Κυριακή 30 Ιουνίου 2024
Το τραγουδι της θάλασσας
Προ αιώνων/
Ο Τζέημς Κουκ φεύγοντας από το χωριό του/
τράβηξε προς τη θάλασσα που τον καλούσε/
Οταν την είδε στάθηκε ν’ ακούσει το τραγούδι της/
και αποφάσισε να ταξιδέψει να βρει την άλλη γη/
να βρει την άλλη θάλασσα./
Πριν χρόνια ένα μικρό κοριτσάκι στάθηκε/
μπροστά στη θάλασσα της Κέρκυρας μαγεμένο/
«Θα ταξιδέψω» είπε σιωπηλά· και ταξιδεύει.../
Πριν μέρες ένα μικρό όμορφο κοριτσάκι/
κοιτούσε τη θάλασσα της Κατερίνης /
- Τι είναι αυτό; θα σκέφτηκε. /
Δεν μπήκε μέσα της ότι ήδη κολυμπούσε/
σε μια θάλασσα ασυγκράτητης αγάπης /
Στην ξηρά ριχμένος με βράχους και ρυάκια/
το καλοκαίρι εκμετρώ ψάχνοντας /
της λησμονημένης αγάπης τα δρομάκια/
Mπαρμπας...
Εστιν ουν «μπάρμπας» ο θείος εξ αίματος η αγχιστείας αλλά και ο τρίτος άσχετος άγνωστος περαστικός αδιάφορος
- Ε μπάρμπα τι ώρα είναι; με ρωτηξε κάποτε ένα ον εξω από το καφενείο στο χωριο. Κοίταξα γύρω μου κανεις . Αρα εγώ ήμουν αυτός. Κατάπια τον προσδιορισμό ως να καταπινα ιδρώτα κροκόδειλου.
Τον καιρο του κοσκωτακισμου ο όρος μπαρμπας ήταν στα πάνω του αφού ήταν το ψευδώνυμο πρωταγωνιστου του σκανδάλου υπουργού.
Είδα τωρα στο διαδίκτυο μια φωτ της εφημερίδας Αυγής τότε που ήταν ΑΥΓΗ ακόμα κι όχι λυκαυγές σημερινο, μια φωτ του Νίκου Πλουμπιδη ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ στον εμφυλιο που εκτελέστηκε ως παράπλευρη απώλεια της υπόθεσης Μπελογιάννη να κρατα την εφημερίδα εκείνου του καιρού ως ασπίδα προστασίας
Η ιδιοκτησία της νυν εφημερίδας το κόμμα δηλ την έκλεισε. Θρήνος; Ήπιος. Είχε προ καιρού χάσει την εξωθεν μη πω πανταχόθεν καλή μαρτυρία της· Ημιν τοις αλλοτε φιλοις και μετόχους της μια περαστική θλίψη
Υ Γ Ο Ν Πλουμπιδης είχε το επαναστατικό ψευδώνυμο « Μπάρμπας»
Δευτέρα 24 Ιουνίου 2024
24 Ιουνίου «Φωτιές του αϊ Γιάννη» Γ. Σ)
Πριν χρόνια. Δημαρχείο Γλυφάδος. Γάμος πολιτικός. Λιγοστός κόσμος. Με μαύρα γυαλιά ωσάν μυστικός πράκτωρ ή της ασφαλείας δια την απόκρυψιν της συγκινήσεως...
Απόγευμα στο κέντρον Αθήνα γύρωθεν της Εθνικης Βιβλιοθήκης και του Πνευματικού Κέντρου. Κάθομαι σε παγκάκι βιβλιορεμβάζων. Αλλοδαποί στεγνώνουν την ύπαρξη τους. Φεύγω. Κοντά στο άγαλμα του διαλογιζόμενου Κ. Παλαμά με φρίκη διαπιστώνω πως ξέχασα ή έχασα τα γυαλιά ηλίου. Πίσω με ελάχιστες ελπίδες. Στο πρώην παγκάκι μου ένας μαυριδερός υπομειδιούσε :
- Σε είδα που έφυγες και ξέχασες τα γυαλιά, σε περίμενα.
Με διέλυσε ο πρόσφυξ...
Είπα να συγκινηθώ. Δε θυμάμαι αν τα κατάφερα...
“…Μα εσύ που γνώρισες τη χάρη της πέτρας πάνω στο θαλασσόδαρτο βράχο /
το βράδυ που έπεσε η γαλήνη /
άκουσες από μακριά την ανθρώπινη φωνή της μοναξιάς και της σιωπής
μέσα στο κορμί σου /
τη νύχτα εκείνη του αϊ-Γιάννη /
όταν έσβησαν όλες οι φωτιές /
και μελέτησες τη στάχτη κάτω από τ’ αστέρια.” (Γ.Σ.)/
Γαλατόπιτες Λευκοπηγής γλυκιες
Ερωτηθείς κάποτε από το δάσκαλο του ο μαθητής Πασχαλης Αισος ποτε γεννήθηκε απήντησε :
- Τς γαλατόπιτες δάσκαλε. Κι ήταν βέβαια ημερομηνία ηγουν 50 μέρες μετά το Πάσχα και Κυριακή δηλ την Πεντηκοστη όπως σήμερα.
Όταν η γιαγιά μου ηρθε απο την Πυρσόγιαννη νυφη στη Λευκοπηγη είδε πως κάνουν την γαλατοπιτα αλμυρή και εξεμανει.
- Α ρε κούτσουρα ρίχνετε αλάτι στο γάλα χλεύασε .Ζάχαρη μωρε Ζάχαρη .
Έφερε έτσι τη ζάχαρη στην γαλατόπιτα κι έκτοτε η οικογένεια μας σ όλο το εύρος της κάνει γαλατοπιτα γλυκια
Η εικονιζόμενη είναι φτιαγμενη σήμερα το πρωί από τη μάνα παντα γλυκια εννοείται (η μάνα)
Ψυχοχάρτι
Η μάνα συμπλήρωσε τα ονόματα στο ψυχοχαρτι/
Με την κολλυβογράμματη πλην αναγνωστεα γραφή της/
Πάσχος (σύζυγος πατέρας) Βασίλειος (παππούς) Βαγια (γιαγιά) Γεώργιος, Παναγιω, Παναγιω
και αλλά ονόματα του μακρινού μου αλλοτε/
Έτσι οι ψυχές δε θα μείνουν αδιάβαστες /
Και πεινασμένες να περιφερονται/
λυσσασμένες για εγκόσμιες ευχες/
παρακλήσεις κεριά σιτάρι θυμιαματα/
Στο μέγα Ψυχοσαββατον της Πεντηκοστής/
Το πανηγυρι των ψυχών /
παρόντες όλοι οι αγαπημένοι απελθόντες/
ΥΓ της τελευταίας στιγμής
+ Αθανάσιος (18 -1-2024) μάνα συμπληρωσε/
Αθανάσιος …
«Μνημες φυλακισμένες μου, και τι σας φέρει;» Τ Κ Παπατσώνης
Είχε την όψη ιατροφιλοσόφου του ύστερου Διαφωτισμού/
Ποιητής ερευνητής συγγραφέας, του παραλόγου μύστης δεινός/
Από αυτούς τους πιο πολιτισμένους του πολιτισμου/
Ο Χ Μπέσσας· κάθε που τον θυμάμαι συγκινούμαι εμφανώς /
(Έργο του Κ Ντιο )
Εις καυσων
Μη έχων στον καύσωνα που το σώμα του να γειρει/
Στου Συνβιβλιοπωλειου κατέφυγε τη δροσερή γαληνη/
Κλειστον! Η Κ με του χωριου της ήδη βάφεται τη γύρη/
Κι άφησε τους καθημερινούς της ναυαγούς στης μοναξιάς τη δίνη/
Δευτέρα 17 Ιουνίου 2024
Στην 4η έκθεση βιβλίου
Στην 4η έκθεση βιβλίου με πόζα ελαφρώς στοχαστική/
Στην πλατεία Κοζανης το πηγαινελα των συγγραφέων επι-θεωρώ/
Δίπλα από κάτι αρχαιοπληκτους με αγοραία σοφιστική /
με ευμενή ουδετερότητα τα διαθραυματιζομενα θωρώ/
«Και τι δεν θα ‘δινα...»
«Και τι δεν θα ‘δινα...» που γράφει ο Χ.Λ. Μπόρχες/
στο «Ελεγείο της ανέφικτης ανάμνησης»/
στα χώματα της πλατείας Λευκοπηγής να ξαναπαίξω /
με φίλους του καιρού ένα διπλό ή μονότερμα /
Εκεί έμαθα της μπάλας το νταλκά./
κι εσημείωσα κατόπιν περί τα 1000 γκολ όσα κι ο Πελέ/
στις σχολικές αυλές, τις καλαμιές, τα ισιώματα,/
τα τσαϊρια, τα λιβάδια ,τις πουρναροανοιχτωσιές./
Οταν εντρίπλαρα σχεδόν ποιητικά τους αντιπάλους /
Και εκάρφωνα τη μπάλα στο κενό ελλείψει διχτυών./
Είχα προστάτες αγίους τον γκολτζή Γ. Σιδέρη/
του Ολυμπιακού που μισούσα εν τούτοις παιδιόθεν/
κι αργοτερότερον Γ. Κούδα Θεσσαλονίκης το κλέος /
του Πάοκ που ελάτρευα και σχεδόν αγαπούσα /
(Τώρα σ’ όλα αυτά είμαι πρώην ή τέως)/
Κανείς δεν πιστεύει πως αυτό το μαλθακό /
μαλάκιον, κάποτε αλώνιζε τις ανοιχτωσιές./
Κανείς δεν με πιστεύει ούτε εγώ εμένα /
αλλά η φωτ. εκείνου του καιρού τα δείχνει όλα.../
Παρασκευή 14 Ιουνίου 2024
Περί προτ(ρ)ομών
Γεώργιος Σακελλάριος ιατροφιλόσοφος/
ποιητής δηλαδή που απέθανεν από δήγμα /
αγριοκούμπανου πίνων καφέ στο μπαλκόνι/
(«στο σπίτι τ’ς γιατρούς» που το λέγαν). /
Ως Β.Π.Κ. ακουμβώ στην προτομή του/
(και κάτι σαν ζήλια άνευ φθόνου με κεντάει)/
έξω από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης /
(οι ανιστόρητοι την αποκαλούν «Κοβεντάρειο»)/
που σλαβιστί σημαίνει αγελαδάρης./
Ούτε φιλόσοφος ουδέ ιατρός και ποιητής/
διαδηλώνω, μον’ δεινός αναγνώστης, μερικώς/
στιχάκιας κι απείρων κειμένων πεζικάριος./
Με τον ποιητή οδικά μας χωρίζει και μας ενώνει/
η αισθαντική πλατεία Μανόλη Αναγνωστάκη/
Ηδη παίρνω μέτρα δια την προτομήν/
που ήθελε στηθεί εν ζωή μου ίνα ως άλλος/
Π. Γαλακτόπουλος καταθέτω στεφάνι εις εαυτόν/
(και ο κ. Γεώργιος Κούδας αν καλά θυμάμαι)/
Όχι παρά πόδας της προτομής αλλά/
επί κεφαλής ως ο Δαφνοστεφής αγγλοσάξων ποιητής/
στον Βλακοχορτοφάγο του Τζον Μπαρθ. /
Να με θαυμάζουν και να αυτοθαυμάζομαι/
κόβων βόλτες στο δρόμο με τις πικροκαστανιές/
και λάσπη μπροστά από γνωστούς .../
Απολυτίκιον Αναλήψεως (ήχος πανηγυρτζίδικος)
Τι δροσερή δροσιά που είχε ο αρχαίος ναός/
(1664 θεμελίωση 1721 ανακαίνιση εκ βάθρων)/
απόγευμα 12/6 με 35 βαθμούς ο καύσων/
Απόδοση Πάσχα εσπερινός Αναλήψεως/
που σταματάει το πολύ «Χριστός Ανέστη»/
κι επιστρέφει εν θριάμβω το «Δι ευχών» στην απόλυση/
Ο πρωθιερέας γεγονυία φωνή /
κήρυξε λήξη του Πασχάλιου 2024/
και ήδη πλησιάζουν Πεντηκοστή κι άγιον Πνεύμα/
Νύχτωσε όταν πήραμε το δρόμο του χωριού/
που πανηγυρίζει της Αναλήψεως έστω χωρίς ναό/
Χοροστατούσε ο Β. Καράς αν και μη ζων κ.α κλαψούρια/
«Αρατε πύλας αρχόντοι» «Κροτήσατε χείρας λαοί»/
οτι Χριστός Ανέστη εντελώς και του χρόνου.../
Ετσι/
«Εγώ στους ποιητές μου τότε στράφηκα/
Και είδα πως ακούσαν με χαμόγελο/
τούτα τα λόγια· κι Έπειτα στη δέσποινα/
την όμορφη το βλέμμα πάλι στρέφω...»/
(Δάντης, Καθαρτήριο μτφρ Γ. Κοροπούλης)
Ακαδημαϊκός; γιατί όχι...
Οτε ήμην μέτριος έως ασήμαντος μαθητής της ΣΤ’ στα Γυμνασιακά μου όρη, σε ώρα Ιστορίας που μας έκαμνε ο σπουδαίος φιλόλογος Γ. Αντωνόπουλος ερώτηξε το μαθητικό σχεδόν υπνώτον ακροατήριο.
- Ξέρει κανείς σας τι είναι η Ακαδημία βέβαιος για την απάντηση ουδείς ή το ομηρικό κανένας.
Σήκωσα («Ασήκωσε θεέ μου ένα νέο Αλέξανδρο» διάβαζα τότε την Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας» του Κ.Θ Δημαρά Δ’ έκδοση Ικαρος) δειλά και τρομαλέα (πως το τόλμησα;) το ζερβί μου δάχτυλο με το οποίο ρίχνουν στα βόδια άχυρο στη Λευκοπηγή και είπα:
- Το ανώτατο πνευματικό ίδρυμα μιας χώρας που κ.λπ. κ.α.»
Ξαφνιάστηκε μη πω τα ‘χασε. Δεν το περίμενε και ως ντιρέκτ κατά πρόσωπο έλαβε την απάντησή μου.
- Ποιος είσαι εσύ ρα, σχεδόν ενοχλημένος ρώτηξε;
Ημουν μαθητής στις παρυφές των μαθητικών γνώσεων κι επιδόσεων που διάβαζε κρύφα κι επί των γονάτων τις ώρες μαθήματος Σεφέρη Παπαδιαμάντη, Μακρυγιάννη Νέα Εστία, Συζήτηση κ.α
Πέρασαν έκτοτε δεκάδες χρόνια. Με αυτό το ιστορικό μου προηγούμενο λογαριάζω να υποβάλλω αίτηση ευπειθέστατος ή και μεθ’ υπολήψεως στο ευαγές Ακαδημαϊκόν ίδρυμα Αθηνών και περιχώρων για να ακαδηματοποιηθώ. Στο κάτω κάτω πολλοί από τους νυν ακαδημαϊκούς στην ηλικία μου τότε χαμπάρι δεν είχαν τι είναι η ακαδημία υποθέτω. Η έστω η «Παρέμβαση», που διοικώ εδώ και 40 χρόνια ακριβώς και συμπλήρωσε τον απαραίτητο χρόνο ύπαρξης και με τα 220 τχ. να βραβευθεί αυτή κάπως. Ινα μη λένε οι επόμενες γενεές δι’ ημάς αυτό που λεν στη Γαλλία για τους αποτυχημένους: «Τίποτα δεν κατάφερε στη ζωή του ούτε ακαδημαϊκός δεν μπόρεσε να γίνει».
O άνθρωπος που εύρισκε γυαλιά
Ανήμερα της έκθεσης βιβλίου Θεσσαλονίκης/
στο σταντ 126 τη φωλεά της Παρέμβασης/
κάποια ευγενική ψυχή λησμόνησε τα γυαλιά της./
Χτες παρά την γηπεδικήν χώραν Κοζάνης/
λίγο πριν του στρατοπέδου Μακεδονομάχων/
εύρηκα πάλι κάτι γυαλιά πρεσβυωπίας που λεν/
της αυτής ορατότητος μου (γκαβότητας να λέω)/
Οποιος τα ελησμόνησε ας σπεύσει/
ιδιωτικώς ή δημοσίως να τα ζητήσει/
εύρετρα δεν θα του ζητηθούν ήγουν το 7%/
που δίδασκε ο Κ. Βαβούσκος καθηγητής/
στην γλυκεία Νομική Θεσσαλονίκης/
Μ’ εύρηκεν μπόσικον λύπη και νοσταλγία /
αφού πριν 5 χρόνια απέθανεν ο ακριβός φίλος/
Δημήτρης Μεντεσίδης ο καβαφικός
και κεντροευρωπαίος ντιλετάντης μουσικης γραφής και λόγου./
Στη μνήμη του ήπιαμε στην Κλεψύδρα με τον Ρούση/
μία ρακή εκεί που τελευταία φορά/
ήπιαμε μ’ αυτόν μια μπύρα κάτω από τη φλαμουριά./
Αόματος...
Κυριακή του τυφλού κατά Ιωάννη και του αοματου κατά Μιμη Φωτόπουλου στη κάλπικη λιρα. Η ημέρα θριάμβου των δικαστικών αντιπροσώπων ενώπιον των οποίων κάθε εξουσία στέκεται προσοχή. Ακόμα και ενώπιον των βλακών του είδους που παίρνουν την κάλπη απ ωμού αντί του σάκου και την πηγαίνουν στο δικαστήριο προς διαλογής των ψήφων
Ψηφισαμε ότι ουδέποτε απείχαμε ρίξαμε λευκό η ακυρο…
Κυριακή 9 Ιουνίου 2024
Μαγαζί γωνία ...
Μαγαζί γωνία (Χ. Μούκα 1 και οδός Ειρήνης» ή γωνιά του μαγαζιού γραφείου; Περιέχει:
1. Εργο του Κ. Ντιο κατά μίμηση του ζωγράφου Φελίπε Λίπη («Το φιλί που λείπει»)
2. «Καθήμενος με καπαρδίνα διευθυντική» έργο Γ. Κόλλα
3. Κρεμάστρα κουρείου
4. Πίνακας κυρίου κυρίου Κ. Ντιό «Ωραία γυνή γυμνή απλωμένη σε κρεββάτι με γάτα στο παράθυρο»
5. Μέρος πίνακος (με ρολό ελαιοχρωματισμού) μόλις ορατός του Θάνου Καλαμπούκα (+)
6. Μη διακρινόμενα ευκρινώς κασκόλ και παρασόλια, χαρίσματα
7. Ρεπροντουξιόν «Η Γλυκοφιλούσα» από τη συλλογή του Ν. Βελιμέζη
8. Μέρος ρίζας πλατάνου από το βυθό της λίμνης - ποταμού Πολυφύτου – Αλιάκμονος
9. Ράχαι φακέλων συνεδρίου (έργα τέχνης) για τον νεοελληνικό διαφωτισμό του 1997 που έγινε στην Κοζάνη έργο Δημήτρη Χάτσιου
10. Φωτ. του πατέρα με ανοιχτό το βιβλίο «Το χρώμα της νοσταλγίας» (μου και αυτού)
11. Ράχες βιβλίων: Εκλογή Α και Β, Τ. Παπατσώνη, Τα γράμματα στη Ραχήλ Κ. Παλαμά, Ποιήματα 1943-2008 του Γιώργη Παυλόπουλου, Αναθεώρηση τέχνης του Δ. Ραυτόπουλου, Νοβάλις στοχασμοί, Ρ. Μ. Ρίλκε Ροντέν κ.α.
«Γωνιά γωνιά σε καρτερώ
γωνιά γωνιά σε χάνω
Ψάχνω να βρω τα μάτια σου κ.λπ, κ.α...»
«...η ατμόσφαιρα μου λείπει
των πρώην δωματίων μου...» (Αλέξανδρου Μπάρα)
Εξω και γύρωθεν μου έχει εκλογές και ένδον μου κάπως δύσκολες επιλογές
Tι θα αψηφήσω
«...Η ΕΔΑ, στις εκλογές της 9ης Σεπτεμβρίου (1951) συγκέντρωσε 180.640 ψήφους (10,57%) και εξέλεξε 10 βουλευτές, 7 εξόριστους στον Αη Στράτη και 3 φυλακισμένους. Οι 7 πρώτοι, τέσσερα μέλη του ΚΚΕ (Σαράφης, Ιμβριώτης, Ηλιού, Τσόχας) και τρεις σταθερά συνεργαζόμενοι (Γαβριηλίδης, Πρωϊμάκης, Χατζημιχάλης), καθώς δεν εκκρεμούσε καμία καταδικαστική απόφαση σε βάρος τους, αφέθηκαν, έστω και με δύο μήνες καθυστέρηση, προσωρινά ελεύθεροι και ορκίστηκαν βουλευτές, προκαλώντας τη μήνη της συναγερμικής αντιπολίτευσης.΄΄»
Ηλ. Νικολακόπουλος «Μετά τον Εμφύλιο: η επάνοδος της
Αριστεράς στην κοινοβουλευτική ζωή»
Σήμερα ποιό κόμμα έχει υποψηφίους εκλεγμένους αλλά φυλακισμένους πολιτικούς κρατούμενους. Το θέμα δεν είναι τι θα ψηφίσω αλλά τι θα αψηφήσω για να ψηφίσω ...
Σκηνές από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης
Εξω έβρεχε κάπως, στο λιμάνι ομιλούσε ο κυρ’ Μητσοτάκης σε άλλα δε σημεία της πόλεως άλλοι αρχηγοί του λαού μας. Στη Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης δεν έβρεχε. Αλλά μνήμες στριμώχνονταν. Πριν πολλά χρόνια, όταν ζούσα τον μύθο μου ως τοπικός άρχων των βιβλίων, μετείχα μιας ποιητικής συναντήσεως στην Βιβλιοθήκη αυτή. Εκλήθην να πω κι εγώ ένα ποίημα («Α, πε ένα ποίμα!»), Εδιάβασα κάτι περί ενός Κοκκινολαίμη, αυτό το πουλί που ο Γ. Δροσίνης ονομάζει Καλογιάννο. Φυσικά το έχασα στη συνέχεια ότι δεν είμαι ποιητής αλλά απλώς στιχάκιας. Αίφνης ο λίαν ποιητής Αργύρης Χιόνης («μύρο το χώμα που τον σκεπάζει) που με ακολούθησε στο λογείον είπε: - Αχ μου πήρες τον τίτλο για ένα κοκκινολαίμη θα διαβάσω κι εγώ. Ομως μπορεί να είχα πρώτος τον τίτλο όμως στη συνέχεια ο ποιητής με ξέσχισε σε ποιότητα στο περιεχόμενο..
Εχτές που ήταν Τετάρτη στην αυτή βιβλιοθήκη παρουσιάζαμε την ποιητική συλλογή του κατ’ επάγγελμα ιατρού οφθαλμών κατά δε την ευαισθησία ποιητού Ν. Μυλόπουλου (τον έχω εδώ και χρόνια κάθε μέρα στη σκέψη και πράξη μου ότι ρίχνω στη γυναίκα μου τις ευεργετικές σταγόνες στα μάτια που της σύστησε αυτός) - κατά καιρούς δε δημοσίευσε στην Παρέμβαση ποιήματά του. Τη συλλογή «Τ’ ανοιξείδωτα Χάϊκου (Γεωτρύπανα χαράς και Μασώντας πέτρες)» εκδ. Παρέμβαση, παρουσίασαν κατά σειράν όπως στη φωτ. οι: Διονύσης Στεργιούλας, η Ελένη Σακκά, ο Βαγγέλης Τασιόπουλος, ο ποιητής της βραδιάς δι εαυτόν, ωραίοι ποιητές όλοι τους. Με τηλεοπτικό διάγγελμα και ο έξοχος Γ. Ρουσκας.. Παρούσα στον τοίχο και μια χειροκίνητη συσκευή πυρόσβεσης δια παν ενδεχόμενον Δύο νεαροί μουσικοί με κιθάρα ομόρφαιναν τη βραδιά. Πλήθος κόσμου σε σημείο να πουληθούν όλα τα βιβλία και υπήρχε ακόμα ζήτηση. Ο Ν. Μ. ετάζει μεν στην κυριολεξία οφθαλμούς, όμως μεταφορικά ετάζει νεφρούς και καρδίας εντελώς ποιητικά.
Κανείς μας δε νοιάστηκε για τις έξω πολιτικές συγκεντρώσεις ορθώς κι ορθίως.
Τρίτη 4 Ιουνίου 2024
Βασίλης ο Αρμόδιος... της κ. Λένας ΟΦλίδη
… Ο Βασίλης Καραγιάννης, ναι,ο Βασίλης της ιστορικής "Παρεμβασης" Κοζάνης, εδώ και χρόνια πολλά μας τιμά με την φιλία του.Και μας δωρίζει συχνά διαμαντάκια, πονήματα της γραφής και της σκέψης του.Προσφατο δώρο το "Αρμόδιος χωρίς τον Αριστογειτονα ",από τις εκδόσεις Παρέμβαση.Ενα σπαρταριστό αφήγημα για τις πρώτες μεταπολιτευτικες πολιτικές συγκεντρώσεις στην ελληνική επαρχία του 1974.Της μακρινης εκείνης εποχής με τα αδιαμορφωτα ακόμα νέα πολιτικά μας ήθη ,την μεταπολιτευτικη ορμή και την αθωότητα των ελπίδων μας.Η γνωστή παιχνιδιάρα γλώσσα του Βασίλη, το σοβαρό σχόλιο πίσω από τον κωμικό υπαινιγμο,ο σαρωτικός αυτοσαρκασμος μας γοήτευσαν,να λέγεται, όπως πάντα.Αν και μακριά μας, Βασίλη, σε νιώθουμε τόσο κοντά μας! …
Ο Μωυσής με γυαλιά...
Δέκα χρόνια από την Κοίμηση του μοναχού Μωυσή αγιορείτου μέγιστου συγγραφέα του Ορους, ποιητού, ερευνητού, συναξιορολόγου αγίων του Ορους παρηγορητού του ανθρώπινου σωματικού (αυτόν κι αν τον γνώρισε εν ζωή ο οσιομάρτυρας) και ψυχικού πόνου. Μας φιλοξένησε κάποιες φορές στον επίγειο παράδεισό του στην Καλύβη Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μια φορά μας πρόσφερε Κοχλιούς Κρήτης. Στην οικογενειακή τράπεζα -τι είναι αυτό;- σαλιγκάρια μικρότερα των χερσαίων που βλέπουμε στους όχτους μετά τη βροχή. Ας είναι ευλογημένο. Κάμνοντες την ανάγκην φιλοτιμίαν, δοκιμάσαμε. Στη συνέχεια κάπου τριάντα κελύφη αδειανά κοιτούσαν διαπορούντα για την αρχική μας συστολή. Στοιβάχτηκαν, θημωνιά δίπλα, προς επίρρωσιν του γευστικού πράγματος
Εσπέρας και νύχτας προκείμενο
στη Βιβλιοθήκη του Συγγραφέα
Στη νύχτα το πράσινο εδώ γίνεται μαύρο απαλό/
Μια μαλακιά κουβέρτα που σε σκεπάζει λυτρωτικά/
στο κελί του Παϊσίου στη συστάδα των κυπαρισσιών /
κάτι σαν προορατική ψυχή φαίνεται να περιίπταται/
να θέλει να μπει λίγο, να δει, ν’ ακούσει, να φύγει!/
Τ’ αστέρια του Ορους εντελώς φιλικά σε ψιχαλίζουν/
ψυχικής ηρεμίας αντίδωρα έως και ψίχουλα πετεινών./
Η κάπου στα ανατολικά θάλασσα είναι μια ξένη μακρινή/
Κι Αυτός μέσα στον απέραντο λειμώνα των βιβλίων/
κανοναρχεί σε μια ήρεμη ακολουθία λόγων εξαίρετων./
«Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης»/
περί γραμμάτων και εικοσασφράγιστων επιστολών/
περι-δια-δραμάτων μοναχικών κι εκκλησιολογικών/
περί Κολλυβάδων, γνόφου, νήψης, αποταγής βίου,/
περί της Ποιήσεως κόσμου αλλά κι εγκόσμιας ποίησης./
Περί του πόνου σώματος και της μέλαινας ψυχής./
Μετά απ’ όλα αυτά ποιος να φοβάται τώρα τη νύχτα;/
Κοιμάσαι ελαφρύς, φτερό στον α’ ή β’ πλάγιο ήχο/
του μορμυρίζοντος λάκκου που κυλάει χρόνος άχρονος./
Τα όντα της νύχτας που έχουν βάρδια θείων αίνων/
σ’ έχουν βάλει στο μάτι και ας πούμε σε νανουρίζουν./
Πιναξ εσωτερικού χώρου
Ο Ελυτης δέσποζει επι τοίχου μαυριδερός ο όλοφωτεινός ποιητής (του Κ Ντιο )
Ελαιογραφία νεαρού (του Γ Κόλλα) ο Μρς είπε : δεν είμαι εγώ…
Αρχοντικό Κοζανης με το έξοχο πενάκι του Αργυρη Παφίλη
Θραύσμα αρχαιότητος αθλητές που τρέχουν (κάποιοι πίστεψαν πως είναι εύρημα αληθινό)
Κάβουρας (του Ρούση ) σε ετοιμότητα τα δια πάσαν υδραυλική εργασία …
Έξω είναι Κυριακή της Αγίας Φωτεινής της Σαμαρειτιδος
Σε μια συναυλία ακροατής*
Ηύρα άδεια τη θέση μου την παλιά πίσω δεξιά και τέρμα/
την από χρόνια ίδια στην οποία συναυλία παρακολουθούσα /
Τότε που ακόμη κάπως χρήσιμος ένιωθα έστω ως έρμα/
στις διαθέσεις δε της ψυχής τα πρόσωπα κυρίως αγαπούσα/
* Συναυλία των καθηγητών του Δημοτικού Ωδείου Κοζάνης
Στα αγυάλινα Γιάννενα
Πρωί επήραμε την Εγνατία Δ. Μακεδονίας – Ηπείρου
οδός των τούνελ και διαβάσεων της αρκούδας
Στου Κ. Ντιο τη λήγουσα έκθεση ενωτισθήκαμε
φωτογραφίες κ.λπ. καμώματα μας κράτησαν
Κι ύστερα στου φιλοσόφου ποιητή Ν. Ψημμένου
την αρχοντιά του τρόπου του μοιραστήκαμε
Περπατήσαμε με 10 χιλιάδες βήματα ως το μώλο
Κι όπως οι προεστοί στον Αλεξ. Πάλλη ποιητή
για την τουρκοναυαρχίδα που μπουρλώτισε ο Κανάρης
συσκέπτονταν στο μώλο, συνεδριάσαμε κι εμείς
με ποιό καραβάκι θα πάμε στο νησί του Αλή
να φάμε βατράχων πόδια κ. α. τουριστικές αηδίες
Βλέμμα δε ρίξαμε στ’ Αλη Πασιά τα μέρη
μόνον στο ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου εμβήκαμε
Η λίμνη πρασινοελαφροκυματούσα και μπόρες
χαλάζι άγριο και βροχή άσπρισαν το Μιτσικέλι
την προτομή του Λ. Μαβίλη, το τούνελ του Δρίσκου
που ο ευγενής γενναίος ποιητής εσκοτώθηκε.
Ωραιον βράδυ...
Φευ, δε θα ξαναζήσουμε ζωντανό το ωραίο βράδυ/
στον Φιλοπρόοδο σύλλογο Κοζανιτών και Σκ’ρκας/
στο οποίο ο βραχνός προφήτης /
Αρχιτραγουδιστής Χειμερινός Κολυμβητής/
συνόδευε τον έξοχο νεαρό καλλιτέχνη,/
κατά δήλωσίν του Γιώργο Κωστογιώργη,
στη μουσική του πάνω στους ποιητές το/υ μεσοπολέμου/
που αγαπώ ερήμην τους ότι εκτός ζωής όλοι τους./
Επί δίωρον ο νέος με το πιάνο μας εταξίδευεν /
αλύπητα στη ωραιότητα λόγου και ήχου/
Πτερόεσσα η μουσική και το βράδυ/
είχε λίγο ψύχρα η άνοιξη στο τέλος της/
τώρα σε σιντί και σε βινύλιο θα ακούμε/
«Για το καλοκαίρι που πέρασε σα ρίγος»/
και «Τ’ άνανθα χρόνια μου»/
Η ζώσα αίσθηση μας άφησε /
ελαφρώς ανάπηρους από γλύκα.../
Ο συγγραφέας
Εστιν ουν συγγραφέας άνθρωπος (κατά Πλάτωνα ή τον Αριστοτέλη θα σας γελάσω ζώον δίποδον και άπτερον μέχρι να του πετάξει στα μούτρα του ο Διογένης μια μαδέμενη κότα), που γράφει λέξεις σε χαρτί ή στην οθόνη του υπολογιστού και τις κάνει βιβλίο. Εχει δε και την έξωθεν μαρτυρία περί αυτού. Ο γράφων επί κεραμίδας την διαθήκη του την υπογράφει και την χρονολογεί είναι απλά νόμιμος διαθέτης αλλ’ όχι και συγγραφέας.
Στην 20η έκθεση βιβλίου στη Θεσσαλονίκη αναστοχαζόμουν περί αυτών εγκλωβισμένος στο κελί 126, εφήμερη αποικία της Παρέμβασης και ήθελα να δραπετεύσω και ως άλλος αποξηραμένος οπλίτης του Ξενοφώντα στην Κύρου Ανάβαση, να ξεχυθώ προς το Θερμαϊκό φωνάζων «θάλαττα θάλαττα» κ.λπ εκείνο το γλυκό απόγευμα της Κυριακής 19 Μαίου των Μυροφόρων γυναικών εν γένει.
Φευ! Τις εστίν συγγραφεύς ή αναγνώστης παραφράζων Δαμασκηνό; Κατέληξα για να χωρέσω κι εγώ εκείνοι που έχουν την έξωθεν μαρτυρία...
Περίπτωση 1. Περπατούσα στους διαδρόμους του λαμπρού Μουσικού Σχολείου Πτολεμαϊδος όταν άκουσα πίσω μου σαν ένα γλυκό συριγμό από δύο νεαρές μουσικομαθήτριες: «Ο συγγραφέας!». Είχα μιλήσει εκεί πριν λίγες μέρες δια την αναγκαιότητα του μη διαβάσματος και εντυπώθηκα σ’ αυτές ως τοιούτος (σ. δηλαδής)
Περίπτωση 2 Πριν χρόνια κατά τη θερινή πανήγυρι του χωριού πίναμε υπό τον μέγα πλάτανο κρύες μπύρες . Οταν πήγα να πληρώσω ως αμφιτρύων στο χαρτί της χειρόγραφης απόδειξης που μου έδωσε η κυρία κοπέλα γκαρσόνα, έγραφε «Τραπέζι συγγραφέα». Δεν με γνώριζε παρότι συγχωριανοί πλην κάτι είχε ακούσει πως ασχολούμαι με κάτι τέτοια «ουχί παραδεδειγμένης χρησιμότητας πράγματα» (Αλεξ. Ππδ.)
Περίπτωση 3η Κάποτε πηγαίνοντας για τη Μονή Βατοπεδίου με το λεωφορείο εσωτερικών διαδρομών από Καρυές μας σταμάτηξε στα ατελή οιονεί διόδια, ο φρουρός.
-Ποιός είναι ο συγγραφέας και η συνοδεία του, φώναξε. Σήκωσα το χέρι δειλά. Είχε ειδοποιηθεί από τον αλησμόνητο γέροντα Μωυσή αγιορείτη πολυσυγγραφέα και ποιητή πρωτίστως, να τύχουμε ειδικής φιλοξενίας. Και τύχαμε. Μακαρία η μνήμη του.
Περίπτωση 4. Μια Κυριακή περπατούσα δίπλα από το λυρικότατο Λάκκο της Λευκοπηγής και από το δίπλα καφενείο της Κατερίνας που στην αυλή του γιγαντώθηκε ο Πλάτανος της δημοκρατίας (τον φυτέψαμε 20-24 Ιουλίου 1974) μου ήρθε στη πλάτη σαν βιτσιά το: «Ουουοου ρα συγγραφέα». Κάποιος χωριανός μου την κατάφερε γιατί κάποτε που τον ονόμασα «ρέκτη» αυτός νόμισε πως τον κορόιδεψα αγνοών τον όρο. Εκανα πως δεν άκουσα...
Αρα υποστάς τετράκις δημόσια αναγνώριση ως ο Αρ. Παγκρατίδης (αυτός τετράκις εις εκτέλεσιν) έχω την έξωθεν συγγραφικήν μαρτυρίαν και «γράμματα γνωρίζω»
Βότκα!
Το μόνο της ζωής μου ταξιδιον στη βότκα
μετά τη ληξη της λιαν επιτυχους παρουσίασης
του βιβλίου της Αφροδίτης Κοιδου «…κι έναν καιρό» ποιήματα εκδ Παρέμβαση στο μαγαζί Μπλε ελαφι
Μπήκες για να ρίξεις μια μάτια/
Μήπως κι εβρεις κάτι ξεχασμένο/
Σκόνες βρήκες άδεια τα κουτιά/
Κάπου ένα καθρέφτη ραγισμένο /
- Λάθος ψάχνω, ειπες, δεν μπορεί/
Ούτε εγώ δεν ξέρω τι ζητούσα/
Μήπως το πουλας το μαγαζί /
Είν’ αυτο που χρονια λαχταρουσα/
………
Όχι δεν πουλώ το μαγαζί/
τα ρολά του ακομη κι αν τα κλείσω/
Κοϊδου Αφροδίτη
Καρυωτακικον
Στο ταβανι βλέπω τους γύψους/
Μαίανδροι στο χορό τους με τραβάνε/
Η Ευτυχία (1) μου, σκέφτομαι , θα ναι/
Ζήτημα ύψους/ (Καρυωτάκης)
(1) Αλεξάνδρα Λουκιδου
(Από την παράσταση «Περάσματα και Χαιρετισμοί» για τα 40 χρονια της Παρέμβασης στην έκθεση βιβλίου της Θεσσαλονίκης)