Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)
Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009
Εν εκκλησίαις, τώρα, ανυμνείτε τον Π. Β. Πάσχον
Χθες Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου και των ελάσσονων αγίων Ξανθίπης Νικολάου, Πολυξένης κ.λπ. σήμερα Θέκλης μεγαλ. και η ανάμνηση θαύματος Μυρτιδιωτίσσης, (Της Μυρτώς δηλ.) και Αχμέτ νεομ. 24 Σεπτεμβρίου στη ΛΕΥΚΟΠΗΓΗ, λοιπόν. Κάτω από τον αιώνιο (τι κοινότοπος λόγος, αλλά και πόσο αληθινό συνάμα και μεγαλειώδες πάντα, το δέντρο αναφοράς, αφού πρόκειται για τον πλάτανο, τον ευρωστότερο των ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ) εκεί ξεφυλλίζω, υπογραμμίζοντας με κόκκινη μπογιά σημεία, παραγράφους, λέξεις, εικόνες του ποιητικού βιβλίου του Π.Β.Π «Αγγέλων αγαλλίαμα». Ταυτόχρονα αφήνομαι στη βιωμένη νοσταλγία που λάθρα ζω μέσα από τα αισθήματα των άλλων, δηλαδή του Π.Β.Π., θέλω να πω. Ο ποιητής βρίσκεται σ’ ένα διαρκές πηγαινέλα με τις αφετηρίες του είναι του, οι οποίες διαδηλώνουν την αθωότητα και τον παράδεισο του συντελεσμένου που απομακρύνεται στο βαθμηδόν άδειο της μνήμης και με την αδημονία εκείνου που ίσως και να έρχεται. Ο πλάτανος κατ’ έτος ξεφλουδίζεται, ρίχνει το δέρμα του, δηλονότι ανανεώνεται κι αυτό είναι μια ένδειξη υγείας κι ευρωστίας. Στα οικεία χωρικά χώματα ειρηνικά φίδια αφήνουν το πουκάμισο.. τους και ξαναμπαίνουν μετά τη νάρκη στη ζωή, στα αμπέλια του χωριού, τους χωματόδρομους, τα μονοπάτια, τις πέτρες, τα χωράφια τα έλατα, τα τοπία δηλαδή τα οποία στέκονται συνεχώς σημαδούρες επιστροφής του.
...Ενα θάμβος
με τύλιξε και ξάφνου βρέθηκα μες στα λιβάδια
της Κοζάνης να περιδιαβάζω στα βουνά, στους κάμπους,
όπου το ουράνιο τόξο σμίγει τον αιώνιο πλάτανο
με το καμπαναριό του Αη-Προδρόμου...Τώρα
μπορούσα ν’ ανοιχτώ, με τα πουλιά και τα λουλούδια
σ’ ένα άλλο ύψος, σ’ ένα καθαρότερο ουρανό!
Είναι απόγευμα γαλήνιο του Σεπτεμβρίου και αυτό να μοιάζει με την ηλικιακή και ποιητική ωριμότητα του ποιητή. Δίπλα μου τα φύλλα του μεγάλου δέντρου πέφτουν κατά εκατοντάδες σε λίγο κατά χιλιάδες μια πλατεία γεμάτη με το φτασμένο κίτρινο και το νερό από το λάκκο να πυχτώνει με την ασφυκτική παρουσία των φύλλων. Οπως και οι λέξεις του συγγραφέα, αυτό το πολύβουο μελίσσι- στα υπερεκατό τόσα βιβλία του, σε όλους τους στόνους της συγγραφικής του οντότητας (κι ωραιότητας συμπληρώνω χωρίς επιφυλάξεις).
Τι σημαίνει άραγε το ότι ένας πνευματικός άνθρωπος υψηλών, επιστημονικών προδιαγραφών διακόπτει το ορθολογιστικό αυστηρό, συγκροτημένα επιστημονικά, πανδαιμόνιο γνώσεων και προσφεύγει στο γλυκό μουρμουρητό της ποιητικής αφήγησης, να πει τα λόγια της ψυχής του, λίγα, πολλά δεν έχει σημασία κατά καιρούς, όπως τώρα με την 16 ποιητική του συλλογή ο Π. Να συνομιλήσει με την προσευχή με το Θεό, («Εσύ θα περνάς πότε πότε να με βλέπεις για να κουβεντιάζουμε είπε ο Θεός στον ποιητή») να συζητήσει με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους, που βρίσκονται στη σκιά του τώρα ή στη ζώνη του ημίφωτος (εν αναμονή της τελικής κατάταξης) του επέκεινα (ψυχές λιγωμένες για βάλσαμον τρόπο) γι’ ν’ αναζητήσει το απωλεσθέν διαρκώς ή πρόσκαιρα, κέρδος της ψυχής του να το μοιράσει και να το μοιράζεται, να το διανέμει και να το νέμεται δι εαυτόν;
Κάτι γίνεται, προφανώς σημαντικό στο συμπαντικό χώρο της μικρής ατομικής μας ύπαρξης το οποίο όμως χαράζει και χαράζεται στο χρόνο, σωρεύεται προσθετικά και διαχρονικά σ’ ό,τι ζούμε και σε ό,τι μας ζει και με τον τρόπο του βαθαίνει τις πληγές, καταμετρά τις αγάπες, κι επιμερίζει και επιμετρά τους πόνους. Γιατί άραγε η γη μας- αυτό το αμετάβλητο κι αδιάλλακτο στην απαίτηση για μας χώμα (χους εσμέν αδιαπραγμάτευτο) και η ως λιγνοθροΐζουσα ιτιά γήινη ύπαρξή μας ταυτοχρόνως να μη λυγίζει κάτω από το αμέτρητο βάρος τόσης τρυφερότητας και ευαισθησίας παγκόσμια κι αχρονικά, να μη μπατάρει προς ό,τι σπουδαίο και συνάμα πολύτιμο για τη συνέχειά μας διακονεί αλλά κι επαιτεί η ποίηση των ποιητών, τα έργα των ανθρώπων που κατεργάζονται το ωραίο κι απεργάζονται στα εργαστήρια της δύναμης κι αδυναμίας τους το καλό.
Αλλά οι λέξεις όσο καταπραϋντικές κι αν είναι για την ψυχή, δεν απαλύνουν και τις φλύκταινες της ύλης που φορές δείχνουν να είναι κορυφώσεις της ένδον αιματώσεως. Παραμυθίαν μόνον επιδαψιλεύουν κι αυτό είναι προσώρας ένα φάρμακο για την πεπερασμένη πραγματικότητα που θέλει να χωθεί και να χαθεί στην απαλάμη του Θεού.
Στην ανώτατη έκφραση της εφαρμοσμένης αλλά και ανθρωποκεντρικής γνώσης όσο αυτές φουσκώνουν και εκλεπτύνονται σε ευαισθησία σε κάποια φάση οι αποχρώσεις της ψυχής τείνουν προς την εν γένει κοσμική αλλά κι υπερκόσμια φιλοσοφία. Ετσι ο ενεργός ερημίτης, ο που τα πάντα επιθεωρεί νοητικά αλλά στα ελάχιστα επιστατεί πρακτικά, πνευματικός άνθρωπος, τον οποίο η γραμματολογία συνεπήρε στο βίο του, στην ωριμότητα αποστάζει τις λέξεις κι απασφαλίζεται συναισθηματικά. Δηλονότι επιστρέφει και απλώνεται κατά γης ή δίπλα της γης, γίνεται ο ποιητής δημιουργός του κόσμου του και ο συνθέτης εκείνου του πολύπλοκου μηχανισμού λυρικής άμυνας, μοναχικού, λιτού κι απέριττου με τον οποίο κρατά ορισμένως το χρόνο σε απόσπαση ασφαλείας από την οριστική φθορά του όντος.
Την εποχή αυτή στο πάτριον έδαφος του ποιητή στη Λευκοπηγή δεν άρχισαν ακόμα τα οινοπνευματικά αποστακτήρια να λειτουργούν με τις νοεμβριανές βροχές κι ομίχλες, τον διάκοσμο του είναι του αλλά και διακαμό της ψυχής του. Εικόνες με τις οποίες ο Π.Β.Π. παθαίνεται από ενθύμηση. Χρόνια τώρα με καθηλώνει ο χαμηλότονος αυτός λυρικός βίος του. Παρότι δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός περιδιαβαστής του ποιητικού του λόγου, εν τούτοις ομολογώ ότι οι λέξεις, οι σιωπές, οι εκκλήσεις, οι προσευχές, οι αγωνίες, οι προσμονές του με περιφέρουν σε μια ενδοχώρα γνήσιας πνευματικής μέθεξης, νοσταλγικής αναπόλησης κι αισθητικής ευδίας.
Ο ποιητής είναι ένας εγκόσμιος φυγάς κατά λόγον δημιουργίας και κατά πλάσμα φαντασίας καθώς διασχίζει ένα φθινοπωρινό τοπίο χρόνου (τα ψηλά χόρτα της νοσταλγίας έχουν ήδη κιτρινίσει) κι αυτό του φέρνει σαν διέξοδο την προσευχή στα χείλη ης ψυχής του, στο αναλόγιο δηλαδή της γραφής, όπου σιγοψέλνει τώρα τα τραγούδια του σε βυζαντινούς τρόπους και στους αγιορείτικους αγγελικούς τόπους
***
Το βιβλίο αποτελείται από 3 ποιητικές ενότητες με χωριστούς τίτλους υποσυλλογές θα λέγαμε: «Το Χρυσό καράβι», «Το σκληρό μαχαίρι», και την ενότητα που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο «Αγγέλων αγαλλίαμα». Οι επιμέρους αυτοί τίτλοι θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια συνέχεια από ποιητικά συμφραζόμενα. Πάνω στο καράβι της δημιουργίας με το κοφτερό και σκληρό μαχαίρι της επεξεργασίας και διαλογής σμιλεύεται μια ευφρόσυνη εσωτερική κατάσταση με την οποία ως και οι άγγελοι αγάλλονται. Η κάθε μία ενότητα αποτελείται από 21 ποιήματα μονοσέλιδα, ολιγόλογα και με ολόκληρο το πρώτο μέρος του τρίπτυχου (ποιητικό τρίπτυχο όπως στις εικόνες) δομημένο στο αυστηρό πλαίσιο των δεκαπέντε σειρών.
Κάθε σελίδα σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Π.Β.Π. θυμίζουν μικρό, γραφιστικό έργο τέχνης. Η κεφαλίδα του έχει βιεννιέτες, άγγελους ιπτάμενους ή ακίνητους, χαρούμενους, άλλωστε τι αγγέλων αγαλλίαμα θα ήταν, του ζωγράφου Κ. Κουτούμπα. Το εξώφυλλο είναι έργο του πρωτοπρεσβύτερου π. Χριστοδούλου Φεργαδιώτη και του υιού Β.Π.Π., στον οποίον είναι και πάλι αφιερωμένο το βιβλίο γενικά. Φυσικά έχει και τις επιμέρους υποτίτλιες αφιερώσεις, όπως το συνηθίζει ο ποιητής σε φίλους και γνωστούς, ένας χαιρετισμός μακρινός, μια νοητή χειραψία εγκάρδια, ένα νεύμα αγάπης στον καθένα.
Ανορθόδοξα κι εντελώς παρενθετικά αναφέρω τις χειρόγραφες αφιερώσεις του ποιητή πάνω σε βιβλία του τα οποία χαρίζει όπου αυτός νιώθει αυτή την ανάγκη. Γραφικά κι αισθητικά θυμίζουν, γιατί όχι, έργα της μικρογραφικής τέχνης που κάποτε μεγαλούργησε στο περιθώριο των βιβλίων ή στα αρχιγράμματα σπανίων και πολύτιμων εκδόσεων του άλλοτε.
Τι ψάχνεις να βρεις στα ποιήματα του Π.Β.Π. όταν συνήθως τα σκοντάφτεις, στέκεσαι δίπλα τους, παραστέκεσαι πάνω τους. Νιώθεις να μεταφέρεσαι σε ένα άλλο τόπο και τρόπο ύπαρξης έξω από τη σπάταλη καθημερινότητα, στην οποία δεν προλαβαίνεις να κοιτάξεις γύρω σου κι η μέρα πέρασε, ο χρόνος έφυγε, η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση ζωής συνθλίβεται επί τ’ αυτά. Βαδίζεις σ’ ένα ήμερο, ιερό τόπο που μπορεί να τον δυναστεύει η εκκοσμικευμένη μεταφυσική αναζήτηση, αλλά εν τούτοις συχνάζουν και περνούν, άγγελοι αόρατοι, οι πλέον κοινότοπες αλλά ακριβές και πολύτιμες ουσίες της σκέψης. Κατά πως γράφει στο βιβλίο του ΤΕΡΓΕΣΤΗ ο Jan Moris «Οι μυστηριώδη φευγαλέα σιωπή που διακόπτει μια συνηθισμένη συζήτηση και που, όπως λέγεται, σηματοδοτεί το πέρασμα ενός αγγέλου» (Jan Moris). Σε μια πλακόστρωτη αυλή ενός μοναστηριού, ο αύλειος χώρος μιας παραδοσιακής εκκλησίας, στο αδιαπέραστο τοίχο της σιωπής ή της μετρημένης στην μετάφρασή της, αποκάλυψη της αγωνίας, της κατάνυξης, της ελπίδας, της θλίψης, της προσδοκίας. Αυτά δηλ. τα συναισθήματα τα οποία αποτελούν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες της ανθρώπινης αδυναμίας και είναι μόνιμες προσφυγές όλων των ευαίσθητων ανθρώπων σε ώρα περισυλλογής τους όταν μαζεύονται στο καβούκι της προσωπικής μοναξιάς τους ή απλώνονται στάγδην ή και ποταμηδόν στην άγραφη, λευκή σελίδα της απαίτησης. Η ποίηση του Π.Β.Π., σ’ όλο της τον κορμό έχει πάνω της φυτρωμένα κλαδιά και φύλλα, ρόζους και πέτσες του καιρού, από τα οποία κρέμονται, όπως σε ορισμένα δέντρα τα τάματα των πιστών σε μια παγανιστική θεότητα, προσευχές με συντριβές και παρακλήσεις, διαφυγές (προς τον γενέθλιο άλλοτε ή τους ηγιασμένους τόπους), ενδοσκόπηση με τον έντεχνο λόγο, εργαλείο μετάβασης στον άγνωστο, μακρινό, κόσμο του άχρονου.
Κάτω από τις λέξεις του Π.Β.Π. χωρίς καμιά εκζήτηση φιλολογική, καθαρές, κι απλές όπως ένα κεντητό ακριβής χειροποίητης τεχνικής, απλώνεται η πραότητα και η θαλπωρή του γνώριμου, του οικείου, του καθημερινού αλλά και του διακριτικά αιώνιου.
Το βιβλίο χωρίς να θέλει την ειδική ενίσχυση, αφ’ εαυτού, αυτήν που φορές απαιτείται σαν συμπληρωματικό βοήθημα προς τον αναγνώστη, έχει ένα προλογικό δοκίμιο του κ. Κ. Τσιρόπουλου. Ο έγκριτος διανοητής μιλά γενικά για τους ποιητές τους οποίους για να τους ανακαλύψει και να τους προσεγγίσει ο φιλαμαρτήμων της ποίησης αναγνώστης, σημειώνει πως οι ίδιοι οι δημιουργοί δίνουν «του τείνουν» κάτω από το τραπέζι κάποια κλειδιά, «κλείδες διεισδυτικές» σ’ αυτό. Πάντα άλλωστε η κάτω από το τραπέζι συναλλαγή κρύβει και τη μεγαλύτερη ουσία σε μια επιφανειακά νομότυπη συνύπαρξη. Ο ποιητής επί τω έργω είναι ό,τι φαίνεται σε λέξεις νοήματα, εικόνες, αλλά και ό,τι συνήθως δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού και απλά διαγράφεται αόριστα. Στην ανάγκη αυτή έρχονται οι μελετητές, μελετηροί από χρόνια και βουτηχτές στα ποιητικά νοήματα κι αποκαλύπτουν τις ειδικές σε κάθε ποιητή πηγές τους και τις πληγές του, τα θέλω και τα ήθελα, το τώρα και το αεί, το όλο και το τίποτα.
Ετσι στο εισαγωγικό της συλλογής, δοκίμιο του για τον Π.Β.Π, απαριθμεί και τεκμηριώνει έξη κλείδες αναγνωστικές προς διευκόλυνση της προσέγγισης. Τις αναφέρω επιγραμματικά και παρά το ότι το δοκίμιο είναι γραμμένο το 1996 και διεξέρχεται σχεδόν το μισό της ποίησης του Π.Β.Π, εν τούτοις έχει μια ισχύ εφ’ όλης της ποιητικής του έκτασης και σε όσα μέχρι σήμερα δημοσίευσε αυτός.
1. Δραστική συνείδηση του υπάρχειν. Εννοώ την πράξη όχι μόνον μέσα στον κόσμο όπου εισήλθε με την ερωτική σύλληψη και γέννηση,αλλά και μέσα στον Θεό, καθώς τα εκφράζει η Ορθόδοξη εκκλησία.
2. Ο εγκλεισμός της ποιητικά ανθοφορούσας ύπαρξης μέσα στον κόσμο και μέσα στον Θεό.
3. Ο υπαρξιακός και μαζί λειτουργικός εγκλεισμός του ποιητή σημαίνει την μόνωση του την καταστατική του αυτονομία
4. Η συντριπτική αίσθηση της αμαρτίας και της αδυναμίας.
5. Παραστάτες στη μόνωση του όντος είναι η Προσευχή και η Ποίηση σε συνεχή επαφή, τομή και συλλειτουργία.
6. Η Λευκοπηγή: Για τον τόπο του πρώτου φωτός και του πρώτου σκότους που ο ποιητής έχει συνθέσει πολλά σπαρμένα σε όλες τις συλλογές του ποιήματα.
Αυτή η εξάτιτλος σχεδία του Κ. Τσ. σκιαγραφεί και ορίζει ακτινολογικά και σχηματικά την ποιητική ύπαρξη του Π.Β.Π. Εκεί πάνω της χτίζεται όλο το λυρικό του οικοδόμημα και σ’ αυτή συνήθως ναυαγός των περιστάσεων αφήνεται στα κύματα των συλλογισμών και στους ανέμους του λυρισμού. Θα σταθώ για λίγο στην 5η κλείδα η οποία εισχωρεί σαν καρίνα σταθερότητας στο «Χρυσό καράβι» όλου του ποιητικού του έργου και σ’ όλο το ποιητικό σώμα του Π.Β.Π. Η προσευχή και η ποίηση (ο ποιητής και το έργο του σε μια ενότητα είτε μυσταγωγικής λυτρώσεως είτε εναγώνιας δημιουργίας). Ο ποιητής προσεύχεται αδιαλείπτως αλλά όχι με ευσεβιστική διάθεση με μια συντριπτική φορές επίγνωση του ατελούς. Θα προσπαθήσω ν’ αποδείξω ενστίχως του λόγου το ασφαλές περί του δημιουργού και του δημιουργήματος του ποιητού και του ποιήματος. Από την πρώτη μόνο ενότητα της συλλογής υπογραμμίζω ενδεικτικά:
Το ποίημα, τον ποιητή που θα μας δώσει αίμα
ζωή και όνομα για την αιωνιότητα
Σκύβω μπρος στη χλωμή γαλήνη σου ποιητή μου
και περιμένω την άμπωτη πραμάτεια σου
να πλημμυρίσει το φτωχικό μου ενδιαίτημα
μ’ όλο το φώς της θείας δωρεάς σου
Κάποτε ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο
για τα ποιήματα που δεν πρόλαβαν
να γεννηθούν και σιωπηλά πεθάναν αφήνοντας
μέσα ένα λυγμό, κραυγή ανεπαίσθητη σχεδόν.
Γυμνό κλαδί το ποίημα, προσμένει να ‘βγεί ο χειμώνας
να πάρει απ’ τη ρίζα λίγο αίμα με την άνοιξη
ν’ ανθοβολήσει με την πρώτη ζέστα
Κ’ εγώ που χτίζω σπίτια με τις λέξεις
μία πέννα, ένα μολύβι
είναι η ματωμένη ελευθερία μου
Εξω από κάθε ματαιοδοξία ή ψευδαίσθηση,
ζυγιάζει και ξαναζυγιάζει τους αγαπημένους στίχους
ο ποιητής πορεύεται μονάχος του ανιχνεύοντας
ανάμεσα σε ρίζες και κλωνάρια λέξεων
για τον «Αγνωστο ποιητή»!...
όνειρα κι αχνά περάσματα λησμονημένων
στίχων
δε γεννάει
ποιήματα, να φυλαχτείς φορώντας τα
από την πρώιμη εκείνη ψύχρα
του αινιγματικού και λυπημένου φθινοπώρου
ποίημα που ναυσιπλοεί σ’ όλες τις θάλασσες
να γράφω κάποτε ποιήματα και θρήνους, όπως τώρα
μέσα σε δεκαπέντε στίχους, έστω άτεχνους
Ο Π. έζησε την αγροτική ζωή στην ύπαιθρο και γνωρίζει τα γυρίσματα στο όργωμα. Κι αυτός συνεχώς στα γυρίσματά του είναι που δεν υποδηλώνουν το τέλος της δημιουργίας, αλλά το τέλος του οργώματος και την αναμονή της ανθοφορίας και της παραγωγής. Είναι σε μια διαρκή πορεία διαμόρφωσης του τρόπου του, που όσο πάει γίνεται ελεγχόμενος,. Χωρίς δραματοποιήσεις οι εσχατολογικές του προσεγγίσεις κι όλων των έμψυχων όντων, εν όψει τ’ αναπόφευκτου περάσματος από το υλικό νυν στο άυλο αεί.
Οσο ο ποιητής μας, ο κάθε ποιητής, δημιουργεί και μας συμπαραστέκεται αυτό είναι μια ένδειξη πως στον κόσμο μπορούν και ισορροπούν οι καταστάσεις ή πως μπορεί να φτιάξουν κάποτε τα πράγματα. Είναι μια αγορά μάταιης αλλά ζωτικής παρόλα αυτά ελπίδος. Υπάρχουν δηλαδή ακόμα οι στέρνες είτε στα αυχμηρά «Σουλνάρια» της μικρής πατρίδας του είτε στις πολύβουες Βαβυλώνες του πολιτισμού, που δεν στερεύουν αφού μαζεύουν με ταπεινότητα κι υπομονή ακόμα και τις τελευταίες σταγόνες της βροχής για να προσεγγίζουν εκεί και να πίνουν νερό τ’ αγριοπερίστερα της νοσταλγίας και οι ψυχές των φουρτουνιασμένων· νερό καρτερίας, ελπίδας κι ευφροσύνης, «Αγαλλιάματα» δηλονότι θεία κι υπερκόσμια.
Τα ποιήματα του Π.Β.Π έχουν τη γεύση αλλά και την αφή του αντίδωρου από μια λιτή εσπερινή παράκληση που έχει όσο το δυνατό μικρότερη τελετουργική έμφαση. Σου το δίνει (ευλογία Κυρίου) ταπεινός ιερομόναχος που βιώνει με «εμπάθεια» το ρόλο του στη σκηνική θεία τελετουργία. Βγαίνοντας από τις σελίδες του βιβλίου «Αγγέλων αγαλλίαμα» νιώθεις πως πήρες μέρος σε μια μυσταγωγική ακολουθία στην οποία μετείχαν κατά σειρά ή και αλληλοδιαδόχως η άψογη ποιητική αισθητική, η προσευχή, ο πόνος και ο πόθος, η νοσταλγία, όλα αυτά δηλαδή τα συναισθήματα κι οι καταστάσεις που μας εξανθρωπίζουν κατά τι περισσότερο του συνηθισμένου
Εν τω μηνί Οκτωβρίου ΚΓ’ μνήμη του αγίου Αποστόλου και πρώτου Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιακώβου του αδελφοθέου.
-Αμην.
Ομιλία που έλαβε χώρα στον ιερό ναό Αγίας Τριάδος επί της Κηφισίας οδού την Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009 στην παρουσίαση του ποιητικού βιβλίου του Π.Β.Πάσχου «Αγγέλων αγαλλίαμα». Στην παρουσιαστική τράπεζα οι έτεροι φιλέταιροι ήταν οι: Ηλίας Κεφάλας, Αγγελος Καλογερόπουλος και Μαρία Γραμματικού ποιητές εν γένει και εν είδει. Η έναρξη φυσικά έγινε με ψαλμωδίες της ημέρας. Αυτά έλειπε φυσικά...
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
1 σχόλιο:
''Δὲ μπορῶ νὰ βρῶ πιά, τί θέλει νὰ πεῖ ποίηση. Μοῦ διαφεύγει.
Τὸ ἤξερα, ἀλλὰ τώρα μου διαφεύγει. Ἂν κάποιος μου ρωτήσει αὐτὴ τὴ στιγμή, θὰ ντροπιαστῶ.
Γιατί ἐξακολουθῶ νὰ εἶμαι ἐνδόμυχα βέβαιος πὼς ἡ ποίηση εἶναι μιὰ οὐσία, ἀπαράλλαχτα ὅπως καὶ ἡ ζωή. Καὶ κρύβω, κρύβομαι, κάτι κρύβω, ἀπὸ κάποιον κρύβομαι. Σὰ ν' ἀρχίζω νὰ γίνομαι τρελός, καὶ νὰ ντρέπομαι''.
Γιώργος Σαραντάρης ''Η ποίηση'' απὸ τὴ συλλογὴ «Σὰν Πνοὴ τοῦ Ἀέρα».
Ἐπιμέλεια καὶ Ἀνθολόγηση Μαρία Ἰατρού και τις εκδόσεις ΕΡΜΗΣ, Ἀθήνα 1999.
ΥΓ.Αφιέρωμα στο Γιώργο Σαραντάρη μας προσφέρει το ''Οδός Πανός'' στο τχ.144 με σιντί όπου η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον επιλέγει και τον διαβάζει.
Δημοσίευση σχολίου