Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010

Οχι ποιος θα κόψει αλλά ποιος θα τους σιάξει τη γραβάτα


Εβλεπα στην τοπική τηλεόραση κάτι γλυκύτατες «καρακαηδόνες», καμιά σχέση με τη ωραιότατη αηδόνα στο χορικό του Αριστοφάνη από τις «Ορνιθες» (ωχ, ο πρώτος ακούσιος συνειρμός), σε μουσική Μ. Χατζιδάκι, να χοροπηδούν κρατώντας ψαλίδια, γύρω από τον σεβάσμιο πλην ακκιζόμενο, Δήμαρχο της θεοσώστου πόλεως Κοζάνης, οι οποίες θέλαν να του κόψουν, λέιε, τη γραβάτα, ανήμερα Τσικνοπέμπτης (στην «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» δε θυμάμαι αν χρησιμοποιήθηκε το ψαλίδι για την κοπή των εκεί πραγμάτων...). Τελικά του την έκοψαν διότι έτσι είναι το έθιμο σε πόλεις της Γερμανίας (έκπαλαι τα γερμανικά φύλα κόβουν και σαπωνοποιούν κατά το νόμο και τις συνθήκες). Το γράφει κι ο Τάκιτος στον «Γερμανικό» του.
Οσοι θυμούνται την ταινία του Μακαβέγιεφ «Σούητ Μούβη» (πάλι η εξαίσια μουσική ήταν του Μ. Χατζιδάκι), σε κάποια φάση ο πρωταγωνιστής ξεκούμπωσε το παντελόνι του κι έβγαλε από κει κάτι κοκκινωπό, μακρύ σαν γραβάτα ή σαλάμι πεπλατισμένο, ακούμπησε την άκρη του σε κρεατοσάνιδο και το έκοβε φέτες. Οι θεατές προς στιγμή πάγωσαν αφού μπερδεύτηκαν και δεν κατάλαβαν αμέσως τι κοβόταν. Αυτή η εικόνα μου ήρθε με το κόψιμο της γραβάτας του κ. δημάρχου, από τις παιχνιδιάρες καρακαηδόνες της ημέρας (τις λοιπές ημέρες του έτους, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, είναι κανονικές αηδόνες), και φυσικά ελαφρώς φοβήθηκα μήπως, έτσι χάριν της κοζανίτικης αποκριάς, προχωρήσουν το ψαλίδι και παρακάτω, «απ’ τουν νουφαλό πιο κάτω», που λεν με τόση ζέση οι ψάλτες των φανών, τους οποίους εβράβευσεν η τοπική νομαρχία, στα ένδον της οποίας γίνεται το έλα να δεις ή κοινώς της κ. Πόπης. Δεν γνωρίζω την αφετηρία του εθίμου αλλά είμαι βέβαιος ότι εφ’ όσον εντάσσεται στις αποκριάτικές καταστάσεις των λαών, σίγουρα εννοούσαν το παρακάτω, αυτό που όλοι εννοούμε.
Οι κυρίες είναι γερμανίδες νύφες στην πόλη και τα περίχωρά της και έχουν συμπήξει σωματείο φιλίας με τους γηγενείς καζανίτας (νύφες Γερμανικές που ήρθαν στην Ελλάδα, άλλος συνειρμός κι αυτός με το ομότιτλο έργο του Παντελή Βούλγαρη!) και έχουν δεύτερο συνθετικό στην επωνυμία του «ο Χ. Φον Κάραγιαν». Είχα λησμονήσει τον οιονεί διασυρμό του ονόματος της μεγάλης οικογενείας Κάραγιαν αλλά τώρα ως εκ συνεπιθετείας, μπορώ να έχω λόγο αντιρρήσεως σ’ αυτό που του γίνεται. Αν και γιατί να μην ισχυριστώ ότι κι εγώ έλκω από κείνη την οικογένεια την καταγωγή μου (οι Σκοπιανοί γιατί την έλκουν από το Μ. Αλέξανδρο;) και οι της Αιανής από τον ομηρικό Απολλόδωρο). Ηδη ο εξαίρετος ερευνητής κ. Φ. Πάμπας στη Βιέννη έχει νεότερα στοιχεία για την αφετηρία του γενάρχη της Γ. Καραγιάννη ότι ξεκίνησε από τα χωριά νότια της πόλεως Κοζάνης, εκεί δηλ. που είναι η Λευκοπηγή, η οποία εν όψει του Καλλικράτεως, θα ζητήσει να γίνει πάλι χωριό, αφού κατάγεται από τους αρχαίους Μιλήσιους που ήταν αποικία των Χαλκιδέων, κατά τον Κ. Σιαμπανόπουλο. Ποιός μπορεί να μου το αμφισβητήσει αφού κι ο αμέσως προηγούμενος του Χ.Φ.Κ. Θεόδωρος Καραγιάννης βουλευτής, μυστικοσύμβουλος και συγγραφεύς, διετέλεσε και διευθυντής της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης. Νάτο και το μακρινό DNA και όπερ έδει δείξε κύριε Δήμαρχε με την κομμένη γραβάτα (κραβάτα την ονομάζει ο Κ. Π. Καβάφης).
Θεωρώ τόσο βέβηλη και γελοία την ονομασία όσο μ’ εκείνη ενός ποδοσφαιρικού χορευτικού διασκεδαστικού γενικώς συλλόγου που φέρει την επωνυμία και τη φυσιογνωμία (στις αφίσες) του τοπικού μάρτυρα Ιωακείμ Λιούλια. Τείνει δε προς το αηδιαστικόν όσο με εκείνο το οβελιστήριο κοντά στην Αλαμάνα των γεωργικών μπλόκων (μου θυμίζουν οι ηρωικοί μπλοκαδόροι το Μπλόκο της Καισαριανής το οποίο ιστορικά, ηθικά, πολιτικά μπροστά στα δικά τους ήταν απλή οδοντόκρεμα), με την ονομασία «Αθανάσιος Διάκος». Δεν ξέρω αν υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά στο πλαίσιο της ανάπτυξής τους θα μπορούσε να συσταθεί και μάλιστα αλυσίδα παρόμοιων «εκεί στους πέρα κάμπους όπου είναι οι ελιές...»

***

ΥΓ. 1. Το θέμα δεν είναι να κόψουν τη γραβάτα του όποιου δημάρχου αλλά ποιός θα σιάξει τη γραβάτα τους εξουσιολάγνους κάθε εποχής και περιοχής. Μα ο λαός φυσικά. Δηλαδή εμείς εγώ, εσύ, αυτός, ο κανένας (ο ούτις και οι ουτιδανοί που έλεγε ο Μεταξάς). Οπως έγινε με τον γείτονα βουλευτή που αφού τον βρήκαν στις βρομερές λίστες του κ. Χριστοφοράκου (τι ήθελε εκεί;) τον εξέλεξαν πανηγυρικά βολευτήν τους. Ενα παράδειγμα αναφέρω.

Υ.Γ. Σκέφτομαι τι ωραίο μπορεί να έχουν κάποιοι άνθρωποι που χωρίς καμιά ωφέλεια κι ιδιοτέλεια βγαίνουν, φωνάζουν στους δρόμους εις μάτην (εις μάτην;) ενάντια στον κοινωνικό έλεγχο και την κρατική καταστολή; Για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά μας, εμάς των φοβισμένων, των φουκαράδων της καθημερινότητας, των ασπόνδυλων μπροστά σε κάθε εξουσία, των θλιβερών τελικά ονταρίων που έχουμε αφήσει την τύχη μας στα χέρια των τυχάρπαστων. Φωνάζουν για μας κι εμείς φωνάζουμε αυτούς, γιατί πιθανόν να μας ενοχλήσουν κάπως, μην και ανακινήσουν το βούρκο στον οποίο απολαμβάνουμε ενήδονα, την απελπισία του είναι μας. Αυτούς μόνον τιμώ, σέβομαι κι αποκαλύπτομαι, στην όλη ανημπόρια μου. Δίπλα μας εν τω μεταξύ διάφοροι «τύποι» λυμαίνονται τα πάντα. Διάβασα πως πρώην νομάρχης δικαιολογήθηκε γιατί έδωσε 26 χιλιάδες ευρώ, να κτίσει το σπίτι του και να ζήσει τη ζωή του (καλά κάνει) ο Δεσπότης της ψυχής του. Αλλοι, λέει έδωσαν πολύ περισσότερα. Να το πρόβλημα! Ναι, τέτοια πολιτικά ανθρωπάκια επιλέγουμε. Αυτός κι όσοι σαν αυτόν ιδιοποιήθηκαν, λες και τα έβγαλαν από τη τσέπη τους, χρήματα που ανήκουν στην κοινωνία, τα οποία στέρησαν από το φτωχό, τον ανάπηρο, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τους αρρώστους, απ’ όλη την κοινωνική αθλιότητα, για ν’ αλληλογλειφτούν με τα γένια και τα χτένια αυτού του είδους, για το προσωπικό τους αλισβερίσι και την προβολή τους, να καταδειχτούν και να στιγματιστούν πολιτικά (όσο άριστοι κι αν είναι στον προσωπικό κι επαγγελματικό τους βίο). Δεν έχουν καμιά θέση στα δημόσια πράγματα, έρχονται κι εκλογές τοπικού λόγου· να εξοβελιστούν παραχρήμα αυτοί κι οι επιδιώξεις τους, ως ανίκανοι κι επικίνδυνοι για τον πολίτη. Για δούμε κι εμείς ποιούς θα φτύσουμε σιέλω μακρώ ή σμικρώ, έστω. Ως προς αυτό σάλιο έχουμε.
Υ.Γ. Αλλά μπορεί και να σφάλω εν οργή διατελών που έκοψαν αι κυρία γερμανογυναίκες τη γραβάτα του κ. Δημάρχου μόνον και δεν του την ίσιαξαν κιόλας, αφού του χρειάζεται για να ορχείται επί φανών (ως εθιμολάγνος) εις υγείαν όλων, επιφανών και αφανών.

4 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Από τα καλύτερα κείμενα !!
Καλή αποκρια από μακριά!!
Α.Κ.

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Κείμενο που ξεχειλίζει από νοήματα, που διαβάζω και παρακολουθώ σε όλη του την έξέλιξη. Παρατηρώ, εξιχνιάζω, αλλά ουσιαστικά γλεντώ με ένα κείμενο που ακτινοβολεί την πλατιά γνώση και το συστηματκά διαβρωτικό χιούμορ του συντάκτη του.
Τα κείμενα του αγαπητού Β. παράγουν μέσα μου ένα είδος ''άγρυπνης γοητείας'' (όπως είπε ο Ρολάν Μπαρτ): καραδοκώ, παραμένοντας ''ξύπνιος'', την εμφάνισή τους.
Το μόνο που θα μπορούσα να προσθέσω είναι η αιτιολόγηση της συμπεριφοράς των ''τύπων'' που λυμαίνονται την καθημερινότητά μας. Κι αυτό είναι το σύνδρομο της ''πληγωμένης'' αγάπης (ερμηνεία που μας ενεχείρισε ο πατέρας Μ.Κ): Αφού δε μπορούμε να καταλάβουμε το μέγεθος της αγάπης τους,αισθάνονται προδομένοι και μας ''πλησιάζουν'' (κοντά μας, δίπλα μας, ''μέσα'' μας, πίσω μας...)για να μας το αποδείξουν!
Όπως ακριβώς οι Ρώσοι έφτασαν ,πληγωμένοι, από τη στέππα για να αποδείξουν στους Τσέχους την αγάπη τους, αφού αυτοί δεν είχαν αντιληφθεί τίποτε μέχρι τότε.
Αλλά βέβαια τα αχλάδια είναι αιώνια ενώ τα τανκς πρόσκαιρα (Μ.Κ).

Ανώνυμος είπε...

Πότε θα αποδεχτούμε ότι δεν είναι πανάκεια τα ωραία κείμενα και ότι οι άνθρωποι της γραφής δεν έχουν ανάγκη από αυλοκόλακες –πόσο μάλλον από blogκόλακες. Πότε θα συνειδητοποιήσουμε ότι η ζωή δεν είναι ωραία κείμενα, όπως η ζωή δεν είναι το κήρυγμα του πάστορα, που έγραφε κι ο Κίρκεγκωρ. Πότε θα αποβάλλουμε τον δικό μας ναρκισσισμό και πότε θα πάψουμε να καλλιεργούμε τον ναρκισσισμό στις αυλές των άλλων. Κανείς δεν τον έχει στην πραγματικότητα ανάγκη. Επιτέλους, μες σε τούτα τα κείμενα ας δούμε την αγωνία, ας δούμε την απελπισία, ας δούμε τη χλεύη, ας δούμε την ψυχή αυτών που γράφουν. Ας σταθούμε σε αυτό. Ας μιλήσουμε γι’ αυτό. Και όχι για την άρτια τεχνική ή για τα ωραία λόγια. Είναι αστείο και καταντά υποτιμητικό. Και επιπλέον είναι ακριβώς το ίδιο με τους γύρους των καρακαηδόνων γύρω από τον κ. Δήμαρχο. Οι άνθρωποι της γραφής επιβάλλεται να γράφουν και πολύ περισσότερο να πράττουν. Είναι υποχρεωμένοι. Είναι η δουλειά τους –πώς αλλιώς να το πει κανείς; Τώρα αν γράφονται ωραία κείμενα, ποσώς τελικά ενδιαφέρει. Τα κείμενα πρέπει πάνω απ’ όλα να είναι αληθινά. Τα κείμενα πρέπει να μαρτυρούν αλήθειες. Και αν μαρτυρούν, τότε και μόνο τότε είναι ωραία. Αν γράφονται με ωραίο τρόπο οι αλήθειες τούτες -το επαναλαμβάνω- ποσώς ενδιαφέρει τελικά. Κάποτε και το ανεμοσούρι έχει αποτέλεσμα.

δημήτριος παν. μεντεσίδης είπε...

Προφανώς ανώνυμε αναγνώστη δεν έχετε αντιληφθεί τη βλαπτική πλην όμως κινητήρια επίδραση ενός κειμένου στο ανθρώπινο ον καθώς και την απορρύθμιση ενός εφησυχασμένου πάλι εξαιτίας του ιδίου λόγου. Τι πιο γενναία πράξη από την επώνυμη κατάθεση ενός κειμένου;