Εφημερεύουσες φαρμακείες
Μηδείς ανώνυμος υβριστής
εισίτω (επώνυμοι όμως γίνονται δεκτοί)


Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2008

Εορταστικά και αυτο-επικριτικά

ΕΟΡΤΙΟΣ ΑΦΗΓΗΣΗ


Ματαιοσπουδαρχίας, ματαιοπονίας, ματαιοδοξίας κι αδολεσχίας, υπότροπος κατ’ εξακολουθησιν

Του Β.Π. Καραγιάννη


-Καλά δεν έχεις άλλη δουλειά να κάμεις κι ασχολείσαι κατ’ εξακολούθησιν κι υποτροπήν “με πράγματα ουχί παραδεδεγμένης χρησιμότητας», δηλονότι με το σχολιασμό των επώνυμων, σοβαρών αλλά πρωτίστως ασόβαρων, τοπικών προσώπων και διαπραγμάτων;
- Εχω!...
Να ξαναδιαβάσω λ.χ., μάλλον να πρωτοδιαβάσω ολοκληρωμένα κι ώριμα, το Δ. Σολωμό στην έκδοση της Στιγμής που επιμελείται ο ομ. καθ. φιλολογίας Ηρακλείου, κ. Στυλιανός Αλεξίου τον οποίο, προβλεπτικός και διορατικός, όπως σε όλα του, ο Δήμος Κοζανιτών, τον ετίμησε ζώντα, δια ονοματοθεσίας σε δρόμο του συνοικισμού Πλατάνια. (Που τον ήξεραν οι αθεόφοβοι;)
***
Ισως να το έλεγε, μήπως το είπε, δηλαδή το έγραψε στις επιστολές του, στον Αλεξ. Παπαδιαμάντη, ο πατήρ του Οικονόμος Αδαμάντιος Εμμανουήλ, ιερέας δηλαδή σφιχτός στη διαχείριση των οικονομικών, οικογενειακών ζητημάτων, καλός καγαθός λευίτης στη διακονία της πίστης των κατοίκων της νήσου Σκιάθου. Αλλωστε, τα ‘βγαζε εκ των περιστάσεων δύσκολα, καθότι πολυφαμελίτης κι ήθελε τον μορφωμένο κανακάρη του κάπως εργαζόμενο εκεί στης Αθήνας, της νέας Βαβυλώνας, τα ιατρεία-διαφθορεία. Τουλάχιστον τον επιούσιόν του! Σίγουρα όμως το σκεφτόταν. Κι Αυτός έγραφε, έγραφε μετέφραζε, έψελνε, έπινε, εζούσε όπως όπως, καθώς οι περιθωριακοί, οι φοβισμένοι της ζωής, οι δειλοί, οι άτολμοι· αλλά εν τω μεταξύ δημιουργούσε, χωρίς να το γνωρίζει ο τάλας, για όλους μας, για τους τότε, τους σήμερα, τους αεί γνώστες κι αναγνώστες του. ‘Η μήπως αυτό το έγραφε, αυτοσαρκαζόμενος, ο ίδιος ο Ππδ., για την απελπιστική καθημερινότητα που περνούσε κοιταγμένη στο βιωμένο του χρόνο αλλά και στη συνέχειά του, μιας και καθόλου δεν ήταν βέβαιος για την αιωνιότητα του έργου του, που για αυτόν ήταν μόνο το μέσον για τον επιούσιο αγώνα ύπαρξης.
Δεν νιώθω προφανώς του αυτού διαμετρήματος ουδέ τα κορδόνια της λογοτεχνικής του αιωνιότητας μπορώ να λυνω-δένω.
Ηθελα να πω στην καθόλου υποθετική ερώτηση της αρχής του παρόντος, πως ναι έχω κι άλλες δουλειές αλλά και δουλείες να κάνω και να υποστώ. Αυτό όμως δεν με απαλλάσσει της αμαρτωλής έξεως να ενδιατρίβω σε φαινόμενα του καθημέρας βίου, που εγγίζουν στην σοβαρότητά τους, το πρώτο διαπίστευμα, αδοκίμως έστω. Νάτην κι η ηθελημένη σεμνοτυφία και ο αυτοοικτιρμός που ‘ναι μια συνθήκη όχι ασυνήθιστη στους κύκλους των περι-διαγραμμάτου όντων.
Η σχολιογραφική, ας μη την ονομάσουμε συγγραφική, εφήμερη ματαιοπονία, που δεν αφίσταται της ματαιοσπουδαρχίας αλλά και μιας κάποιας ανθρώπινης ματαιοδοξίας, κατάντησε μια εθελούσια σύμβαση προσχώρησης προς το ανωφελές της ιστορίας. Αυτή συνήθως παραπέμπει, για να στηρίξει τα λεγόμενα της σε άλλους, σε τρίτους, σε τέταρτους. Ψάχνει, βέβαια και τώρα να βρει ένα δύο επιχειρήματα, να δικαιολογηθεί ενώπιον εαυτής κι αλλήλοις. Σ’ εκείνους δηλαδή που με καλή προαίρεση και διάθεση, ως οι καλόπιστοι τρίτοι σε ημινόμιμες συναλλαγές, τους μελετούν στις σελίδες του τοπικού τύπου. Τα κείμενα δημοσιεύονται σε όλες τις εφημερίδες, σαν κομματικές προκηρύξεις ή ανακοινώσεις της Ν. Αυτοδιοίκησης λ.χ. περί των επιλεξίμων ειδών στην αγελαδοτροφία, στην σπορά του μαλακού ή σκληρού σίτου, ή διαγκωνίζονται στα τοπικά σάιτ των ηλεκτρονικών κόμβων ποιο θα καταλάβει το διήμερον της διαδικτυακής δημοσιότητος. Διότι είμαστε δυο, είμαστε τρεις, τέσσερις οι οιονεί κήνσορες και κλητήρες του μάταιου λόγου, που πήραμε εργολαβικά αλλά με ζημία (το αζημίωτο ανήκει και μας περιμένει στη σφαίρα του απρόσιτου κόσμου των ιδεών και των ηθικών αμοιβών και της εξ αυτού υστεροφημίας) άλλος να σώσει και καλά τον κόσμο εν θρησκείες, προσευχές, μετάνοιες κι ελεημοσύνες, άλλος να συν-σαρκάσει αυτόν εν εξουσίες κυρίως κι άλλος να καταδιασκεδάσει αυτούς εν τοις ακατασχέτοις προσωπικές και ... λαογραφικές αδολεσχίες.
Ας γίνουμε πιο σαφής στην ήδη αοριστία μας.
Α. Οι άρχοντες κι οι συνάρχοντες κάθε υφής και αποχρώσεως είναι μια εύκολη σχολιογραφική υπόθεση για όποιον θέλει να περάσει την ώρα του σχολιο-διασκεδάζοντας. Αποτελούν εν ασκήσει και αθλήσει μια ακένωτη δεξαμενή έως και σπαρταριστών επεισοδίων στα οποία πρωταγωνιστούν. Για να μην τους αδικούμε τους ανθρώπους, δεν σημαίνει πως όλοι αυτοί τους οποίους περνούμε από διάφορα κόσκινα, διυλίζοντάς τους- επί το πλείστον μας έχουν γραμμένους κανονικά- δεν αξίζουν σαν άτομα στη ζωή και στους ρόλους τους; Πιστεύω, όμως πως μόλις ντύνονται τη λεοντή της αρχής και της εξουσίας γίνονται άλλοι άνθρωποι, ευεπίφοροι σε κάθε ευτέλεια λόγου και πράξης. Μετέρχονται ή υπακούουν και σε ό,τι γελοίο μπορεί να σοφιστεί η εκδικητικότητα του ανήμπορου πολίτη, για να τιμωρήσει στο πρόσωπό τους την κατάσταση γενικώς.
Β. Οι μόλις παραπάνω επειδή για να παίξουν τους ρόλους τους πληρώνονται από τον κόσμο, το λαό, όλους μας, νομίζουμε πως έχουμε δικαίωμα να ασκούμε εναντίον τους λόγους κρίσης και κατάκρισης. Οφείλουν να τον δέχονται καλόπιστα όσον καιρό πληρώνονται από το δημόσιο ταμείο. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως η εκλογή του (κι ακόμα χειρότερα η επιλογή του) τον δικαιώνει μόνιμα και τον απαλλάσσει κάθε ψόγου, πολύ δε περισσότερο εκείνοι οι «τα φαιά φορούντες και περί την ηθική λαλούντες», οι οποίοι ενώ ισχυρίζονται πως επιλέγονται ελέω Θεού και αγίου Πνεύματος (δικαίως αφού το εν εκ της Τρισυποστάτου θεότητος ασχολείται με τις αρχαιρεσίες τους), εν τούτοις τους πληρώνει όχι η τράπεζα του αγίου Πνεύματος των Ρωμαιοκαθολικών, αλλά οι ασύδοτα κερδοφόρες ελληνικές τράπεζες, σε βάρος όλων, πιστών κι απίστων. Ολοι τους είναι άψογοι επαγγελματίες στο είδος τους και θέλουν να κάνουν, και καλά κάνουν, τη ζωή τους, όσο καλύτερη μπορούν κι όσον χρόνο περισσότερο, δύνανται. Δεν νοιάζονται για τίποτα άλλο γήινο ή υπεργήινο. Εντελώς ανθρώπινα, εξηγημένα (κι ευλογημένα, απ’ αυτούς) πράγματα.
Αλιεύω πάραυτα κάποια συμβάντα που υπέπεσαν στην αντίληψη μου τα οποία ανήκουν στην υπό εξέτασιν κατηγορία των «αχρήστων».
Τις προάλλες πήρε τ’ αυτί μου (μήπως από τον κ. Νομάρχη;) σε μια διασκεδαστική ομήγυρη εμπόρων και δημοσιογράφων πως: «ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός σχεδόν ξεκίνησε από την Κοζάνη και με τα καραβάνια πήγε στην κεντρική Ευρώπη μεγαλούργησε, διέπρεψε, διαδόθηκε και γύρισε πίσω». Κάτι τέτοιο. Κανείς από την «τοπική δημοσιογραφική, μόνιμα πειναλέα, κρίσιμη μάζα» (συνεχώς τραπεζώνεται από τους υπό ιδιοτελή αυλο-βλακο-κολακείαν χρήστες τους -διετέλεσα κι εγώ κάποτε πειναλέως συνδαιτήμων του αείποτε ευλαβούς βουλευτού, και δυστυχούς πολιτευτού κ. Ρούλη Κοκελίδου-) είπε τι, και τι να πει, αφού το πλείστον τους στην παχυλή μη γνώση πάντων κολυμπούν· κι είναι η συντεχνία που ενετάχθη ασφαλιστικά στην κατηγορία των επιστημόνων και συν-απεργεί κατά καιρούς μ’ αυτούς! Τι είναι αυτά που φορές ξεφεύγουν από το έρκος των οδόντων των επωνύμων; Δεν είναι η άγνοια αλλά η ευκολία με την οποία δίδεται στο κοινό το κενό της σκέψης. Η νοσογόνα αυτή κατάσταση ενδημεί στις «ανώτερες» δημόσιες τάξεις κι επιδεικνύεται με τόση έμφαση και συχνότητα ως σημαία και σήμα κατατεθέν της ημιμαθείας, μητέρας πάσης εν γράμμασι, παθήσεως.
-Μυστήριον ξένον!
Ακουσα εσχάτως, ένα και(ε)νοφανές «Απολυτίκιον» του αγ. Νικολάου που έχει ως εξής: (Ηχος Α πρ. «Προς της Ερήμου πολίτης»)
«Της Κοζάνης την πόλην εκ πολλών περιστάσεων και δεινών ερρύσω παμακάρ ιεράρχα Νικόλαε και ώφθης τω λαώ σου θαυμαστώς ως άγγελος κυρίου του Θεού. Δια τούτο ως προστάτην ημών στερον γεραίρομεν κραυγάζοντες δόξα τω σε δοξάσαντι Χριστώ, δόξα τω σε θαυμαστώσαντι, δόξα τω ενεργούντι δια Σου πάσιν ιάματα».
Τις ανακρίβείες στο ιστορικό και ...σωστικό πεδίο και την εξ αυτού τούτου ασχετοσύνη του συντάξαντος το τροπάριο, αποδείξαμε σε προηγούμενη επιφυλλίδα στο «Θάρρος» του νυν Δεκεμβρίου. Αλλο είναι τώρα το θέμα.
Το Απολυτίκιο ενέσκηψε εσχάτως όχι μόνο στον Καθεδρικό της πόλεως, αλλά ιμπεριαλιστικώ τω λόγω, διαχέεται προς υποχρεωτική, ψαλτική διεξαγωγή, μαζί με αυτό του πολιούχου του τοπικού ναού, σε όλες τις εκκλησίες της Μητροπόλεως, ακόμα και σε εκείνες που οι άγιοι είναι καταφανώς ανώτεροι κατά την εκκλησιαστική τάξη, του γλυκυτάτου αγίου Νικολάου. Του «παππού» της πόλεως όπως τον ονομάζουν με οικειότητα συνεπικουρούμενη με ελαφρότητα οι παλιοί της κάτοικοι, που φέρουν το ιστορικό προσωνύμιο «σιούρδοι» μιλούν δε άψογα τα «σούρδικα».(1). Ο συνθέτης του άγιος Ιωήλ Εδέσσης, Αλμωπίας και δεν ξέρω ποιας άλλης περιοχής, αντέγραψε, και καλά έκανε για το ρόλο του, τροπάρια των πολιούχων άλλων πόλεων και το προσάρμοσε στα εδώ. Ετσι οι κανονικοί της θρησκείας κι όχι οι εξ απονομής ελέω Θεού της αγιοσύνης τους, «Αγιοι», οι «Φίλοι του Θεού» κατά τον ελλογιμότητο Π. Β. Πάσχο, νιώθουν να περιορίζονται στο ρόλο και το καθήκον τους, αφού τους κόλλησε σαν παράσιτο δίπλα τους, άγιος τρίτος, ο οποίος διεκδικεί ισοτιμία μέχρι και πρωτείον πολιουχίας και δίκην ομπρέλας ανοίγεται ύπερθεν των χωρικών τόπων. Οδηγούνται σε υποχρεωτικό, δυσάρεστο συγχρωτισμό, με τον πολιούχο της πρωτεύουσας πόλεως και μητροπόλεως, γίνονται αντίπαλοι έως κι εχθροί του Θεού. Ομως κάθε «άγιος» στο πάγκο του και το παγκάρι του γράφουν οι σημερινοί Πατέρες της εκκλησίας.
Ερώτησα έναν ευσεβή, απλό ιεροψάλτη του συλλόγου «Ιάκωβος Ναυπλιώτης» περί της ποιότητας του εν λόγω Απολυτικίου και μου είπε πως τέτοια μπορώ να σου γράψω όσα θέλεις, ο δε Χοράρχης μας, που είναι και πλέον ειδικός, ακόμα περισσότερα.
Θυμήθηκα τον Γιάννη Ρίτσο και το «Καπνισμένο τσουκάλι» του.
«Τέτοια ποιήματα σου φτιάχνουμε εκατό την ώρα».
Το έχουν ανάγει σε ναρκισσιστική φάμπρικα οι τοπικοί αρχιεπίσκοποι να εισάγουν νέα τροπάρια των αγίων που προστατεύουν την πόλη τους, κυρίως στις ημέρες της δόξης τους, λες και δεν τους έφτανε το ειδικό του αγίου, αναγνωρισμένο κι ευλογημένο πανταχόθεν. («Κανόνα πίστεως και εικόνα πραότητος…»). Μ’ αυτά και μ’ αυτά προσπαθούν να επιβεβαιώνουν, όμως, τη δική τους επικυριαρχία στους πιστούς στο Θεό αλλά εν εκκλησίες υπηκόους τους, ότι εδώ γίνεται κάτι το εντελώς θεοτικό και σπουδαίο σε και(ε)νοτομία κ.λπ.
Πριν από χρόνια η ποδοσφαιρική ομάδα της Κοζάνης, μετά την ενοποίηση του Ολυμπιακού και του Μακεδονικού το 1964, είχε πλέον κοινό ύμνο, όπως είθισται σ’ αυτά τα ομαδικά, θορυβώδη κι εξαιρετικώς υβριστικά προς τα θεία, σπορ.
Κοζάνη τηνέ λένε
την ομάδα του Βορρά
που θα φέρει στη Κοζάνη
πρωταθλήματα πολλά ...κλπ.
(Στον βίο της διέπρεψε όντως, αλλά στα πρωταθλήματα Γ’ ερασιτεχνικής και λίγο πιο κάτω Δ’ ας πούμε, εκεί που συν-αγωνίζονταν, αυτή η Δημοτική ΠΑΕομάδα στις μέρες μας, με τις ομάδες των κοινοτήτων με τις οποίες συνέπηξε στη συνέχεια τη Δημοτική Καποδιστριακή Ομάδα).
Κανείς τότε από την πόλη δεν διανοήθηκε να επιβάλει αυτόν στις ποδοσφαιρικές ομάδες των χωριών του νομού να «λέγετος» με όλη την τέχνη της κακοφωνίας που διαθέτουν οι συνήθως βραχνιασμένοι κι οξύθυμοι οπαδοί τους, και μόνο γιατί ήταν ο ύμνος της πρωτεύουσας ποδοσφαιρικής πόλης. Λ.χ. στον Κένταυρο Πρωτοχωρίου, στον Μέγα Αλέξανδρο Λευκοπηγής, ή την ...Δόξα Δράμας Αγίας Παρασκευής, μιλώ για τις ομάδες που γνωρίζω, καθότι σ’ αυτές ποδοσφαιρο-ανδρώθηκα, όπως καλή ώρα επιχειρείται να επιβληθή από την μητρόπολη εκκλησία στις εκκλησίες των κοινοτήτων και σε βάρος του τοπικών αγίων, οι οποίοι πιστεύω ότι θα ενοχλούνται σφόδρα απ’ αυτήν την ψαλτική εισπήδηση. Βέβαια οι πλείστοι εφημέριοι έχουν γραμμένη κανονικά αυτήν την οδηγία, στα παλιότερα των υποδημάτων τους, ίσως κι αλλού, καθότι φοβούνται και την οργή του άϋλου μεν, αλλά πραγματικού, πολιούχου αγίου τους, ο οποίος με το δίκιο του οργίζεται από αυτό τον αθεολόγητο κι αθέμιτο ανταγωνισμό.
Κάποια χωριά και κώμες έχουν μέχρι και δικό τους του ύμνο. Ακουσα το «Μαρς» του Βελβεντού, χαριέστατο, σε στίχους του εγχώριου ποιητού Ν. Φυλακτού. Η αρχαία πόλις της Αιανής, της οποίας δεν διασώθηκε ο εθνικός της ύμνος τότε, στα νεότερα χρόνια την τραγούδησε ο αείμνηστος Τ. Γκατζόφλιας (Εκτελούντε πάσε μεταφορέ με τρίκυκλο, ομοίως και λαϊκά λυπυτερά και μη άσματα), με την μονομελή, συνήθως μπουζουκική μουσική του ύπαρξη (κάποιες φορές είχε κι ένα τυμπανιστή κι άλλοτε μια ντιζέζ ξέχειλη στήθους), τα κυριακάτικα απογεύματα στις αυτοσχέδιες ταβέρνες στα χωριά της Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης, ως: «Αιανή Αιανή έχεις καλό τυρί». Δεν είχαν ανακαλυφτεί ακόμα τα αρχαία της γιατί τότε σίγουρα θα την τραγωδούσε ως «Αιανή, Αιανή με το αρχαίο το πολύ». Αλλά και το τυρί δεν ήταν λίγο για την αρχαία πόλη, αφού στον κτηνοτροφικό τομέα την συναγωνίζονταν η όμορος Ροδιανή (σήμερα είναι η συμπρωτεύουσα του ευρύτερου Δήμου Αιανής) και φυσικά στους καιρούς μας την ξεπέρασε αφού διατηρεί σύγχρονο τυροκομείο, ο Ντίντσκος, έχει δε περιπλέον και ναϋδριον στη μνήμη του αγίου Μόδεστου, προστάτη των μικρών και μεγάλων κατοικίδιων ζώων: βόδια, γελάδια, πρόβατα, γίδια, γομάρια κ.λπ. στις 15 Δεκεμβρίου προσέρχονται, έλλογα και άλογα, κι επιδίδονται σε πανύχιους εσπερινούς μετά γλυκυτάτων ψαλμών και τρυφερών ογκανημάτων.
Επίσης η Πρωτεύουσα πόλη Κοζάνη που δεν ηξιώθει του Δημαρχείου εισέτι, δεν επέβαλε στα χωριά να άδεται καλλίφωνα ο δικός της ύμνος: «Της Κοζάνης τα σοκάκια με τα σπίτια τα ψηλά...» που κάποτε τον άκουγα στην έναρξη του προγράμματος του Ρ/Σ της τοπικής ΥΕΝΕΔ και τώρα επιβιώνει μόνον στο οπισθόφυλλο του ετήσιου «Δυτικομακεδονικού Ημερολογίου» που εκδίδει η οικογένεια Αν. Μπέλλου.
Ούτε κι εδώ επιχειρήθηκε ακόμα κι όταν η πόλη αιχμαλώτισε δια του «Καποδίστρια» τα γύρωθεν χωριά της και τα ‘φερε στο δικό της δημοτικό μαντρί.
Παρ’ όλα αυτά.
«Καρδία του χειμώνος Χριστούγεννα, Αις Βασίλης, Φώτα...» (2)
Είμαστε μία πόλη με σπουδαίο εμπορικό και διασκεδαστικό παρελθόν και παρόν στην οποία ο νιάημερος και οι αποκριές, βρέξει χιονίσει (Πάσχα- Χριστούγεννα), μας συνέχουν και μας διαπερνούν σε όλες τις εκδηλώσεις. Φέτος οι δημοτικές κι εμπορικές αρχές έφεραν μια βάρκα-κούνια (η λεγόμενη κούνια που τους κούναγε), μεγάλη σαν γαλέρα (κι ως γνωστόν πρέπει να ‘σαι λέρα για να κυβερνάς γαλέρα), με πειρατές ζωγραφισμένους κι έτοιμους να διασπαράξουν τους καταναλωτές της πόλης, και ένα κύκλω περιφερόμενω καρουζέλ οχημάτων και το έστησαν στην πλατεία. Δεν μας φτάνουν οι μόνιμες ρυπαρές καταλήψεις του ελεύθερου χώρου, από τις κάθε είδους κινητικές ή ακίνητες αηδίες των περιπτέρων! Ετσι είπαν να μας διασκεδάσουν τις μέρες των εορτών. Τα παιδιά ανεβαίνουν, δωρεάν, στη μεγάλη βάρκα χωρίς κουπιά και πανιά και λάμνουν προς το πέρα δώθε του πουθενά. Οπως η πόλη κι η χώρα που λάμνει χωρίς πανιά, χωρίς κουπιά, δίχως έρμα και σε μια διαρκή, εορταστική, τριφηλή μακαριότητα κι αργία, παχαίνει.
Όμως την προπαραμονή των Χριστουγέννων η μεικτή χορωδία Ελίμεια (μαέστρος ο κ. Παφίλης κι ένας ακορδεονίστας τους συνόδευε), στον δημοτικό Αχυρώνα που χτίστηκε στην πλατεία για να θυμίζει Εκείνον («Είδα αυτό το Αχούρι, σκοτεινό/αμελημένο, κι οσφράνθηκα και πάτησα το μαλακό σανό» Τ. Παπατσώνης «Στο βουνό των ελάτων λίγο πριν από τα Χριστούγεννα»), μας θύμισε πως έχουμε εντελώς Χριστούγεννα και πνευματικά με ύμνους απ’ όλη την παγκόσμια μουσική φιλολογία κι όχι μόνον τη Βυζαντινή («Ευφραίνεσθε δίκαιοι ουρανοί αγαλλιάσθε…). Την παραμονή, την ωραιότερη μέρα του χρόνου («Είσαι ωραία σαν την παραμονή των Χριστουγέννων»), η Πανδώρα στα κόκκινα, μπροστά από μια Φάτνη κι ένα …έλκηθρο (τέλος πάντων) παιάνισε τα τραγούδια της μέρας, διαχέοντας παντού τόνους τους τόνους της νοσταλγίας. Το «Χιόνια στο καμπαναριό» με κάνει ακόμα και κλαίω. Τον πεζόδρομο δε διέρχονταν όμιλοι σοβαρών, μαυροντυμένων με τα λάβαρα τους, οι σύλλογοι ποντίων και μικρασιατών, οι μόνοι εκπαιδευμένοι στις παραδόσεις και την ιστορία τους, που έλεγαν τα τόσο ωραία τους κάλαντα.
***
Επειδή για μη ευρυχωρία των δημοσίων αισθημάτων διακρίνομαι, εκ τούτου χρησιμοποιώ ευχές και λόγια τρίτων για να ευχηθώ. Αντιγράφω την κάρτα που έλαβα από τον Σύνδεσμο Γραμμάτων και Τεχνών Ν. Κοζάνης που δείχνει να ξεχωρίζει από όλες τις άλλες για το μήκος της ευαισθησίας, το πλάτος του λυρισμού και το βάθος του νοήματος (άλλωστε τι Σύνδεσμος Γραμμάτων θα ήταν;).
«Καλά κι ευλογημένα Χριστούγεννα και τα ελπιδοφόρα μηνύματα που θα διαλαλήσουν χαρμόσυνα οι χρυσόφωνες καμπάνες ας γεμίσουν την ψυχή μας με χαρά και αγαλλίαση, ελπίδα και αγάπη και ας ευχηθούμε να φθάσουν σε ολόκληρη την οικουμένη ώστε το Πανανθρώπινο αξίωμα της Αδελφότητας να κατακτήσει τις καρδιές μας, να γίνει το πύρωμα του νου και οδηγός των ανθρωπίνων πράξεων». Μήπως βέβαια ν’ αρκεστούμε σ’ ότι επισημαίνει ο Μπόρχες που το σκέφτηκαν κι οι Τσέστερτον και Ουίτμαν, «πως αυτό καθ’ αυτό το γεγονός ότι υπάρχουμε είναι τόσο μεγαλειώδες, ώστε καμιά κακοτυχία δεν πρέπει να μας αποδεσμεύει από την οφειλή κάποιας εγκόσμιας ευγνωμοσύνης».
-Αμήν…


Σημειώσεις

1. Διαβάζοντας το βιβλίο Β. Αλεξάκη «μ.Χ.» που μόλις κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Εξάντας, είδα πως στις Αναστενάρηδες εκδηλώσεις του Λαγκαδά οι ακαώς, αλλά διακαώς, περιπατούντες επί των αναμμένων κάρβουνων, μιλούν μια ειδική γλώσσα τα «σούρμπικα ή σούρντικα». Τους άγιους τους ονομάζουν «παππούδες». Γιατί μου ήρθαν αυτοί οι συνειρμοί άραγε;
2. Αλ. Ππδ. «Ερωτας στα χιόνια»

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Gostei muito desse post e seu blog é muito interessante, vou passar por aqui sempre =) Depois dá uma passada lá no meu site, que é sobre o CresceNet, espero que goste. O endereço dele é http://www.provedorcrescenet.com . Um abraço.