτικού μας προσκηνίου, ασημάντους και μη, ημείς 23ην Ιουλίου «εορτάζομεν» κατάλυσιν της χούντας υπό το βάρος της Κύπρου αλώσεως και δηώσεως. Κάτω από τον ήδη 48ετή πλάτανο της Δημοκρατίας (έτσι τον είπαμε εκ των υστέρων) τον οποίο ταις ημέραις εκείναις (20-23 Ιουλίου 1974) εφυτεύσαμεν δίπλα από τον αενάως μορμυρίζοντα λάκκο στη Λευκοπηγή. Φοιτητές χαρτοπαίζοντες ή βιβλιοπαίζοντες, ότι είχαμε εξαιρεθή της επιστρατεύσεως ως αγύμναστα οντάρια, εκείνη τη μεγάλη Τρίτη κι ενώ στην ασπρόμαυρη τηλεόραση ακουγόταν το «Μην ακούτε τους διαδοσίας» του κυβερνητικού εκπροσώπου, ώρα 14.30 ανοίξαμε τέρμα το ραδιόφωνο στη συχνότητα «Εδώ Παρίσι» που έλεγε: κάτι συμβαίνει το συγκλονιστικό στην Αθήνα. Επεφτε δηλονότι η Χούντα στις λάσπες της και στα αίματα των Κυπρίων, κι αναλάμβαναν οι παλαιοί πολιτικοί. Τότε απαρατήξαμαν τα χαρτιά κι ανοίξαμε αναλύσεις, θεωρίες κ. λπ. Γι αυτό και την 23ην εορτάζομεν εν σιωπή κι όχι 24ην Ιουλίου, την πολιτική αλλαγή. Ο πλάτανος ήδη ασφυκτιά. Οι ρίζες του τον τυλίγουν και τον πνίγουν. Το ίδιο και η δημοκρατία μας...

Μνήμες

Και εμνησθην ημερών όχι και τόσο αρχαίων το 2ο Συμπόσιο λογοτεχνίας της ΚΟΖΑΝΗΣ. Τωρα το 6ον όποτε το αποφασίσει η Δήμητρα

Μελτέμια ξηράς

Φυσήξαν πάλι τα μελτέμια/ σήκωσαν φουστάνια γυναικών/ φάνηκαν ταξείδια/ προς θάλασσες γεμάτες αλάτι/ βουνά με χλόη αθέριστη/ σπηλιές θησαυρών./ Χωμένος στη θερινή χλαίνη/ παρατηρώ το πηγαινέλα του αέρα/ στην κορυφή των πεύκων/ και στις διπλώσεις του απείρου/ διαδρομές, αλίμονον, ονείρου

Δευτέρα 18 Ιουλίου 2022

Ανηφορία...

Μόλις κατέβηκα απ το σταυρο/ και πήρα την ανηφόρα με τα πόδια/ προς τη Μικρή Αγια Άννα / τη σκήτη της μετανοίας μας…/ Κάποτε / Το 2017 ας πούμε / και μας εφωτογράφιζεν ο Αλέξανδρος/

Μαρίνες...

Ολες οι Μαρίνες του Ιουλίου είτε αγίες είτε όχι/ είναι πανεύφημες, πανέμορφες δηλ. ωραίες/ «Επιπρέπει σοι, πως αν είποις, Μαρίνα/ Σων αιμάτων έρευθος, α ξίφει χέεις./ Εβδομάτη δεκάτη Μαρίναν κτάνε φάσγανον οξύ»/ Στις θαλάσσιες μαρίνες αγκυροβόλια ψυχής/ κι ιστιοφόροι πόθοι σώματος/ στα ναϋδρια της υπαίθρου ήπιας ομορφότητος/ στα ποιήματα εν γένει./ Αυτή που «είχε την τρικυμία στα χείλη»/ Εκείνη απ’ τις Μικρές Κυκλάδες/ (Δώσμου δυόσμο να μυρίσω...)/ Η μακρινή που «σε ποια πέλαγα ποιούς γιαλούς/ ποιά γκρίζα βράχια και ποιά νησιά» ταξιδεύει/ Α, και στα ονόματα των γυναικών... / Ναι, εκεί ιδίως που όταν τις φωνάζεις/ μια αύρα καλοκαιριού σ’ αναστατώνει/ Και ο, τι τρυφερό έχεις ή ζεις ανακατώνει.../

Ταξείδια

Το θέμα δεν είναι αν και πότε θα διαβαστούν/ τα τόσα βιβλία γύρω σου·/ εύκολη η απάντηση: ποτέ.../ Αλλά με ποιά θα συνυπάρχεις στο άδηλον/ υπόλοιπον του βίου σε στενή σχέση αγγίγματος/ με χέρια, σώματα, μάτια, αίσθησες ποικίλες/ - Με τόσες αγάπες πως τα βγάζεις πέρα.../ Ονόματα τίτλοι, σελίδες, περιεχόμενα, εκδόσεις κ.λπ/ Ολα αυτά που αποτελούν τον πιο γλυκό βιβλιότοπό σου./ Να τα έχεις μαζί σου ακριβά στολίδια/ Στο τόσα σου επιτόπια, / αλλά και στο επέκεινα, ταξείδια/

Λοιπόν

Τέρμα τα ψέμματα ξαναβγαζουμε βιβλίο μετά από καιρό: πολεμικά συμβάντα κι εργατικά παρόμοια «Το αλτ του εμφυλίου» στις εκδόσεις μας της Παρεμβασης τις οποίες από τότε που τις ανέλαβε η Δήμητρα πολλαπλασίασε ως τους άρτους και τους ιχθεις το ευαγγελίου…

Στρατιωτικά, κινηματογραφικά και πολιτικά ενθυμήματα...

Τον Ιούλιο του 1976 κι ενώ οι Τούρκοι έβγαζαν το ΣΙΣΜΙΚ στο Αιγαίον Πέλαγος δια σεισμικάς βόλτας κι αναζητήσεις, ημείς και άλλοι 8000 συστρατιώτες κουρεμένοι εν χρω κι ολόγδυμνοι γυρίζαμε στην παραλία της Κορίνθου -που τη λέγαμε κι Αυλίδα- το έργο του Μιχ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια» για μια καραβάνα φασόλια με άμμο κι ένα πλακέ μονής στρώσης Καρέλια (δεν κάπνιζα κιόλας) σιγάρα. Την επόμενη χρονιά φθινόπωρο, εκλογές με την ΣΥΜΜΑΧΙΑ κ.λπ. ΞΥΜΜΑΧΙΑ κατά Θουκυδίδη. Στο ημιυπόγειο του στρατιωτικού ταχυδρομείου ΒΣΤ 900α έβαζα στοίχημα πως θα λάβουμε 14% . Ελάβομεν 2,7% και στο χέρι ούτε καν 3 που έχουν όλοι οι φυσιολογικοί άρρενες. Εμνήσθην αυτών των ημερών με το που βρήκα το τχ του Θουρίου τότε. Ωραίες εποχές όμως...

Τρίπτυχον

Αγιορείτικο τρίπτυχο / του λίαν ζωγράφου αγαπητού/ Μανώλη Δραγωγια Θεσσαλονικέος/ αλλά εκ Λευκοπηγης εννοείται/ τοπία της ψυχής 2 οβάλ και εν παραλληλόγραμμον/ Θάλασσες πύργοι κελιά βάρκες αρσαναδες/ κλπ και 3 χρόνια αταξίδευτος εκει/ με λιάνισεν η νοσταλγία του Όρους / Ευλόγησον…/ και ο, τι ήθελε προκύψει…/

Ευτυχία: δηλαδή;

Ξεφύλλιζα μια περιοδική φιλολογική έκδοση της εφημερίδος «Νέος Κόσμος», Αθήνα Απρίλιος, 1934, με τον αυτό τίτλο και αντέγραψα από το επτάστροφο ποίημα του Κ. Παλαμά «Η Ευτυχία» (έτσι χάριν ευφημισμού ή μη και αστεϊσμού;) δύο στροφές: Καθόμαστε σαν πάντα οι δύο/ βράδυ στο σπίτι αντικρυνά της/ γυρμένος ήμουν στα βιβλίο/ κ’ ήταν σκυμμένη στη δουλειά της/ Και το βιβλίο αυτό ήταν στίχοι,/ ψυχή από λάμψι και αρμονία/ έτσι εκεί τ’ άνοιξα στην τύχη/ Και να τι διάβασα:/ «Ευτυχία»/

Δευτέρα 11 Ιουλίου 2022

Η Δώρα κι ο Αλέξανδρος

Μέγας ει και θαυμαστά τα πέτρινα έργα σου στην Καψάλη Λευκοπηγής κυρία Δώρα Ζήγρα (Δάλλα) κι ακόμα πιο θαυμαστή η φωτογράφισή τους από τον μέγα Αλέξανδρο Βρεττάκο

Τα ονοματοκλεπτοπαρτάλια

«Μια μέρα τον βρήκε στο δρόμο ο Π. Νιρβάνας τον Παπαδιαμάντη: «Για πού τόσο βιαστικός;» τον ρώτησε. «Άφησέ με», του απάντησε απότομα ο Παπαδιαμάντης. «Τρέχω να προφτάσω τον ήλιο. Έχω ένα μήνα να τον δω και τρέχω να τον προφτάσω πριν βασιλέψει». Ετρεχα σχεδόν κι εγώ να προλάβω την υποστολή σημαίας στην πλατεία, διαδικασία που με συγκινεί ιδιαίτερα. Ακουγα από μακριά το μεγάλο τύμπανο να χτυπάει. Ελαχτάρισα, έπαιζε η ολιγομελής μπάντα το “Μακεδονία ξακουστή”. Ενθουσιάστικα. Είχα μήνες να τ’ ακούσω να το παίζει ο στρατός κόντρα στα επιχώρια και ξένα ουτιδανά πολιτικά ονοματοκλεπτοπαρτάλια.

Αν και...

Παρότι δεν ήμουν δικηγόρος σοβαρός/ απεναντίας, τα μόλις απαραίτητα τηρούσα/ τις ανώδυνες διεξαγωγές της εκουσίας κυνηγούσα/ εν τούτοις την δικηγορία διακόνεψα./ Ακόμα στην Χ. Μούκα 1 υπάρχουν οι πινακίδες / μου περί της άσκησης δικηγορίας/ τώρα της Παρέμβασης και μόνον είναι/ κατάλυμα και φωλεά ωραιοτήτων/ Ηταν το μόνον επάγγελμα και χαρτί/ που μου αναγνώρισεν η πολιτεία/ όλα τα άλλα αξιώματα που έλαβα ως δοτά / μου αφαιρέθηκαν με τον καιρό και τις συνθήκες/ Ετσι ωσάν από το Μέγαρο δικών και πιστοποιητικών / περνώ μια νοσταλγία αιμάσσουσα με βουλιάζει/ σ’ εκείνους τους ωραίους καιρούς/

Μνήμη Ηρακλή Τσιολάκη (1952- 2022)

« ...Θαρρούσα αιώνιον η ψυχή πως είχε μετερίζι/ και πως το στάχυ του Ηρακλή, όπου έσπειρε θερίζει» (1) Ηταν από τη Λευκοπηγή/ παρότι σποραδικά μόνον τη ζούσε/ Ηρακλής (2) στο κορμί στη σκέψη βυζαντινός/ πράος ειρηνικός μονήρης/ Φιλόλογος δεινός με τίτλους κι επιδόσεις/ (με δάσκαλο τον Δ. Μαρωνίτη, τυχερός)/ Συναντηθήκαμε φοιτητές στη είσοδο ασανσέρ/ κρατούσε την μικρή έκδοση «Βραδιά Σεφέρη» / (Μ. Αναγνωστάκης, Δάλλας, Ρούφος, Σινόπουλος,/ Φραγκόπουλος) του ΕΜΕΠ εκδ. Κεδρος 1972/ Βαριά διαδήλωση προθέσεων κι ήταν δικτατορία.../ Θάλασσα της Χαλκιδικής κατάπιε τη ζωή του/ το χώμα της Λευκοπηγής το σώμα του/ Η μνήμη του με δαγκώνει από μακριά/ Αλλά/ «Τέλος κι αρχήν η μνήμη εδώ δεν έχει» (3)/ 1. Αγγελος Σικελιανός 2. Τσιολάκης 3. Αγγ. Σικελιανός

Παρασκευή 1 Ιουλίου 2022

Ιούλιος και 1η

Δε βλέπουμε που δε βλέπουμε/ Θέατρον αρχαίον τραγωδιοκωμωδίες/ ότι οι κρατικές σκηνές του λαού/ που άλλοτε μας θεατρίζαν/ σε γήπεδα, χωράφια κι άλλες θερινές σκηνές/ τώρα μας γράφουνε κανονικά./ Ας τις διαβάζουμε το λοιπόν/ όταν μάλιστα σε άριστες μεταφράσεις / μας προσφέρονται όπως λ.χ/ οι 3 Ηλέκτρες υπό του κ. Δημήτρη Καλοκύρη/ τότε ελάχιστα μας λείπει η παράσταση/ στα κοίλα, τις αυλές των σχολείων / σε θερινά θέατρα δάσους κ. λπ κ. λπ. / «Τώρα τα υπόλοιπα ας τα φροντίσει ο Αγαμέμνονας/ και του σπαθιού η κόψη η τρομερή...»/ («σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή»/

"Ενιαυτός"

Του 3ου δεκαημέρου του Ιουνίου αρχομένου/ διαβάζω καταλογάδην την ενότητα ποιημάτων/ «Ενιαυτός» του μέγιστου των ποιητών Τ. Κ. Παπατσώνη:/ Το ραζάριό μου/ Κυριακή Ε’ μετά την Πεντηκοστή/ Πέτρου και Παύλου των κορυφαίων/ Των κορυφαίων Πέτρου και Παύλου / Των κορυφαίων στον Δεύτερο εσπερινό/ Μνήμη του Αποστόλου Παύλου/ Του Βαπτιστού Ιωάννου/ Το σκίρτημα της Ελισάβετ / Στη απόδοση της εορτής των κορυφαίων/ Στην απόδοση της εορτής των κορυφαίων (νέα εντύπωση).../ Αλλά την 30η Ιουνίου προς 1η Ιουλίου/ των διακοπών μου στο μπαλκόνι αρχομένων / πηγαίνω κατευθείαν στους γείτονες μου/ αγίους Αναργύρους Κοσμά και Δαμιανό/ στο κάθισμά τους - μεγάλη η χάρη τους-/ και την καταβρίσκω παρά τον άγριο καιρό εφέτος/

Αλιείς

Κυριακή των αγιορειτών πατέρων, Δαβίδ οσίου του Θεσσαλονικέως, ο έρως της ορθοδοξίας μας στη Μονή Λατόμου της Ανω Πόλεως, Β’ Ματθαίου, έναρξη δε περισυλλογής μαθητών που από αλιείς ιχθύων στη θάλασσα της Γαλιλαίας εις αλιείς ανθρώπων προβιβάζει ο Ιησούς. Γράφει ο Ματθαίος: «Καὶ περιῆγεν ὅλην τὴν Γαλιλαίαν ὁ ᾿Ιησοῦς διδάσκων ἐν ταῖς συναγωγαῖς αὐτῶν καὶ κηρύσσων τὸ εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας καὶ θεραπεύων πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν ἐν τῷ λαῷ. - Ωχ, αυτό το πάσα νόσος και πάσα μ... εν τω λαώ που δεν έχει τέλος...

Πως πρωτογνώρισα τη θάλασσα κι αυτή εμένα...

" ...Πήραμε το αστικό της γραμμής με το Μάρκο Φλρ. φίλο παιδικό για την οργανωμένη, λέγαν, πλαζ και θάλασσα της αγίας Τριάδος. Φοιτητές. Που είχα βρει μαγιό; Κάτι πληρώσαμε στην είσοδο. Θάλασσα του απογεύματος... Το κάλεσμά της μου έφερε κατά νου τον παιδικό μου Πλοίαρχο Κουκ τον οποίο κάλεσε η θάλασσα όντας μπακαλόγατος. Η πρώτη φορά για μένα: χώθηκα, χύθηκα, χάθηκα στον κόλπο της, στην αγκαλιά της καλύτερα μάλλον μέχρι το στήθος. Αρχή ήταν άλλωστε. Κι είμασταν κι από χωριό. Οι μορφωμένοι της θάλασσας αδιάφοροι την υπήρχαν και τους περιείχε, τους νότιζε τους μούλιαζε. Αμήχανος, ανέμπειρος, φοβισμένος, όπως στην πρώτη κοινωνία του έρωτα. Με ένα κρύο ρεύμα –ανατρίχιασμα –«Ω σκοτεινό ανατρίχιασμα στη ρίζα και τα φύλλα» αυτά τα εξόχως ποιητικά εκ των υστέρων- στην πλάτη όπως όταν βλέπεις φίδι αλλά μετά συνέρχεσαι. Το απόγευμα πήγαινε να δύσει στον ‘Ολυμπο, στα Πιέρια όπου αλλού. Ιούνιος θα ήταν. Λίγο πιο βαθιά από το στήθος που σχεδόν εκαλυπτόμην από το νερό, ένας σιδερένιος πάσσαλος, ίσως προς χρήσιν ναυαγοσωστική. Σταθερός. Του όρμηξα με ένα μικρό θαλάσσιο πήδηγμα. Πιάστηκα. Δεν πατούσα άμμο. Αφέθηκα στην αιώρα του. Τριγύριζα γύρωθέν του σάλευα όπως σάλευαν τα σημαιάκια με σχέδια των ομάδων, δεμένα πίσω από τη σέλα στη σχάρα των ποδηλάτων κάποτε. ‘Ενιωθα το νερό στο όλον μου. Εβγαινα και έμπαινα στη απαλή και γλυκιά αυτή εκδοχή και εκεί στον ιστό της αξιοπρεπείας μου λικνιζόμουν αισθησιακά. Δεν ξέρω ποιοί και αν με κοιτούσαν σ’ αυτό το σκέτς, από τους μαθημένους της θάλασσας. Περνούσε η ώρα. Να φύγουμε μας έλεγε ο καιρός Οπως κάνανε όλοι κάναμε κι εμείς. Σε υπαίθρια ντουζιέρα ξέπλεναν τη θάλασσά τους. Κι εμείς το αυτό. Το νερό κρύο. Χοροπήδηξα τουρτουρίζων στη σχάρα. Και φυσικά (γιατί φυσικά δεν την παθαίνουν όλοι), χτύπησα στη γωνία μιας σχισμής τη φτέρνα εκεί που ήταν τρωτός ως κι ο άτρωτος της Ιλιάδος. Αίμα κίνησε και κοκκίνησε τη λερή ξεπλυντική κατασκευή. Αλμύρισα το γλυκό νερό με «Αίμα χα(υ)μένο και κερδισμένο». Τίποτε δεν κερδίζετε άνευ αυτού. Οπως και το εισαγωγικόν κεφάλαιον κατά την πρώτη ερωτική γνώση. Δε θυμάμαι πως το τύλιξα. Χαρτομάντηλα μάλλον. Φριχτές σκέψεις: κι αν ήταν σκουριασμένο, όπως και ήταν, ή είχε άλλα θαλασσινά ή παραθαλάσσια μικρόβια; Γυρισμός στην πόλη..." (Από τα "Ενωμένα μυστικά" εκδ. Γαβριηλίδης 2018)

Οι φωτιές τ Αη Γιαννη

div class="separator" style="clear: both;">
Επήγα στον ολιγοάνθρωπο εσπερινό της γιορτής/ αλλ’ όχι και στον όρθρο της/ μάταια με χτυπούσαν οι πρωινές καμπάνες/ Γενέθλιον του Προδρόμου εντελώς/ Μ’ ευλάβεια ξεφύλλισα τα «Ποιήματα»/ στην 7η πολύτιμη έκδοσή τους/ «Φωτιές τ’ Αη Γιάννη» / στο μπαλκόνι που το καλοκαίρι άρχιζε.../ " …Πόσο παράξενα μας κοιτάζουν ξαφνικά τα σπίτια,/ τα χωνευτήρια των ανθρώπων, σαν τα χαϊδέψει κάποια ανταύγεια)./ Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο / το βράδυ που έπεσε η γαλήνη / άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής/ μέσα στο κορμί σου/ τη νύχτα εκείνη του αϊ-Γιάννη / όταν έσβησαν όλες οι φωτιές / και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια..."/ Θυμάμαι μια μέρα σαν αυτή του 2009 στο Δημαρχείον Γλυφάδος άρχιζε μιαν άλλη ζωή. Κι εγώ φορούσα μαύρα, εκ της συγκινήσεως γυαλιά<