Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Πέμπτη 25 Φεβρουαρίου 2010
Ψυχ(ρ)οσάββατα
Αφίξεις.
Από τη Σαχάρα αφίχθη πηχτός κουρνιαχτός. Στον ορίζοντα έδειχνε όπως εκείνος που σηκώθηκε ανήμερα του σεισμού της 13ης Μαΐου 1995 και θόλωσαν τα υπό γης νερά. Διέσχιζες στην πόλη το παχύ στρώμα αμέριμνος και σχεδόν υγιής, μέσα στην απορία του πράγματος. Το άκουσες αργότερα στις ειδήσεις.
Απόγευμα, ενσώματος αφίχθης στο μονύδριο της Λαριούς. Ο καιρός μας αποξέχασε στην τύρβη και τη λησμοσύνη. Μ’ έφερε η ανάγκη ότι μέρες της Σαρακοστής μου πάει κάπως το πλησίασμα, μάλλον άγγιγμα, παρόμοιων τόπων. Εις μάτην χτυπάς το παράθυρο «κρούετε και μη ανοιγήσεται» - του ιερομόναχου· τον φωνάζεις κοσμικά μιαν που η πολυχρόνια οικειότητα κατάργησε την ιερότητα.
«Ιλαρίων...».
Είναι μέσα, δεν ανοίγει. Οι γάτες του καμιά δεκαριά ράθυμες και χορτασμένες ζυμαρικά, σε κοιτούν διαπορούσες, καθισμένες πάνω στο τραπέζι. Αυτές ξέρουν περισσότερα από σένα γι’ αυτόν και τους τρόπους του. Οι γάτες στα μοναστήρια του αγίου Ορους είναι το μόνο ακώλυτα επιτρεπτό τετράποδο κι οικιακόν είδος. «Οι γάτες τ’ Αη Νικόλα» του Γ. Σεφέρη στο μοναστήρι με τους Αγιοβασιλίτες καλόγερους στην Κύπρο χάθηκαν από το πολύ φαρμάκι στη μάχη τους με τα φίδια. «Ηταν ένα θαύμα να τις βλέπεις, λένε/άλλη κουτσή κι άλλη στραβή, την άλλη/χωρίς μύτη, χωρίς αυτί, προβιά κουρέλι./ Ετσι με τέσερεις καμπάνες την ημέρα/πέρασαν μήνες, χρόνια, καιροί κι άλλοι καιροί./Αγρια πεισματικές και πάντα λαβωμένες/ξολόθρεψαν τα φίδια μα στο τέλος/ χαθήκανε· δεν άντεξαν τόσο φαρμάκι». Στη μονή Αναλήψεως κοντά στις 60, ένα κοπάδι ολόκληρο, γι’ αυτές υπάρχει κι ειδικό διακόνημα. Αλλά φίδι και ποντίκι ίχνος!
Το ποτάμι άγριο, θολό όσο ποτέ. Ελιωσαν τα χιόνια στα βουνά και στις πηγές του, και γέμισαν τα παρά τον Αλιάκμονα ρυάκια, λάκκοι, παραπόταμοι και τον φουσκώνουν. Επεσαν και πολλές βροχές. Ο μοναχός προφήτευσε (ατελέσφορα τελικά) πως η θεότης του (άκουσον άκουσον) δε θα επιτρέψει στους ανθρώπους να του κάνουν το φράγμα, να το ζέψουν στο ζυγό της ενεργειακής πολιτικής. Ομως το φράγμα έγινε. Τώρα, το νερό που βγαίνει με δύναμη αφρισμένη από τη μεγάλη σήραγγα εκτροπής, δημιουργεί κύματα που σε φοβίζουν. Είναι θολό πολύ θολό σήμερα και τον τελευταίο καιρό. Εφαγε την γύρω ξηρά, έφαγε δέντρα, έφαγε χώματα. Εβγαλε τις ρίζες από τα γυμνά λιγνά πλατάνια στην επιφάνεια, όπως τυφλή η πλημμύρα βγάζει τα κόκαλα από τους τάφους στην επιφάνεια της σιωπής. Βουή κι αντάρα. Μαγνητοφωνώ τη φωνή του ποταμού. Μια κοσμική οχλοβοή δημιουργίας και καταστροφής. Δημιουργεί δίνες και μια λίμνη λίγο παρακάτω του, αφού έφαγε -αχόρταγο για σώμα χώμα- μεγάλο μέρος της ακτής. Ενθεν κι ένθεν της μηχανήματα και άνθρωποι. Σημαίες ελληνικές στα γραφεία της εταιρείας· ανάμικτες με βυζαντινές στο καμπαναριό.
Αφίξεις.
Στην πόλη αμέσως μετά την παρέλαση των καρναβαλιών αφικνούνται κατά σειράν και για το ενιαύσιο αγιοεμπόριον, λείψανα αγίων και οσίων ως ακολούθως:
Από τις ειδήσεις:
Ανακοινώνεται ότι την Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010 και ώρα 5.30 το απόγευμα θα φθάσει στον Ιερό Ναό της Παναγίας Φανερωμένης Κοζάνης η τίμια κάρα του Οσίου Αλεξίου, του ανθρώπου του Θεού, από την Ιερά Μονή Αγίας Λαύρας Καλαβρύτων. Η τίμια κάρα θα παραμείνει στο Ναό μέχρι την Κυριακή 28 Φεβρουαρίου και θα τελεστούν ιερές ακολουθίες. Ο άγιος γεννήθηκε στη Ρώμη από πατέρα γερουσιαστή και μητέρα αριστοκράτισσα. Αλλ' αυτά βέβαια δεν είχαν καμιά σημασία για τον Αλέξιο. Όταν ήλθε σε ηλικία, για να μη δυσαρεστήσει τους γονείς του, δέχθηκε να νυμφευθεί. Αλλά την τελευταία στιγμή, αμέσως μετά το γάμο, παράτησε τη νύφη και έφυγε. Μπήκε σ’ ένα πλοίο και πήγε στην Έδεσσα της Συρίας. Εκεί ντύθηκε φτωχικά κι έκανε το ζητιάνο. Συνήθιζε να κάθεται έξω από την Εκκλησία, κάτω από μια εικόνα της Παναγίας. Μια μέρα, περνώντας από κει ένας ιερέας, είδε να λαμποκοπά η εικόνα κι άκουσε μια φωνή να του λέει: «Ετοιμάστε κάπου να μείνει τούτος ο φτωχός δούλος μου».
Σε κλίτος του ναού ήδη αποφάσισε ο επιχώριος άγιος (εγώ είμαι ο ων, ο ερχόμενος δεσποτικά κι ο διερχόμενος από τους πιστούς της πόλεως) να λειτουργεί παρεκκλήσι του αγίου. Ετσι ίσως ο φίλος μου ο Αλέκος να βρει το εκκλησιαστικό του καταφύγιο (δεν είχε που την κεφαλήν κλίναι) με τον άγιο του που συναντήθηκε σε μια τράπεζα στην Τράπεζα της Λαύρας καθότι μέχρι τώρα ήταν θρησκευτικά ανέστιος αλλ’ όχι και πένης. Η μετρημένη εδωδή της σαρακοστής την οποία διασχίζει ανδρείος, είναι προς απολέπιση ανομιών κι αμαρτημάτων ψυχής επί το πλείστον.
*
ΕΙΔΗΣΗ ΕΛΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΛΕΙΨΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΕΛΕΗΜΟΝΟΣ, ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ εις την ενορία του Ιερού Ναού Κοιμήσεως της Θεοτόκου της πόλεώς μας από την Ιεράν Μονήν της Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Δρυοβούνου, το οποίον θα ευρίσκεται πάντα ως πνευματικός θησαυρός εις τον Ιερόν μας Ναόν για να μας αγιάζει. Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2010, ώρα 5 μ.μ. Θα γίνει υποδοχή του Χαριτοβρύτου Ιερού Λειψάνου του Αγίου εις την κεντρική πλατεία της πόλεως μας, προεξάρχοντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου και Ποιμενάρχου μας κ.κ. ΠΑΥΛΟΥ και των αρχών της πόλεώς μας και της ενορίας μας. Εν συνεχεία η πομπή, προπορευομένης της Φιλαρμονικής του Μορφωτικού Ομίλου Βελβεντού και των συναθροισθέντων χριστιανών, θα κατευθυνθεί εις τον Κεντρικόν Ιερόν Ναόν της Κοιμήσεως όπου θα τελεσθεί Μέγας Εσπερινός μετ’ αρτοκλασίας, μετά το πέρας του οποίου ο Σεβασμιότατος θα ομιλήσει για το πνευματικό αυτό γεγονός».
Οι συνοδείες λειψάνων συνοδεύονται με τα απαραίτητα κινούμενα και λίαν καλά κλειδωμένα παγκάρια μέσα στα οποία καταθέτεις το αίτημα σου το οποίο είναι ανάλογο με την προσφορά. Να μια καλή πηγή άντλησης εισόδων για τους ευρισκόμενους στην διεθνή γύρα γυρολόγους της πολιτικής μας που βάλθηκαν να μας σώσουν ή να μας τελειώσουν κατά το άσμα ηρωικό και πένθιμο... «Με τελείωσες». Νομίζω πως εύλογα κανένα λείψανο δεν θα αρνιόταν τη συμμετοχή του στην κοινή αυτή προσπάθεια των λειψαναβάτων νεοελλήνων χριστιανών και ψηφοφόρων.
Λέγεται ότι οι ευλαβείς και λυρικοί Βελβενδινοί έφεραν τον άγιο να τους ελεήσει και να τους βοηθήσει να διατηρηθούν ως ανεξάρτητος Δήμος, αφού έχουν μια όλως ιδιαίτερη ιδιαιτερότητα ως κοινωνία. Η ανωτέρω άφιξη κι υποδοχή άλλωστε δηλώνει του λόγου το ασφαλές.
Στο χωριό και στο σπίτι βρίσκω άπαξ ίσως και δις του έτους, θραύσμα του αγίου Νικάνορα. Το γυρίζουν οι ευλαβείς συγχωριανοί από σπίτι σε σπίτι, την ευχή του νάχωμεν. Το προσκυνώ σχεδόν θερμά. Δεν θέλω να θεωρηθώ βλάσφημος αλλά η άφιξη λειψάνων άλλων άγιων μου φαντάζει κάπως σαν εισπήδησις σε ξένα αγιολιανεμπορικά χωράφια, βαρύ εκκλησιαστικόν παράπτωμα. Ζητήθηκε άραγε η άδεια προς την αγιογύρα από τον Περιφεριάρχη άγιο Δυτικής Μακεδονίας, όσιο ΝΙκανορα, ή έστω από τον κατά κόσμον ισόβαθμο του που μονάζει κι ευλαβείτε κοντά στον ‘Αργιλο και την ΖΕΠ;
Επιστροφή. Το θολό ποτάμι με το θυμωμένο νερό δείχνει ακόμα πιο σκοτεινό από μακριά καθώς φεύγεις ανεσπέρινος από το μονύδριον.
...Σκοτείνιασε κλείσε τα τζάμια
κάνε σουραύλια με τα χθεσινά καλάμια,
και μην ανοίγεις όσο κι α χτυπούν
φωνάζουν μα δεν έχουν τι να πουν.
Πάρε κυκλάμινα, πευκοβελόνες,
κρίνα απ' την άμμο, κι απ' τη θάλασσα ανεμώνες
γυναίκα που έχασες το νου,
άκου, περνά το ξόδι του νερού. (Γ.Σεφέρης)
Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010
Σιαμπανογλυπτισμός, το ανώτατο στάδιο του εξαγαλματισμού μας
"Τι με κοιτάς τι με κοιτάς
δεν είμαι ψάρι να με φας"
Βωβός διάλογος ανδρών επιφανών
Εγιναν λοιπόν τα αποκαλυπτήρια της προτομής του μεγάλου δασκάλου Κοζάνης και περιχώρων Κ. Σιαμπανόπουλου στην αρχαία πόλη Αιανή, που ως νυν δήμος, λίγα είναι πλέον τα ψωμιά του, ότι θα πέσει θύμα του αρχαίου Καλλικράτη και νέου αυτοδιοικητικού καθεστώτος του Ραγκουσιστάν. Ο ρέκτης (υπερδραστήριος θα πει κι όχι κάτι άλλο απαξιωτικό) δήμαρχός της, γρηγορότερος ως απόγονος εκείνου του δρομέα Απολλόδωρου, πρόλαβε τους κατεξοχήν πνευματικούς κατιόντες του Κ. Σ., το Σύνδεσμο Γραμμάτων και Τεχνών κι άνοιξε πρώτος τον δεύτερο κύκλο της προτομιακής (όλο κακόηχους νεολογισμούς είμαι) εσωστρέφειας του αείμνηστου. Κοινώς τους την έφεραν. Η πρώτη γλυπτική του αναπαράσταση έγινε στο μουσείου του Μπούρινου, περιοχή αγίου Νικολάουν άνωθεν του χωρίου Χρωμίου πριν χρόνια.
Κλήθηκε στην Αιανή προς αποκάλυψη της προτομής ο υπουργός πολιτισμού (δεν θυμάμαι τι άλλο συνοδεύει τον τίτλο του) επιφανής γόνος μεγάλων οικογενειών, γραμμάτων, πολιτικής κ.λπ. Μνημειώδης παραμένει ακόμα η ομιλία του στο Μπενάκειο στα εγκαίνια της έκθεσης Γ. Τσαρούχη από την οποία περνούσε όλη η απελπισία (κι η συνακόλουθη φρίκη) του άδειου πασοκοδιαλογισμού και του αγοραίου διανουμενισμού. Ποιός του την έγραψε άραγε για να του απονεμηθεί το παράσημο της κατεδάφισης δημοσίου προσώπου. (Βλέπε και το άρθρο «Ναύτες με τσαρούχια– Ο αγράμματος νεολαϊκισμός του κ. Γερουλάνου» του Κ. Βούλγαρη στις «Αναγνώσεις» της Αυγής, 3 Ιανουαρίου 2010).
Με την ευκαιρία ο κυρ’ Υπουργός τράβηξε και μια σύσκεψη για το καθιερωμένο διαδούλεμα των υπηρεσιακών χάνων (εκλεγμένων και μη) της πόλεως και της περιοχής.
Εν τω μεταξύ ο ανδριάντας που στήθηκε για τον Κ.Σ. στην αυλή του Λαογραφικού Μουσείου Κοζάνης παραμένει περιτυλιγμένος σαν μούμια.
Πως μας θωρεί εντύλιχτος σε μια λινάτσα κυανή
μήνες καιρό κι άρχοντα αποκάλυψης προσμένει
που τρέχει λογισμός, ίσως στην πόλη τη φτενή
που οι προεστοί της στο Λ. Μουσείο συναγμένοι
είπαν, στον ανδριάντα τον Πατριάρχη να καλέσουν
αφού στις προτομές τα δεύτερα παίζουνε μπάλα
στα ευμεγέθη μεγίστην αίσθηση θα προκαλέσουν
κι οι εν σπουδή Καλλιανιώτες θα μείνουνε μπουκάλα.
Ηδη πληροφορούμεθα πως υπάρχει και τρίτος γύρος κατασκευής ελάσσονων προτομών, οι οποίες θα στηθούν στην πορεία του χρόνου που μας διατρέχει αλλά και κατά μήκος της καθημερινής εγκόσμιας πορείας του Κ.Σ. Οπως σε κάθε πόλη της Κρήτης υπάρχει ο ανδριάντας του Βενιζέλου σε διαφορετικές πόζες έτσι κι εδώ στα χωριά του μελλούμενου τεράστιου Δήμου Κοζανιτών και χωρικών θα υπάρχει ο ενοποιός κρίκος της προτομής του Κ.Σ. –Αμήν!
Στη Λευκοπηγή ετοιμάζεται προτομή του για τους εξής λόγους: πρώτον απ’ αυτήν περνούσε κάθε μέρα, έπινε, φορές καφέ στον πλάτανο δίπλα από το μορμυρίζοντα λάκκο, και συνέχιζε για το Μπούρινο, το ημερήσιο προσκύνημά του σ’ ό,τι αγαπούσε η ψυχή του και το είναι του, και δεύτερον επειδή γνωμάτευσε πως οι κάτοικοί της κατάγονται από τους αρχαίους Μιλήσιους (αποικία των Χαλκιδέων) οι οποίοι μετά από μια μεγάλη περιπλάνηση στην κεντρική Ευρώπη ήρθαν να κατακάτσουν στο τότε Βελίστι.
Ομως και δύο φανοί της πόλεως Κοζάνης σκέφτονται στις γειτονιές τους να του στήσουν προτομές μικρού μήκους. Οι λογιότεροι αυτών (Σκρ’κα και Λάκκος τ’ Μάγγανι) που διαθέτουν στις ορχούμενες (μπρέ μπρε μπρε) τάξεις τους, επιφανείς τοπικούς συγγραφείς, οι οποίοι ασχολήθηκαν με τις απόκριες, τη μαγειρική και τα λαογραφικά τους συμβάντα, μνήμην ποιούντες στην προσφορά του Κ.Σ. στην τοπική ιστορία και κάπως πατριάρχη της εγχώριας λαογραφίας, θα τον απαθανατίσουν γλυπτικά, στο μέσον του φανού τους και γύρωθέν του θα χοροπηδούν ως επιχώριοι ινδιάνοι κ.λπ.
***
ΥΓ. 1 Κι αν δεν είχε στήσει προτομές ο αλήστου μνήμης (αλησμόνητος δηλαδή)! Στην ευρύτερη περιοχή του Μπούρινου στην οποία ήδη εκλείπουν «τα άγρια και τα ήμερα του βουνού και του λόγγου» έστησε δεκάδες προτομές μεγάλων ή μικρών ηρώων της μακεδονικής γης κι ελληνικής ιστορίας. Η κάθε μια διέφερε από τις άλλες στο μουστάκι. Ελεγαν τον Θεόφιλο ο οποίος άρχιζε να ζωγραφίζει τους ήρωές του από τα πόδια και πήγαινε προς τα πάνω (ακολουθούσε δηλαδή την πορεία των αποτελεσμάτων του κώνειου που ήπιε ο Σωκράτης) - Ποιόν ζωγραφίζες; Απαντούσε: - Θα το δείξει το μουστάκι!
ΥΓ. 2 Ο πολύς Γ. Π. Σαββίδης ονόμασε σε αρθρίδιό του στα ΝΕΑ κάποτε, την πόλη της Κοζάνης η «λογιοτέρα της Δ. Μακεδονίας» με αφορμή το μικρό, μετρίας αξίας, βιβλίο του Λάζαρου Παπαϊωάννου: «Ανά τας οδούς και τας ρύμας» που κυκλοφόρησε στη σειρά των εκδόσεων της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης, αριθ. 6. Η νυν Κοβεντάρεια εξαλλαγή της δεν έχει καμιά σχέση με την ιστορική Βιβλιοθήκη της πόλεως κι ας μην ακουστεί ως παραδοξολογία αυτό. Γνωρίζει πολύ καλά αυτή τη διαφορά ο κ. Δήμαρχος ή μάλλον ο δημαρχεύων αυτό τον καιρό, του οποίου η εφήμερη πολυπραγμοσύνη θυμίζει την παρόμοια του άλλοτε Γ. Αλευρά ως μεταβατικού πρόεδρου της Δημοκρατίας, την εποχή των έγχρωμων ψηφοδελτίων -ορέ τι κοροϊδίες έχει ανεχτεί ο τράχηλος του νεοέλληνα θα μασήσει τώρα με τις διεθνείς επιτηρήσεις!- Ετσι, το βιβλίο του καθηγητού Κ. Φωτιάδη με τον τίτλο: «Πόντος Ελληνικός, μεγάλος και ευδαίμων» το εξέδωσε ως Δήμος Κοζάνης (εννοείται μετά φωτογραφίας και προλόγου του) κι όχι στις εκδόσεις της Δημοτικής Βιβλιοθήκης (σιγά το θεσμό, όπως τον καταντήσαμε σκέφτεται) ή του αλήστου μνήμης –(εδώ ο όρος με την τρέχουσα έννοια) και πραγματικότητας θέλω να πω, ΙΝΒΑ, του οποίου η εναπομείνασσα άσβεστα φωτεινή πινακίδα απέναντι από τους απογευματινούς καφέδες του ΑRT Cafe (-Γιάννη, πότε θα την κλέψουμε ότι μας έχουν ευτελίσει και τις μνήμες οι αφιλότιμοι;) θυμίζει το βαρναλικόν με την αμφισημία του βέβαια: «Που ‘σαι νεότης που έδειχνες πως θα γινόμουν άλλος».
ΥΓ. 3 Μα φυσικά :
«Τα αγάλματα είναι στο μουσείο
Καληνύχτα
-...γιατί τ’ αγάλματα δεν είναι πια συντρίμμια,
είμαστε εμείς. Τ’ αγάλματα λυγίζουν αλαφριά...καληνύχτα.
Εδώ χωρίστηκαν. Αυτός επήρε
την ανηφόρα που τραβάει κατά την Αρκτο
κι αυτή προχώρησε προς το πολύφωτο ακρογιάλι
όπου το κύμα πνίγεται στη βοή του ραδιοφώνου...»
Από τον «Ηδονικό Ελπήνορα» και την «Κίχλη» του Γ. Σεφέρη
Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010
Επέρασε, επιτέλους , κι αυτή η αποκριά...
Η εκτάκτως, αλλά τόσο ωραία, ενσκήψασα χιών κι ακαταπαύστως πίπτουσα, τη μέρα της μεγάλης Αποκριάς, με υποχρέωσε να παρακολουθήσω θραύσμα από την παρέλαση των αρμάτων και των πεζοπόρων τμημάτων διασκέδασης, (να καταλάβω επιτέλους «γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελά πατέρα...» εκείνη τη μέρα). Ουδέποτε άλλη φορά στη ζωή μου, τα τελευταία, πολλά χρόνια, ενέδωσα σ’ αυτόν τον πειρασμό ή τις πιέσεις. Αυτός ο στρατός των απλών μελών της αποκριάς που δεν τους πτοούν τα νέα μέτρα ούτε τα όψιμα χιόνια, (αλλά γιατί όψιμα, χειμώνα καιρό έχουμε ας μην ερχόταν τόσο νωρίς η αποκριά) ούτε το κρύο ούτε τίποτα άλλο, αξίζει ομολογουμένως της προσοχής και της δημόσιας επαινέσεως. Θέλω να πιστεύω πως είναι αυθεντικοί κι όχι απλά γιατί η διασκεδαστική γραφειοκρατία τους το επιβάλει. Τώρα αν εσύ:
Αλλα ζητεί η ψυχή σου, γι' άλλα κλαίει·
τον έπαινο του Δήμου και των Σοφιστών,
τα δύσκολα και τ' ανεκτίμητα Εύγε·
την Αγορά, το Θέατρο, και τους Στεφάνους.
Αυτά πού θα στα δώσει ο Αρταξέρξης,
αυτά πού θα τα βρείς στη σατραπεία·
και τι ζωή χωρίς αυτά θα κάμεις. (Κ.Π.Κβφς)
πρόβλημα σου κι ας πρόσεχες.
Αν και ομπρελοφόροι οι κεφάτοι πελταστές, τι πειράζει, διεξήλθαν το διακόνημα στο οποίο τους έταξε η ιστορία της πόλης τους, ανδρείοι με κέφι και ανοιχτόκαρδη διάθεση· κι αυτό είναι που μένει στο υστερόγραφον της γιορτής. Μόνον τα μέλη από τις δημοτικές μπάντες δεν μπορούσαν να κρατήσουν ομπρέλα λόγω του ότι ήταν απασχολημένα τα χέρια τους στα πνευστά και τυμπανοκρουστικά τους καθήκοντα.
Το λιωμένο, ποδοπατημένο χιόνι μια θλιβερή εικόνα, γεμάτο βρομιές σου έδινε την εικόνα της όλης εθνικής, τοπικής γιορτής της αποκριάς λόγω της αστασίας του καιρού. Οι ψυχές («καθαρές») όμως των κοζανιτών, είναι και μπακιριένες ως γνωστόν, ότι έχουν γανωθεί από γενιά σε γενιά στα γανωματζίδικα και στα Γύφτικα κατασκευαστήρια κουδουνιών (παραφθορά τοπωνύμιου της πόλεως που δόθηκε από τους εποίκους που ήρθαν από την Αίγυπτο και χώρεσαν εκεί -στην αρχή σαν σε γκέτο, κατά τον Π. Λιούφη) για να μην παρεξηγηθούμε εκ νέου, σε συνθήκες πλέον Σαρακοστής και συγχωρήσεως.
Είπα συγχωρήσεως. Προχωρημένο το εσπέρας στον άγιο Νικόλαο· έρημος. Το εκκλησίασμα κι οι ταγοί του το έβαλαν στα πόδια και τον άφησαν ...ασυγχώρητο. Θα τους μόλυνε, είπαν, η χάβρα των φανών. Αλλού είναι το θέμα. Ο τοπικός άναξ των πιστών δεν τη βρίσκει σ’ αυτόν το ναό καθότι εδώ συχνάζουν οι παραδοσιακοί κοζανίτες (που είναι και στο φανό και στην εκκλησία), οι οποίοι δεν τα βρίσκουν μ’ αυτόν. Θυμήθηκα (δηλαδή μου τον θύμισε τις προάλλες η πορτέρισσα της Μονής Αναλήψεως) τον ιερό Χρυσόστομο και την διαμάχη του με την Ευδοξία κι ενώ αυτή το διασκέδαζε στην πλατεία, στην εκκλησία ο πραγματικός άγιος (κι όχι οι ερζάτς καταστάσεις της σήμερον) λειτουργούσε και ο καταγγελτικός του λόγος δεν κολλούσε πουθενά. Παντελώς άδειος ο ναός. Τι ευτυχία! Μόνος μου χωρίς κανέναν άλλο σε μια παραδείσια κατάσταση πνευματικής γαλήνης κι ησυχίας («Μόνος θα πενθώ στον παράδεισο...» του Οδ. Ελύτη), απ’ αυτούς που συνήθως τον βαραίνουν με την παρουσία και με την απουσία τους τον ελαφρύνουν. Μια γυναίκα ξένη, επισκέπτρια των φανών, προσευχόταν. Στο οικείο στασίδι, δίπλα από το μόνιμο, ένθα έχει βγάλει ρίζες προσευχής και μετανοίας ο κύριος Ν. Κρτς, ζήτησα συγχώρεση απ’ όσους έβλαψα ποικιλοτρόπως έργω, λόγω ή διανοία. Μπαίνει η Σαρακοστή κι αυτό απαιτεί η θρησκεία μας. Το διέπραξα μόνος μου. Που να βρω τόσους που πίκρανα να τους ζητήσω έναν έναν λόγο συγγνώμης; Ετσι το κάνω συλλήβδην, όπως λεν κι οι εγγράμματοι δημοσιογράφοι μας –σιγά το ωά δηλαδή- «μνιαν κι όξου» που έλεγε κι εκλέγονταν επί οκταετία ο δήμαρχος Γ. Πγνς, όστις είχε επίγνωση του ανθρώπινου και εξουσιαστικού πεπερασμένου, αλλά και του Εκκλησιαστή το «Ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα ματαιότης» και τον επ’ αυτού περίφημο λόγο του Χρυσοστόμου. (Σημ. Δεν μπαίνω στα λιβάδια των θεολόγων προς θεού, στα κανάλια του Google ψάχνω απλώς).
Μήπως, όμως, δεν δίνεται έτσι η συγχώρεση και πάω να τη βγάλω καθαρή χωρίς υποκλίσεις και χειροφιλήματα ιερέων και δεσποτάδων; Δεν ξέρω, μου αρκούν οι ποιητές, όπως ο Εζρα Πάουντ λ.χ.
από το ΚΑΝΤΟ 120
Προσπάθησα να γράψω Παράδεισο
Μην κουνηθείς
Ασε τον άνεμο να μιλήσει
αυτό είναι παράδεισος
Οι Θεοί ας συγχωρήσουν
ό,τι έκανα
Εκείνοι π’ αγαπώ ας προσπαθήσουν
να συγχωρέσουν ό,τι έκανα
(μετ. Ηλία Κυζηράκου)
Υ.Γ. Η φετινή αποκριά διεξήχθη από τα δεύτερα (Δήμαρχος κι αντιδήμαρχος, αμήχανοι). Πάνε οι εποχές που ηγούνταν αυτής οι μεγάλοι της πόλεως που σιγά σιγά αποσύρονται από το προσκήνιό της. Σαν να μας λείπουν κιόλας. Είμαστε σε φάση μεγάλης μετάβασης. Βρήκε ευκαιρία κι ο καιρός και επιτέθηκε στην πόλη με ένα σύννεφο χιόνι που άφησε πάνω της κι όλη μέρα και το βράδυ το έριχνε. Οι ξένοι επισκέπτες γίναν λαγωοί από νωρίς. Ομως στη συνέχεια τα πατροπαράδοτα «Περιστέρια», ήγουν χορός επί των γονάτων κι επί του ορθίως (οι γκλίτσες ανεμίζουν σαν φτερά) –γκραν σουξέ- έδωσε και πήρε· ενώ οι Τήνιοι έχουν τους εξαίσιους περιστερώνες οι κοζανίτες έχουν τους αξέχαστους περιστεράϊδες.
Υ.Γ Χωροταξικά κι ενοριακά ανήκω στο φανό του αγίου Δημητρίου, μικρό, γλυκό, παραδοσιακό, κατηφορικό. Ενώ πολιτικά και κοινωνικά, ας πούμε δηλαδή, ανήκω (θέλω μάλλον) στην αντιπολίτευση που λέγεται ζωή, του Μπαλζάκ. Εξ αυτής της ιδεολογικής νοσφίσεως δείχνω δημοσιολογικά να εφαρμόζω -δεν το επιδιώκω αλλά μου βγαίνει και ως εκ της παλιοκαταστάσεως που βιώνουμε ή μου το χρεώνουν ορισμένως, εκείνο που αποδόθηκε στον Χρυσόστομο ότι είπε για την Ευδοξία: «Πάλιν η Ηρωδιάς μαίνεται...». Το έλεγε ο Σάββας Κωνσταντόπουλος στη δικτατορία και από τον «Ελεύθερο Κόσμο» του, για την εφημερίδα «Βραδυνή» που έγραφε και τι δεν έγραφε τότε και γινόταν ανάρπαστη. Τραβηγμένα κι αντιφατικά τα παραδείγματα ίσως, αλλά με κάτι τέτοια αυταπατώμαι, καθώς οι τόνοι και οι στόνοι σαρκασμού και αυτοσαρκασμού, εκλαμβάνονται σαν λάσπη και ύβρις κοινή, άλλα μόνον οι πρώτοι ανοίγουν πληγές μικρές σαν λαγούμια όπου εύκολα τρυπώνουν ασπάλακες. Το άλλο μέρος είναι καταφύγιο και λύτρωσή ταυτοχρόνως.
Τετάρτη 10 Φεβρουαρίου 2010
Αποκριάτικος φονταμενταλισμός - μητροπολιτικός παρόμοιος 1-0
Τις προάλλες σε θλιβερή, δημόσια (κατ’ αντιμωλίαν) συνομιλία μου, έγραψα πως την Κυριακή της Τυροφάγου περί το εσπέρας θα λάβουν χώρα στην πόλη μας κατά το έθος, δύο γεγονότα υψηλής πνευματικής στάθμης: το άναμμα του φανού στην κεντρική πλατεία υπό του αξιοτίμου Δημάρχου και ο μέγας εσπερινός της συγχώρεσης, τελούμενος υπό του ερίτιμου Μητροπολίτου στον παρακείμενο και κάπως χωροταξικά βυθισμένο ναό του αγίου Νικολάου. Ομως, έμαθα ότι ο εσπερινός δεν θα διεξαχθή τελικά στον καθεδρικό αλλά στον άγιο Κωνσταντίνο, όπου θα μεταφερθεί (θα υπάρχουν λεωφορεία όπως στις εξόδιες τελετές που θα μεταφέρουν το λαό μετά της ιερατικής κουστωδίας της θεοσώστου Αποκρεοπόλεως και Μητροπόλεως Κοζάνης.
Ετσι, μετά από εκατοντάδες χρόνια ο ναός του αγίου Νικολάου θα σιγήσει (δεν σιώπησε ούτε επί τουρκοκρατίας, αλλά αυτό θα συμβεί επί ΜαλουτοΠαυλοκρατίας) και θα κατισχύσουν τα άσματα ηρωικά και γελοία της κεντρικής πλατείας, των τροπαρίων για τους νικημένους της νηστείας και της συγχωρήσεως. Θέλω να συγχαρώ τον κ. Δήμαρχο (προλογιστή βιβλίων παντός χωρίου) για τη νίκη που πέτυχε ειδικώς και γενικώς, κατά του φονταμενταλισμού της εκκλησίας και του εκκλησιάσματός της, το οποίο κατάφερε να το εξοστρακίσει από το κέντρο της τοπικής ιστορίας, αλλά και κατά του επιχωρίου Μητροπολίτου, κατοίκου του χωρίου Σκαφιδίου («ανακαινιστή» παντός ναού). Αλλά ας θυμάται: «Πως ο λαός δεν ξεχνά τι σημαίνει εκκλησιά». Φυσικά ο κανονικός άγιος Νικόλαος (που του άλλαξαν το κλασσικό τροπάριο («Κανόνα ...κ.λπ.») με άλλο ανιστόρητο) τα σημειώνει αυτά που γίνονται σε βάρος του και θα πει το λόγο του κάποτε...
Ερώτημα: οι επισκέπτες του απογεύματος που ένιοι είναι και χριστιανοί ορθόδοξοι, δεν είναι όλοι άθεοι και ποδοπατητές κάθε πατρίου λόγου και τρόπου, οι οποίοι θα έρθουν να βακχεύσουν αλλά και να τονώσουν την τοπική αγορά των σάντουιτς και των σουβλακιών, αν θελήσουν να βιώσουν και τη θεία συγχώρεση που θα πάνε; Στους γλυκύτατους Κασμιρτζήδες ή στα Μπουντανάθκα. Τον άγιο Κων/ντίνο δεν ξέρουν που πέφτει κι ούτε έχουν χρόνο να το μάθουν.
Μια χρονιά, μήπως ήταν και πέρσι, την ώρα που ο πριν μέγας δήμαρχος, ως άλλος μέγας Παν, άναβε τον τρίποδο βωμό του φανού στην πλατεία κι άρχιζαν να φέρνουν γύρες «σιγαλά κι απαλά» στην αρχή, πιο ζωηρά κατόπιν, όλη η πλέμπα της εξουσίας (φυσικά εκπρόσωπος της εκκλησίας δεν παρίσταται σ’ αυτές τις τελετές μόνον διακριτικά υπάρχουν κατά τη άφιξη της Ολυμπιακής φλόγας όπου τελούνται διαφορά μαγικά της πρώην μας θρησκείας, του δωδεκαθέου) και χαχανίζει αδιακρίτως στο μπρεμπρεδικό σκοπό, περαστικός από το ναό, είδα να εισέρχεται εντός του, κάπως μεγαλοπρεπής (ως και εκ της διαπλάσεως) και σεμνός, ο νυν υπουργός δικαιοσύνης, τότε βουλευτής, επισκέπτης της φανικής πόλεώς μας αλλά και μέτοχος της τελετής της συγχωρήσεως. Τι θα γίνει αν φέτος οι δυο υφυπουργοί αγνώστων λοιπών στοιχείων κι αρμοδιοτήτων, που στριμώχνονται και διαγκωνίζονται στο άλλοτε Υπουργείο Μακεδονίας Θράκης, θελήσουν να επισκεφτούν τον κ. Δήμαρχο στη εξέδρα, αλλά και να πάνε ως καλοί ή μέτριοι χριστιανοί στον άγιο Νικόλαο και τον βρούνε κλειστό; Τι θα πουν, όταν με το καλό γυρίσουν στα σπίτια τους (μέχρι εκεί είναι το εύρος της επιρροής τους κι αυτοί μόνον τους γνωρίζουν υφυπουργεύοντες); «Εκεί στης Κοζάνης τα σοκάκια και τους φανούς κήρυξαν νέα θρησκεία τον Αποκριο-ακκισμό».
Τα σκέφτηκε άραγε ο κυρ’ Δήμαρχος που είναι κάτοικος της πόλεως Κοζάνης (ο μητροπολίτης είπαμε είναι κάτοικος Σκαφιδίου και δεν τον πολυκόφτει το πράγμα), πόσο δυσφημεί την πόλη του, στην οποία θέλει να ξαναδημαρχεύσει (και καλά θα κάνει) αλλά και πέφτει σε τέτοια σφάλματα τακτικής.
Εχω όντως μια σκασίλα μεγάλη...
Στη φωτογρφαία οι εν λόγω άρχοντες της αποκριάς και της εκκλησιάς δεν αλληλογλείφονται αλλά αλληλοτρίβονται ορισμένως με τα καλογερικά, μοναχικά τους τους τριβώνια
Δευτέρα 8 Φεβρουαρίου 2010
Είδηση: ”Εχασα τ’ αυγά και τα πασχάλια. Ο ευρών αμειφθήσεται”
Κύριε διευθυντά του Kozan.gr
Καθυστερημένα, λόγω αποκλεισμού μου από τους γεωργούς Τυρνάβου και πάσης Θετταλίας, είδα το σχόλιο του ημισεβασμιοτάτου (επειδή ασχολείται με τα τοπικά επισκοπικά) Π. Πλιάτσιου, δημοσιογράφου κατά δήλωσίν του, ο οποίος άκουσα, άκουσον άκουσον, αλλ’ ίσως και να παράκουσα, πως αμείβεται και από την ευτραφή κυρία ΔΕΥΑΚ, νυν σύζυγον (πολλούς άνδρες έγημε ως η Σαμαρείτις αγία Φωτεινή), του κ. Ιωάννη Ν. Κοκαλιάρη, μάνα όλων μας, που μας ζεσταίνει, μας δίνει νερό, μας αποχετεύει (κοινώς μας ξεσκατώνει). Αν είναι αλήθεια, να μας πει για ποιές εργασίες τον πληρώναμε όλοι μας οι υπήκοοί της, άρα και υπάλληλός μας. Αν όχι (και από άλλη δημοτική υπηρεσία σιτιζόταν κι άλλος παρόμοιος από τη ΔΕΥΑΚ αργομισθών τα έπαιρνε), του ζητούμε προκαταβολικά συγχώρεση (γι’ αυτό) τώρα, κι όχι την άλλη Κυριακή το εσπέρας, μετά το άναμα του κεντρικού φανού στην πλατεία από τον δήμαρχο κύριο Μαλούτα (1), επιτέλους κάποιος διαφορετικός θα ανάψει το φανό μετά από 19 χρόνια, δεξιάς μου ‘ρθε, να πω, και του ταυτόχρονου εσπερινού της συγχώρεσης στον άγιο Νικόλαο. Το σύγχρονο του πράγματος θυμίζει το αποκριατικόν “Τσελιγκάδες ψέν αρνιά τσελιγκούδες κ.λπ…” κ.λπ.).
Το μακρύ (μετά συγχωρήσεως τόοοσο) σχόλιον με οδήγησε σε μια ακόμα πιο βαθύτατη σκέψη για την ονοματολογική, συλλογική και θεσμική ακράτεια, ου μην αλλά κι αθλιότητα, που μας δέρνει σ’ αυτό το μεγάλο χωριό που ζούμε κι ονομάζεται πόλη της Kozanis.maloutas.gr.
Η πόλη αυτή που την πατούμε, την περπατούμε αλλά άλλοι την χορεύουν και καλά την κάνουν, αυτές τις μέρες, πριν λίγο καιρό πήρε τη μνήμη του Νικόλα Ασιμου, τη σήκωσε με όλη την ασημαντότητα που διαθέτει και την έκανε σαν τα παρτάλια που κρέμασε αυτές τις μέρες στους δρόμους. Τον μεγαλύτερο αντιεξουσιαστή πάντων και πασών, τον πλέον τρυφερό αναρχικό, τον άγριο σαρκαστή και ισοπεδωτή κάθε κοινωνικής συμβάσεως και καθωσπρεπισμού, τον χλευαστή του μικρομεσαίου είναι μας κ.λπ., τον έκανε ένα γλυκούλη και μαλακούλη τύπο, με το να δώσει το όνομα του σε ένα γελοίο φεστιβάλ ελαφρού τραγουδιού. Ας έκανε ο κυρ’ Δήμος όσα ήθελε αλλά ας το ονόμαζε διαφορετικά και όχι «Φεστιβάλ Νικόλας Ασιμος»! Εδώ ο κόσμος του σαλτάρει. Η μνήμη Του και η ιστορία του, εντελώς αφύλακτη γίνεται έρμαιο κάθε καλλιτεχνικού, ιδεολογικού, δημοτικού σκύβαλου, το οποίο μπορεί να την ευτελίζει ατιμωρητί κι αδιακρίτως, δεξιά κι αριστερά κατά το δοκούν και το καραδοκούν. Νιώθω ντροπή εγώ γι’ αυτό και γι’ Αυτόν και ναυτία γι’ αυτούς (ελπίζω ο κυρ’ Πλιάτσιος να μου το επιτρέπει). Του ζητώ εκεί στο τίποτα που υπάρχει, να τους συγχωρέσει, οι άνθρωποι του πολιτισμού εδώ “σην Κόζιαν” (δεν ξέρω και πως γράφεται), δυστυχώς τόσοι είναι, κι ευτυχώς δεν τους κόβει και περισσότερο γιατί μόνο χειρότερα θα έκαναν.
Στη συνέχεια μπορώ να προβώ και σε κάποιους εξυπνακισμούς, ευκαιρίας δοθείσης και λόγω της διανυόμενης αποκριάς, σε σχέση με τον σχετλιαστικό σχολιασμό μου από τον κ. Πλτσ. (καλά να πάθω).
1. Φίλτατέ μου, επειδή ενώπιόν σου τηλεοπτικά παρελαύνουν καθήμενοι, όλοι οι τοπικοί “χαλβάδες” (διευκρινίζω όχι με την προσωπική και σεβαστή τους “προσωπικότητα”) -απ’ το χαλβά του τσιμπολόγησα κι εγώ άπαξ, το ομολογώ, με ελεγχόμενη οργή, γιατί συνεχώς με μπέρδευε (ως άσημος που ήμουν) με τον ακόλουθό μου (στη θέση εννοώ)- αλλά με τις όποιες λεοντές της εξουσίας φορούν ή επιδιώκουν να φορέσουν (για να μας τη φορέσουν αμέσως και κανονικά), δημοσιολογικά το λοιπόν “νόμισες πως θα ‘πιάνες και τον παπά απ’ τα …” (κατά τον Ν. Ασιμο από την κασέτα του “Πάλι στην ξεφτίλα”, σε βγάλαν Νικόλα). Του παπά που κάποτε έκαψε το καρναβάλι την δόξα εννοώ κι όχι του παπα-Λιούλια (εθνομάρτυρα, η εκκλησία απλά δεν τον κήρυξε άγιο γιατί έτσι αυτοαποκαλείται μόνο το σινάφι τους από κανδυλανάπτου και άνω) τη μνήμη του οποίου διασύρουν, χωρίς πρόθεση βέβαια αλλά από άγνοια και από συγγνωστή μαλθακοσύνη νοός, μην αδικούμε τώρα τα σαράντα τόσα, ίσως και περισσότερα, παλικάρια από την Γκόβλιτσα. Και πέρυσι έγραψα γι’ αυτό, από μια αδυναμία που έχω στον οιονεί Παπαφλέσσα της περιοχής μας, εκ του λόγου ότι, όταν ο δημοσιογράφος μας δεν είχε βγει ακόμα απ’ του αβγού (νάτο πάλι το αβγό) το τσόφλιον, εκδώσαμε ένα μικρό βιβλίο για το βίο του μάρτυρα με συγγραφέα του τον κ. Χ. Μπέσσα (είμασταν τότε τσακωμένοι· καλά και με ποιον δεν τσακώθηκες θα έλεγε κάποιος; Ελα ντε!) εισαγωγέα του κοζανίτικου χιούμορ (μια κρυάδα και μισή), στις εκδόσεις του περιοδικού Παρέμβαση.
2. Γνωρίζω πότε πέφτει και το φετινό Πασχάλιον (άλλωστε ο πατέρας μου λέγεται Πάσχος ή Πασχάλης) ως εκ τούτο δεν το έχασα ποτέ. Οσο για τ’ αυγά προβληματίστηκα ορισμένως. Κοιτούσα τις φωτογραφίες μας που είναι κοντά κοντά στο Kozan.gr. Απλά τις κοιτούσα κι ευθυμία κατέσχε με.
3. “Τι κάθεσαι κι ασχολείσαι με την τρίτη εθνική εσύ μια …Μπαρτσελόνα του πνεύματος! (εδώ με έχω, είπα ένδον, και φυσικά το πήρα πάνω μου) και τσικό του οινοπνεύματος (άκρασον με απεκάλεσε ένας ανώνυμος, άρα δυσώνυμος, διευθυντής φανού), μου είπε ένας φίλος. Κι όμως πίνω πίνω ένα τσίπουρο την ημέρα και το οποίο και κάθε βλάκα κάνει πέρα. Δεν ασχολήθηκα, με ασχολούν αγαπητέ μου φίλε και στο κάτω κάτω κι η Μπαρτσελόνα στο κύπελλο φορές κληρώνεται και με ομάδες εσχάτης κατηγορίας και παίζει αναγκαστικά.
4. Δεν τα ξέρω όλα, όμως τολμώ κι έχω γνώμη (συνήθως λανθασμένη και άδικη το δέχομαι, ή εκτός του συρμού, ποτέ όμως του διασυρμού) για πολλά που μας καίνε το λαρύγγι ως αναθυμιάσεις υδροθείου -οσμή κλούβιου αβγού- (να ‘την κι η ανόργα(σμ)νη χημεία). Ο ξερολισμός, το ανώτατο στάδιο του τοπικού δημοσιογραφισμού, είναι το προνόμιο, λυπάμαι, υμών, όπως εύκολα μπορεί ν’ αποδειχτεί από τον πάσαν ένα τηλεοπτικά πληττόμενο συμπολίτη.
5. Ακούσα τον εκλαμπρότατο αντινομάρχη κ. Γ. Σβώλη, εκ της σβώλας = στρογγύλη λάσπη, (“Πάρε ένα σβώλο Μήτρο/και διώξε εκείνο το σκυλί/ που μου χαλάει το φύτρο” από τον “Φωτεινό» του Αρ. Βαλαωρίτη, θα μπορούσε να επαναλάβει δημοτικός ενοχλούμενος απ’ την επέμβαση του νομαρχιακού στα αποκριάτικά τους χωράφια και χέρσα), καθότι είναι ο γκεστ σταρ της φετινής αποκριάς, να δηλώνει στο φανό «Πηγάδ’ τ’ Κεραμαργιού” ερωτηθείς για τα ενδονομαρχιακά καρναβάλια: “Εμείς (η Ν. Αυτοδιοίκηση δηλαδή) έχουμε δεμένη τη γομάρα μας στον πλάτανο (ελπίζω όχι της Λευκοπηγής γιατί εδώ θα τα χαλάσουμε ότι εκεί δένονται μόνον καθαρόαιμα κι όχι γομαροειδή είδη) κι όχι στο μακεδονίσι” (μαϊδανός). “Ο δυόσμος κι ο βασιλικός και το μακεδονίσι παν τα ματάκια μ’ βρύση” που θα το τραγουδούσε περίτεχνα ο εν λόγω. Ως εκ τούτου νιώθω αγαπητέ κ. Πλ. σαν ένα από τα δυό γομάρια που μαλώνουν στον ξένο, αλλά φιλόξενο, αχυρώνα, του Kozan.gr. Γιατί δεν τα λέμε στα δικά μας χαλβαδοστάσια και ποιμνιόστρουγκες!
- Αμην!
Ο Λευκοπηγής και Κοζάνης
Β.Π. Καραγιάννης
Σημ. 1. Τον κύρ’ Δήμαρχο του είπαν φαίνεται πως για να επανεκλεγεί πρέπει να λογιοφέρνει το πράγμα του κι όχι μόνον να το χοροσέρνει ή να υφίσταται κάθε γελοιοποίηση που του επιφυλάσσει η κοζανίτικη κλάκα. Ετσι προλογίζει σε κάθε βιβλίο(!) που φύεται τοπικώς. Σε λίγο θα ξεπεράσει και τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο που προλόγισε, από πνευματική αβρότητα, αμέτρητα βιβλία. Πήρε σβάρνα κάθε τι που κυκλοφορεί (εκτός αν τα χρηματοδοτεί από τη τσέπη του εννοείται κι όχι από το δημοτικόν ταμείον, απ’ όλους μας δηλαδή, γιατί τότε πρέπει να τεκμηριώσει με δικούς του λόγους την αιτία αυτή) και του επιτίθεται σαν τον ιό της γρίπης με προλόγους μετά της εικόνας του. Μέχρι και το λεύκωμα της εξαίσιας έκθεσης με θέμα την “Αποκάλυψη” του κ. Ντιό, προλόγισε ο αθεόφοβος και προσέδωσε εις αυτήν και τον καλλιτέχνη, το βαρύτατο πνευματικό του βάρος.
Το παρόν είναι απάντηση σε κείμενο του κ. Πλτσ. που αναρτήθηκε στο Kozan.gr
Αν μου το έστελνε θα το δημοσίευα κι εδώ προς πλήρη γνώση των αναγνωστών και για τις νόμιμες συνέπειες
Η φωτογραφία είναι από γλυπτό της περσινής αποκριάς που φέτος δεν το χρησιμοποιούν. Γιατί άραγε;
Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2010
Οχι ποιος θα κόψει αλλά ποιος θα τους σιάξει τη γραβάτα
Εβλεπα στην τοπική τηλεόραση κάτι γλυκύτατες «καρακαηδόνες», καμιά σχέση με τη ωραιότατη αηδόνα στο χορικό του Αριστοφάνη από τις «Ορνιθες» (ωχ, ο πρώτος ακούσιος συνειρμός), σε μουσική Μ. Χατζιδάκι, να χοροπηδούν κρατώντας ψαλίδια, γύρω από τον σεβάσμιο πλην ακκιζόμενο, Δήμαρχο της θεοσώστου πόλεως Κοζάνης, οι οποίες θέλαν να του κόψουν, λέιε, τη γραβάτα, ανήμερα Τσικνοπέμπτης (στην «Αυτοκρατορία των αισθήσεων» δε θυμάμαι αν χρησιμοποιήθηκε το ψαλίδι για την κοπή των εκεί πραγμάτων...). Τελικά του την έκοψαν διότι έτσι είναι το έθιμο σε πόλεις της Γερμανίας (έκπαλαι τα γερμανικά φύλα κόβουν και σαπωνοποιούν κατά το νόμο και τις συνθήκες). Το γράφει κι ο Τάκιτος στον «Γερμανικό» του.
Οσοι θυμούνται την ταινία του Μακαβέγιεφ «Σούητ Μούβη» (πάλι η εξαίσια μουσική ήταν του Μ. Χατζιδάκι), σε κάποια φάση ο πρωταγωνιστής ξεκούμπωσε το παντελόνι του κι έβγαλε από κει κάτι κοκκινωπό, μακρύ σαν γραβάτα ή σαλάμι πεπλατισμένο, ακούμπησε την άκρη του σε κρεατοσάνιδο και το έκοβε φέτες. Οι θεατές προς στιγμή πάγωσαν αφού μπερδεύτηκαν και δεν κατάλαβαν αμέσως τι κοβόταν. Αυτή η εικόνα μου ήρθε με το κόψιμο της γραβάτας του κ. δημάρχου, από τις παιχνιδιάρες καρακαηδόνες της ημέρας (τις λοιπές ημέρες του έτους, προς αποφυγήν παρεξηγήσεων, είναι κανονικές αηδόνες), και φυσικά ελαφρώς φοβήθηκα μήπως, έτσι χάριν της κοζανίτικης αποκριάς, προχωρήσουν το ψαλίδι και παρακάτω, «απ’ τουν νουφαλό πιο κάτω», που λεν με τόση ζέση οι ψάλτες των φανών, τους οποίους εβράβευσεν η τοπική νομαρχία, στα ένδον της οποίας γίνεται το έλα να δεις ή κοινώς της κ. Πόπης. Δεν γνωρίζω την αφετηρία του εθίμου αλλά είμαι βέβαιος ότι εφ’ όσον εντάσσεται στις αποκριάτικές καταστάσεις των λαών, σίγουρα εννοούσαν το παρακάτω, αυτό που όλοι εννοούμε.
Οι κυρίες είναι γερμανίδες νύφες στην πόλη και τα περίχωρά της και έχουν συμπήξει σωματείο φιλίας με τους γηγενείς καζανίτας (νύφες Γερμανικές που ήρθαν στην Ελλάδα, άλλος συνειρμός κι αυτός με το ομότιτλο έργο του Παντελή Βούλγαρη!) και έχουν δεύτερο συνθετικό στην επωνυμία του «ο Χ. Φον Κάραγιαν». Είχα λησμονήσει τον οιονεί διασυρμό του ονόματος της μεγάλης οικογενείας Κάραγιαν αλλά τώρα ως εκ συνεπιθετείας, μπορώ να έχω λόγο αντιρρήσεως σ’ αυτό που του γίνεται. Αν και γιατί να μην ισχυριστώ ότι κι εγώ έλκω από κείνη την οικογένεια την καταγωγή μου (οι Σκοπιανοί γιατί την έλκουν από το Μ. Αλέξανδρο;) και οι της Αιανής από τον ομηρικό Απολλόδωρο). Ηδη ο εξαίρετος ερευνητής κ. Φ. Πάμπας στη Βιέννη έχει νεότερα στοιχεία για την αφετηρία του γενάρχη της Γ. Καραγιάννη ότι ξεκίνησε από τα χωριά νότια της πόλεως Κοζάνης, εκεί δηλ. που είναι η Λευκοπηγή, η οποία εν όψει του Καλλικράτεως, θα ζητήσει να γίνει πάλι χωριό, αφού κατάγεται από τους αρχαίους Μιλήσιους που ήταν αποικία των Χαλκιδέων, κατά τον Κ. Σιαμπανόπουλο. Ποιός μπορεί να μου το αμφισβητήσει αφού κι ο αμέσως προηγούμενος του Χ.Φ.Κ. Θεόδωρος Καραγιάννης βουλευτής, μυστικοσύμβουλος και συγγραφεύς, διετέλεσε και διευθυντής της Αυτοκρατορικής Βιβλιοθήκης της Βιέννης. Νάτο και το μακρινό DNA και όπερ έδει δείξε κύριε Δήμαρχε με την κομμένη γραβάτα (κραβάτα την ονομάζει ο Κ. Π. Καβάφης).
Θεωρώ τόσο βέβηλη και γελοία την ονομασία όσο μ’ εκείνη ενός ποδοσφαιρικού χορευτικού διασκεδαστικού γενικώς συλλόγου που φέρει την επωνυμία και τη φυσιογνωμία (στις αφίσες) του τοπικού μάρτυρα Ιωακείμ Λιούλια. Τείνει δε προς το αηδιαστικόν όσο με εκείνο το οβελιστήριο κοντά στην Αλαμάνα των γεωργικών μπλόκων (μου θυμίζουν οι ηρωικοί μπλοκαδόροι το Μπλόκο της Καισαριανής το οποίο ιστορικά, ηθικά, πολιτικά μπροστά στα δικά τους ήταν απλή οδοντόκρεμα), με την ονομασία «Αθανάσιος Διάκος». Δεν ξέρω αν υπάρχει στην πραγματικότητα αλλά στο πλαίσιο της ανάπτυξής τους θα μπορούσε να συσταθεί και μάλιστα αλυσίδα παρόμοιων «εκεί στους πέρα κάμπους όπου είναι οι ελιές...»
***
ΥΓ. 1. Το θέμα δεν είναι να κόψουν τη γραβάτα του όποιου δημάρχου αλλά ποιός θα σιάξει τη γραβάτα τους εξουσιολάγνους κάθε εποχής και περιοχής. Μα ο λαός φυσικά. Δηλαδή εμείς εγώ, εσύ, αυτός, ο κανένας (ο ούτις και οι ουτιδανοί που έλεγε ο Μεταξάς). Οπως έγινε με τον γείτονα βουλευτή που αφού τον βρήκαν στις βρομερές λίστες του κ. Χριστοφοράκου (τι ήθελε εκεί;) τον εξέλεξαν πανηγυρικά βολευτήν τους. Ενα παράδειγμα αναφέρω.
Υ.Γ. Σκέφτομαι τι ωραίο μπορεί να έχουν κάποιοι άνθρωποι που χωρίς καμιά ωφέλεια κι ιδιοτέλεια βγαίνουν, φωνάζουν στους δρόμους εις μάτην (εις μάτην;) ενάντια στον κοινωνικό έλεγχο και την κρατική καταστολή; Για να υπερασπίσουν τα δικαιώματά μας, εμάς των φοβισμένων, των φουκαράδων της καθημερινότητας, των ασπόνδυλων μπροστά σε κάθε εξουσία, των θλιβερών τελικά ονταρίων που έχουμε αφήσει την τύχη μας στα χέρια των τυχάρπαστων. Φωνάζουν για μας κι εμείς φωνάζουμε αυτούς, γιατί πιθανόν να μας ενοχλήσουν κάπως, μην και ανακινήσουν το βούρκο στον οποίο απολαμβάνουμε ενήδονα, την απελπισία του είναι μας. Αυτούς μόνον τιμώ, σέβομαι κι αποκαλύπτομαι, στην όλη ανημπόρια μου. Δίπλα μας εν τω μεταξύ διάφοροι «τύποι» λυμαίνονται τα πάντα. Διάβασα πως πρώην νομάρχης δικαιολογήθηκε γιατί έδωσε 26 χιλιάδες ευρώ, να κτίσει το σπίτι του και να ζήσει τη ζωή του (καλά κάνει) ο Δεσπότης της ψυχής του. Αλλοι, λέει έδωσαν πολύ περισσότερα. Να το πρόβλημα! Ναι, τέτοια πολιτικά ανθρωπάκια επιλέγουμε. Αυτός κι όσοι σαν αυτόν ιδιοποιήθηκαν, λες και τα έβγαλαν από τη τσέπη τους, χρήματα που ανήκουν στην κοινωνία, τα οποία στέρησαν από το φτωχό, τον ανάπηρο, τα παιδιά με ειδικές ανάγκες, τους αρρώστους, απ’ όλη την κοινωνική αθλιότητα, για ν’ αλληλογλειφτούν με τα γένια και τα χτένια αυτού του είδους, για το προσωπικό τους αλισβερίσι και την προβολή τους, να καταδειχτούν και να στιγματιστούν πολιτικά (όσο άριστοι κι αν είναι στον προσωπικό κι επαγγελματικό τους βίο). Δεν έχουν καμιά θέση στα δημόσια πράγματα, έρχονται κι εκλογές τοπικού λόγου· να εξοβελιστούν παραχρήμα αυτοί κι οι επιδιώξεις τους, ως ανίκανοι κι επικίνδυνοι για τον πολίτη. Για δούμε κι εμείς ποιούς θα φτύσουμε σιέλω μακρώ ή σμικρώ, έστω. Ως προς αυτό σάλιο έχουμε.
Υ.Γ. Αλλά μπορεί και να σφάλω εν οργή διατελών που έκοψαν αι κυρία γερμανογυναίκες τη γραβάτα του κ. Δημάρχου μόνον και δεν του την ίσιαξαν κιόλας, αφού του χρειάζεται για να ορχείται επί φανών (ως εθιμολάγνος) εις υγείαν όλων, επιφανών και αφανών.
Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010
Της νομαρχίας το κάγκελο
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)