Ανεβαίνοντας την κλίμακα γύρωθεν του ιερού βήματος του ναού κόβω κι ένα κλαρί δενδρολίβανου το οποίο νιώθω ν’ αφήνει στο χέρι μου –κι όχι μόνον- μια λεπτή, ευγενική αίσθηση. Λίγο πριν την επίσημη σκάλα επί της οποίας φωτογραφίζονται τα γαμήλια ζευγάρια σε πόζες επί το πλείστον αστείες και στην πόρτα του παλιού ναού που σηκώνει, όπως ο ‘Ατλαντας, σε αιώνιον βάσανο, στην πλάτη του αγόγγυστα το νεόδμητον εκκλησιαστικό μεγαθήριον, διάβασα πριν λίγο καιρό μια είδηση εφ’ απλού
χάρτου συνταγμένη. Ελεγε πως ο πατήρ Αυγουστίνος (Μύρου) δεν θα εξομολογεί πλέον εντός του αλλά στο ιερόν του Ησυχαστήριον στο χωριό Παλαιογράτσανον Πιερίων. Η είδηση έφερε σε θλίψη το χριστεπώνυμο πλήθος, το οποίον οι εκκλησιαστικές αρχές, ως εικός, γράφουν στα γουρνοτσάρουχά τους. Τον είδα και τον άκουσα κατά τον εσπερινό του αγίου Παντελεήμονος στη Λευκοπηγή, στο β’ πανηγύρι της πολίχνης, και κατενόησα για μια ακόμα φορά γιατί δεν ήταν αποδεκτός από τη μετριότητα της τοπικής αρχιερωσύνης, ο λίαν αγαπητός, γλυκύς και χαρισματικός στον θείο λόγο, αρχιμανδρίτης. «Ηττημαι και την ήτταν ομολογώ» έγραψε ο Γρηγόριος Θεολόγος κι ο ιεροκήρυξ αναχώρησε. Αλλά «Μακάριοι οι δεδιωγμένοι ένεκεν δικαιοσύνης ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών». Οι διώκτες τους θα φαν ξερό, όπως λεν οι παλαιοί κάτοικοι της συνοικίας, η οποία ελέγχεται πολιτιστικά από τον ένδοξο Φανό της Σκ’ρκας (βραχώδης προεξοχή Σλαβιστί) κι ευλογείται από τον άγιο Νικάνορα τον θαματουργό («Σερβίων ιατρός, Γρεβενών το κλέος, Κοζάνης προστάτης...), που έφτυσε κάθε πατρικό πλούτο και από Θεσσαλονίκη ήρθε στο Καλλίστρατον όρος ένθα εμόνασε. Εδώ τώρα με τον περίλαμπρο ναό του, θεωρείται περιφερειάρχης άγιος πάσης Δυτικής Μακεδονίας (εγκόσμιος άρχων της αυτής Περιφέρειας είναι ο κ. Γ. Δακής, όστις περιβάλλεται από ένα εσμό προσώπων πολιτικής και νοητικής κολοκυνθοσύνης, αλίμονο). Τρίτο απόγευμα των Παρακλήσεων και στον εσπερινό «τω αυτώ μηνί Δ’ μνήμη αγίων επτά Παίδων των εν Εφέσω, Μαξιμιλιανού, Εξακουστωδιανού, Μαρτίνου, Διονυσίου, Αντωνίου, Κωνσταντίνου και Ιάμβλιχου». Ο βίος τους θαυμαστός (κλείστηκαν εκουσίως σε μια σπηλιά και παρεκάλεσαν το Θεό να λυθούν από τον δεσμό του σώματος για να μην παραδοθούν εις τον βασιλέα Δέκιον και παρέδωκαν τας ψυχάς των εις τον Θεόν. Ομως μετά 198 χρόνια ...ανεστήθησαν προσωρινά για την οικονομία και τις ανάγκες της πίστεως και του ευλαβούς αυτοκράτορα Θεοδοσίου του μικρού. Μαρτύριο περιπετειώδες το οποίο κάλλιστα θα μπορούσε να μυθογράψει ο ομώνυμος του τελευταίου αγίου, μυθιστοριογράφος και νεοπλατωνικός φιλόσοφος εκείνης της περιόδου, Ιάμβλιχος, ο οποίος έγραψε «βιβλία φιλόσοφα διάφορα» κατά την «Σούδα», μεταξύ των οποίων το «Περί του Πυθαγορίου βίου» όπου απαθανατίζει και την συγκινητική ιστορία του ποιητού Ιβυκου, με τους γερανούς που «κατέδωσαν» τους δολοφόνους του.
Σε μια γωνία στις εσχατιές του ναού, πρώτος όμως από το τέλος, έστρωσα ύπαρξη και μετείχα με τον τρόπο μου της ακολουθίας. Έναντί μου η γλυκεία αγία Γλυκερία, προστάτης των αναίμακτων σεισμών της περιοχής μας. Ανωθεν ο άγιας Μάμας, νεαρός ποιμήν αλμέγων ελάφους δύο, με το γάλα των οποίων έζησε, όταν ρίχτηκε από τους Ελληνες σε βάσανα, διώξεις και με ραβδισμούς άγριους ετελεύτησε. Γι αυτό στην εικονογραφία φέρει ραβδί κυρτωμένο. Αυτοί οι Ελληνες! Μια φορά συνάντησα ένα γέρο τζιόμπανο στις υπώρειες του όρους Μπούρινου· είχε ένα εξόγκωμα σαν πορτοκάλι Αρτης, στο σβέρκο του. Τον ρώτησα πώς αυτό και μου απάντησε: «μου το έκαναν οι ...Ελληνες στη Μακρόνησο». Βίοι και τρόποι παράλληλοι; Ο άγιος είναι λίαν αγαπητός στην Κύπρο. Μνήμες Γ. Σεφέρη άρα κι από το «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’ τσιμπολογώ: «Η μικρή κουκουβάγια /σκαρφαλωμένη στ’ ανοιχτάρι τ’ Αγίου Μάμα», όπως και από ομώνυμο χωριό στο πρώτο μυχό της Χαλκιδικής, όταν ακόμα μας έφερναν εκεί οι μέρες του καλοκαιριού: Γερακινή, Νικήτη, Ορμος Παναγιάς, Μεταμόρφωση, Μαρμαράς, Πόρτο Κουφό, Σάρτη, πανσιόν Καγκουρό, Πλατανίτσι.. Πάντα στο δεύτερο ποδάρι της, ποτέ στο πηγμένο από ανθρώπους κι αντιηλιακά, πρώτο. Ακόμα έχω τη μυρωδιά του πεύκου της περιοχής από τις ωραίες μεριές της και τις ακόμα ωραιότερες μέρες και χρόνους.
Λίγοι οι πιστοί πελάτες του Παρακλητικού απογεύματος. Μόνο γυναίκες κι ένας δύο αρσενικοί. Ο ψάλτης Αντώνιος Κρνς που την προηγουμένη ήταν στο μόνο ενεργό ψαλτήρι, τ’ αριστερό, το οποίο και κάπως συμμόρφωνε, τώρα μόνος του στο άφωνο δεξί, παρακολουθούσε κι αυτός με άφατον λύπη το πανηγύρι της έναντί του ψαλτικής παραφωνίας. Ενα γύναιο (κατά τον ψαλμωδό) κόλλησε εκεί με τα χαρτιά στα χέρια (ό,τι δηλαδή χρειαζότανε προς επίδειξιν της αμαθείας του) και διεκδικούσε ψαλτική ύπαρξη –ευτυχώς έλεγε μόνο τα χύμα, χύδην- κι ένα μικρό το γλεντούσε με τα τσιρίγματά του, καρφιά πάνω στα ιερά λόγια και ήχους. Με τέτοιες ψαλτικές παρακλήσεις πως να πιάσουν αυτές; Είπαμε ο διάκοσμος του αναλογίου να είναι σεμνός κι ευλαβής αλλά όχι και παντελώς άμουσος. Δεν πιάνουν τόπο τοιουτοτρόπως οι εκκλήσεις των πιστών.
Ποιός θα μας ελεήσει και γιατί δια των ημών αμαρτημάτων
ου μην αλλά και των παραλείψεών μας να γίνει αποδέκτης
όσα εν έργω ή διανοία διαπράττουμε πλήρεις ανοητομάτων
όταν δεν συνοδεύει τις δεήσεις, των θείων αίνων ρέκτης.
Στο ναό καλά κρατούν οι «καρυδώσεις» στην εικονογραφία του. Από τον λάρυγγα του Παντοκράτορα ξεκινάει η αλυσίδα του μέγιστου κεντρικού πολυέλαιου αλλά και σε όλα τα κλίτη οι ...πνιγμοί αγίων δίνουν και παίρνουν. Στη γωνιά μου η αλυσίδα κρέμεται από μέρη του σώματος των ελάφων. Στις κεντρικές κολόνες είναι κολλημένα μεγάλα βάρβαρα χαρτιά: «Παρακαλούμε ενισχύσατε την αγορά του προσκυνηταρίου της εφέστιας εικόνας του αγίου Νικάνορα δαπάνης 12 χιλιάδων ευρώ». Πέρσι η εικόνα του στοίχησε 30.000 ευρώ. Πανάκριβος ο άγιος Νικάνορ, αλλά ας είναι. Οι άγιοι μάρτυρες οι καλώς αθλήσαντες, εν ζωή ήταν λιτότεροι στρουθίων, όμως στην νυν λατρεία τους ως πανάκριβα παγόνια τους διακοσμούν. Απέκτησαν κι αυτοί μετά την αγιοποίηση τους βίτσια φαίνεται.
Δυό τρία παιδάρια μετέτρεψαν το ναό σε παιδική χαρά και το διασκεδαζαν, η δε ευλαβής μήτηρ τους τα καμάρωνε. Τυχερά! Δεν χρειάζονται ακόμα διαμεσολαβήσεις και παρακλήσεις προς την Παναγία («διάσωσον...βοήθησον...ελέησον) έχουν καιρό μπροστά τους για αμαρτήματα, πάθη, τύψεις και μεταμέλειες.
Το παρατηρώ το πράγμα κι αφήνομαι κάπως στις λογοτεχνικές εκδοχές, όπως σ’ αυτή του «Ρεμβασμού του Δεκαπενταγούστου» του, ποιητού Τάκη Παπατσώνη.
... ‘Αλαλα τα χείλη
των όσων δεν πόθησαν το ξαπόσταγμα της αρμογής
και την ασφάλεια, το απάγγιασμα της νηνεμίας
Με τα θριαμβευτικά μεγαλυνάρια «Αξιον εστί», «Την τιμιωτέραν των Χερουβείμ» και την «Υψηλότεραν των ουρανών» που αποδόθηκαν στο περίπου μουσικά , ο ιερέας με το θυμιατήρι ανά χείρας εξήλθε θυμιάζων (λιβανίζων) το Θυσιαστήριον, τις εικόνες και τον λαόν.
Να ομολογήσω μια αμαρτία μου. Εχω την αίσθηση πως κάποιοι -άγιοι εννοείται- ιερείς κατά την θυμίασιν με προσπερνούν, με αντιμετωπίζουν δηλονότι ως ανύπαρκτον, διαφανή. Μπορεί όμως και να το φαντάζομαι κι όρκο δεν παίρνω. Ισως και να συμβαίνει εκ της αδολεσχίας μου επί των επιχώριων δεσποτικών. Με επιφύλαξη φυσικά, γιατί αν το εξετάσεις θεολογικά το ζήτημα ο θυμιάζων διαπράττει βαρύτατο αμάρτημα κάμνοντας διακρίσεις, πράξη που τον οδηγεί στις παρυφές της κολάσεως όταν... Ομως επειδή κατά καιρούς επιδίωξα μικρόν, αρχιερατικόν αφορισμόν, το πλέον άσφαλτο διαβατήριο για τον μέλλοντα παράδεισον (ο ιδιοτελής!) ίσως αντί αυτού να μου επιφύλαξαν περιοδικόν αθυμιατισμόν, ποινή στην κατηγορία πταίσματος.
Αλλο, φυσικά που δεν ήθελα, να θεωρήσω εαυτόν αθυμιάτιστο, ήγουν να γίνω δια του αυτοηρωισμού θύμα δήθεν διώξεων για τις κατά καιρούς λυμφατικές Ιερεμιάδες μου, που ως φαίνεται δεν πάνε στο βρόντο! Περιπλέον δε να ταυτιστώ με τον ήρωα του Αλεξ. Ππδ. στο ομότιλτον διήγημά του «Ο Αλιβάνιστος» προσομοιάζων του «αλλοκότου εκείνου ανθρώπου, όστις από τριάκοντα ετών δεν είχε κατέλθει εις την πόλιν κ’ εμόναζεν εις μιαν καλύβην ή μάλλον σπηλιάν της οποίας το στόμιον είχε κτίσει με τας χείρας του... Ο γέρων εφαίνετο αληθής λυκάνθρωπος. Εφόρει είδος ράσου, απροσδιορίστου χρώματος και μαύρην σκούφιαν, είχε μακράν κόμην μαύρην ακόμη, και ψαρά, σγουρά γένεια...»
Το διήγημα δημοσιεύτηκε το Πάσχα ήγουν «Μέρες του 1903». Με την αυτή χρονολογία όμως υπάρχει και το εξαίσιο ποίημα του Κ.Π.Καβάφη.
Κι ενώ η Παράκληση έφτανε στο τέρμα της με τα τέσσερα Εξαποστειλάρια σε ήχο γ’ και πρώτο το «Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεσθημανή το χωρίον...» δεν άντεξε άλλο την ψαλτική βαναυσότητα ο φιλακόλουθος, φιλόμοναχος, φιλαγιορείτης και φίλος έως φύλακας των αρχαίων πραγμάτων Αιανής, Αντώνιος. Οργίστηκε ότι τα καλύτερα και μυσταγωγικότερα της ακολουθίας τα περνούσαν με ελαφρότητα ασύγγνωστη. Αυτό κι αν ήταν ύβρις! Οι πιστοί σ’ αυτό το σημείο συμμετέχουν, μεταρσιώνονται, «φτιάχνονται» κατά το κοσμικόν. Αυτοί τα γελοιοποιούν. Παράτησε τις ευλαβείς, συμμετρικές, εδαφιαίες γονυκλισίες ενώπιον του αγίου Ιωάννου του Ρώσου, επέστρεψε στο έρημο δεξί αναλόγιο, κι άρπαξε στην κυριολεξία μέσα από τα ακαλαίσθητα μουσικά στόματα, το τέταρτον τροπάριον· γεγονυία δε φωνή διαλάλησε: «Χρυσοπλοκότατε Πύργε και δωδεκάτειχε πόλις...». Αντιλάλησε ο ναός. Επιτέλους! Εφαιδρύνθησαν ως κι οι άγιοι οι οποίοι σκυλοβαριόταν και περίμεναν πως και πως την απόλυση να ησυχάσουν κι αυτοί στις αιώνιες παραδείσιες μονιές των εικόνων τους.
«Δι ευχών, δι ευχών των αγίων...» βιάστηκε ο ιερέας για να προλάβει τυχόν καταστάσεις...
***
Ο Δεκαπενταύγουστος είναι το Πάσχα του Καλοκαιριού. Αρα κι ημείς, οιονεί Αθυμιάτιστοι, μπορούμε να φωνάξουμε όπως ο γνήσιος «Αλιβάνιστος» του Ππδ., στο τέλος του διηγήματος, κάμνοντες μια εορταστική, χρονική υπέρβαση κι αντιμετάθεση τρόπων κι αισθήσεων, αφού και η τάξη της κειμενογραφίας επιτρέπει παρόμοιους διασκελισμούς:
- Αληθώς ανέστη βρε! Δεν είμαι αλιβάνιστος.
1 σχόλιο:
εκτός και απο '' ακοινόνητος'' τώρα και ''αθυμνιάτστους''.
Φοβερή περιγραφή,συ είπας!!!!!
Δεν παίζεσαι είσαι Ππδ....
Επειδή υπάρχει και η υπερηφάνεια μη μας ξεσηκώνεις....
Σε ευχαριστώ
Δημοσίευση σχολίου