Τα σημαντικότερα ταξίδια είναι όσα εκκρεμούν και μένουν τελικά απραγματοποίητα ως το τέλος. Μοιάζουν με εκείνα που επιχειρούμε αλλά δεν τα πραγματοποιούμε, κάνοντας γύρες γύρω τους στ’ αδιάβαστα βιβλία. Τουλάχιστον τα ξεκίνησες. Δεν έφτασες. Η αρχή είναι το ήμισυ του μισού. Το καταφύγιό τους, εν παντί καιρώ και τόπω, είναι η προσφορότερη διέξοδος σε κάθε κατάσταση που σε ρίχνει έξω από τα νερά της ψυχοδιαθερμίας σου και συνήθως σε καταθλίβει ή και σε σπρώχνει στα ποιητικά «πάνω νερά» με τα οποία όμως πλέεις στα θερινά αλλά τόσον θελκτικά βιβλιοστάσια.
Μιλούσες για πράγματα που δεν τα ‘βλεπαν
κι αυτοί γελούσαν.
Όμως να λάμνεις στο σκοτεινό ποταμό
πάνω νερά·
να πηγαίνεις στον αγνοημένο δρόμο
στα τυφλά, πεισματάρης
και να γυρεύεις λόγια ριζωμένα
σαν το πολύροζο λιόδεντρο-
άφησε κι ας γελούν.
Και να ποθείς να κατοικήσει κι ο άλλος κόσμος
στη σημερινή πνιγερή μοναξιά
στ’ αφανισμένο τούτο παρόν-
άφησέ τους.
Ο θαλασσινός άνεμος κι η δροσιά της αυγής
υπάρχουν χωρίς να το ζητήσει κανένας.
(Θερινό ηλιοστάσι, Θ’ Γ. Σεφέρης)
Τελευταία λ.χ. η ναυτία που μας (με) έφερε έμετους επί του πολιτικού καταστρώματος της πανελλήνιας καθημερινότητας –δεν είμασταν και στο επίκεντρο της χημικής συνταγματικής θύελλας, αλλά μόνον ψυχικά μετείχαμε κι έτσι υστερήσαμε σε γνώσεις κι εμπειρίες, μας (σε) οδηγεί κατευθείαν στην αφαίρεση του εαυτού μας (σου) από αυτήν την έξω λάσπη στη φυγή –διαφυγή-καταφυγή και παραμυθία της λογοτεχνίας. Θέλω να πω στον τρόπο ύπαρξης τελικά. Ακόμα και τα ημιτελώς αταξίδευτα εισέτι βιβλία τα οποία διασχίζουν, χωρίζουν και χρονίζουν μέσα τους οι καλαίσθητοι σελιδοδείκτες της ΑΓΡΑ (μανία κι αυτή με αυτούς και με τα επ’ αυτών ρητά που θύουν στο απροσδόκητο, όπως: «Εγωιστής είναι αυτός που δεν με σκέφτεται» του ΕUGENE Labich), στο πρώτο του ημίσεως ανηφορικό μέρος των σελίδων τους, ότι αν περάσουν τη μέση τότε παίρνουν την κατηφόρα. Γλιστρούν προς την ολοκλήρωση της εμπειρίας όπως και στ’ ανθρώπινα όρια ο χρόνος μετά το μισοστράτι που ξεπέρασε το δαντικό της ζωής, βάζει πέμπτη ταχύτητα.
Δεν πέρασα στα γρήγορα, όπως το τραβούσε άλλωστε, από τα «Ταξίδια και άλλα ταξίδια» του Aντόνιο Tαμπούκι (εκδ. ΑΓΡΑ μετ. Ανταίος Χρυσοστομίδης), κρατώ καθυστέρηση στη απόλαυση, παρατείνοντας τη διεξαγωγή του. Δεν σου τυχαίνουν τακτικά τέτοιες αναγνωστικές ωραιότητες.
Μικρά κείμενα 3-4 σελίδων το περισσότερο, ταξίδια στον έξω κόσμο (Ευρώπη, Ινδία, Αυστραλία, Πορτογαλία, Αφρική κ.α.) με απλές περιγραφές. Περνάς μαζί τους και μέσα από τα κυρίως ενδιαφέροντα του συγγραφέα-τα βιβλία εννοείται. Σε θέλγουν όλα αυτά, κυρίως οι σημειώσεις παρά πόδας ή στο τέλος του κειμένου όπως οι χαμηλόφωτες λεπτομέρειες του βίου. Είσαι κι εσύ μαζί στο ταξίδι. Πλάι ή από μακριά ανεπαισθήτως ν’ αγγίζεις τη φτερούγα της εφήμερης αποδημίας του. Συνέκδημος ενός τρόπου. Περνάς μέσα από βιβλία που δεν μεταφράστηκαν στη γλώσσα σου κι ήδη τα νοσταλγείς -μάλλον ατελέσφορα- όπως “Η πλατεία του αδάμαντα” της Μερσέ Ροντορέντα (1960) ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ου αι. καθώς γράφει ο Α.Τ. στο ταξίδι του στην Βαρκελώνη. Άλλοτε πάλι αργοπορείς σε σκέψεις και στίχους άλλων που παραθέτει, σαν του Φ. Πεσσόα, στο κείμενο στην Καππαδοκία: “Ω αρπίστρια, αν μπορούσα να φιλήσω την κίνησή σου χωρίς να φιλήσω τα χέρια σου...».
Ενα κείμενο για τη βορειοδυτική Ρουμανία έχει τον τίτλο: «Σπουν Ρίβερ στα Καρπάθια» και με φέρνει στην πρώτη διάγνωση, για τον εαυτό μου φυσικά, περί του αταξίδευτου στα βιβλία.
«Εδώ ας σταθώ...» καβαφικά ορισμένως όχι να δω τη «θάλασσα του πρωιού» -στα βορειοδυτικά ξηρά του Ιουλίου του Ιουλίου περιπλέουμε- αλλά να υπάρξω (εκ νέου) σε μια θάλασσα, μάλλον σ’ ένα ποτάμι στίχων και ποιημάτων, να τον πάρω ανάποδα («Πάνω νερά») όπως οι σολομοί και τα χέλια, από το τέλος προς την αρχή, μέχρι να συναντήσω το σελιδοδείκτη της πρώτης (προ αιώνων...) απόπειρα ανάγνωσης· να ενωθούν τα δύο ρεύματα ώστε το ταξίδι να ολοκληρωθεί. Βοηθός εκπληρώσεως οι χαρτοκόπτες (στις εκατοντάδες φιλικές αποστολές και παραλλαγές) με εφημερεύοντα έναν τουριστικό από την Κνωσό.
Γράφει ο Α.Τ ότι στην πολίχνη Σαπάντσα (με το πιο παλιό, 1393, ορθόδοξο, ξύλινο μοναστήρι) της περιοχής Μαραμούρες της Ρουμανίας υπάρχει ένα από τα πιο εύθυμα νεκροταφεία του ντουνιά. Ενας λαϊκός ποιητής και ζωγράφος τη δεκαετία του ’30, πάνω στη φαρδιά ξύλινη βάση του σταυρού, ζωγράφιζε με έντονα χρώματα σκηνές από το βίο του μακαρίτη: Ο Ταχυδρόμος που ζητά συγχώρεση γιατί έχασε κάποια γράμματα· ο δημοτικός υπάλληλος με την ανεπίληπτη ζωή του, αλλά να ομολογεί πως αφέθηκε να παρασυρθεί από ένα κέντρο με χαρούμενα κορίτσια στη διπλανή πόλη· η γυναίκα του υπαλλήλου που για να ξεχάσει τις μελαγχολικές βραδιές όταν ο σύζυγος το έσκαζε ή αργοπορούσε για ...επαγγελματικούς λόγους και καλούσε τον παιδικό της φίλο που συνέχιζε να είναι φίλος και στην ώριμη ζωή. «Με λίγα λόγια η ζωή».
Ενα αντι Spoon River δηλαδή όπως το μεγάλο έργο του Εντγκαρ Λη Μάστερς «Σπουν Ριβερ” (1917). Στα ελληνικά μεταφράστηκε ολόκληρο από τον Σπύρο Αποστόλου κι εκδόθηκε από τον GUTENBERG και αποτελεί ένα από τα μοναδικά έργα της αμερικάνικης λογοτεχνίας μαζί με τα “Φύλλα χλόης”, το “Ουόλντεν”, το “Μόμπυ Ντικ” την “Αγωγή του Χένρι Ανταμς “ κι έχει τις αφετηρίες του στην «Έλληνική Παλατινή Ανθολογία». Είναι μια σειρά από ποιήματα σαν μεγάλα επιγράμματα σε τάφους, στα οποία καταγράφεται η αφώτιστη ή η υπό σκιάν εν ζωή, πλευρά του μακαρίτη. Αυτό που ήταν αλλά κυρίως αυτό που ήθελε να είναι ή αυτό που ήταν αλλά κανείς δε γνώριζε κι ομολογείται επιταφίως. Δείγμα:
ΜΙΝΕΡΒΑ ΤΖΟΟΥΝΣ
Είμαι η Μινέρβα , του χωριού η ποιήτρια
Περίγελος κι αναμπαιγμός των αλητών του δρόμου
Για την ασχήμια, τ’ αλληθώρισμα και το τραμπαλιστό μου βάδισμα
Κι όλα αυτά περσότερο όταν ο Γουέλντι το «Θεριό»
Με βίασε, ύστερα από άγριο κυνηγητό.
Κι έπειτα μ’ άφησε στην τύχη μου με το γιατρό Μέγιερς·
και βυθίστηκα στο θάνατο μουδιάζοντας απ’ τα πόδια προς τα πάνω,
σαν κάποιον που προχωρεί ολοένα και βαθύτερα σε παγωμένο ρεύμα.
Θα βρεθεί κανείς να πάει στη εφημερίδα του χωριού
και να μαζέψει σ’ ένα βιβλίο τους στίχους που ‘γραψα;-
Δίψασα τόσο γι’ αγάπη!
Πείνασα τόσο για ζωή!
Σ’ ένα μικρό κεφάλαιο 2-3 σελίδων στο ταξιδιωτικό του Αντόνιο Ταμπούκι ξαναβρήκα το μεγάλο ταξίδι στο βιβλίο «Σπουν Ρίβερ» του Εντγκαρ Λη Μάστερς, για χρόνια αφημένο αταξίδευτο, θέλω να πω αδιάβαστο. Ο Α.Τ. για τους πρωταγωνιστές υπό γης στα επιτύμβια, ζωγραφικά ενθυμήματα του λαϊκού καλλιτέχνη στη Δυτική, ορθόδοξη Ρουμανία και στα ποιήματα που συμμάζεψε ο Ε.Λ.Μ. -οιονεί «ενθυμήσεις»- από τις δύο μικρές πόλεις, το Πέτερσμπουργκ και Λιούιστάουν της πολιτείας Ιλινόις που χωρίζονται από τον πραγματικό ποταμό, αλλά και τον ποιητικό Σπουν Ρίβερ, καταλήγει: «Ο καθένας τους θα ήθελε να είχε ζήσει μια άλλη ζωή. Κρίμα που η ζωή είναι μόνο μία». Αρα επ’ αυτής ό,τι μπορείς και προλαβαίνεις αφήνοντας τα άσοφα αλλά και δυσβάστακτα χρονικά επιρρήματα «πάντα» και «ποτέ» στον γραμματικό τους κόσμο κι όχι στον πάνω των «νερών» και των ανθρώπων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου