"Αυτό που νιώθω είναι ολότελα αμεταβίβαστο» (Φ. Πεσσόα)
-Προφανώς...
Εντούτοις επιχειρώ, αμέσως με το γυρισμό, χωρίς να αφήσω να περάσει κάποιο διάστημα για να επέμβη η νοσταλγία (εδώ το χρώμα της είναι ώχρας και ροζ)που προσδίδει στα κείμενα και τα αισθήματα μια λογοτεχνική απόχρωση, μια ανασκόπηση συμβάντων των λίγων ημερών παρά την νήσον Σύρο, επί της θαλάσσης, το κέντρο και το επίκεντρο των ανθρώπων της. Ετσι για μια παρακαταθήκη διαρκείας όταν θα θέλεις να περιφέρεσαι σε κάτι το μελαγχολικά ωραίο αλλά κι οριστικά παρελθόν.
Το σπίτι με τα διαβασμένα βιβλία, χύδην ερριμένα ή ατάκτως τοποθετημένα είναι ό,τι αισθαντικότερο. Το θέαμα μπορεί να κρατήσει τα μάτια σου και να τ' αράξεις ύστερα χαϊδευτικά κι αγαπητικά πάνω στις ράχες τους με τα σκούρα σημάδια χρήσης, αδημονίας, επιθυμίας. Σ' αντίθεση με εκείνες τις άψογες ατσαλάκωτες σειρές βαρύτιμων βιβλίων «άπαντα», «εγκυκλοπαίδειες», «παγκόσμιες ιστορικές σειρές», « Ο Θαυμαστός Κόσμος των ζώων» κ.λπ. που υπάρχουν στις επίσημες δημόσιες βιβλιοθήκες (πλάτες) στο γραφείο του προέδρου της κ. Δημοκρατίας, πρωθυπουργών στα συνήθως άδεια ράφια των πτερόεντων υπουργών και στα κενά σαν χαλασμένες οδοντοστοιχίες των ασπόνδυλων ως μαλάκια δίθυρα, βουλευτών· όλων δηλ. αυτών που έχωσαν τον τόπο στο χρέος και στην οργή. Αλλά τους προσδίδουν το στυλ του εμβριθούς και σοβαρού, ενώ απλά τα στοιχίζουν με το ράμμα - φοβισμένοι φαντάροι στο κέντρο νεοσυλλέκτων- προς επίδειξιν κυρίως της ημιμαθείας ή της εντελώς αμαθείας τους. Φαίνεται άλλωστε από την επίδρασή τους επ' αυτών τούτων, στις πράξεις ή παραλείψεων τους που έχουν επιπτώσεις στους πολίτες οι οποίοι εντούτοις τους επιλέγουν μονίμως. Ο λαός των Νεοελλήνων, ως γνωστόν, ένα πλήθος ανίδεων μα χορτάτων (ψέματα) μιαν και αυτοσαδομαζοχισμός και μάζα παν συνεχώς αντάμα, έχει δικαίωμα μόνον στην επιλογή της σάλτσας με την οποία επιθυμεί να φαγωθεί από τα σαγόνια των πολιτικών του και τις «πολιτικές» τους.
Εκτονώθηκα.
Γνώριμοι τίτλοι, συγγραφείς, εποχές που πάνε και σε φέρνουν αφού σ' αυτά βρίσκεις και τον εαυτό σου σε άλλοτε καιρούς όταν διέτρεξες κι εσύ τις σελίδες τους.
- Ν' αράξεις τα μάτια σου λοιπόν...
Μνημονεύει ο Χρόνης Μίσσιος («Καλά εσύ σκοτώθηκες νωρίς»...) πως στις συνεδριάσεις στις ΚΟΒΕΣ («Οι κόβες της Καισαριανής και στο Στρατώνι») της προδικτατορικής ΕΔΑ, ήταν θανάσιμα πληκτική η διαδικασία «δεν υπήρχε και καμιά γυναίκα ν' αράξουμε τα μάτια μας») ότι αυτό το ανθρώπινον είδος τελικά σε ταξιδεύει επί τόπω ή τρόπω, κακά τα ψέματα.
Το έβαλα με την πρώτη στο μάτι και το τράβηξα απ' τη βιβλιοθήκη το δεύτερο αντίτυπο του βιβλιαριδίου «Στο βορρά και στο νότο», από τις εκδ. στύγα (1991), του αρχηγού των «αλητών» και των γλυκών αναρχούμενων, Λεωνίδα Χρηστάκη αιωνία η θλίψη του.
- Θα σου φέρω από κάτω τη μετεξέλιξή του εμπλουτισμένη: «Ασσασινίτες του Βορρά δροσουλίτες του νότου» εκδ. γόρδιος 1993, και αυτό να θυμίζει το θα σου φέρω από το Κατώγι το παλιό καλό κρασί. Αλλ' εγώ σ' αυτό καρφώθηκα (στην επιστροφή εν πλω Ιθακίσιος -ένα Blue Star Ιθάκη μας πάει και μας επιστρέφει-το διέλυσα κι ήταν εντελώς εύθραυστο στο δέσιμό του με το πρώτο άνοιγμα διαλύθηκαν σε φύλλα φτερά τα ωραία του κείμενα ότι μετ' ηδονής σωματικής γύριζα σελίδα τη σελίδα του κι έλεγε για το ταξίδι του γραψίμος· ναι, αυτού που τελικά μόνο μας μένει καθώς ριζωμένοι στο χώμα εκεί ανθίζουμε συνήθως. Μια καταπακτή, αυτήν που οι βόρειοι ονομάζουμε γκλαβανή και σαν την ανοίγεις σε κατεβάζει σε ανήλιαγα κελάρια και μπουντρούμια που φυλάγονται είδη εκλεκτής νοικοκυροσύνης· την άνοιξε, κατήλθε την κλίμακα και την ανήλθε πάραυτα.
Οικία του ερημίτου της Ανω Σύρου, συγγραφέως Τέου Ρόμβου μετά της συμβίας αυτού Χαράς εν γένει και εν είδει. Κι αυτός σε πρώτη εμφάνιση μου φάνηκε όπως ο Τομ Χανγκς στον «Ναυαγό» του, γυμνός και μόνον περί την οσφύν έφερε παντελονάκι. Γένια, μαλλιά ποτάμια, χιόνια. «Μέτωπο θείο λίγο πλατύ -τρανό σημείο του ποιητή» κατά πως αυτοστιχογραφούνταν ο εκ της Ερμουπόλεως Σύρου Γ. Σουρής, ο οποίος τώρα στέκει σύννους στην προτομή του φυλάκισμένος, μπροστά στην ανακαινισμένη, εξαιρετική Βιβλιοθήκη (η διαρκής έκθεση υλικών γραφής εντός της είναι έξοχη) ομού με του Εμ. Ροίδη, Δ. Βικέλα κ.α που δε θυμάμαι.
Κατοικούν παρέα μ' ένα βράχο που αιχμαλώτισαν. Στο τραπέζι άρτι αφιχθέν, το 15ον τεύχος του «Πανοπτικόν» του ριζοθραύστη κι εύθραυστου, γεμάτος γένια και μυαλό, εκδότη Κώστα Δεσποινιάδη, που είναι χωμένος παντού σε κάθε τι το ωραίο και δύσκολο στην πολιτική θεωρία φιλοσοφία και λογοτεχνία.
Το σπίτι απ' έξω μόβ, μπαλκόνι 1Χ0,50 μ. στο οποίο βγαίνεις από πόρτα μικρή («προσοχή σκύψε μη τρακάρεις») για να κοιτάξεις κάτω του λόφου, πέρα στο φάρο -το πρώτο δημόσιο έργο του έθνους των Νεοελλήνων.
Οταν ο Φοίβος βιαστικός γέρνει κατά τη δύση
εκεί στην ξέρα δεξιά να κοιμηθεί κομμάτι
ο γίγας ο μονόφθαλμός είν' ώρα να ξυπνήσει,
ανάβοντας περήφανα το ένα του το μάτι. (TRISTIAN CORBIERE)
Το επισκευαστικόν κέντρον ηλικιωμένων πλοίων Νεώριον, την αχλή ΤΗΝΟΥ, ΜΥΚΟΝΟΥ, ΠΑΡΟΥ, ΝΑΞΟΥ και ΔΗΛΟΥ, άδηλη εισέτι επιθυμία επισκέψεως (στις 7 Ιουλίου, αγίας Κυριακής πανηγυρίζει -τι άλλο να κάνει- το μόνο ορθόδοξο Ναΰδριον και γίνεται το έλα να δεις των νεολλήνων βρακοφόρων επί των αρχαίων Δηλοφαλοφόρων. Τα Λαζαρέτα ήγουν τα λοιμοκαθαρτήρια εξαγνίσεως σώματος από τις κολλητικές ασθένειες λιμανιών, καραβιών και ναυτικών.
Πρώτο πάτωμα «Πρώτο ταξίδι έβγαλες ναύλο για το Νότο...» Στα δεκαεφτά του μπήκε στο καράβι κι ανοίχτηκε στις θάλασσες του κόσμου. Η κρεβατοκάμαρα των πολύτιμων βιβλίων και σωμάτων για οικεία ταξίδια που ο τρόπος τους μαγεύει κι ο χρόνος απομαγεύει.
Β' Κατάστρωμα γεμάτο ημερολόγιο ταξιδιών, αταξίδευτων επί το πλείστον· απ' την καταπακτή ανεβοκατεβαίνεις στην καθημερινότητα, καθιστικό, γραφείο, κουζίνα, χωλ, βιβλιοθήκη. Μια εν σμικρώ Χάρτα του Ρήγα θροΐζει επί τοίχου: φωτογραφία εντυπωσιακού πατρός που αφαιρέθηκε από τον τάφο μετά την ανακομιδή· κι ο αιχμαλωτισμένος φυλακισμένος βράχος, Η.Υ. , κασέτες, σημειώσεις, σχέδια, ενθυμήματα, ένα μοναστηράκι ασύντακτης καλαισθησίας.
Γ' Σκάλα εξωτερική σε οδηγεί εκεί τις ανήλιες ώρες στης νύχτας τις τιποτολογίες περί άστρων κι αστερισμών (του τ' αυτώ όπως εγένετο και στο «Κυβερνείο» της Ποσειδωνίας με τις περί τον Πολικό και τον Σταυρό του Νότου, διηγήσεις. Κάτω από τη βαριά σκιά σκοτάδι του Σαν Τζώρτζη των καθολικών λίγο μόλις πάνω από τον άγιο Νικόλαο το φτωχό και πένητα των ορθοδόξων να καίγεται στην πέτρα με αφιερώματα των απλών πιστών ανθρώπων της νήσου και της Ερμουπόλεως.
Εδώ είμαστε στην Ανω Σύρο και σε αντίσταση με το υπέρλαμπρο Αγιο Νικόλαο των πλουσίων δωρητών και των επισκοπο-δεσποτάδων, στα Βαπόρια, τη μητροπολιτική Μεταμόρφωση, την Κοίμηση της Θεοτόκου με την ομότιτλη σύνθεση του Γκρέκο, εικόνα που ασπάζομαι με όλη την υποκρισία και ουδετερότητα που διαθέτω ως ευλαβής της τέχνης· τους αγίους Θεοδώρους με το ζεματιστό φιλί τους από μάγουλο σε παρειά. Δίπλα της δε το καζίνο με τα κεσάτια του.
Η δροσερά οδός Εμμ. Ροΐδου με την «Ψυχολογία συριανού συζύγου» απέκτησε πάροδον, την Ασμοδαίου, ας πούμε, με δύο στρογγύλα τραπεζάκια προσαρτήματα της έναντι καφεγλυκοϋποθέσεως Delice. Φρουρός εκεί μια πράσινη βουκαμβίλια που αρνείται να γίνει μοβ κι εντός να συχνάζουν μονήρεις άνθρωποι ή κατά ζεύγη ενώπιος ενωπίω ή ενώπιον του Η.Υ. για να υπολογίζουν σε ποιά γωνιά του υπερπέραν τους χάνουν ή τους θυμούνται. Εντός γλυκά που δεν δοκίμασα κι αλμυρά (ομοίως), εφήμερες εκθέσεις ανεβοκατεβαίνουν, ποιητές και συγγραφείς μπαινοβγαίνουν στη σκηνή του (πήγαμε και στο θέατρο Απόλλων κτισμένο κατά μίμησιν της Σκάλας του Μιλάνου -οι φαντασμένοι αρχοντονησιώτες- που έπαιζε στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αιγαίου με την επιστροφή της γηραιάς κυρίας Ολυμπίας Δουκάκη το «Ρόουζ»)· βιβλία σε στάση αναμονής ελεύθερα αρπαγής του περιμένουν τον συλλήπτη.( Και τι είναι εδώ τελικά βιβλιοπωλείον μάλλον βιβλιοτριβείον;).
Το λοιπόν, αυτή η πεδινή παραθαλάσσια εγκόσμιος φωλιά ανθρώπων μας έφερε στο μοναχικόν σπήλαιον δύο ανθρωπίνων τρόπων μιας χαράς κι ενός ρόμβου. Ενθα αφέθηκαν ο εις στον άλλο όταν πέρασε ο ταξιδευτής από τις γειτονιές του κόσμου, σκαρφάλωσε στο λόφο αφού τα 'βαλε με όλο το σκυλολόι των ακαλαίσθητων και το συρφετό των αρουραίων, μονάχος κι αβοήθητος της εγκόσμιας μοναξιάς ταμένος.
- Καφές ένας μέτριος κι οι άλλοι δύο σκέτοι, οι δικοί τους στα δικά τους σχήματα γεύσεων λίαν λιτών τελείως.
Αλλά στη μικρή παραλία Κόκκινα (κατά Φοίνικα μεριά) με τα τέσσερα γέρικα αλμυρίκια παρατηρητές που παραστέκουν τους λουόμενους με θαλασσινό νερό («Θα μεταλάβω με νερό θαλασσινό» ήπια κάμποσο φυσικά) ένα πρωί ακούσαμε τη θάλασσα με αλλιώτικη του συνηθισμένου βουή· ερχότανε από τον έσω κόσμο της και δυο τρεις κολυμπητές της που την κολυμπούσαν του καλού καλοκαιριού, στάθηκαν, άκουγαν, πάτησαν άμμο βυθού (νάτος κι ο μόλις χαμένος με το «Πιάνο βυθού» του Γ. Βαρβέρης) κι ύστερα έπιασαν στεριά κάπως φοβισμένο -τι να ναι αυτό μη και ήταν τσουνάμι μεσογειακό σκέφτονταν οι περιδεείς τουριστάνθρωποι που λέρωναν τη θάλασσα με τις φοβίες τους και τις ασχετοσύνες τους (κι εγώ φυσικά κι εννοείται). Κάτι μου θύμιζε αυτή η άγνωστη βουή-γνώση, το μελετούσα ξαπλωμένος στην ασφάλεια της άμμου, χωμένος στης νοσταλγίας το υγρό σεντόνι (αμάν πια μ' αυτή τη νοσταλγία!) πως η βουή ίσως και να είναι το τραγούδι της θάλασσας. Δεν είναι πάντα θελκτικό, φορές είναι θρηνητικό, όπως το «Τραγούδι της γης» του Μάλερ που σε κρατά στο ενδιάμεσο του φόβου και της έλξης να ακούς κι ελαφρώς να γέρνεις προς το μέρος της κάθε αίσθησης. Ηταν λοιπόν, θυμήθηκα το «Το τραγούδι της θάλασσας» που άκουσε μικρός ακόμη ο Τζαίημς Κουκ που έφυγε απ' το χωριό του να γίνει το πρώτον μπακαλόγατος και περνώντας τους λόφους άκουσε πρώτα τη βουή- τραγούδι της κι ύστερα είδε το γαλάζιο, σειρήνα και τον μάγεψε. Κι έκανε αυτά που έκανε κι ως τα στερνά του που τον πήρε στην αγκαλιά της όλον μέσα της κι εγώ έχασα αυτήν την τελευταία σελίδα του πρώτου παιδικού μου ταξιδιού «Ο πλοίαρχος Κουκ εξερευνά τις νότιες θάλασσες» εκδ. Πεχλιβανίδη και δεν μπορώ να βρω ακόμα το βιβλίο ολόκληρο δια την συγκλήρωση του ταξιδιωτικού μου βίου μου παρά τις έρευνες και εισβολές στον κάτω κόσμο της παλαιοβιβλιοσύνης. Το έχω απλά στα φυλαχτά της εν προσομοιώσει ναυτοσύνης μου θέλω να πω της αταξίδευτης έως τώρα ύπαρξης μου επί θαλάσσης -πλην των ακτοπλοϊκών γραμμών και οριζόντων λίγων νήσων -της νήσου Σύρο πλεονάκις - και στα ποιήματα του Αλ. Μπάρα, Ν. Καββαδία, του Δ. Αντωνίου, Αλλά και του προμνησθέντος Γάλλου ποιητού TRISTIAN CORBIERE ("Ανθρωποι της θάλασσας" εκδ. ΕΚΑΤΗ) που μόλις ανακάλυψα σε μετάφραση του κυρίου Νίκου Χειλαδάκη, ποιητού κανονικού όστις έκανε το ταξίδι του ως ναυτικός ξηράς στην Κοζάνη, λογιστής των λατομείων της κι εξερευνητής όσων αισθαντικών σημείων της, ώσπου να πιάσει μόνιμο μπάρκο στην στεριά Αθηνών και περιχώρων.
Και τ' άλλο πρωί μετά τη βουή ήρθε το κύμα (σιγά το κύμα δηλαδή φύκια ξερνούσε) έφτανε ως τις πακτωμένες ομπρέλες και τις ρίζες των αλμυρικιών, χώθηκα ως τα γόνατα μέσα της κι είπα μήπως και προχωρήσω έτσι για μιαν αίσθηση του υδάτινου ιλίγγου και της δίνης να ανθιστώ. Ισως και παραπέρα. Γιατί δηλαδή μονάχα ο ελαφρολόιτος Περικλής Γιαννόπουλος ο οποίος της όρμησε μέσα της με τ' άλογο, στο Φάληρο επί του πραγματικού ή ο ευγενικός κος Νικήτας Τσακίρογλου, οξυμύτιος, βαστών παρασόλι, στην ταινία του Ν. Παναγιωτόπουλου «Οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας» της όρμηξε, βαδίζων δε επί των θαλασσίων υδάτων και βαθμιδών βυθιζόμενος -ο Κύριος μόνο περπάτησε επί των κυμάτων κι ο Πέτρος ο ολιγόπιστος- τον κατάπιε εντελώς η θάλασσα, αλλά κινηματογραφικά.
Επειδή ως πλοίαρχος Κουκ να της χυθώ (!) ή ως οι ανωτέρω ήρωες να της χωθώ, από το τραγούδι της ελκόμενος, δεν το μπορούσα εννοείται (γιατί εννοείται άραγε ποτέ κανείς δεν ξέρει;) έτσι πήρα το μονοπάτι με το κόκκινο χώμα και δίπλα του να λικνίζονται ζαλιστικές μυρωδιές από το άγριο θυμάρι, δάσος χαμηλόποων φυτών, επιστρέφων στα καθόλα των προηγουμένων περιδιαβάσεων της σκέψης. Οπως η νήσος εστί στο κέντρον της Κυκλαδονησοσύνης ούτως πως κι εμείς επί τετραήμερον στο επίκεντρο της λογιοσύνης, της θαλασσοσύνης, ου μην αλλά και της φιλοξενοσύνης της ταξιδέψαμε. Με ένα δε μοχίτο οικιακό την κάθε μέρα παρακαλώ, σε ποτήρι ψηλό σόδα γεμάτο, δυόσμο πατημένο, δύο κομμένα ειδικά λεμόνια, ρούμι, ζάχαρη μαύρη και παγάκια, κι εφέτος η Νήσος Σύρος μας ξεχρέωσε από τους ούτως ή άλλως λειψούς καταλόγους των φετινών παραθεριστών και οιονεί ταξιδευτών, συν γυναιξί και φίλοις.
Αμήν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου