Τρίτη 4 Ιουνίου 2024

Ο Μωυσής με γυαλιά...

Δέκα χρόνια από την Κοίμηση του μοναχού Μωυσή αγιορείτου μέγιστου συγγραφέα του Ορους, ποιητού, ερευνητού, συναξιορολόγου αγίων του Ορους παρηγορητού του ανθρώπινου σωματικού (αυτόν κι αν τον γνώρισε εν ζωή ο οσιομάρτυρας) και ψυχικού πόνου. Μας φιλοξένησε κάποιες φορές στον επίγειο παράδεισό του στην Καλύβη Ιωάννου Χρυσοστόμου. Μια φορά μας πρόσφερε Κοχλιούς Κρήτης. Στην οικογενειακή τράπεζα -τι είναι αυτό;- σαλιγκάρια μικρότερα των χερσαίων που βλέπουμε στους όχτους μετά τη βροχή. Ας είναι ευλογημένο. Κάμνοντες την ανάγκην φιλοτιμίαν, δοκιμάσαμε. Στη συνέχεια κάπου τριάντα κελύφη αδειανά κοιτούσαν διαπορούντα για την αρχική μας συστολή. Στοιβάχτηκαν, θημωνιά δίπλα, προς επίρρωσιν του γευστικού πράγματος Εσπέρας και νύχτας προκείμενο στη Βιβλιοθήκη του Συγγραφέα Στη νύχτα το πράσινο εδώ γίνεται μαύρο απαλό/ Μια μαλακιά κουβέρτα που σε σκεπάζει λυτρωτικά/ στο κελί του Παϊσίου στη συστάδα των κυπαρισσιών / κάτι σαν προορατική ψυχή φαίνεται να περιίπταται/ να θέλει να μπει λίγο, να δει, ν’ ακούσει, να φύγει!/ Τ’ αστέρια του Ορους εντελώς φιλικά σε ψιχαλίζουν/ ψυχικής ηρεμίας αντίδωρα έως και ψίχουλα πετεινών./ Η κάπου στα ανατολικά θάλασσα είναι μια ξένη μακρινή/ Κι Αυτός μέσα στον απέραντο λειμώνα των βιβλίων/ κανοναρχεί σε μια ήρεμη ακολουθία λόγων εξαίρετων./ «Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης»/ περί γραμμάτων και εικοσασφράγιστων επιστολών/ περι-δια-δραμάτων μοναχικών κι εκκλησιολογικών/ περί Κολλυβάδων, γνόφου, νήψης, αποταγής βίου,/ περί της Ποιήσεως κόσμου αλλά κι εγκόσμιας ποίησης./ Περί του πόνου σώματος και της μέλαινας ψυχής./ Μετά απ’ όλα αυτά ποιος να φοβάται τώρα τη νύχτα;/ Κοιμάσαι ελαφρύς, φτερό στον α’ ή β’ πλάγιο ήχο/ του μορμυρίζοντος λάκκου που κυλάει χρόνος άχρονος./ Τα όντα της νύχτας που έχουν βάρδια θείων αίνων/ σ’ έχουν βάλει στο μάτι και ας πούμε σε νανουρίζουν./

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου