Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2025
ΒΙβλία γαλλικά και γερμανικές λινοτυπικές
Η διεξαγωγή (19 Δεκ. 2024) της ημερίδος «Η βιομηχανική κληρονομιά της Δυτικής Μακεδονίας ως ταυτότητα του τόπου και του πολιτισμού της» που εν θριάμβω έφερε εις πέρας η Παρέμβαση, δηλ. η Δήμητρα Β. Καραγιάννη, με ξαναπήγε στις αγαπημένες μονιές της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης (ακόμα την ονομάζουν ανιστόρητα Κοβεντάρειο (= αγελαδότοπος σλαβιστί) και σε δύο αντικείμενα στα οποία «αγγίζω» (και μ’ αγγίζουν) την ιστορία της βιβλιοθήκης.
ως παλιές αγάπες λανθάνουσες αλλ’ ανεξίτηλες.
Α. Την λινοτυπική μηχανή που δεσπόζει στο φουαγέ του νυν Κτιρίου. Από τη Λειψία φερμένη, την αγόρασε ο πολύς κάποτε Ι. Βελλίδης για τη «Μακεδονία» του. Απ’ αυτόν την αγόρασε ο Χ. Παπαστεριάδης όταν ήρθε στην Κοζάνη από τα Τρίκαλα για να εκδώσει το «Θάρρος» του (1960). Οι νυν ιδιοκτήτες του κληρονόμοι του Ι. Κορομήλη (από Κατερίνη) την άφησαν στην αυλή της Εθνικής Τράπεζας να οξειδώνεται. Τον καιρό της διευθυντίας μου (κι όχι διευθυντοκρατίας) των βιβλίων (ΙΝΒΑ + Δημοτική Βιβλιοθήκη = Κοζάνη πόλη του βιβλίου) την πήραμε από την τραπεζική αυλή και με τη άδεια των ιδιοκτητών της εφημερίδος, την τοποθετήσαμε στο ισόγειο του κτηρίου της Τεχνικής υπηρεσίας του Δήμου, στον δεύτερο όροφο της οποίας στεγαζόταν η Βιβλιοθήκη, αντιδημαρχούντως του κ. Γ. Βλατή που γκρέμισε την πόρτα του ισογείου για να χωρέσει. Για να «εισάγει» τον επισκέπτη και χρήστη της Βιβλιοθήκης στη χώρα των γραμμάτων.
Επί διοικήσεως της Βιβλιοθήκης του κ. Παναγιώτη Δημόπουλου όταν μετακόμισε αυτή στο σημερινό ΜεγαΚτήριο μεταφέρθηκε και τοποθετήθηκε στο φουαγέ της. Υπερωκεάνιον των βιβλίων και της γνώσης.
Σ’ αυτή την λινοτυπική πόσα και πόσα κείμενα μου δεν γράφτηκαν...Τρία βιβλία μου δε ανεφύησαν στις κι από τις σελίδες της εφημερίδος που στοιχειοθετήθηκαν σ’ αυτήν.
Β. Στα ράφια του αναγνωστήριο υπάρχει μια παλιά γαλλική εγκυκλοπαίδεια πολλών τόμων την οποία είχε στην κατοχή του ο Μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης Φώτιος (Μηνιάτης) (αρχές του 20ου αι, ο οποίος τη χάρισε στον ομοϊδεάτη του (ήταν και οι δύο βασιλόφρονες) επιφανή γαλλομαθή λογοτέχνη τη Κοζάνης Κ. Τσιτσελίκη (1892-1938) (τον οποίο ο λαμπρός νέος φιλόλογος Μάριος Κυπαρίσσης Μώρος φροντίζει την επανέκδοση του έργου του,
Η εγκυκλοπαίδεια κατέληξε στην κόρη του Κ. Τσ. Ρέα η τη χάρισε στη Βιβλιοθήκη. Πήγαμε και την πήραμε από το σπίτι της στην Αθήνα, μια αποστολή με ΙΧ και τους Γ. Χαρσώνη και Γιάννη Κάβουρα, υπαλλήλους τότε του ΙΝΒΑ. Την είχα στο γραφείο μου στη Βιβλιοθήκη παρότι δεν γνωρίζω γαλλικά αλλά την ένιωθα ως δεσμό της τοπικής ιστορίας με την παγκόσμια γραφή κι ανάγνωση.
Τα δύο αυτά στασίδια τα νοιώθω εντελώς δικά μου (δεν χρησιμοποιούνται παρ’ ουδενός πλέον, κι όταν επισκέπτομαι το χώρο τους φωτογραφίζομαι αγκαλιάζοντάς τα ίσως με ένα χωρικό φωτοναρκισσισμό· αλλά αγάπες είναι αυτές κι «οι παλιές αγάπες πάνε στον παράδεισο» (της μνήμης) ενώ οι νέες καίγονται στην κόλαση της πραγματικότητας κι επιθυμίας
Μετά την 1ην του μηνός
«Εφέτος αν και ακόμα δεν μας έδειρεν η βαρυχειμωνιά κι άρα δεν μας έριξεν στην παλαμική στράτα» πέρασα την πρώτη ημέρα του χρόνου ως ακολούθως.
Είναι γνωστόν τοις εντευξομένοις πως εορτάζω 1η Ιανουαρίου αφότου η πνευματική μου μήτηρ (ελάχιστα γνώρισα) μια πολλαπλά εντυπωσιακή Μαντάμ στην κοινωνία της πόλεως, μου έδωσε το όνομα του αγίου Βασιλείου αρχιεπισκόπου Καισαρείας και Καππαδοκίας του Ουρανοφάντορος (ου η επίγεια δόξα του έλαμψε έως τους ουρανούς κατά το απολυτίκιον). Το γεγονός έγραψα στη διήγηση «Κολυμβήθρες εν γένει» στο «Χρώμα της νοσταλγίας» μου εκδ. Γαβριηλίδης) ενώ τον βίο της διεξήλθε ορισμένως ο συγγραφεύς Μιχάλης Πιτένης στο μυθιστόρημα του «Οι κόρες της Αφροδίτης».
Αρα με την τρίτη καμπάνα στο ναό. Τα πρώτες ευχές μετά το αντίδωρο έλαβα από το δεξί αναλόγιο και τους ερίτιμους πρωτοψάλτη μέγα Στέφανο Κντξ και τον ψαλτολόγιο Απόστολο Ππδμτρ.
Οίκοι άρχιζε η πλημμύρα ευχών στο σωτήριο διαδίκτυο. Εορταστική η τράπεζα με την 20φυλλη χειροποίητη Βασιλειόπιτα. Μας συνόδευε η πρωτοχρονιάτικη συναυλία της Βιέννης (ο Μπλατσιώτης Ν. Δούμπας εδώ κ.λπ) την οποία κανείς δεν άκουγε! Ξαναδιάβασα εν τω μεταξύ την διήγησή μου (ο νάρκισσος!) «Είχε άγιο στα χιόνια» που έχει κάποιους φανατικούς φίλους τους οποίους λατρεύω.
Περί την του ηλίου δύσιν με την καμπάνα του εσπερινού έληγε τυπικά η εορτή κι άρχιζε η επόμενη, έκαμα ταμείο ευχών. Απειρες από ζεστές έως ζεστότερες. Ούτως εχόντων των πραγμάτων και «Διάπυρος προς Θεόν ευχέτης» όπως κλείνουν τις επιστολές του οι πατριάρχες, ευχαριστώ πολύ όσους με θυμήθηκαν κι εύχομαι μόνο καλά να τους συμβαίνουν στο νέον έτος.
Σημ: Αι ευχαί συνεχίζονται και την σήμερον...
Κάλαντα (δηλ. Κόλιαντα)στη Λευκοπηγή τα αρχαία χρόνια
...Ενα βράδυ Κόλιαντα του έτους 196...το μπλίκι με τους Γιώργο Βλήτα, Αδάμο τ’ Γκαντάρα (ονομαζόταν και Φερυγκόνο, ηρωίδα στην «Οπερα της πεντάρας» του Μπρέχτ και Κούρτ Βάιλ), το Στέφο τ’ Παπά, τον Κάρα-Γιώργο και τον Ζδρουμ, ως έκτακτον μέλος της για να κουβαλά τ’ αλεύρι, ξεκίνησε κανονικά. Στη διανομή των διακονημάτων της βραδιάς ένας μαζεύει τις κολιαντίνες, άλλος τα κάστανα, άλλος το κρέας (τον παστό «κι εκ παστού εν τω ηλίω έθετο το σκήνωμα αυτού· και αυτός ως νυμφίος εκπορευόμενος εκ παστού αυτού. Αγαλλιάσεται ως γίγας δραμείν οδόν αυτού· απ΄ άκρου του ουρανού...» ο Προφητάναξ), άλλος το τυρί, άλλος τ’ αλεύρι, το μόνο είδος με δυνάμει χρηματική ανταλλακτική αξία αφού την αύριο θα το πουλούσαν στον ΧατζιοΠάσχο (με τον πρωινό ανεκλάλητο βήχα). Το μεταπουλούσε στην πόλη, όπως έκανε κι ο Ε. Γκιγκέλας, αλλά αυτός μεταπουλούσε αυγά και ζεύγη ποδαριών από τους επικηρυγμένους από το Δασαρχείο κόρακες και καρακάξες που μάζευαν οι χωρικόπαιδες. Φύλακα σκύλων «Σκλιάη» (πως να το γράψω στο ιδίωμα;) να κυνηγά τα σκυλιά που τους γαύγιζαν άγρια και παντού ανά τας ρύμας και τις ρούγες, δεν είχαν. Ετσι μπήκαν στον οίκο Ταλιόλιου. Εβρεχε, γλιστρούσαν· κι ο Ζδρούμς, ψηλός, μαυριδερός στην πέτσα κι ευκαιριακά άσπρος απ’ τ’ αλεύρι (όλοι το απέφευγαν για το λόγο αυτό) πάτησε γυαλιστερές πέτρες και έπεσε, άκουσον άκουσον, μέσα σε παρακείμενο χάλκωμα γεμάτο με νερό το οποίο έπεφτε απ’ την αστρέχα. Το αλεύρι έγινε για πέταμα. Θρήνος. Εκείνα τα κάλαντα δεν πούλησαν αλεύρι και έτσι την επαύριον στο τυχηρόν παίγνιον της «σβούρας» με το πολυπόθητο «πάρτα όλα» στο νάρθηκα της εκκλησίας δεν είχαν νομισματικό αντίκρισμα κι έτσι κοιτούσαν μόνον, απαρηγόρητοι. Αλλη χρονιά πάλι μπροστά στη γέφυρα του λάκκου που ένωνε τους μαχαλάδες -έγινε επί προεδρίας Νταλαθωμά- κοντά στον νερόμυλο του Αούτου που άλεθε το στάρι σ’ αλεύρι, συναντήθηκε το προαναφερθέν μπλίκι με εκείνη τη γλυκιά συμμορία του Μποέμ από τον Πάνω μαχαλά που την αποτελούσαν οι: Τσέλιος ο Παλές, Μάρκος Μπουμπούναρης (θεός σχωρέστον τον ατίθασο) κι ο Τέλης ο Ζιακάθ’κος όστις στα ψαλλόμενα κάλαντα εμορμύριζε μόνο τις καταλήξεις των στίχων με το εύφωνο νι. Φυσικά πιάστηκαν στα χέρια και διεκδίκησαν ο καθένας το αλεύρι του άλλου. Στη συμπλοκή ο σιωπηλός αλλά τολμηρός όσο κανείς, Τέλης (ο μόνος που χτύπησε με πέτρα τον φόβο και τρόμο των αγροπαρανομούντων, έφιππο αγροφύλακα, Γκιάνη) έσπρωξε τον Ζδρουμ στο λάκκο. Το γέρας της μάχης, το αλεύρι, έγινε ζυμάρι που ούτε τα γουρούνια δεν θα έτρωγαν. Ητο άτυχος στα άλευρα ο Ζδρουμς, κάτοικος από δεκαετιών Αμερικής· υποθέτω νοσταλγεί εκείνες τις μέρες, τέτοιες μέρες, με τις μίξεις χρόνου, προσώπων και τρόπων..
Α, αυτές οι προσφιλείς μορφές του άλλοτε στη Λευκοπηγή ευτυχώς ακόμα μαζί μας – πλην μερικών που πέρασαν σχεδόν φυσιολογικά στο επέκεινα και στη μνήμη...
Τα κατα τον Ματθαίον
16 Δεκεμβρίου 2024, Ματθαίου Αποστόλου και Ευαγγελιστού και :
Τα κατά Ματθαίον πάθη του Μπαχ
Το κατά Ματθαίον ευαγγέλιο του Π. Π. Παζολίνι
Το κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο σε μετάφραση Ντίνου Χριστιανόπουλου
Τα 40 χρόνια της Παρέμβασης
κι «Οπως ο ναυαγός αρπάζεται από το κύμα/ σαν από κάτι στερεό/ Ετσι κι μεις από τις μνήμες μας...» (Ν. Φωκάς)
Θυμάμαι και συγκινούμαι, τους παλιούς μας φίλους της Παρέμβασης ειδικά αυτούς που δεν είναι στη ζωή αλλά και τους νέους. Οι οποίο με τον ένα ή άλλο τρόπο υπήρξαν ο ζωτικός βιότοπος μας μέσα στον οποίο εξάνθισεν, στην πνευματική εκδοτική μας έρημο της πόλης, η Παρέμβαση, η οποία μαζί με λίγους άλλους θεσμούς και τρόπους (θέατρο, μουσική, γράμματα) σηματοδότησαν την 50ετία της μεταπολίτευσης στην Κοζάνη
Ηταν Νοέμβριος του 1984, μια τυπική φθινοπωρινή μέρα, απόγευμα δηλ. πριν 40 χρόνια. Στον 2ο όροφο της οικοδομής επί της πλατείας Ειρήνης μαζεύτηκαν σε ειρηνική άοπλη γιάφκα 6 νοματέοι που είχαν κοινή πολιτική αφετηρία την ανανεωτική αριστερά της πόλης το ΚΚΕ εσ θέλω να πω. Μόνον θέμα στη βραδινή συντροφική διάταξη η έκδοση περιοδικού εντύπου δια την διάδοσιν των πολιτικών θέσεων και ιδεών κι ό,τι άλλο. Παρόντες οι: Γ. Γκέκας, Σάκης Καραλιώτας (ήδη κάτοικος Αδου), Τάκης Ζουρουφίδης (κάτοικος Αδου), Δημήτρης Βασιλός (κάτοικος Φαρσάλων), Μάκης Καραγιάννης (Θεσσαλονίκης), και η αναξιότης μου κάτοικος Κοζάνης Χ. Μούκα 1 . Ως τίτλος επικράτησε η «Παρέμβαση» τίτλο στον οποίο ήμουν ο μόνος αντίθετος αλλά που έμελλε να τον επωμισθώ για 40 χρόνια έκτοτε ως δεύτερη στρώση δέρματος. Το 1988 συμπήξαμε Εταιρεία Μελέτης Προβλημάτων μη κερδοσκοπικού σκοπού που φέρεται ιδιοκτήτης πλέον του περιοδικού με εταίρους τους: Σάκη Καραλιώτα,(+), Μάκη Καραγιάννη, Δημήτρη Ζαγάρα, Κική Τασιούλα, Αντώνη Νταγλιούδη και τη δική μου. Τα τελευταία χρόνια μπήκε στην αρχική ομάδα η Δήμητρα Καραγιάννη που σήμερα φέρει το βάρος και την τιμή της συνέχειας.
Είμαστε λοιπόν μια έντυπη αλλά ανθρώπινη περιπέτεια 40 περίπου χρόνων τα οποία -ας κοινο-πρωτοτυπήσω- λέγων πως ούτε κατάλαβα πως πέρασαν! Η «Π» έρχεται από τη γενιά της δανεικής ευημερίας που τη διαδέχεται αλίμονο η γενιά της «ιδανικής» απελπισίας. Τι σημαίνει λογοτεχνικό περιοδικό στην εντελώς επαρχία και μάλιστα σε μια πόλη που δεν έχει θάλασσα (ανθρώπων) ούτε καν ποτάμι (προθέσεων) κι η Βουλγάρα ποιήτρια το δήλωσε άλλωστε για την αθυμία εκείνων που ζουν σε πόλεις χωρίς ποτάμι: Μια δόση μοναξιάς, μια φέτα μελαγχολίας, και μια ηυξημένη αίσθηση του μάταιου.
Αλλά ας είναι, συνεχίζουμε...
Αποχώρηση
Μπενάκειος χώρος επί της οδού Πειραιώς, έτος 2009. Απονομή λογοτεχνικών βραβείων του περιοδικού «Διαβάζω» (ο «δαιμόνιος» Γιάννης Μασκόζος). Η συλλογή μου «Το χρώμα της νοσταλγίας» (εκδ. Γαβριηλίδης) κρίθηκε επιλέξιμη (όπως τα χωράφια στην ύπαιθρο ) για τον τελικό. Δεν επιλέγημεν ότι η Μαρίνα Καραγάτση με « Το ευχαριστημένο» της είχε όλα τα φόντα προς τούτου. Πάλι καλά. Καθόμουν στις τελευταίες θέσεις στο μεγάλο αμφιθέατρο. Αίφνης δίπλα στο διάδρομο βλέπω ένα σώμα να πέφτει. Μπερδεύτηκε στα σκαλοπάτια και με τη βακτηρία του. Πόνεσε φώναξε ωχ. Ενοιωσα μια λύπη. Ηταν ο Κ. Γεωργουσόπουλος. Ενα θηρίο άνθρωπος. Σκοντάφτουν κι οι κορυφές; Αλίμονον πεθαίνουν κι όλας όπως ο εν λόγω μέγας των γραμμάτων την σήμερον.
Εγραφα τότε:
Αποχώρηση τμημάτων
στον φίλτατο Γιάννη Μπασκόζο
Πρώτες αναχωρούν οι συνοδείες των ηττημένων του διαγωνισμού ΔΙΑΒΑΖΩ/
τρεις τρεις, το λιγότερο, κατηφείς που τους δικούς τους φέτος δεν ξεχωρίζουν/
ήγουν δεν κρίθηκαν άξιοι της κριτικής επιτροπής (ήρεμος, αλλ’ ένδον βράζω)/
και δίχως δίπλα τους να κοιτούν, την οδό της λύπης και της εξόδου διασχίζουν./
Ακολουθούν σε μονάδες ή κατά δυάδες, της βραδιάς οι επίτιμοι καλεσμένοι/
εμφανώς ουδέτεροι τα τραπέζια της δεξιώσεως στο αίθριον πλευρίζουν/
δεν δείχνουν, και ποιός να τους προσάψει τη μομφή πως είναι πεινασμένοι/
και έτσι πατατάκια, τσιπς, ξηρούς καρπούς κι άλλα ελαφριά μόνον τσακίζουν/
Δίπλα στον κ. Νόλλα καθήμενος νέους αγώνες και Σπαρτιάτες συλλογίζομαι/
- Του χρόνου εδώ, τι έγινε, μαγκιά! “Αμες δε γ’ εσόμεθα πολλώ κάρονες”/
Ενώ ο κ. Γεωργουσόπουλος σηκώνεται αλγών, από πτώση σε σκαλί, οργίζομαι:/
- Αει στην ευχή, μη πω στο διάολο: Τώρα « Ας γευσόμεθα πολλούς μακάρονες»./
Τελευταίες οι κουστωδίες των νικητών σαν άλογα προ της μάχης τριποδίζουν/
τους οικείους γλυκοχαζεύοντας περιχαρείς στο πάλκο να φωτογραφίζονται/
άνετοι, ελαφρώς συγκινημένοι κάνουν τους αδιάφορους, κάπως σφυρίζουν./
Η τέχνη της παρηγοριάς και της ματαιοδοξίας τώρα εδώ ακριβώς ορίζονται./
Ωδικόν σκαλάθυρμα
Την Κυριακή, λίγο μετά τα Χριστούγεννα και λίγο πριν την Πρωτοχρονιά, στη μόνη σινε-αίθουσα της πόλεως Ολύμπιον (κι όλες τις μέρες ) γινόταν το «Ελα Παναγιά μου να δεις και φεύγα» ήγουν πατείς με τσαλαπατώσε. Οι Υπαρχιώτες πόλεως και περιχώρων φανατικοί και φανατισμένοι του μύθου και βίου του Στ. Καζαντζίδη προσκυνούσαν τον άλλοτε θεό τους, επί της οθόνης («ΥΠΑΡΧΩ» κι όσο υπάρχεις θα υπάρχω της ζωής σου δούλο θα ‘χω» διότι «είμαι της ζωής σου ο ένας κ.λπ.». Εμείς και υμείς Υπήρχαμε στο αισθαντικόν σχολείον ντελικάτων μουσικών «30 καρέγλες». Εδίδετο εκεί ρεσιτάλ μονωδίας της γλυκυτάτης κι ωραιοτάτης σοπράνου Δέσποινας Κελεσίδου. Στο πιάνο (παραλίγο θα έγραφα στα πλήκτρα) ο Μέγας ΠΑΝαγιώτης Δημόπουλος με το θυγάτριον του να γυρίζει τις μουσικές σελίδες. Πανηγύρι καλαισθησίας. - Μα τι φωνή είναι αυτή θεέ μου, πού την κρύβει αυτό το λεπτοφυές ωραίον πλάσμα; Κάπως έτσι θα τραγωδούσαν οι Σειρήνες του Ομήρου και ξεμυάλιζαν τους ταξιδιώτες θαλάσσης. Τραγούδια σε στίχους ποιητών: e.e.cummings («κρατώ την καρδιά σου μαζί μου»), της Ντίκινσον, τραγούδια και άριες των Ντυκέ, Α. Κόπλαντ, Μπράμς, Σούμπερτ, Φωρέ, Μότσαρτ Χαίντελ.
Κοινό πολυπληθές υπερτριάκοντα ευγενικοί και αισθαντικοί νυχτερινοί συμπολίτες. Ακουγα με προσήλωση τις άριες. Με το είδος αυτό της μουσικής έχω μια ένοχη εκκρεμότητα από μαθητής. Στην ΣΤ΄ γυμνασίου ένα μεσημέρι μας μάζεψαν στην μεγάλη σάλα του άνω ορόφου του Βαλταδωρείου Γυμνασίου να παρακολουθήσουμε ρεσιτάλ ενός πλανόδιου μουσικού (έπαιζε κι ακορδεόν, («Πόσα χρόνια έχεις ν’ ακούσεις ακορντεόν;» Μ.Α.). Ηλικιωμένος κάπως ευτραφής, με λίγα σχεδόν καθόλου, μαλλιά ο τενόρος τραγουδούσε μαγευτικά γλυκύτατα. Η μαθητοτσογλαναρία (ημείς δηλαδή.) γελούσε κρύφα, μιλούσε, φώναζε μέχρι και κλωτσιές αντάλλασε κ.λπ, μαθητικά καμώματα εν αδιαλλείματι. Οι καθηγητές μας μάλωναν εις μάτην. Πανηγύρι αταξίας. Στην αίθουσα ο καθηγητής γυμναστής Β. Φλέγγας μας είπε πως τραγουδούσε την άρια από τους «Αλιείς Μαργαριταριών» του Μπιζέ.
- Ξέραμε εμείς από Αλιείς και Μπιζέ...
Εψές ήταν σαν να ζητούσα εκ των υστέρων συγχώρεση από τον μουσικό που μου θύμιζε τότε το γέρο Βιτάλι στο «Χωρίς οικογένεια» του Εκτορος Μαλό και γλυκοσυγκινούμαι αναδρομικά.
Ετσι η τελευταία Κυριακή του χρόνου έκλεισε λίαν ζεστά χάριν της Δεσποίνης των μουσικών κι όχι μόνον λογισμών μας.
Η εκ Καβάλης Γεωργία
Η ωραία κυρ’ Γεωργία Ποιήτρια Τριανταφυλλίδου εκ Καβάλης και Θεσσαλονίκης –ένας Στρυμόνας ποταμός χωρίζει τις πόλεις- είχε την καλοσύνη να γράψει εις τον φβ οίκον της, λίγες αράδες που ισοδυναμούν με 1000 και ωραίες λέξεις για τη λιγνόφυλη ποιητική περι-συλλογή μου «Δυτικό Κοιμητήριο (εκδ. Παρέμβαση). Μετ’ αφάτω (και αφράτω) ευχαριστήσεως προς Αυτήν Ταύτην την Τοιαύτην παραθέτω παρακατιών προς γνώσιν και για τις νόμιμες συνέπειες, ασπαζόμενος την κυρία ποιήτρια άμφω, το ολιγότερον...
Ση. Η συλλογή αφιερωμένη στον πατέρα όπως και το δίχρωμο κασκόλ που έπλεξε η μάννα στην μνήμη του άμα τω θανατω του.
..............
Στο "Δυτικό Κοιμητήριο" του Β.Π.Καραγιάννη οι νεκροί μετριούνται στα δάχτυλα. Ο πατέρας του, ένας μετανάστης στη Γερμανία, ένας παπάς, ένας Αρεοπαγίτης ,ένας ποδοσφαιριστής, ένας άλλος παπάς,ένας δεινός σκακιστής, ένας καθηγητής στο ΤΕΙ, ένας αριστερός ψάλτης. Όλοι τους πεθαμένοι και ξαναζωντανεμένοι μέσα από τις αναμνήσεις,τα κοινά βιώματά,την ποδοσφαιρική τρέλα που τους ένωνε.Ο Καραγιάννης τους παίρνει από το χέρι κι έναν έναν τους ανεβάζει στον πάνω κόσμο.Με τα κουσούρια και τις καλοσύνες τους,τις διαψεύσεις και τις προσδοκίες,τα χαρίσματα και τα ραπίσματα που τους έδωσε η ζωή αντηχώντας μέσα στον δικό του μικρόκοσμο. Ο Καραγιάννης σ'αυτό το ολιγοσελιδο βιβλίο είναι απολύτως ο εαυτός του: φανατικός Λευκοπηγίτης, φανατικός ανθρωποπαρατηρητής, φανατικός συλλέκτης λεπτομερειών του βίου, ένας ουμανιστής του βουνού και του λόγγου. Χαρίζει μιαν ιδιότυπη αθανασία σε ούτε δέκα ανθρώπους- γιατί τι άλλο είναι η αθανασία από την αλησμόνητη σύνδεση με τους εναπομείναντες;
Λίγες φορές τα πλαστικά λουλούδια των νεκροταφείων ανθίζουν τόσο καλαίσθητα σε λογοτεχνική σελίδα. Τα πέντε σημεία αφιερωμένα στον πατέρα του είναι σαν ήσυχα κλάματα.Σαν κι αυτά που ίσως να με πήραν διαβάζοντας το τέλος του κειμένου για τον Γεώργιο Παρτώνα στον οποίο αποδίδεται η πλέον μυθική κουβέντα κατά την έναρξη της σχολικής ζωής.Διαβάστε το "Δυτικό Κοιμητήριο" των εκδόσεων Παρέμβαση. Από τις λίγες φορές,και σίγουρα η πιο κερδισμένη, που ο πληθωρικός Βασίλης Καραγιάννης λέει ό,τι ακριβώς του είπαν.Δηλαδη,όπως μίλησαν στην καρδιά του ούτε δέκα αγαπημένοι νεκροί.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)