Ενα
βιβλίο του Ιγκορ Στραβίνσκι είχε τον τίτλο «Μουσική Ποιητική» (εκδ.
Νεφέλη). Δε θυμάμαι τίποτα ότι, ό,τι ήταν ν’ αφήσει μέσα μου σαν λεπτό
στρώμα ή και σαν τρίμματα κονιορτού από την ουσία του, έγινε ευλογημένο
χαρμάνι με τα τόσα άλλα διαβάσματα στο χρόνο και στη ζωή.
Εψες (30- Αυγούστου 2019) έζησα έναν άλλο τίτλο όχι βιβλίου τώρα, αλλά
εκδήλωσης· «Μουσική Ζωγραφική». Ηγουν στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης
(ας σταματήσει πλέον ν’ ακολουθείται από το ανιστόρητο κι άδικο για την
ιστορία της «Κοβεντάρειος») και στο χώρο που μελλοντικά θα στεγάσει το
Μουσείο της Βιβλιοθήκης -τώρα ακόμα έχει μια υποβλητική γοητευτική
εμφάνιση ως εκ του ατέλειωτου της κατασκευής του κι έτσι να μείνει μου
φτάνει- παρέστημεν άφωνοι, επί το πλείστον μάρτυρες, μιας εξαίσιας
πράξης διαπλοκής μουσικής και ζωγραφικής, αυτή στην πιο μοντέρνα εκδοχή
της, στην ψηφιακή της παράμετρο. Ο Παναγιώτης Δημόπουλος απερχόμενος
επιτυχημένος λίαν, αντιδήμαρχος πολιτισμού και εν τω άμα 5ετής πρόεδρος
του Δ.Σ της Βιβλιοθήκης που σήκωσε όλο το βάρος της δράσης της,
αποχαιρέτησε τον δημόσιο δημοτικό του ρόλο, τη δική του Καβαφική
Αλεξάνδρεια, που όμως δε χάνεται κι αυτή κι αυτός εδώ θα υπάρχουν και θα
είναι, και συνόδευσε με δικές του και άλλων πιανιστικές συνθέσεις, την
προβολή της ψηφιακής τέχνης του Δημήτρη Χάτσιου, μοναδικού δημιουργού
και μύστη αυτής της εικαστικής εκδοχής.
Ο πιανίστας έπαιζε μυσταγωγικά σχεδόν ιεροπρεπώς και ο ζωγράφος επί της οθόνης ξετύλιγε την ευδαίμονα ευαισθησία του (μωρέ δε λέω καλύτερα τη δαιμονική καλλιτεχνική του τρέλα). Το κυρίαρχο της βραδιάς ήταν η ψηφιακή έκθεση που θα συνεχιστεί λίγες ακόμα μέρες του Σεπτεμβρίου. Ενα πανηγύρι καλαισθησίας στο οποίο το εκλεκτό, πολυπληθές κι ωραίο κοινό, μετείχε με ένα σιωπηλό ενθουσιασμό για ο,τι έβλεπε και χειροκροτούσε ένδον, ένα ένα τα έργα τα οποία ξάφνιαζαν στην πρωτοτυπία τους. Ο Π.Δ. εφάρμοζε σχεδόν με οικοδομική ακρίβεια πρωτομάστορα - πως να το πω αλλιώς- τις νότες του με τα έργα ακόμα και στις λεπτομέρειες τους. Μορφές και καταστάσεις, τοπία και συναισθήματα ,κυβιστικού τρόπου στον οποίο το θέμα μεν διαλύεται κι αναλύεται χωρίς όμως να χάνει την ισορροπία του σαν τελική εικόνα.
Ενας κύκλος που υπήρχε σχεδόν στους περισσότερους πίνακες είτε επί της
οθόνης είτε σε καμβά αναρτημένους, στην αίθουσα, άλλοτε το πήγαινε σε
φεγγάρι άλλοτε σε ήλιο ή μήπως ήταν το μάτι του δημιουργού που μετείχε ο
ίδιος στο θέμα του το κοιτούσε ή έβλεπε το κοινό που ζούσε μια
πρωτόγνωρη καλλιτεχνική ουσία. Μη και ο κύκλος που περικλείει την
γωνιώδη κι αιχμηρή αγωνία της πραγματικότητας και καθημερινότητας.
Ενας λυρισμός, τεχνολογικός θα έλεγα αδόκιμα, διαχέονταν απ’ όλες τις
πλευρές των έργων ακόμα και των πλέον σκοτεινών κι αδιευκρίνιστων, σε
σημείο να αφήνεσαι ονειρικά με τον ίδιο τρόπο που η ψυχή και η διάθεσή
σου αντιδρά σ’ ένα κλασσικό έργο που ηρεμεί το είναι σου. Η ψηφιακή
τέχνη του Δ. Χ. ξεκουράζει τη σκέψη αφού σε ακτινοβολεί με την γλυκιά
αύρα του διαφορετικού, του μοντέρνου, του πρωτότυπου χωρίς την υπερβολή
και την εκζήτηση του ασαφούς κι ανεικονικού.
Καθώς τελειώνει ημερολογιακά το Καλοκαίρι, τα Λασσάνεια, η θητεία του
Δημοτικού Συμβουλίου, αυτά τα ωραία θέματα και θεάματα, όπως η έκθεση
του Δ. Χ., έρχονται σαν βέλος που ξεκινά από το τώρα το νυν και χώνεται
στο σώμα του χρόνου, των ανθρώπων και θεσμών που ακολουθούν στη νέα
δημοτική κατάσταση. Θυμίζουν πως η τέχνη, ο πολιτισμός, τα γράμματα του
τόπου έχουν ανθρώπους και συνέχεια και πρέπει να είναι στις πρώτες
συζητήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου