Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

Γ. Σεφέρη μνήμη

Σεφερικό παλίμψηστο μηνός Σεπτεμβρίου

Του Β. Π. Καραγιάννη

Τ’ αληθινά βιβλία δεν πρέπει να ‘ναι γεννήματα της μέρας και των ομιλιών, αλλά του σκοταδιού και της σιωπής (Μ. Προύστ)

Τα βιβλία που αγαπούμε ιδιαίτερα, μάλλον πολύ, δηλαδή μέχρι έρωτος, είναι πια σώματα χαρτιού, ύλη γραφική, μελάνη, χρόνος, ενθύμηση. Δεν είναι πλέον περιεχόμενο. Γίναν αντικείμενα χειροπιαστής, στην κυριολεξία, αγάπης. Με σπασμένα τα περιγράμματα του εξωφύλλου που εξείχαν του κυρίου σώματος, με τη ράχη ξασπρισμένη από τη σωματική επαφή, η ανθρώπινη πολυχρησία είναι ευεργετική λένε οι συντηρητές χαρτιού, τ’ αποτυπώματα του ιδρώτα πάνω τους, μολυβιές από λάθος κι όχι εν επιγνώσει υπογραμμίσεις· αυτές ως διάθεση ήρθαν πολύ αργότερα, όταν ένιωσες την ανάγκη να υπογραμμίζεις παρουσίες κι απουσίες ανθρώπων και καταστάσεις ψυχής πολυκύμαντες. Εχουν πάνω τους τη γοητευτική πατίνα του προσωπικού σου χρόνου κι όχι του άξενου πλήθους. Δεν είναι οι συγγραφείς και τα πρόσωπά τους, τώρα είσαι εσύ ο ίδιος μέσα τους, ύλη και περιεχόμενο, από τα οποία πέρασες τόσες φορές έφυγες και ξαναγύρισες.
Ξύνω το φαγωμένο από την αλμύρα του χρόνου σανίδι της εικόνας με τις αναμνήσεις, να βρω τα προηγούμενα στρώματά τους, να τις φέρω μπροστά μου σε μια βιαστική σύναξη, για τη σύναψη μακροπρόθεσμων δανείων μνήμης. Μας χρειάζονται ποσώς στον καιρό μας.
...Τον καιρό της μεγάλης στέγνιας
-σαράντα χρόνια αναβροχιά-
ρημάχτηκε όλο το νησί·
πέθαινε ο κόσμος και γεννιούνταν φίδια…
(Γ. Σεφέρη, από το ποίημα “ Οι γάτες τ’ αϊ-Νικόλα”)
Ξαναξεφυλλίζοντας την έβδομη (στην ίδια λεκτική αντήχηση μόνον, η «Εβδόμη» επιστολή του Πλάτωνα είναι μια ξεχωριστή άσκηση ανάγνωσης και κατατριβής απ’ όταν δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΕΠΟΠΤΕΙΑ, τχ.109 το 1986 ή τότε εγώ την είδα), έκδοση «Ποιήματα» του Γ. Σεφέρη, Ικαρος 1966, (τυπώθηκε σε 5000 αντίτυπα, κόστιζε 70 δραχμές τότε, όπως ξαναδιαβάζουμε στο «ακριβό» «Πάνω νερά» του Γ. Π. Σαββίδη, 1973) η μόνη κι η πρώτη ποιητική συλλογή «ού με εθέσπισεν», Σεπτεμβριανές μνήμες ξεθάπτει. Διαβάζω στην πρώτη, λευκή σελίδα, σ’ εκείνη που συνήθως οι συγγραφείς αποφεύγουν να γράφουν τις ιδιόχειρες αφιερώσεις τους (φορές αυτές αξίζουν περισσότερο από το περιεχόμενο του βιβλίου), αφού μπορεί, χωρίς να γίνει αντιληπτό, να κοπεί και το βιβλίο να ...μεταπωληθεί ή πιο καλά να ξαναχαριστεί, γραμμένο με μαθητική πένα κονδυλοφόρου: «Τρίτην γεννήθη ο Διγενής και Τρίτην θα αποθάνην. 21 Σεπτεμβρίου του 1971». Μέρα θανάτου του Γ. Σεφέρη κι εκείνος ο Σεπτέμβριος μας είχε εύρει, να έχουμε ήδη βρει βιβλιοσώματι τους ποιητές, που στη συνέχεια θα αποτελούσαν αγκωνάρια πάνω στα οποία θα πελεκούσαμε τους τρόπους της λογοτεχνικής ευαισθησίας και στην κατηγορία της ποίησης. Μόλις που μας είχαν τελειώσει με τις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, γράφαμε τα μαθήματα στη Θεσσαλονίκη, κατά τη μεριά Σταυρουπόλεως και Ξηροκρήνης, και επιστρέφοντας στο χωριό γυαλίζαμε την αγωνία, σφιγμένο αμύγδαλο της τύχης και της προσμονής, στα δάχτυλα. Είχα αγοράσει από τη Θ. τις «Μαρτυρίες» σειρά πρώτη και δεύτερη σε δεύτερες εκδόσεις στον Κέδρο, του Γ. Ρίτσου άγνωστού μου στις πολλές, λοιπές, λεπτομέρειες του, ποιητή.
ΔΙΕΡΓΑΣΙΑ
Μέρα με την ημέρα αφοπλιζόταν. Πρώτα γδύθηκε τα ρούχα του,
αργότερα τα εσώρρουχά του, αργότερα το δέρμα του,
αργότερα τη σάρκα και τα οστά του, ώσπου στο τέλος
έμεινε αυτή η απλή, ζεστή, καθάρια ουσία,
που μόνος του, αφανής και χωρίς χέρια, την έπλαθε
μικρά λαγήνια, ποιήματα κι ανθρώπους
Και πιθανόν, ένας ανάμεσα σ’ αυτούς, νάταν κ’ εκείνος.
(Γ. Ρίτσος «Μαρτυρίες» σειρά πρώτη)
Είχα ακούσει εκ ραδιοφωνικής τύχης αγαθής, χωρίς και να το επιδιώκω, το όνομα και ποιήματά του, κάτι το μυστήριο, που δέος και φόβο μου έφερναν τις νύχτες εκείνες· όχι φυσικά γιατί ο σταθμός που άκουγα αθέλητα ήταν «Η Φωνή της αλήθειας» άρα και το κάτι παράνομο, εν αγνοία μου, διέπραττα, αλλά από το πρωτόγνωρο αίσθημα του διαφορετικού. Επρεπε να περάσουν πολλά χρόνια για να κατανοήσω και ν’ εξηγήσω αναδρομικά, μερικά πράγματα κι ιδίως να απομυθοποιήσω έως κατα-καταρρεύσεως «αλήθειες» παγκόσμιες ή κι επιχώριες δοξασίες. Αλλά τότε ακόμη «Γνώσιν άγνωστον γνώναι». Μήπως εκεί δεν άκουσα κι ακόμα το έχω σαν απωθημένο άγνωστο, μια μουσική σύνθεση, κάτι τέτοιο ή μέρος ενός συμφωνικού λόγου, του Μ. Θεοδωράκη, με τον τίτλο «Γρεβενιώτικο παζάρι». Τ’ άκουσα όμως; Ακόμα δεν ξέρω σίγουρα αν ήταν μια πραγματικότητα ή μέρος φευγαλέου, παιδικού ονείρου; Τότε πήρα και το βιβλίο «Ηλιος ο πρώτος» του Οδ. Ελύτη, για τον οποίο είχα ακούσει τους πρώτους ήχους από τη συμπαντική του ηχώ –σιωπές είμαστε στο σύμπαν και μόνον τα ποιήματα καταχωρούνται σ’ αυτό- από τον Χρ. Μπμπκ., μεγαλύτερο και εμβριθέστερον σε όλα του για τα χρόνια εκείνα, συμμαθητής κάπως, που γνώριζε για το καθεστώς της δικτατορίας αφού ήταν έμπρακτα εχθρός του, αργότερα συμφοιτητής, συνδικηγόρος και τώρα συνάγνωστος κ.λπ., να διαβάζει, άκουσον άκουσον, σε εκείνο το ευλογημένο φροντιστήριο του Γ. Δαβιδόπουλου το «Αξιον Εστί». Την 23η Σεπτεμβρίου 1971, μέρες που ο πλάτανος άρχιζε να βρέχει σποραδικά τα κίτρινα φύλλα του, οι εποχές ήταν κανονικές κι όχι υβρίδια σημερινά, είδα στο «Βήμα», (πως βρέθηκε στο χωριό;), μαζί με την είδηση του θανάτου δημοσιευμένο το τελευταίο ποίημα του Γ. Σεφέρη «Επί ασπαλάθων...» ύστερη υπόδειξη κι έκκληση του ποιητή προς τους επίορκους του πολιτεύματος και σε λίγο προδότες της πατρίδας.
Ηταν ωραίο το Σούνιο τη μέρα εκείνη του Ευαγγελισμού πάλι με την άνοιξη
Λιγοστά πράσινα φύλλα γύρω στις σκουριασμένες πέτρες
το κόκκινο χώμα κι ασπάλαθοι
δείχνοντας έτοιμα τα μεγάλα βελόνια
και τους κίτρινους ανθούς.
Απόμακρα οι αρχαίες κολόνες, χορδές μιας άρπας αντηχούν ακόμη...

Γαλήνη
-Τι μπορεί να μου θύμισε τον Αριδαίο εκείνον;
Μια λέξη στον Πλάτωνα θαρρώ, χαμένη του μυαλού τ’ αυλάκια·
τ’ όνομα του κίτρινου θάμνου
δεν άλλαξε από εκείνους τους καιρούς.
Το βράδυ βρήκα την περικοπή:
“Τον έδεσαν χειροπόδαρα” μας λέει
“τον έριξαν χάμω και τον έγδαραν
τον έσυραν παράμερα τον καταξέσκισαν
απάνω στους αγκαθερούς ασπάλαθους
και πήγαν και τον πέταξαν στον Τάρταρο, κουρέλι”.

Ετσι στον κάτω κόσμο πλέρωνε τα κρίματά του
ο Παμφύλιος Αριδαίος ο πανάθλιος Τύρρανος
31 του Μάρτη 1971
Αλλά μήπως πάλι κάνω λάθος. Δεν θέλω να το ψάξω και στο παλίμψηστόν μου ξύνω και ανακατεύω ίσως κι επιτούτου, άλλους καιρούς και διαθέσεις. Δεν είναι και το κύριο η ακρίβεια, δεν γράφουμε διατριβή άλλωστε. Πέτρες της λήθης τελικά προσπαθούμε να μετακινούμε, όταν επιχειρούμε να ρίξουμε νέες σημαδούρες στη θάλασσα των περασμένων μας.
Δεν ξέρω.
.......................
Στο σήμερα, λοιπόν, που είναι πιο ξεκάθαρα τα πράγματα.
Αρχή Ινδίκτου, έκτη ημέρα της, ανάμνηση του εν Χώναις θαύματος στο ορθόδοξο εορτολόγιο, και στο Ηρώδειο νύχτα· σελήνη μόλις επτά ημερών ταξίδευε πίσω από τις αρχαίες πέτρες έπαιζε κρυφτό με τα αψιδωτά ανοίγματα, στο δρόμο της προς Αίγινα η το Αιγάλεω ίσως. Επί σκηνής με τη διεύθυνση του Ανδρέα Πυλαρινού η Ορχήστρα σύγχρονης μουσικής της ΕΡΤ, έφερνε σε πέρας το σκηνικό, μουσικό θέμα: «Σεφέρης-Καβάφης Η μεγάλη συνάντηση» του συνθέτη και συμφωνικής μουσικής Δ. Παπαδημητρίου διευθυντή του Τρίτου Προγράμματος. Είχε προηγηθεί το έργο του «…που για Αλεξανδρινό γράφει Αλεξανδρινός» μελοποίηση ποιημάτων του Κ .Π. Καβάφη και τώρα σειρά είχε ο Γ. Σεφέρης σε πρώτη εκτέλεση. Υπέροχο έργο. «Στην πέτρα της υπομονής/κάθισες προς το βράδυ/με του ματιού σου το μαυράδι/δείχνοντας πως πονείς.» (Η ΛΥΠΗΜΕΝΗ). «Λυπούμαι γιατί άφησα να περάσει ένα πλατύ ποτάμι μέσα από τα δάχτυλά μου/χωρίς να πιω ούτε μια στάλα./Τώρα βυθίζομαι στην πέτρα./ Ενα μικρό πεύκο στο κόκκινο χώμα/δεν έχω άλλη συντροφιά./ Ο,τι αγάπησα χάθηκε μαζί με τα σπίτια/που είταν καινούργια το περασμένο καλοκαίρι/και γκρέμισαν με τον αγέρα του φθινόπωρου», (Από το «Μυθιστόρημα» ΙΗ’). Εμβόλιμα και μοναχικά οι: Μ. Αναγνωστάκης, Κ. Καρυωτάκης, Μαρία Πολυδούρη κι ως εδώ το μαγικό, παρακάτω άρχιζε το ακροατήριο να συνοδεύει χειρονομώντας· ό,τι δηλαδή περισσότερο απεχθάνομαι. Η Φωτεινή Δάρα, υπέρλαμπρο, φωτεινό πουλί στη νύχτα με την ωραία κινητική υπερβολή της, απόρροια της βεβαιότητας για την αισθητική και φωνητική της επικυριαρχία, έκανε εξαίσια τα περάσματα από το ποιητικό λόγο στη μουσική. Είμασταν όλοι εκεί κι ήταν μια αλησμόνητη βραδιά, ότι συνάντησα σ’ ένα μουσικό σώμα τους ποιητές, με το λόγο των οποίων αγάπησα και συνεχίζω.
Αφού βρίσκομαι σε σεφερικά «Περάσματα και χαιρετισμούς» μπήκα σε μια αγαπητική αναδίφηση στις Μεταγραφές του. Διεξήλθα από μια επικαιρική παρόρμηση το «Ασμα Ασμάτων». Εκεί που πηγαινοερχόμουν στις αντικριστές σελίδες του κειμένου των Εβδομήκοντα (Ο), και της μεταγραφής του Γ.Σ., κάτι συνεχώς με εμπόδιζε να καταλάβω προς τι αφαιρέσεις και σιωπές εμφανίζονταν στην μεταγραφή. Αντιγράφω για παράδειγμα από το 5ο τραγούδι μια στροφή:
Εις κήπον καρυάς κατέβην ιδείν εν γεννήμασιν του χειμάρρου,
ιδείν ει ήθνησεν η άμπελος,
εξήνθησαν αι ρόαι·
εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι.
Ουκ έγνω η ψυχή μου· έθετό με άρματα Αμειναδάβ.»
και Αυτός να μεταγράφει: «Κατέβηκα στον κήπο τις καρυδιές/να ιδώ τους ροδαλούς του χείμαρρου,/να ιδώ μην άνθισε τ’ αμπέλι,/μη βγάλαν άνθος οι ροδιές./Δεν ήξερε η ψυχή μου και μ’ ανέβασε/απάνω στ’ άρμα του λαού μου, σαν τον άρχοντα». Εις μάτην έψαχνα να βρω το στίχο «εκεί δώσω τους μαστούς μου σοι». Προς στιγμή σκέφτηκα για τυπογραφική παράλειψη· το έπαθα κι άλλη φορά σεφερικά, όπως σ’ εκείνη την 7η έκδοση πάλι των Ποιημάτων, στην οποία εκ τυπογραφικής αβλεψίας παράπεσαν τα ποιήματα ΤΡΙΤΗ και ΤΕΤΑΡΤΗ από την ενότητα «Σημειώσεις για μια βδομάδα». Την ποιητική ΤΕΤΑΡΤΗ μου αποκάλυψε όλως αιφνιδίως και με ξάφνιασε, ομολογώ, χωρίς να το θέλει, ο Δήμαρχος Κοζάνης Π. Κκλπλς, σε μια δημόσια απαγγελία ποιημάτων από δημόσιους «επιφανείς» (ελπίζω να γνωρίζουν πλέον το «Επί ασπαλάθων...), αλλά επί το πλείστον μερικώς ή ολικώς στη βίωση, της όντως ποίησης, ασημαντοφανείς. («Για μια χαμένη σεφερική ΤΕΤΑΡΤΗ που βρήκε ο κ. Δήμαρχος Κοζάνης», Προλογύδρια παντός καιρού, εκδ. Συν-Εταιρεία-Παρέμβαση, 2003). Προς τι η …Ασματική παράλειψη που δεν ήταν και τυπογραφική· κάπως χαλάστηκα. Στην μεταγραφή του «Α.Α». ο Λευτέρης Παπαδόπουλος (εκδ. Καστανιώτη με ζωγραφική του Αλ. Φασιανού), αυτή βρήκα πρόχειρη, το αποδίδει ως έχει κι όπως πρέπει αυτό το «Ασμα», που δεν είναι παρά ένα από τα σπουδαιότερα ερωτικό ποιήματα όλων των εποχών. Τ’ άλλα είναι ερμηνευτικές ακροβασίες κατάλληλες για τους «αθώους» της θρησκευτικής εσχατολογίας και της ασίγαστης κενοδοξολογίας του ‘Αρρητου, που δεν έχει λόγο για να σταθεί στις παρερμηνείες, αφού κάλιστα και πιό στιβαρά στέκετε με το γνήσιο λόγο της μεγάλης θεολογικής σκέψης.
Κατέβηκα στον κήπο μου να δω τις καρυδιές μου
τα βλαστάρια για να δω γύρω απ’ τα ρυάκια,
να δω αν άνθισ’ η ροδιά, αν άνθισε τ’ αμπέλι.
Στον κήπο αυτό τα στήθια μου θα σου τα παραδώσω.
Τίποτα δεν γνώριζε η άμαθη ψυχή μου.
Κι έγιν’ από τον πόθο μου αρχόντισσα του κόσμου.
14/9 παραμονή Βησσαρίωνος επισκόπου Λαρίσης προστάτου των ανθρώπων του Θεσσαλικού κάμπου, άκουγα τους λυρικότατους Χαιρετισμούς του Τίμιου Σταυρού (Χαίρε ξύλον ζωομύριστον και θαυμάτων θησαυρέ· χαίρε τρισόλβιε και χαρίτων παροχεύ). Θεατής έξω από το ναϋδριο της Μεταμορφώσεως, μαζί με τους παραδοσιακούς εξ Αγράφων απόγονους εκείνων των επήλυδων, που ήρθαν στην πόλη κάπου το 1612, κι έκαναν πάλι, όπως κάθε χρόνο, εις ανάμνησιν εκείνης της «εγίρας» την παράκληση μετ’ αρτοκλασίας και μνημόνευση ατέλειωτης κατεβασιάς ονομάτων υπέρ υγείας τους κ.λπ. Παρείσακτος του λόγου τους, αλλά θερμά οικείος αυτού του στην πράξη θραύσματος της τοπικής ιστορίας. Σ’ εκείνη την λυρικότατη αργόσυρτη, βραδινή, μονοτονία μου ήρθε στη μνήμη το ποίημά του «Αργά μιλούσες».
Επιχειρώ, γιατί όχι, και εγώ μια αδόκιμη μεταγραφή, μέρους του.

...και τι είχες γίνει
στη μικρή μας οικουμένη
μια άγραφτη αγάπη ξεγραμμένη
κι ένα στεγνό λαγήνι

κι αυτό το βράδυ... να ήμουνα ο τόπος
που τη γύμνια σου ως τη μέση
θεέ μου πόσο θα μ’ αρέσει
μαζί και της ψυχής σου ο τρόπος.

Υ.Γ.1. Στο Σεπτεμβριανό αναγνωστικό “Ημερολόγιο Καταστρώματος” ακόμα εφημερεύει. αργόσυρτα επίτηδες, το βιβλίο: “Ζήτημα φωτός” Ο Θανάσης Χατζόπουλος ανθολογεί τις ΜΕΡΕΣ του Γ. Σεφέρη, Ικαρος 2007.
Υ.Γ.2. Εν αναμονή στη τη βάρδια ανάγνωσης, του Δ.Ν. Μαρωνίτη τα δεκατρία μελετήματα για το Γ. Σεφέρη, τα οποία όπου να ‘ναι αφικνούνται.


21 Σεπτεμβρίου 2008

Δεν υπάρχουν σχόλια: