Πέμπτη 28 Ιουνίου 2007

Αγιορείτικη πραγματολογία

Αγιορείτικη πραγματολογία

Του Β.Π.Καραγιάννη

Α. ΜΕΡΑ ΠΡΩΤΗ Παλαιό Η./21Απριλίου –Νέον Η./4 Μαίου

Τω αυτώ μηνί ΚΑ,’ μνήμη των αγίων Ιερομαρτύρων Ιαννουαρίου επισκόπου, Προκούλου, Σώσσου και Φαίστου των Διακόνων, Δισιδερίου Αναγνώστου, Ακουτίου και Ευτυχίου· τη αυτή ημέρα μνήμη της αγίας Αλεξανδρίας ή Αλεξάνδρας της βασιλίσσης και των θεραπόντων αυτής, Απολλώ, Ισαακίου, και Κορδάτου· μνήμη του εν αγίοις Πατρός ημών Μαξιμιανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως (Μαξιμιανός ουχ’ ο παμφάγος λύκος/Αλλ’ ο τροφεύς τέθνηκε της Εκκλησίας)· οσαύτως μνήμη Οσίου Πατρός ημών Αναστασίου του Σιναϊτου (Αναστάσιος εν Σινά Μωσής νέος/και πριν τελευτής τον Θεόν βλέπειν έχει).1

Ταχύπλοον. Ακριβώς την 3ην πρωινή κοσμική και 9ην αγιορείτικη με έκτακτους συντρόφους: αριστερά, μια πλευροδυνία αρχομένη αποβραδίς, κεντρικά μια εν εξελίξει βρογχίτιδα και τακτικούς δεξιά τον Αλέξανδρο Β. (εορτάζει στις 30 Αυγούστου κι όχι τον Μάρτιο), όπισθεν τον αδελφό Νικόλαο Κ., πολυ-αθλητήν του αγ. Ορους (105 οι Είσοδοί του μέχρι σήμερα) και τον νεοεισαχθέντα, μαθητευόμενό στην παρέα, Αντώνιο Π. από Γρεβενά, όμορον δ/ντη εντύπου γλυκού γραπτού λόγου. Με το γεραρό Ι.Χ. στην Ουρανόπολη, ώρες 3 σχεδόν. Μας περιμένουν τα διαμονητήρια – προσκλήσεις των Μικραγιαννανιτών αδελφών (ήδη 25 ευρώ παρακαλώ) και το Ταχύπλοον «Μικρά Αγια Αννα», λες και πάμε στας νήσους του αιγαίου τουρισμού. Η «θάλασσα του πρωιού» της Ουρανουπόλεως ήσυχη, καθαρή και τα ένδον ασημαντόψαρά της να την σχίζουν σε όλες τις κατευθύνσεις δίχα, καθέτως, πλαγίως, οριζοντίως αλλά πάντα κοπαδιαστά.
Αρσανάς Αγίας Αννας Το δεύτερο μεγάλο λιμάνι του Ορους μας ξεφορτώνει όλους, φυτεύματα, πρόσφορα, τσιμέντα, εργαλεία, μοναχούς, κοσμικούς (κατά σειράν αξίας χρήσης η αναφορά). Γλυκύτατοι κι ειλικρινείς χαιρετισμο-ασπασμοί με τον π. Νεκτάριο, που αναχωρεί για τα έξω.
Αξιότιμος κ. Καστάνης (μουλάρι μεταφοράς μας). Ημίονος εν μεταφορά ανθρώπου σε ανηφόρα υπέχει θέση ελλόγου όντος, φορές πλέον λογικού του αναβάτου. Γι’ αυτό δεν έχασε το δρόμο των σκαλοπατιών κι αναγκάστηκα να πληρώσω δι’ ανηφορο-πεζοπορίας τον εγωισμό μου και το αλάνθαστο της ματαιότητάς μου. «Φορτωμένο το ζώο και καβάλα» με χαιρέτησε αγιορείτικα, σαρκαστικά, κατερχόμενος μοναχός. Ακόμα ντρέπομαι για την παρατήρηση. Σκήτη Μικράς αγίας Αννας. Μετά την καθιερωμένη στάση στη βρύση Αγίας Αννας, όπου περίμενε από ώρα η λοιπή συμπροσκυνηματική Τριάς που φορτωμένη, όπως πάντα, κι ανδρεία ανέβηκε την τσιμεντο-ανηφόρα, πεζή, προς τον τόπο της ενιαύσιας, ημερήσιας μετανοίας μας. Οι καθιερωμένες αγάπες που από την πολυκαιρία απέκτησαν την πατίνα του καιρού και της γνησιότητας, πράγματα καθόλου αυτονόητα σ’ αυτούς τους χώρους. Ο π. Πρόδρομος, με τις τραπεζοκομικές του μαγγανείες· ο π. Ευθύμιος, με τις αγαπητικές του εν γένει κι εν είδει χαρές. Κι όλα κατ’ ευχήν θεού, με τους δύο όμως πρώτους επιστήθιους συντρόφους να παραμένουν κολλημένοι στο φθοροποιό τους διακόνημα.
Αρχάγγελοι. Γειτονικό κτιριακό συγκρότημα στην αρμοδιότητα της Σκήτης, που μας μαζεύει τ’ απόγευμα, ένθα ξαπλωμένοι και με τη θάλασσα του Σιγγιτικού μπροστά μας κοσμολογούμε μετά πλήξεως και θεολογούμε μετ’ ευτελείας (εκ πνευματικής αδυναμίας, εννοείται, κι όχι εκ προθέσεως). Ετοιμος τάφος εν αναμονή σώματος κοσμικού, του πρώην Διοικητού Ορους («Επιτέλους εστεγάσθην», σημειώνει), αν τα καταφέρει φυσικά μεταθανατίως ζωή να ‘χει τώρα. Ο π. Νικηφόρος μετά την «Αλβανιάδα» του, -μας δείχνει σε φωτογραφικό άλμπουμ την ιεραποστολή του εκεί, ελιμενίσθη εδώ, στο πιο ωραίο, ορεινό λιμάνι του Ορους και καταπιάνεται – τέλειωσε, δηλαδή- την ογκώδη «Ιστορία της Αθωνιάδος Σχολής».
Δανιηλαίων ζωγραφικός οίκος. Δεν ακολούθησα την Τριάδα στην καθιερωμένη, απογευματινή επίσκεψη στη γειτονική Σκήτη. Τους έβλεπα να πηγαίνουν και να έρχονται. Στο μονοπάτι, ένας ημικαλόγερος άφοβος απομακρύνει χωρίς έχθρα ένα φίδι που χαζολογεί στο μεσημέρι.
Σπηλαιοεκκλησία Διονυσίου Ρήτορος και Μητροφάνους (κτιτόρων της Σκήτης). Μισός βράχος και μισή εκκλησία. Το κλειδί πάνω στο εξωτερικό υπέρθυρο. Θα μπεις, θ’ ανάψεις τα κεριά, θα προσκυνήσεις, θα εξέλθεις.
Αναστοχασμοί επί μνήματος Γεράσιμου Μικραγιαννανίτη. Κάθε χρόνο θα μείνεις μόνος ενώπιον του περίτεχνου τάφου. Κοιτώ χωρίς να σκέφτομαι άλλο τι. Από κει παίρνεις μια ευλογία, πνευματικής δημιουργίας σε ό,τι μπορείς και όπως μπορείς να καταπιάνεσαι εγκοσμίως. Δεν είναι άγιος των προσευχών και των διαμεσολαβήσεων. Είναι από τους νεότερους αναφανέντας αγίους των εκκλησιαστικών, ποιητικών γραμμάτων, κι αυτό μετρά για μένα περισσότερο.
Εσπερινός στο καθολικόν της Κοιμήσεως Θεοτόκου. «Καμαρούλα μια σταλιά, 2Χ3» αλλά τόσον ευρύχωρη! Στον έξω κόσμο ονειρεύομαι αυτή τη στιγμή σ’ αυτό το μικρό καθολικό, που ακούγονται μέχρι και οι σκέψεις μας, ελλείψει νοεράς προσευχής, που είναι μάλλον δύσκολο να την ενβιώσουμε. Οταν πας ν’ αφεθείς στα θεϊκά, να ‘σου τα κοσμικά που εισβάλλουν σφήνες. Οι μοναχοί πηγαινοέρχονται στο ψαλτο-στασίδι. Αφήνουν και πιάνουν το κορδόνι του τυπικού και των ήχων με άνεση, οικειότητα, συνήθεια (τόσες φορές, τόσα χρόνια), ακόρεστοι. Αυτή κι αν είναι τράπεζα αχορτασίας της ψυχής λίγο πριν την άλλη, του σώματος και του ιερο-σεφ π. Προδρόμου. Πού είναι πιο νόστιμα;
Υπνος. Πάντα μετά ροχαλητών, ευλογημένος σ’ αυτές τις ιερές μονιές.

Β. ΜΕΡΑ ΔΕΥΤΕΡΗ Π. 22/ Ν. 5

Τω αυτώ μηνί ΚΒ’, μνήμη του Οσίου Πατρός ημών Θεοδώρου του Συκεώτου Επισκόπου Αναστασιουπόλεως (Φαίνεται δε, ότι δεν εγεννήθη ο άγιος ούτος με τρόπο τίμιο και επαινετό, νόθος γαρ ήτον και σκότιος. Επειδή η μήτηρ του Μαρία, με το να ήτον ωραία, ετράβηξεν εις τον έρωτά της ένα ταχυδρόμο βασιλικόν κ.λπ.) Τη αυτή ημέρα ο άγιος Μάρτυς Νέαρχος πυρί τελειούται· μνήμη της προς Χριστόν γνωρίσεως του Αγίου αποστόλου Ναθαναήλ, ός έστι Σίμων ο Ζηλωτής.

Προς Λαύρα πεζή. Ελεύθερος πάσης ενοχλήσεως επιτέλους νιώθω να εισήλθα στο Ορος! Νικόλαος, Αλέξανδρος, Αντώνιος εφήμεροι οσιο-βαδιστές. Κάθε είσοδος στο Ορος, ως γνωστόν, διαγράφει στον τελικό ισολογισμό της Κρίσεως και μια μεγάλη αμαρτία. Οσοι βαδίζουν όμως το Ορος, τυγχάνουν μιας εφήμερης οσιότητος και φυσικά ειδικής ευλογίας υπό της θείας και φυσικής φύσεως. Οταν βγουν, ή αν δεν περπατούν αίρεται η οσιότης τους. Κι αυτοί περπάτησαν εφτά ώρες διασχίζοντας τη μισή οδοιπορική ωραιότητα του Ορους.
Καθολικόν αγίας Αννης. Λίαν πρόσχαρος ο υπαίθριος αρχοντάρης. Προσκύνηση της θαυματουργού εικόνας, κυρίως για τις ασυλλαμβάνουσες γυναίκες αλλά και τις επίτοκες. Πολλά τα κεριά που ανάβω. Κατηφόρα για το λιμάνι και πάλι από άλλο δρόμο άρα κι α-μούλαρος λανθάνω.
Περίπλους ακρωτηρίου. Με μια παρέα χάνων αγιο-τουριστών. Τους ξεναγώ μετ’ εμφάσεως, ότι στα μάτια τους είμαι παντογνώστης, αν κι ημιμαθής, στον περίπλου του ποδιού επί των αγρίων βράχων, κελιών, ερειπίων, σπιτιών, Καυσοκαλυβιωτών κι άλλων τερατωδών, μοναχικών αθλητών της άσκησης, της προσευχής της συντριβής, κάθε μορφής, εγώ. Εκ των υστέρων διαπίστωσα κάποια λάθη μου. Θάλασσα κάτι μεταξύ λαδιού καντήλας και φαγητού. Λαύρα είδον, σία κι αράξαμε στο μικρό λιμάνι, ίδιο με δροσερή κι υπήνεμο αγκαλιά. Ούτε καν το μικρό μονοπάτι, από τον αρσανά προς τη Μεγίστη Μονή, πήρα. Στριμώχτηκα στο λεωφορειάκι για τους αναξιοπαθείς επισκέπτες, δηλαδή όλους τους συμπλόους του ταχυπλόου. Ετσι κι εγώ διέπλευσα τη μισή ωραιο-αγριότητα του Ορους
Τερατολογίες τουριστών. Ακούγονται παντού από την ανεξέλεγκτη κοσμική αφέλεια, η οποία περιφέρεται, συνήθως πνευματικά ανυπόδητη κι ανερμάτιστη, στο Ορος. Οπως λ.χ. το χιλιόχρονο (!) κυπαρίσσι της Λαύρας που χρειάζονται, λέει ο ηλιθιο-τερατολόγος, ...δέκα άτομα για να αγκαλιάσουν τον κορμό, ενώ επί του πραγματικού τρεις κι ένας μονόχειρ φτάνουν. Η ευπιστία ακολουθεί το προηγούμενο αμάρτημα. Αν πεις μετ’ εμφάσεως ότι από δω φαίνεται και η ...Κρήτη, κάποιοι θα προσπαθήσουν να τη δουν στον ορίζοντα! Αφέλειες συγχωρητέες.
Λαυριώτικοι εσπερινοί.
α) Παραμονή αγίου Γεωργίου. Επί του ορθίως -κόσμος κοσμικός πολύς- στο παρεκκλήσι του αγίου, σ’ ένα από τα χαοτικά του Μοναστηριού κτίρια. Νυστάζω και κινητο-φλυαρώ. Στο βάθος κάτι ακούγεται από την ακολουθία. Με την απόλυση κόλλυβα εξαιρετικά, καρύδια άσπαστα από το καλάθι, μια γουλιά κρασί. Εθιμο της γιορτής. Ευλογίες.
β) Επανάληψη εσπερινού στο Καθολικό. Μεγάλη δόση εσπερινών ύμνων πήραμε. Αλλά ο άγιος Γεώργιος, ο φερώνυμος άγιος των μισών Νεοελλήνων, είναι μέγας, δε λέω, του αξίζει η διπλή δόσις.
Λείψανα. Φάε ό,τι νόστιμα σου ρίχνουν κι αμέσως μετά προσκύνα ό,τι με πίστη σου δείχνουν. Μην κάνεις τον έξυπνο, γιατί δεν τα βγάζεις και πέρα με κανέναν απ’ όσους εγκαταβιώνουν εκεί. Ακόμα και με τα εξ αντικειμένου ολιγόνοα, μοναχικά οντάρια. Με ιδιοτελή ευλάβεια προσκυνώ την κάρα του Μ. Βασιλείου, ενώ τα άλλα αντιπαρέρχομαι με προσκυνηματική ουδετερότητα.
Ολονυκτία. Από τις ακολουθίες που δε παρέστην ποτέ άχρι τέλους. 9 το βράδυ με 3 το πρωί. Απόντες από κει αλλά παρόντες στον ύπνο.

Γ. ΜΕΡΑ ΤΡΙΤΗ Π.23/ Ν.6

Τω αυτώ μηνί ΚΓ’, μνήμη του αγίου ενδόξου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου Τροπαιοφόρου· τη αυτή ημέρα ο άγιος Μάρτυς Ανατόλιος ο στρατηλάτης ξίφει τελειούται· ο άγιος Μάρτυς Πρωτολέων ο στρατηλάτης ξίφει τελειούται· ο άγιος Μάρτυς Αθανάσιος ο από μάγων ξίφει τελειούται (Αθανάσιος φαρμακός τομήν κάρας,/Ψυχής νοσούσης εύρε φάμακον ξένον)· ο άγιος Γλυκέριος ο γεωργός ξίφει τελειούται· ο άγιος Μάρτυς Ουαλέριος ξίφει τελειούται· οι άγιοι Μάρτυρες Δονάτος και Θερινός ξίφει τελειούνται· ο άγιος Νεομάρτυς Γεώργιος, ο μαρτυρήσας εν πόλει ΠτολεμαΪδος (όχι του νομού Κοζάνης φυσικά) εν έτει αψνβ’ (1752) μαχαίραις κατακοπείς τελειούται· του αγίου Νεομάρτυρος Λαζάρου του Βουλγάρεως, αθλήσαντος εν έτει 1802.

Λεωφορεία στη σειρά. Ορθρου βαθέως, δίπλα από το ελικοδρόμιο, επιβίβαση σ’ αυτά, τα οποία έχουν αλλοδαπούς πλην ορθόδοξους οδηγούς· πορεία άνωθεν και προς το κέντρο.
Αγίασμα Αθανασίου αθωνίτη. Στροφή και στάση. Χτύπησε, λέει η μυθο-ιστορία, με τη βακτηρία το βράχο ως άλλος βιβλικός Μωυσής- κι ανέβλυσε ύδωρ ζωοποιόν και ζείδωρον. Πίνεις αδίψαστος από κει, γιατί δεν ξέρεις ή γιατί ένδον του Ορους όλα τα πιστεύεις, δεν έχεις να χάσεις και τίποτα. Αν μάλιστα κερδίσεις, χαρά Θεού.
Ιβήρων αρσανάς όπου παρκάρουν αγιο-ταξί και λεωφορεία. Κατευθείαν στην Τράπεζα. Μετά στην κατάφορτη με αναθηματικές ικεσίες Πορταϊτισσα· π. Παύλος, κοζανίτης, μας δίνει ευλογίες. Μια παρέα επίσης κοζανιτών, πρωτάρηδων, αυτοσχεδιάζει πορείες προς τα κάτω. Στο πωλητήριο ενθυμημάτων ο γέρων μοναχο-πώλης απήγγειλε στον Αντώνιο αγγλιστί Σαίξπηρ, «Μάκβεθ»: The Queen iw dying my Lord. «Αββάς Ισαάκ ο Σύρο·. Ενα πλησίασμα στον κόσμο του» του ιβηρίτη προηγούμενου υπερλογίου αρχιμ. Βασιλείου Γοντικάκη, τον οποίο ο Αντώνιος ψάχνει να πάρει την ευχή του και παραλίγο να χάσει την προσκύνηση της Πορταϊτισσας, ότι Αυτή ευλογεί με ωράριο εργασίας, εκ των μοναχών καθορισμένο.
Μορμυρίζων Κουτλουμουσιανός λάκκος. Κατερχόμενος να χυθεί στον κόλπο.... συμπαρασύρει όλα τα αδρανή υλικά της φύσης και των ανθρώπων. Οταν πάρεις το μονοπάτι από Ιβήρων προς Καρυές τον ακολουθείς πρώτα από δεξιά, προσπερνάς το κελί του Μάξιμου -μέγα οικονομικού(!) ευεργέτη της Μονής Βαζελώνος στην Κοζάνη, όπου και ο ανδριάντας του δέσποζε ακόμα κι όταν ζούσε σε φυτική κατάσταση- αλλά μετά περνάς το μεγάλο γεφύρι, βγαίνεις φωτογραφίες, ακούς τη συμπλοκή πέτρας και νερού και συνεχίζεις απ’ τ’ αριστερά του. Μια εξαίσια διαδρομή στην οποία συζητάς διάφορα σοβαρά κι ανούσια. Εγγύς του προορισμού περνάμε δεξιά εκ νέου, για τη Σκήτη Παντελεήμονος, ανηφόρα μικρή αλλά κανονική.
Σκήτη Παντελεήμονος. Η πρώτη μου γνώση του Ορους εκεί στην αρχική κι ακατάγραφη στον αριθμό εισόδων, είσοδο, ένθα ένας «σαλός», τότε, ξυπόλυτος καλόγερος μας συκο-βολούσε. Ούτε που καταλάβαινα τι μου γινόταν. Μετά έμαθα αρκετά, σχεδόν πολλά, αλλ’ όχι όλα. Αυτό έλειπε! Κελλίον του αγίου Χρυσοστόμου. Μια βιβλική μορφή, σε ύψος σώματος, πλάτος πνεύματος και βαθύτητος καλοσύνης, με γυαλιά όμως, μας περιμένει στην είσοδο ενός μικρού παραδείσου.
Μοναχός Μωυσής των βιβλίων, των αθωνικών και κοσμικών γραμμάτων, των ποιημάτων. Ετοιμάζει τώρα το πεντηκοστό βιβλίο του (ανήμερα Πεντηκοστής σημειώνω αυτά). Μια συλλογή ποιημάτων· ό,τι καλύτερο μας επιφυλάσσει η δόξα του.
Κοχλιοί Κρήτης. Στην οικογενειακή τράπεζα, τι είναι αυτό; Σαλιγκάρια, μικρότερα των χερσαίων που βλέπουμε στους όχτους μετά τη βροχή. Ας είναι ευλογημένο. Κάμνοντες την ανάγκην φιλοτιμίαν, δοκιμάσαμε. Στη συνέχεια, κάπου τριάντα κελύφη αδειανά με κοιτούσαν διαπορούντα για την αρχική μου συστολή. Στοιβάχτηκαν θημωνιά δίπλα προς επίρρωσιν του γευστικού πράγματος.
Κελί Αγίου Γεωργίου πανηγυρίζοντος. Προσέλευση του αγίου Νομάρχου Αγίου Ορους, πρωτεπιστάτου π. Βαρνάβα Βατοπεδινού, μετά μονομελούς ακολουθίας. Οι Νομάρχες συνήθως είναι πρώτοι στα πανηγύρια όπως και στους χορούς στις πλατείες ή στα ψαλτικά αναλόγια. Τι ωραιότητα κι αυτή εδώ! Οικοδεσπότης ο μ. Μελίτων, άριστος κατασκευαστής ηδύποτων (ρόδι, μούρο, κράνο, κεράσι) και σε αισθαντική συσκευασία, αντί 6 ευρώ. Το διακόνημα επιβίωσής του. Τα κεράσματα νέφος, το σωματικό προοιμιακόν φόρτωμα γενναίο. Βαρύτατος εσπερινός μαζί με το μνημόσυνο των κτιτόρων. Κανοναρχεί ένα νεαρό διακονίδιο από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, με όλο το ύφος της ημικοσμικής γενειο-κομμώσεως. Κρατήσαμε τη λαμπάδα που είχαμε αναμμένη, την έχω ακόμα μπροστά μου, δεν ξέρω τι να την κάνω. Εντελώς ευλύγιστη, δεν σπάζει λόγω γνησιότητος παρασκευής της.
Κυρία Σφυρίδα: ανήκει στην κοινή ονομασία των Περκόμορφων ψαριών, ερμαφρόδιτη και πρωτόγονη, αναπαράγεται την Ανοιξη. Είναι άνευ ακάνθων. Σε σάλτσα υποκίτρινη ξαπλωμένη και δίπλα της να παραστέκει ένα κολοκυθάκι βραστό. Κι αυτό το κτίσμα του Θεού στη χρήση του λαμβάνει υπόσταση λογικού όντος, με το οποίο μπορείς να συνομιλήσεις όχι επί μακρόν αλλά επί το ηδέστατον. Πού βρισκόμαστε, σε ποιο γαλλικό, ας πούμε, εστιατόριο; Τρώμε σαν πεινασμένοι, θέλω να πω βουλιμικοί εν στερήσει. Τράπεζα μοναχών εν πανηγυρισμώ, πανήγυρις εστί πανηγύρεως. Κρασί γεμίζει κι αδειάζει στα ποτήρια. Τροπάρια κατά παραγγελία εκτελούνται με πρωτοψάλτη και τυπικάρη του όλου τον ιερομόναχο Χρυσόστομο του ομώνυμου κελλίου, που μας φιλοξενεί πριγκιπικά.

Εσπέρας και νύχτας προκείμενο
στη Βιβλιοθήκη του Συγγραφέα

Στη νύχτα το πράσινο εδώ γίνεται μαύρο απαλό
Μια μαλακιά κουβέρτα που σε σκεπάζει λυτρωτικά
στο κελί του Παϊσίου στη συστάδα των κυπαρισσιών
κάτι σαν προορατική ψυχή φαίνεται να περιίπταται
να θέλει να μπει λίγο, να δει, ν’ ακούσει, να φύγει!
Τ’ αστέρια του Ορους εντελώς φιλικά σε ψιχαλίζουν
ψυχικής ηρεμίας αντίδωρα έως και ψίχουλα πετεινών.
Η κάπου στα ανατολικά θάλασσα είναι μια ξένη μακρινή
Κι Αυτός μέσα στον απέραντο λειμώνα των βιβλίων
κανοναρχεί σε μια ήρεμη ακολουθία λόγων εξαίρετων.
«Εξαιρέτως της Παναγίας Αχράντου, Υπερευλογημένης»
περί γραμμάτων και εικοσασφράγιστων επιστολών
περι-δια-δραμάτων μοναχικών κι εκκλησιολογικών
περί Κολλυβάδων, γνόφου, νήψης, αποταγής βίου,
περί της Ποιήσεως κόσμου αλλά κι εγκόσμιας ποίησης.
Περί του πόνου σώματος και της μέλαινας ψυχής.
Μετά απ’ όλα αυτά ποιος να φοβάται τώρα τη νύχτα;
Κοιμάσαι ελαφρύς, φτερό στον α’ ή β’ πλάγιο ήχο
του μορμυρίζοντος λάκκου που κυλάει χρόνος άχρονος
Τα όντα της νύχτας που έχουν βάρδια θείων αίνων
σ’ έχουν βάλει στο μάτι και ας πούμε σε νανουρίζουν.




Δ. ΜΙΣΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ ΜΕΡΑ Π.24/Ν.7

Τω αυτώ μηνί ΚΔ’, μνήμη της Οσίας Μητρός ημών Ελισάβετ της Θαυματουργού· τη αυτή ημέρα του αγίου Μάρτυρος Σάββα του στρατηλάτου και Γότθου· οι δια του αγίου Σάββα πιστεύσαντες τω Χριστώ εβδομήκοντα στρατιώται, ξίφει τελειούνται· μνήμη των αγίων Μαρτύρων Πασικράτους και Βαλεντίωνος· μνήμη των αγίων οκτώ Μαρτύρων, Ευσεβίου, Νέωνος, Λεοντίου, Λογγίνου, και ετέρων τεσσάρων, των δια του αγίου Γεωργίου πιστευσάντων τω Χριστώ και μαρτυρησάντων· ο άγιος Νεομάρτυς Δούκας ράπτης ο Μιτυληναίος ο μαρτυρήσας εν Κωνσταντινουπόλει εν έτει αφξδ’ (1564), ζων αποδερματισθείς, τελειούται (Δούκας ο ράπτης εκδαρείς δοράν όλην/Ερραψεν αυτώ ιμάτιον φωσφόρον)· ο άγιος Νεομάρτυς Νικόλαος ο εν Μαγνησία μαρτυρήσας εν έτει αψος’ (1776) σφοδρώς τυφθείς τελειούται.

Ορθρος αγιορείτικος, κανονικός. Με νέον ιερέα εκπαιδευόμενο, να σκοντάφτει, να σηκώνεται, να προχωρά. Φεύγουμε από το Κελί του Μωυσή βαρύτατα συγκινημένοι, χωρίς όμως και να το δείχνουμε. Εγκόσμια συστολή; Τι θα μας πείραζε αν δείχναμε λίγο από τον μέσα κόσμο μας, τι αισθανθήκαμε, οι αφιλότιμοι;
Δάφνη (δέντρο). Τη ρίχνουν στις φακές, τις πατάτες κι αλλού που δεν ξέρω, γιατί μόνο την κόβω και τη δοκιμάζω. Ομως πριν από κάθε αναχώρηση όλο και θα ξεκλαρίσουμε κάποιο δέντρο της λιμασμένοι θαρρείς για το ξένο, το αλλότριο, το ηγιασμένο· να πάρουμε για το σπίτι, ότι μάνα, γυναίκα περιμένουν το ολιγότερον αυτήν. Ολοι μας κοιτούν φορτωμένους με τα κλαδιά της με μόλις ελεγχόμενο φθόνο για την αβελτηρία τους.
Καρυές. Το Πρωτάτον σκεπασμένο με σκέπαστρο προφυλακτικό αλά Καλατράβα για τις διάφορες επισκευές του. Κλειστό οριστικά και το μαγαζί του γέροντα Ιερόθεου, ιδιοκτήτη του γλυκύτατου περιοδικού «Πρωτάτον». Βγήκε στη σύνταξη. Δηλαδή; Η πόλη γεμάτη αναχωρητές, για τον κόσμο όμως. Με βακτηρίες, σακίδια λερωμένα, μπαινοβγαίνουν στα καταστήματα της πρωτεύουσας, αγοράζουν και υπάρχουν σαν αγιορείτικα ψώνια· κυκλοφορούν αόριστα- δηλαδή, κυκλοφορούμε. Προσκυνήσαμε δε και το «Αξιον Εστί».
Δάφνη (λιμάνι). Βόλτες μικρές, επιτόπιες στο λιμάνι, στο οποίο μπαινοβγαίνουν διάφορα πλοία και πλοιάρια, αργά ή ταχύπλοα. Στο ζυθεστιατόριο πίνουν μπύρες και φραπέδες οι στερηθέντες. Στο ταχυδρομείο ο υπάλληλος διαπορεί με την επίσκεψή μου. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να αγαπά το χώρο εργασίας του; Κι όμως.
Ελεγχος δήθεν, από τους τελωνειακούς.
«Αξιον Εστί». Νυστάζουμε. Επιστροφή στον κόσμο της ύλης και μετά από μέρες στη νοσταλγία αυτού του εξαίσιου ταξιδιού που βιώσαμε και αναβιώνουμε τώρα, στη γραπτή ανάμνησή του σ’ αυτή την σελίδα.
- Κύριε διευθυντά, δια την αδολεσχία μας, Ευλόγησον!


1. ΟΙ εορτολογικές αναφορές μας παραπέμπουν στον «Συναξαριστή» αγίου Νικοδήμου αγιορείτου, εκ. Δόμος.

Στου Νομού Κοζάνης τα σοκάκια κ.λπ.

Στου Νομού Κοζάνης τα σοκάκια κ.λπ.
Με αφορμή την κυκλοφορία του λευκώματος «Κοζάνη»

Του Β. Π. Καραγιάννη

Ο Τζ. Στάινερ στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης» σημειώνει: «Δεν μπορεί να υπάρξει οριστική επαλήθευση της αλήθειας ή του λάθους, της υποκειμενικής σκέψης, της ειλικρίνειας ή της ψευτιάς της». Μ’ αυτήν την αποστροφή, μικρό κανόνα κρίσης, θα προσπαθήσω να περιηγηθώ σ’ ένα βιβλίο, με όλες τις προφυλάξεις, τις επιφυλάξεις και με άλλους τυχόν συνδυασμούς κι ενδοιασμούς που προκύπτουν, μένουν ή ξεπερνιούνται στην πορεία τους. Εν τω μεταξύ δεν διάβασα, άλλο κι ετούτο παράδοξο· γι’ αυτό και μιλώ με όσες παραστάσεις έχω γι’ αυτό από την προηγούμενη έκδοσή του, αλλά πρωτίστως και γενικά αναφέρομαι για ό,τι αγαπάμε ή μας πληγώνει στο νομό μας από απόψεως ανθρωπο-περιβαλλοντικής ομορφιάς του ή άλλης τινός αιτίας. Άλλωστε πιστεύω, πως αυτό ήταν και το πνεύμα της πρόσκλησης που μου απηύθυνε ο κ. Νομάρχης να είμαι σ’ αυτό το συμβάν. Θα προσπαθήσω να μη σας εξαπατήσω.
Ως εκ τούτου μιλώ από στήθους, παρότι τα διαβάζω, κι εννοώ πως, ό,τι λέω, το λέω από το μέρος της καρδιάς, ως εκ της άμεσης αντίληψης του χώρου που γεωγραφικά και βουλευτικά καλείται ν. Κοζάνης, τον οποίο αποτύπωσαν έγχρωμα, καλαίσθητα σε ορθογώνια και κάθετη τώρα συσκευασία, κάτι σαν ευαγγέλιο λεπτό, η δεύτερη έκδοση εμπλουτισμένη, η νυν και παρουσιαζόμενη, πιο άρτια και με λιγότερες κρίσιμες ελλείψεις- οι άγνωστοί μοι φωτογράφοι, αφοί Ζαρζώνη, επιχειρηματίες της φωτογραφικής τέχνης.
Μαζί με πάνω από 150.000 άλλες ψυχές, ζούμε εντελώς, αυτό το νομό. Κοντά σε μας τον συζούν, εξ αποστάσεως και εξ αποσπάσεως, λίγες χιλιάδες ακόμα που τον εγκατέλειψαν. Ομως τον αγαπούν τώρα, γενικώς λίαν θερμά, στάγδην νοσταλγικά, φιλολογικά (σε κάποιες σαν τις αποψινές στιγμές), αποκριάτικα (τέλος χειμώνα αρχή ανοίξεως), φολκλορικά το θέρος και από λοιπές άλλες αισθητικού λόγου αφορμές. Ολοι αυτοί, το εμείς του Νομού Κοζάνης, κύριοι φωτογράφοι δημιουργοί, όπως κι εσείς οικείοι μου άγνωστοι από το νομό αλλ’ αγαπητοί, κατανοώ τις όποιες φυγές σας, σας ζηλεύω άνευ φθόνου –όλοι, το λοιπόν, ζούμε τον τόπο μας σημαίνει τον αγαπούμε χωρίς έλεος, τον μισούμε στα τυφλά, φορές χωρίς αντίκρισμα, τον υπάρχουμε, τον περιέχουμε και μας περιέχει συνεχώς. Αυτός ο αναλλοίωτος στο χτες του αλλά και σφόδρα αλλοιωμένος στο σήμερά του Νομός, που δεν υπέστη την καλήν αλλοίωση του Συμεών, του νέου Θεολόγου.
κ. Νομάρχα, αφού έχουμε έναν τόσο ωραίο όσο στη φωτογραφική του διατύπωση, νομό, όπως θα δει όποιος ξεφυλλίσει το Λεύκωμα αυτό, γιατί -δεν λέω τα καλύτερά του παιδιά, αλλά σίγουρα σημαντικά στο προσωπικό αλλά και συλλογικό είναι- τον εγκαταλείπουν προς το ενθάδε κέντρο και των Θεσσαλονικέων το παράκεντρο; Γίνεται βέβαια δέκτης εσωτερικής μετανάστευσης από άλλους όμορους και κάπως πιο φτωχούς νομούς. Το ρημάξαμε το νομό Γρεβενών, αλλά αυτός κάποτε ήταν εν και το αυτό με την Κοζάνη, οπότε υπάρχει μια γενεσιουργός αιτία επιστροφής των. Εγινε καμιά στατιστική έρευνα, έτσι, για να δούμε πόσοι εγκατέλειψαν το νομό για τα δύο μεγάλα κέντρα κι έστησαν εκεί τις παροικίες της μνήμης και τις κατασκηνώσεις της νοσταλγίας τους;
Εχει στ’ αλήθεια ομορφιές ο νομός Κοζάνης επί του πραγματικού κι όχι επί του νυν εικαστικού κι αδιαμφισβήτητου λόγου;
Ας κοινοτοπήσω αφόρητα. Η ομορφιά ενός τόπου είναι ο τρόπος του, δηλονότι οι άνθρωποί του. Το αδαπάνητο αυτό κεφάλαιο, που, είτε τοκίζεται κι ανατοκίζεται είτε χάνεται ή κερδίζεται στα χαρτιά και τις οθόνες, στα χρηματιστήρια των τρεχουσών ή και των στάσιμων, σαν τα έλη, αξιών, αυτό παραμένει ακέραιο. Οι Βόρειοι άνθρωποι της χώρας αυτής, οι Δυτικομακεδόνες ειδικότερα, πάσης υφής και τρυφής, έχουν ένα κοινό παρονομαστή γνησιότητας λόγου, αμεσότητας πράξης, θερμουργής αγάπης, και προσφέρουν τέλος ειλικρινή κι ανανταπόδοτη φιλοξενία εις πάσαν έναν.
Και επειδή σε ξένα χώματα και υπερώα μιλούμε εκ του ασφαλούς, μια δοκιμή στην Κοζάνη για όποιον αμφιβάλλει αρκεί.
Ο νομός όπως κάθε δυτικομακεδονικός χώρος, διαθέτει μορφολογικά όλες τις παραλλαγές του ωραίου γεωγραφικού ανάγλυφου. Ομως έχει και κάτι το ειδικό, το εξαιρετικά μοναδικό· τον βιομηχανικό βιότοπo του.
Θα προσπαθήσω εν ολίγοις να ορίσω αυτά που καθιστούν το ν. Κοζάνης χώρο ξεχωριστού κάλλους όσο κι αν φαντάζουν αεροβατισμοί, αφού για τους περισσότερους είμαστε το λεκανοπέδιο της βαριάς βιομηχανίας την άγρια ομορφιά της οποίας δεν μπορούμε να προσπεράσουμε ακροποδητί.
Τα ηλεκτροπαραγωγά εργοστάσια τη νύχτα είναι φωτισμένες μικροπόλεις που λαμπυρίζουν μια έναστρη αλλά επίγεια καθημερινότητα.
Τα ίδια εργοστάσια με καθαρό ουρανό τη μέρα και άνευ ρύπων είναι τεράστιες αρχιτεκτονικές συνθέσεις που ακινητούν στο χρόνο που κυλά αμέσως παραδίπλα τους.
Με ρύπους και με τη θολούρα ατμών και αέριων εκπομπών γίνονται το πάθος μας. Κάτι αιματηρά δικό μας. Ζούμε τα τοπία μας αυτά διότι και αυτά είναι μέρος της ζωής μας.
Τα ορυχεία της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων, αργούντων ή ενεργών, είναι τα ανοιχτά και κατά στρώσεις μνημεία και οι αρένες της πάλης του ανθρώπου να μπει στην έσω ομορφιά της γης. Τα είδε και τα φωτογράφισε ο Ν. Οικονομόπουλος στο φωτογραφικό του λεύκωμα «ΛΙγνιτωρύχοι». Οποιος τα κοιτά από μακριά και δεν ζει τη βία της εργασιακής καθημερινότητας, θαμβείται από τη γεωλογική, άγρια ωραιότητά τους που και φοβίζει, αλλά εξίσου θέλγει και μαγεύει. Ξεναγούσα κάποτε εικαστικά και θαυμαστικά, δηλαδή στη γλώσσα του εντυπωσιασμού, εκεί κάτι Κινέζους κομισάριους. Είχαμε βλέπετε κι εμείς να τους δείξουμε κάτι επιβλητικό, κάτι μεγάλο.
Επί τόπου στροφή κι επιστροφή στο Λεύκωμα
Σε τι ωραίες εικόνες, λοιπόν, καθρεφτιζόμαστε ως περιοχή. Κοιτάζουμε και τους εαυτούς μας μέσα σ’ αυτά τα φωτογραφικά τοπία της πραγματικότητας σαν τον νάρκισσο στο ιλουστρασιόν χαρτί και φυσικά πέφτουμε μέσα στην αμεριμνησία τού καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Η τέχνη εν γένει μας αποπλανά, μας παραμυθιάζει, μας παρηγορεί, μας κάνει, κι ευτυχώς φτωχούς σε εγκόσμια, υλική απληστία. Η φωτογραφία μνημειώνοντας τη στιγμή καδράρει οριστικά το χρόνο· και τον σταματά και τον ξεφυλλίζει. Ξεφυλλίζοντας το Λεύκωμα περί του νομού Κοζάνης ο αναγνώστης του τόπου μας ίσως και να εκπλαγεί απ’ τις ομορφιές που δεν ανακάλυψε ποτέ στις λεπτομέρειές τους και θα σπεύσει, την επόμενη φορά, να δει με νεότερα μάτια. Ο επισκέπτης εντός της ή ο αναγνώστης εκτός αυτής θα γνωρίζει τα κατά τεκμήριο κυρίαρχα τοπία αλλά και τις στιγμές ενός τόπου που οι φωτογράφοι αδελφοί παρέλαβαν από το εξ αντικειμένου ουδέτερο αισθητικά και τον απέδωσαν εξαίσιο στην αιωνιότητα της τέχνης των ενσταντανέ.
Ο,τι ξέχασαν οι δημιουργοί -Θεός ή Φύση· πάρτε ό,τι θέλετε, το έντυσαν με το δικό τους φωτισμό κι από την καθημερινότητα του έδωσαν στοιχεία διάρκειας εν τω βίω τέχνης. Εδώ έχουμε και παρέμβαση του ανθρώπου που δεν λαβώνει τη φύση αλλά τη διορθώνει ποσώς. Ανθρωπος επιδιορθωτής αλλά κι άγγελος εξολοθρευτής κι εκμεταλλευτής άλλοτε.
Με φωτογραφικό φακό αντί για μάτια, τοπία ωραία που βαυκαλιζόμαστε ότι μας περιβάλλουν, μας υποβάλλουν με την πλασματική αίσθηση ομορφιάς στην πνιγηρή φορές πραγματικότητα. Ετοιμοι να αφεθούμε στις ωραίες πλάνες ταξιδεύουμε ένδον του τόπου καπνίζοντας την αιθάλη του σε μικρές ή μεγάλες δόσεις, προσπαθώντας να τη διηθήσουμε με τα αντισώματα με τα οποία μας τροφοδοτεί η γνησιότητα ενός περιβαλλοντικού απόλογου που περικυκλώνει τον τόπο με βουνά υψηλής ωραιότητας, τη διασχίζει με ποτάμι μεγάλης διαδρομής (με αφετηρία του όχι την υδρορροή των πηγών του Δούναβη, αλλά τους μικρούς γλυκούς αναβρυκούς του Γράμμου), την κολυμπά σε μια λίμνη τεχνητή και σε φυσικές μικρές, γλυκιές λιμνούλες, σε ημιοροπέδια, την απλώνει και την ξαπλώνει πότε νωχελικά και πότε σφιχτά σε πόλεις μεγάλες και μικρομεσαίες με όλο το ανθρώπινο τοπίο σε διάταξη ζωής, δηλαδή μάχης, αγώνα ή παραίτησης.
Αγαπώ, το λοιπόν, τα χαίνοντα γιγάντια-ορυχεία της Πτολεμαϊδας. Τα φαγωμένα από τα λατομεία βουνά και τους λόφους της περιοχής. Σε ένα τέτοιο είδα μια μικρή λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που ανέβλυζε και γέμιζε το κενό της πέτρας. Τα λησμονημένα εργοστάσια της ΑΕΒΑΛ και της ΜΑΒΕ, που με τόσες ενοχές τα φορτώσαμε και που σιγά σιγά βουλιάζουν στη σιωπή και τη μοναξιά τους, υπερωκεάνια τραβηγμένα στη στεριά, κήτη προϊστορικά. Τους ημι-παρατημένους από τη μη ανάσκαψή τους αρχαιολογικούς χώρους, που έχουν πάνω τους θλιμμένα τα θραύσματα του χρόνου και όσους συγκαλύπτουν στη χωμάτινη φυλακή τους. Τις οριστικά πεσμένες εκκλησίες κάποιων αιώνων και τις αναστηλωμένες μετά το σεισμό. Τα χαλάσματα στα χωριά που ερημώνουν και γίνονται σκόνη αστρικής μνήμης. Τα πατριδο – ήπιον κίτς των ιστορικών υπαίθριων χώρων και μουσείων, όπως αυτού στο Μπούρινο, των απυρόβλητων εξεγερμένων του 1879. Την κάτω σιαγόνα του ρινόκερου των 6 εκατομμυρίων ετών που βρήκε ο άσημος καρβουνοπώλης στο ακόμα πιο ασήμαντο ορυχείο κάρβουνου στο χωριό Προσήλιο Σερβίων. Κάποτε στο Νομό μας υπήρχε θάλασσα· δεν την βρήκαν να την αποτυπώσουν οι φωτογράφοι. Υπήρχε ζούγκλα με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ολο, δηλαδή, το αρχέγονο υλικό της Δημιουργίας το οποίο έρχεται στο τώρα με τις μεγάλες τομές στη γη των ορυχείων της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων που δεν εξορύσσουν μόνον το υλικό που δίνει φως, αλλά βγάζουν και τη φωνή της ψυχής που φωνάζει τη γεωλογική προϊστορία του, όταν και ο νομός Κοζάνης συμμετείχε στον εκρηκτικό, αργό χορό της δημιουργίας.
Είναι οι πληγές που μας ζουν και με τις οποίες συζούμε βίον αρμονικό κι ισορροπημένο ή και διαταραγμένο. Το τοπίο μας χωνεύει οριστικά στην επικείμενή μας ως όντα πεπερασμένα, απώλεια, αλλά εφήμερα στην κάθε στιγμή μας, μας συγχωνεύει, μας υπάρχει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας λυτρώνει. Οι τόποι της μικρής ξεχωριστής πατρίδας είναι οι τρόποι της ψυχής μας. Γέρνουμε πάνω τους με αγαλλίαση, όπως αφηνόμαστε σε οικείες ή αγαπημένες αγκαλιές. Εκεί μόνον βρίσκουμε το είναι μας στην όποια ασημαντότητα τους· ο δικός μας τόπος είναι το τσαντίρι που δεν αλλάζει με τίποτε κανένας τσιγγάνος. Οσοι φεύγουν απ’ αυτόν είναι μεν σε μια αναζήτηση του Αλλου, αλλά ό,τι άφησαν τους αναζητά πάντα στο μέσα τους· τους τρώει, φορές, αρρωστημένα. Τον νομό, παρότι δεν έχει τεχνητά σύνορα, εν τούτοις τον νιώθουμε όλον δικό μας και αμέσως γίνεται αντιληπτή κάθε διάβαση των νοητών ή φυσικών ορίων. Νιώθουμε, ανεπαισθήτως, κάπως αλλιώς. Στη γεωγραφική κι εν πολλοίς χαρακτηρολογική μας ετερότητα αποτελούμε την κοινή ενότητα του ελλαδικού όντος που ίσως τώρα να μην πληγώνει ή πληγώνεται και τόσο όπου ταξιδεύουμε, κατά τον ποιητή αλλά διατηρεί μια κοινή παθογένεια ελλαδικού τρόπου συμπεριφοράς και μια πάγκοινη ευγένεια τοπίου.
Οι λάσπες του Φθινοπώρου, οι διαρκείς ομίχλες του χειμώνα στις καστανιές του Βοϊου· η μοναξιά των τοξωτών γεφυριών στην ίδια περιοχή· τα τοπία χαλκομανίες εικαστικές στο Βελβεντό· η μωβ θάλασσα του κρόκου μετά τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου που συμβάλλει εφήμερα στην ηθική ημεράδα του τόπου και στη διαρκή ευημερία του διπλωμένου μέχρι γης ανθρώπινου τοπίου περισυλλογής του· τα ανεμο-πέη του Μικρόβαλτου, «τα Μπουχάρια», δημιουργίες δηλαδή του ανέμου που έφαγε με γλυπτική και έντεχνη λύσσα το χώμα κι άφησε στο πέρασμά του, σε διαρκή στύση, ολόρθα τα κομψοτεχνήματα του· τ’ αρχοντικά της Σιάτιστας με την περασμένη αρχοντιά τους· τα κάστρα των Σερβίων που περιορούν και βιγλατορίζουν τη λίμνη Πολυφύτου· το μονύδριο της Λαριού που το νέο ηλεκτροβόρο φράγμα στραμπούληξε τον Αλιάκμονα· ο ευρωστότερος πλάτανος της νότιας Βαλκανικής στη Λευκοπηγή, ασύγκριτος παντός άλλου εν Ελλάδι, τον οποίο η ΕΤ3 λησμόνησε να καταμετρήσει σε εκπομπή της και μας έδειχνε «μέγιστους» άλλους ίσα με ένα κλωνάρι αυτού· το καστανόδασος της Βλάστης με τις γιορτές της γης που αρχίζουν οσονούπω: ιδού, λοιπόν, ο ν. Κοζάνης.
Ετσι, για όσα είπαμε και όσα επιπλέον και καθοριστικά προσθέτουν οι φωτογραφίες του Λευκώματος θεωρώ πως το βιβλίο που δια-φωτίσαμε ο καθείς με τα όπλα του και τους προβολείς του, ανήκει στην εκδοτική περιοχή της τέχνης αλλά αποτελεί και μια έντυπη, πολιτιστική παροχή και συνηγορία υπέρ του Νομού Κοζάνης, χρήσιμη.
Ομως κλείνοντας σας θυμίζω από τον Χ.Λ. Μπόρχες πως:
«Εγώ έρχομαι από πολιτείες άλλες
όπου τα χρώματα είναι αχνά
και όπου, καθώς πέφτει το βράδυ, μια γυναίκα
θα ποτίζει τα λουλούδια της αυλής».


Εισήγηση στην παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος «Κοζάνη», εκδ. Νομαρχιακής Αυτοδιοίκησης Κοζάνης, των Γιώργου+Γιάννη Ζαρζώνη, που έγινε στην Αθήνα στο πατάρι του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ, 18 Ιουνίου 2007.

Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ

Του Γιάννη Σχίζα

Το τελευταίο καιρό το 95% της ποίησης που πέφτει στα χέρια μου είναι δυασανάγνωστο και δυσνόητο, άλλοτε τρεχαγυρευοπουλικών προσανατολισμών και άλλοτε δοσμένο σε ασημαντότητες, που δεν υπηρετούν καμιά έμπνευση και καμιά μούσα. Δεν ξέρω αν ο θεσμός της «Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης» ή κάποια προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(!) αναβαθμίσουν το είδος, όμως το σίγουρο είναι πως αυτό απέχει έτη φωτός από την υπέροχη λιτότητα και νοηματική διαύγεια που κήρυσσε παλιά ο Χριστιανόπουλος - στα πλαίσια του γνωστού μακροχρόνιου πολέμου του εναντίον των κουλτουριάρηδων.
Πολλοί θεωρούν την ποίηση ώς απειλούμενη με εξαφάνιση και άλλοι περισσότεροι της γυρίζουν την πλάτη, όμως ενίοτε η γηραιά αυτή κυρία της τέχνης του λόγου ( κατά πως λέμε «γηραιά ήπειρος»...) έχει την ικανότητα να καταπλήσσει και να πετυχαίνει διάνα με τα νοήματά της. Και μάλιστα, με μπασκετικούς όρους, να πετυχαίνει «τρίποντα», από την απόσταση δηλαδή ενός μικρού εντύπου της μακρινής ελληνικής περιφέρειας.
Για να μην τα πολυλογώ λοιπόν, ανοίγω την «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ- πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης» που βγάζει ο καλός και «διατηρητέος» Βασίλης Καραγιάννης, και πέφτω επάνω στους στίχους του Αλέξανδρου Αραμπατζή,υπό τον τίτλο «Μελοδράματα».Διαβάζω το 4ο «εδάφιο» του ποιήματος και «τσιμπιέμαι» πραγματικά: Δεν είναι δυνατόν, οι στίχοι αυτοί φαίνονται σαν να γράφτηκαν κατά παραγγελία για το γνωστό επεισόδιο του μαζικού αθλητοειδούς τσουμπακά στην Παιανία, που στοίχισε τη ζωή ενός νέου και έφερε το ανθρωποβόρο «φίλαθλο» ήθος στην επιφάνεια. Και όμω, επρόκειτο για το τεύχος Μαρτίου -Μαϊου του περασμένου έτους, του 2006!
Τους παραθέτω λοιπόν, και ο νοών νοείτω:

Ήταν θυμάμαι μάγκες μου,
οι εποχές εκείνες της χαρωπής παρακμής
που ένα τσούρμο ηλιθίων, μαζί μ’ εμένα,
καβαλούσε αλαζονικά μια μηχανή ή μια σακαράκα
κι έτρεχε αφηνιασμένο να βρει έναν τόπο να ρημάξει.
Κάθε τόπος κι ένα πλιάτσικο
κάθε σταθμός κι ένα αναίτιο αιματοκύλισμα.
Η μια συμμορία φρικιών έστηνε ενέδρα στην άλλη
κι όλοι κατέληγαν στα χαντάκια άψυχοι και πετσοκομένοι.
Εκείνοι που επιβίωναν καυγάδιζαν πάλι
μέχρις ότου φυτεμένοι σ’αναπηρικά καροτσάκια
επέστρεφαν στο πατρικό τους
το ίδιο ηλίθιοι, άχρηστοι και ρημαγμένοι

Ο Αλέξανδρος Αραμπατζής μου θύμισε ένα παλιό φιλμ, το «Κουαντροφήνια» , με υπόθεση κάπως αντίστοιχη της Παιανίας. Εκεί δύο συλλογικότητες νεαρών, που χωρίζονταν από βαθύτατες ιδεολογικές διαφορές (οι μεν καβάλαγαν βέσπες, οι δε μοτοσυκλέτες κλασικού τύπου...) συγκεντρώνονταν σε μια επαρχιακή πόλη για να πλακωθούν αγρίως και για να βανδαλίσουν κατά βούληση... Ο ποιητής στη προκειμένη περίπτωση έδωσε με άκρα διαύγεια το πνεύμα του αιμοδιψούς ναρκισισμού και της ηλιθιότητας – πνεύμα ανάλογο με αυτό που αναπτύσσεται στους «παρα-αθλητικούς» χώρους , χωρίς να συναντάει συστηματικές αντιστάσεις
από την κοινωνία των πολιτών. Το γιατί ας αναζητηθεί σε πολλά και διάφορα, διαχρονικά αλλά και επίκαιρα - όπως ο ντετεκτιβίστικος λόγος, που πρόσφατα κυριάρχησε στον δημόσιο, καναλικό και εξωκαναλικό διάλογο...


(εφ. ΕΠΟΧΗ)

Πληκτρολογείς στο κινητό τη μοναξιά σου

Κ. Λαχάς

Πληκτρολογείς στο κινητό τη μοναξιά σου

Πληκτρολογείς στο κινητό τη μοναξιά σου
εξαποστέλλοντας μηνύματα με ες-εμ-ες
και η αριστερά σου αγνοεί τη δεξιά σου,
πας κι έρχεσαι σαν της γιαγιάς το εκκρεμές.

Αισθήματα εκπέμπεις ηλεκτρονικά
στους δορυφορικούς σου αποδέκτες,
στέλνεις ψηφιακά φιλιά ηδονικά
στήνεις παιχνίδια δίχως παίκτες.

Σαν κωμειδύλλιο η ζωή μας κοροϊδεύει
κι’ από την «Γκόλφω» ως το πουθενά
πάλι τα χρόνια μας κάτι μπερδεύει
στη Θεσπρωτία, στο Κιλκίς, στα Δολιανά.

Τη μοναξιά πληκτρολογείς στο κινητό σου
παγιδευμένη στα Ιντερνέτ του υπερπέραν
και ξεγελάς κάθε φορά τον εαυτό σου
σαν την ωραία που μας ήρθε απ’ το Πέραν.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2007

Σχόλια ανοίξεως 2007

Μουσική στρυχνίνη

Η «Κυρία με τη Στρυχνίνη» είναι μια έξοχη μουσική σύνθεση του Γιάννη Χρήστου, την οποία εμπνεύστηκε, όπως διαβάζουμε στο σιντί, από το έργο του Καρλ Γιούγκ «Ψυχο-λογία και Αλχημεία». Το κείμενο αφηγείται το πώς μια γυναίκα, η Beya αγκαλιάζει τον Gabricus με τόσο πάθος, ώστε τον ρουφά εντελώς μέσα στη μήτρα της, ενώ οι δυό μαζί συναποτελούν ένα καινούριο πλάσμα. Η δεύτερη πηγή έμπνευσης είναι ένα όνειρο του Γ. Χρήστου, στο οποίο βλέπει σε μια εφημερίδα μια ανώνυμη αγγελία που αναφέρεται σε μια κυρία η οποία προσφέρει «Στρυχνίνη και ασυνήθιστες εμπειρίες». Ξεκινά για να την αναζητήσει και βρίσκεται χαμένος σε ένα ξενοδοχείο, στη μέση του πλήθους. Αυτά για να μαθαίνουμε για μεγάλα και δύσκολα έργα του μουσικού μας πολιτισμού. Ομως με τον ίδιο τίτλο ακούμε για χρόνια μια εκπομπή στο Τρίτο Πρόγραμμα, που επιμελείται ο μουσικός Χρ. Παπαγεωργίου. Είναι μια ασυνήθιστης ωραιότητας εκπομπή μουσικού λόγου, διαλόγου και «κατήχησης», την οποία προσφέρει ένας παθιασμένος με τη μουσική, άριστος γνώστης του συνόλου και των λεπτομερειών της, στους φανατικούς του ακροατές! Η μικρή μουσική σέχτα του Τρίτου στην πόλη ήταν παρούσα, όταν ο εν λόγω βρέθηκε στην Κοζάνη, μέτοχος της Κρατικής Ορχήστρας Θεσσαλονίκης στη συναυλία (12 Απριλίου τιμή εισιτηρίου 5 ευρώ), που διηύθυνε ο Νικόλαος Χαλιάσας, κι αυτός, επί του παραπληρωματικού, διδακτικού πιάνου και την αφήγηση, έκανε ένα εισαγωγικό μάθημα επί της μουσικής πρακτικής στα έργα: Περικλή Κούκου: Συμφωνική Σουίτα για κιθάρα και ορχήστρα πάνω σε παλιά ισπανικά τραγούδια, Paul Dukas: Ο μαθητευόμενος μάγος, Francis Poulenc: Η ιστορία του Μπαμπάρ του μικρού ελέφαντα για αφηγητή κι ορχήστρα, που κράτησε καθηλωμένους στη γοητεία του λόγου και της άμεσης μουσικής του επαλήθευσης και όσους δεν τον γνώριζαν και δεν τον άκουγαν στο Τρίτο να «αφηγείται» τη μουσική. Αυτά τα πράγματα δεν μπορεί να γίνονται σε κάθε εκδήλωση σοβαρού μουσικού λόγου, εννοείται. Γι’ αυτό κι εκ της σπανιότητάς των έχουν μια αξία ύπαρξης και χρήσης πολλαπλή για τους ακροατές, τους τυχερούς θα λέγαμε. Ο Χρ. Παπαγεωργίου είναι ανίατα «άρρωστος» με τη μουσική («Είμαι κι εγώ άρρωστος για θεό» Τ. Λειβαδίτης) κι αυτό τα εξηγεί όλα. Ως εκ τούτου, μένουμε άφωνοι περαιτέρω φωνημάτων περί αυτού κι αυτής κι αχειροκρότητα, όπως πρέπει να γίνεται όταν κάτι σε συνεπαίρνει και σ’ απορροφά, όπως ανωτέρω, στη μουσική «Κυρία με τη Στρυχνίνη». Ο λόγος του Χ.Π. και η μουσική γίνονται ένα και συναποτελούν ένα εντελώς καινούριο, δικό του πλάσμα.

Αθηνών περιήγηση

α. Την πρώτη μέρα, μεσημέρι, στο Γουδί στην γλυπτική πινακοθήκη του, δηλαδή. Προσκύνηση των γλυπτικών λειψάνων του αγίου Χαλεπά και των εξ αυτού δημι-ουργημάτων, σε όλα τα είδη της σαλεμένης του ψυχής.
β. Περί την του ηλίου δύσιν «Ακάθιστος ύμνος» έλαβε καιρόν και μόνον στον κανόνα του, στον άγιο Δημήτριο τον Λουμπαρδιάρη· μια συνήθεια που μας έμεινε από τότε που συνευωχούμασταν με άλλους λιμοκοντόρους του πολιτισμού, εν Αθήναις κι αλλαχού, στο πλαίσιο του πολιτιστικού τουρισμού Υπουργείου Πολιτισμού, εις υγείαν του λαού!
γ. Μεσάνυχτα σχεδόν, στην πολυπολιτισμική, πολυτραυματική και πολυπρεζονική Ομόνοια. Οι εφημερίδες τής αύριον έτοιμες στα υπαίθρια διανεμητήρια. Στέ-κομαι τυχαία δίπλα από καλαθοσυλλεκτήριο άχρηστων υλικών. Κάποιος φουριόζος μόλις αγόρασε την εφημερίδα με δώρο βιβλίο· σκίζει το νάυλον· λέω, τώρα θα πετάξει την εφημερίδα και θα κρατήσει το βιβλίο. Πετάει το βιβλίο στο καλάθι με το οποίο προσώρας γειτνιάζω και συνεχίζει στη νύχτα της πρωτεύουσας. «Ηρακλής μαινόμενος» του ΕΥΡΙΠΙΔΗ. Το πήρα φυσικά, άνευ της παραμικρής συστολής. Λίγες μέρες αργότερα στην πόλη μας, ανεβαίνοντας προς Αγία Αννα, παρά τον λόφον του χαμηλού Αη-Λια, σε ένα σκουπιδο-συλλεκτήριο βαρέλι όπου άγρωστις εφύετο, είδα και πάλι την ίδια εφημερίδα μέσα σε νάυλον, άγγιχτη και πεταμένη. Ελειπε μόνον το βιβλίο! Κάπως χάρηκα με τα αναγνωστικά, μήπως και πολιτικά, ήθη Αθήνας και Κο-ζάνης.
δ. Την επαύριον στην κανονική Εθνική Πινακοθήκη. «Παρίσι-Αθήνα». Περιήγηση στην επίδραση των Γάλλων στους Έλληνες ζωγράφους, μέσα από μια μεγαλειώδη αριθμητικά κι ήταν αυτό μια γρήγορη σπουδή στη ζωγραφική. Καφές γαλλικός (αξιοπρεπής πλέον) στην ισόγεια καφέ αίθουσά της. Σημειώνει ο κ. Δημήτρης Καλοκύρης στο τελευταίο του βιβλίο, «Το χέρι του σημαιοφόρου», εκδ. Ελληνικά Γράμματα (αλήθεια τι είναι αυτό το περιεργότατον κι ηδέστατον ως αφήγηση, μυθιστόρημα -πραγματεία και σπουδή στο λόγο και περισσότερο στην ιερότητα και στην πολυσημία των λέξεων· το δεύτερον ήμισύ του διάβασα εξ ολοκλήρου μίαν Σαββατοπρωίαν): «Πεθαίνοντας πάμπτωχος το 1894 (περί του Στεφάνου Ξένου ο λόγος) δώρισε στο κράτος την πλούσια συλλογή του από πίνακες ζωγραφικής, συλλογή που αποτέλεσε τον πυρήνα του περίκομψου μορφώματος που ονομάσαμε αργότερα Εθνική Πινακοθήκη, έξω από την οποία κυματίζουν σήμερα ωραιότατα λάβαρα και εντός σερβίρεται πλέον αξιοπρεπής καφές».
«Το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει σαν αμάξι γέρικο στην ανηφοριά» και σε διαδήλωση κατά του μοναδικού εναπομείναντος ιμπεριαλισμού του ανθρωπίνου γένους, του αμερικάνικου, ο οποίος στο ΙΡΑΚ εκτελεί ασκήσεις ισοπεδωτικής επιμορφώσεως. Αφορμή μια χρονική επέτειος από την εισβολή των ανωτέρω στο ΙΡΑΚ. Βγήκα φωτογραφία μπροστά από πανό του «Φόρουμ» κατακίτρινο, που θύμιζε το δυναμικό ΕΚΚΕ της μεταπολιτεύσεως (προ του μαζικού εισοδισμού του στο Πασόκ), και έγραφε στο χρώμα του μίσους: «Κάτω ο πόλεμος». Ας υπάρχουν κι ας υπάρχουμε ταυτόχρονα καταγεγραμμένοι σε δεκάδες κάμερες παρακολούθησης. Δεν ξέρεις ποτέ πού μπορεί να χρειαστούν αυτά τα φωτογραφικά ένσημα! Κρίμας και είχα πάει επί τούτου εκεί να δω πώς είναι οι διαδηλώσεις που διαβάζουμε, ημείς της επαρχίας, στις εφημερίδες και μας σηκώνεται η τρίχα από τον τηλεοπτικό φόβο· πώς πέφτουν τα δακρυγόνα, το ξύλο, οι σφαίρες από καουτσούκ, τα μολότωφ; Πώς τελικά αναπτύσσονται όλα τα όπλα του δρόμου κατά των μονάδων διαταράξεως της κοινής ησυχίας από τις «έκνομες» μαχητικές ταξιαρχίες, κυρίως του Συνασπισμού της Αριστεράς και λοιπών προσδιοριστικών στοιχείων, όστις εν διαρκεί συνεδριακώ σώματι αναρωτιούνταν γοερώς, πώς να πάει στις εκλογές (“πως πάει ο γέρος στο βουνό για ξύλα”, που διέταζε τη μαϊμού ο δαμαστής της παλιότερα) με δεξιές συνάξεις ή αριστερές συντάξεις; Εντελώς χαβαλέ-χαλαρή διαδήλωση ανεπαίσχυντη, ειρηνική· μου φάνηκε σαν πορεία κατηχητικών σχολείων που διαμαρτύρονται για την Ιστορία της Στ’ τάξεως Δημοτικού Σχολείου.
ε. Βράδυ στο σινεμά «Οι ζωές των Αλλων». Τι είχε αυτό το φίλμ και συγκίνησε τόσο κόσμο; Στην προβολή είχε και ορθίους. Τεχνικά δεν ήταν σπουδαίο όμως η φυσιογνωμία του πρωταγωνιστή πράκτορα της Σταζι -του σπιούνου, δηλαδή- ήταν τόσο εκφραστική. Ολόκληρος αυτός ήταν το έργο, φάτσα και ρόλος. Αναλογίζομαι κάτι σπιούνους διαφόρων καταστάσεων· ούτε κατά διάνοια μπορούν να προσεγγίσουν αυτή την κινηματογραφική αποκάλυψη. Οι δε γνωστοί μου «σπιγούνοι» κατά Μακρυγιάννη -είναι εντελώς ηλίθιοι. Εκείνος είχε μια μεγαλοπρέπεια στην ευσυνείδητη χαμέρπειά του και κάτι από το τραγικό των ηρώων στην βαθμιαία μεταστροφή του και την οριστική τους απώλεια.


Αγιο-γύρες επιφανείς, ηγιασμένες αφίξεις

α. Οχι, δεν θα πω για τη μεγάλη εισβολή τεμαχιδίου εκ της ηγιασμένης κνήμης του αγίου Σπυρίδωνος Κερκύρας στην αγία Ρω-σία, κατά την οποία έχει αλλοφρονήσει η θερμή θρησκευτική φύση του ορθοδόξου ρωσικού ποιμνίου τού τ. Ποιμένα τους και νυν Αλεξίου Πατριάρχου του, πασών των Ρωσιών, αλλά για πιο σεμνά και ταπεινά οικεία μας λείψανα. Σε συνδυασμένη κοινή επιχείρηση των επιχώριων Μητροπολιτικών δυνάμεων, συνεπικουρούμενων από τις όμορες Σισανίου και Σιατίστης, και των δυνάμεων του Α’ ΣΣ, εστέφθη με απόλυτη επιτυχία η ετήσια μεικτή άσκηση με την επωνυμία «Επανεμφάνιση της μυδραλιοβληθείσης»· ήγουν, η μεταφορά τής εικόνας της Παναγίας Ζιδανίου από το αμιαντοκονιορτοποιημένο μοναστήρι στην τσιμεντόπληκτη πόλη. Η ετήσια έξοδός της προς άγραν ευρωδυνά-μεων -στη ευρω-γύρα, δηλαδή- είναι πλέον γεγονός που άπτεται του τοπικού μας πολιτισμού. Κατά τη διέλευσή Της επάνω σε κιλίβαντα από τα πρώην χωριά μας, οι πιστοί την έραιναν με ευρω-άνθη. Η εικονιζόμενη Παναγία ήταν διπλά ευχαριστημένη εφέτοςα και ευρώ συνέλεξε ικανά για τις ανάγκες της χρονιάς, αλλά τσίμπησε κι ειδική λιβανιστήρια ακολουθία, άρτι συνταχθείσα κατά παράκλησιν του τοπικού αγίου, υπό του ομοιοβάθμου του Aλμωπίας Εδέσσης και δεν ξέρω τι άλλο, νέου «υμνογράφου» της Ορθοδοξίας και περιχώρων. Παρένθεση κανονική. (Ελαβα ένα σιντί με τίτλο «Μακεδονική Μουσική» Τα χάλκινα στην Εδεσσα και την Αλμωπία, σε επιμέλεια Θεοδώρας Γκουράνη, με τη διευκρίνση πως πρόκειται για τραγούδια δίχως λόγια από την ορεινή Πέλλα. Πρόκειται για ένα εξαίσιο ακρόαμα, παραγωγή του Δήμου Εδεσσας -Φ.Μ.Σ. Μ. Αλέξανδρος – Δημοτικής Επιχείρησης «Καταρράκτες Εδέσσης»). Μετά απ’ αυτό ποιος μιλάει ακόμα για υμνογράφους και Εδεσσης κι Αλμωπίας, πέραν του ότι η αναξιότητά μας αναγνωρίζει στο είδος μόνον τον μέγιστο υμνογράφο της Ορθοδοξίας μακαριστό Γεράσιμο Μικραγιαννανίτη. Εχουμε και τέτοιες προτιμήσεις, άμα λάχει. Οφείλουμε, όμως, να συγχαρούμε τον εξοχότατο στρατηγό του Α΄ΣΣ (γενναίους αξιωματικούς -αλήθεια, πού πολέμησαν;- τους αποκάλεσε ο εγχώριος και το εκκλησίασμα που είχε σκυλοβαρεθεί από την αμετροέπειά τους –του στέρησαν χάριν της κενότητας των λόγων τα εύλαλα αναστάσιμα δοξαστικά- υπομειδιούσε με συγκατάβαση ότι δεν μπορούσε εμφανώς να χαχανίσει) για το σχεδιασμό της επιχείρησης στην οποία συνεργάστηκαν δυνάμεις πεζικού, ιππικού και ΛΟΜ. Ο στρατός, ως γνωστόν, εν Ελλάδι σήμερον διατηρείται για να συντηρεί το θεοκρατικό κράτος, το μόνο στην Ευρώπη (εκεί έχουν το Κράτος του θεού [civilis dei] του Αυγουστίνου), σε αντίθεση με τους Τούρκους στρατηγούς που έχουν ρόλο να φυλάγουν τον κοσμικό χαρακτήρα τους από την επέλαση των αντίστοιχων μουλαδο-δεσποτάδων. Το βράδυ του αγίου Θωμά, στον άγιο, Νικόλαο, όλες οι τοπικές εξουσίες έδωσαν ρέ-στα με κάτι λείψανα δημόσιας αξιοπρέπειας που διέθεταν και εισέπραξαν κάτι ψιλά σε ναυτία λόγου, πράξης κι υποκρισίας.
β. Λειψανίδιον της αγίας Παρασκευής (μεγάλη η χάρη της, παρ’ όλα αυτά) του Ησυχαστηρίου Κυνοπιαστών Κερκύρας (μεγάλη λειψανοπαραγωγή παρατηρείται εσχάτως στη νήσο των Φαιάκων) με τιμές υπουργού εν ενεργεία (του τέως κ. Τσιτου-ρίδα, ας πούμε, που κατήντησε λείψανον από το γιουχαητό εκ των ομολογουμένων του ωφελημάτων) αφίχθη προς προσκύνησιν στην ομώνυμη εκκλησία της πόλεως προς άγρα των επιούσιων πράσων κι ευρώ. Ολα τα νούμερα του τόπου παρόντα. Πως να χάσουν τέτοια μοναδική ευκαιρία ευλογίας μετά δημοσίας εμφανίσεως. Μέχρι και πλήθος πιστών, εντελώς αθώων σε πρώτη διάγνωση, ήταν εκεί και καλά έκανε. Εκτός από φοβέρα οι σημερινοί άγιοι, άπληστοι κι αχόρταγοι εντελώς, θέλουν προσκύνημα, γλείψιμο, θυμίαμα (η κνίσα των αρχαίων) τέως βασιλικά πολυχρονέματα, μωρο-κυναριο-χαϊδέματα, πνευματικά κανακέματα και φαγητά, πολλά φαγητά με άπειρα καρυκεύματα. Για τους παρελθόντες της πίστης αγίους και οσίους, μια απλή αδιατυμπάνιστη προσκύνησή τους αρκεί για την όποια διαμεσολάβησή στις ανώτερες θείες δυνάμεις και με καταβολή, το πολύ, ενός λεπτού του ευρώ, συμβολικά. Ο, τι περισσότερο αυτού συνιστά αμάρτημα απαράγραφο, διότι οι ευρω-γαλαντόμοι επιθυμούν έτσι, καταβάλλοντας γενναίες χορηγίες στα παγκάρια και τους λειψανο-κουμπαράδες, να εξαγοράσουν τ’ αμαρτήματά τους, διαπραχθέντα εν λόγω, έργω ή διανοία. Να επιτύχουν περισσότερα, καλύτερα κι υγιέστερα από τους άλλους, τους πτωχούς, βάζοντας τους αγίους σε πειρασμό ώστε να προβαίνουν σε διακρίσεις· διότι, άνθρωποι υπήρξαν κάποτε κι αυτοί, παρότι ξεχωριστή αρετή εν ζωή είχαν αυτήν της διάκρισης. Κινδυνεύουν να κατηγορηθούν για χρηματισμό αρχαίου αγίου λοιπόν, καθότι για το αντίστοιχο είδος εν ζωή, από κανδηλανάπτου έως αρχιεπισκόπου, δεν υφίσταται αδίκημα, αφού δεν περιγράφεται στον Ποινικό νόμο ούτε στο εκκλησιατικόν Πηδάλιον.
γ. Τεμαχίδιον λειψάνου οσίου Νικάνορος βρήκα να με περιμένει ένα απόγευμα στο πατρικό μου. Ηταν στην ενιαύσια έξοδό του, πάντα μετά το Πάσχα που είναι ποικι-λοτρόπως ζεστό το εκκλησίασμα, προς αγια-σμόν σπιτιών, ζωντανών και ακινήτων. Του οσίου, του έχω ιδιαίτερη συμπάθεια, ομολογουμένως. Γι’ αυτό και δεν έριξα τίποτα στο κυτίον που παραφύλαγε στο πάτωμα. Δεν ήθελα να προσβάλω την μνήμη και αγιοσύνη του, ότι φυσικά δεν καταδέχονται οι άγιοι να ευωχούνται αντί χρηματικού τιμήματος. Ψυχαίς καθαραίς απαιτούν μόνον, κι αυτό, εις μάτην μάλλον επιδιώκω. Αλλωστε τα περισσότερα από τη σοδειά του ηγιασμένου θησαυροφυλακείου τα παίρνει ο δεσπότης προς ενίσχυσιν φτωχών, απόρων, ορφανών, χηρών! Δεν πιστεύω ότι μπορεί να πάνε κι αλλού πλην των ανωτέρω; Αλλά τι σε νοιάζει αφού δεν συνδράμεις; Ηγιάσθην, ξηγιάσθην, στο τέλος τράβηξα και μια προσκύνηση κι όλα καλά καμωμένα.

Παγκοσμιότητες εκ της παγκοσμιοποιήσεως

28 Απριλίου. Δεν το ήξερα ότι σήμερα είναι Παγκόσμια ημέρα ποταμών! Ο Θαλής ο Μιλήσιος ηρέσκετο να παίζει με τα νερά και ν’ αλλάζει τις κοίτες των ποταμών αφήνοντας ενεούς τους βασιλιάδες. Εν αγνοία της ημερήσιας επετείου πέρασα από δύο ποταμούς γεφυρηδόν. Τον γλυκύτατο, ήσυχο σαν αρνί που οδηγείται σε σφαγή, Λουδία και αμέσως μετά τον πιο εντυπωσιακό και μεγάλο Αξιόν. Τον Αλιάκμονα τον είχα πάντα παράλληλα προς τα εκεί δεξιά μου, στην επιστροφή αριστερά, και δεν τον έβλεπα. Ετσι δυό ποτάμια διαβάς έφτασα στη Θεσσαλονίκη, που έχει τσίφτη Δήμαρχο και τζιμανόπαιδο Νομάρχη. Στο κέντρο Ιστορίας -μέγαρο Μπίλλυ- πλατεία Ιπποδρομείου, γινόταν παρουσίαση του βιβλίου της καθηγήτριας στο ΑΠΘ, φιλολογικής κατηγορίας, κ. Μαίρης Μικέ: «Ερως (αντ) εθνικός», που κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Πόλις. Στην αίθουσα λόγων -«πόσο καλά την ξέρω» -μια όμορφη βραδιά εβράδιαζε κι όλα ήταν ωραία από την έργω, λόγω κι εμφάνιση τιμωμένη, τους παρουσιαστές κ.κ.: Βενετία Απο-στολίδου αναπληρώτρια καθηγήτρια του ΑΠΘ, Παν. Μουλλά ομότιμο του ΑΠΘ, Αννα Μπίμπου επίκουρη του ΑΠΘ, τον συντονιστή δημοσιογράφο Γιώργο Καλιεντζίδη από το πολιτιστικό ραδιόφωνο της Θεσσαλονίκης, έως τους ακροατές μεταξύ των οποίων: Μάρκος Μέσκος ποιητής, Πρόδρομος Μάρκογλου συγγραφέας, Μάκης Τρικούκης δικηγόρος συγγραφέας, Αλεξάνδρα Μπακονίκα ποιήτρια, Δημήτρης Κοκόρης φιλόλογος, κριτικός λογοτεχνίας. Το βιβλio διεξέρχεται του τι συμβαίνει όταν ελληνίδες κόρες ερωτεύ-ονται λατίνους (εραστάς) κι αυτό θεωρείται ύβρις, προδοσία, ξεπεσμός κ.λπ. Το αντίθετο συμβαίνει όταν ο έλλην εραστής ξεσπαθώνει («Ο Ελλην ξεσπαθώνει, ξεσπαθώνει...) και υποχρεώνει τας Λατίνας κυρίας και κόρες, θύματα του έρωτα τους, να θύουν και ν’ απολύουν επιθέτοντας στο βωμό του (γόνατά του δηλαδή) κάθε τι ιερόν και όσιον πατρίδος και πίστεως που τυχόν έχουν. Τότε είναι το ολιγότερο εθνικός ήρως και έχουμε το «Ερως (Υπερ)Εθνικός». Η εξαιρετική μελέτη της Μ.Μ. προκύπτει από την ενδελεχή εξέταση 30 τόσων μυθιστορημάτων του 19ου αι., από το 1850 έως το1880 στην Ελλάδα.
29 Απριλίου Παγκόσμια Ημέρα γέννησης (1863) εν ταυτώ δε και θανάτου (1933) Κ. Π. Καβάφη. Παίρνω από την ωραιότερη στήλη της βιβλιοθήκης, εκείνη με τα βιβλία ποίησης, (την έχω κάθε πρωί στ’ αριστερά μου) κι ανοίγω τυχαία τον α’ τόμο των ποιημάτων του:
Γι’ αυτό κ’ η μεταμέλειες σταθερές ποτέ δεν ήσαν.
Κ’ η αποφάσεις μου να κρατηθώ, ν’ αλλάξω
διαρκούσαν δυο εβδομάδες το πολύ.
1 Μαίου πάντα. Παγκόσμια ημέρα της εργατικής τάξεως κι έτσι «Δεν είναι αργία είναι απεργία» (και κοροϊδία). Αυτή τη μέρα το πρωί, κάθε χρόνο, εδώ και χρόνια (από τότε που έγινε η «ευλογημένη» διάσπαση του ελληνικού εργατικού κινήματος σε διαφροα κομματο-κομματίδια και κανείς ταξικός αντίπαλος δεν ανησύχησε, ιδίως η εργοδοσία, η πανσυνδικαλιστική οργάνωση ΠΑΜΕ μου κάνει την τιμή και κάνει την πρωτομαγιάτικη συνέλευση των μελών της κάτω από το γραφείο μου. Ενώπιόν μου κι άνωθέν τους. Το άπεφθο κόκκινο, τα τραγούδια του εν γένει ταξικού κι εργατικού αγώνα («Πάγωσε η τσιμινιέρα...»), τα συνθήματα με μεταφέρουν σε εποχές και καταστάσεις που δεν έζησα (ουδέποτε εργάστηκα σε σχέση εξηρτημένης εργασίας, για να δω τι εστί εργασιακό βερύκοκον) αλλά μόνο διάβασα. Παρακολουθώ με τη δέουσα προσοχή τους ρήτορες κι όσα αφείδωλα διαγγέλλουν, εξαγγέλλουν, καταγγέλλουν και σκέφτομαι κάθε χρόνο πως: είναι όντως γενναία «τα παιδιά της ΚΝΕ που λένε στη ζωή το μέγα ΝΑΙ», όπως έγραφε ο γεννηθείς την 1η Μαίου 1909 Γιάννης Ρίτσος. Τουλάχιστον κρατούν τις παραδόσεις σε καιρούς που όλα παραδόθηκαν.


9 Μαίου Από το πρωί οι τεράστιες σημαίες εθνικού λόγου στο Δημαρχείο. Οπως στις 25 Μαρτιου. Υπέθεσα ότι έχουν ξεδιπλωθεί εν όψει των ανήμερων εκλογών της ΚΕΔΚΕ, όπου ο σημερινός, πολυετής κάτοικός του διεκδικούσε μια για τρίτη τετρα-ετία την προεδρία των Δημάρχων πάσης Ελλάδος. Ηταν όμως για την επέτειο της νίκης των συμμαχικών δυνάμεων κατά του φασισμού. Κάτι γραφειοκρατικά στεφάνια μαραίνονταν στις προτομές Γ. Λασσάνη και Γ. Σακελλάριου. Ηταν περιπλέον και η μέρα της Ευρώπης, παρακαλώ· έτσι, για την πλάκα.
α. Την αυτή ημέρα στο νομό (Βελβεντό Πτολεμαϊδα εργοστάσια· ή ίδια πάντα γρα-φειοκρατική διαδρομή των κομμάτων της πο-λιτισμένης αριστεράς από εποχής Λ. Κύρκου) ο πρόεδρος του ΣΥΝ σύντροφος κύριος Αλέκος Αλαβάνος και λοιποί υπηρεσιακοί παράγοντες του κόμματος. Μίλησε ενώπιον επαγγελματιών ακροατών στην αίθουσα του Νομαρχείου, η οποία με την εικόνα του Χριστού άνωθεν του προεδρείου θύμιζε δικαστήριο, όπου η δικαιοσύνη, εδώ η τοπική πολιτική, διεξάγεται εν ονόματι του Θεού-Λαού. Εκεί του ετέθη και το συγκλονιστικό ερώτημα, υπό αντιδημάρχου πόλεως Κοζάνης και περιχώρων: «Τι θα γίνει με τα τεύτλα, κύριε Αλαβάνε;».
β. Προς το βράδυ μαθεύτηκαν τα αποτελέσματα των εκλογών της ΚΕΔΚΕ· ο της Κοζάνης διεκδικητής Δήμαρχος έχασε πρώτη προσωπική εκλογή του· η κυβέρνηση, η κάθε κυβέρνηση μεθοδεύει τους τρόπους της επιθυμητής εκλογής. Η νυν “έβαλε το πιστόλι στον κρόταφο των υποψηφίων υπέρ των δικών της” κι έτσι κέρδισε (η προηγούμενη είχε βάλει «το σουγιά στο κόκαλο και το λουρί στο σβέρκο» των αντίστοιχων εκλογέων, τότε) κατά τη μνημόνευση του ήδη απερχομένου. Ινα πληρωθεί το ρηθέν και γραφέν πως στις δημοτικές εκλογές του 2006 ο κ. Δήμαρχος Κοζάνης, πλειστάκις επωφεληθείς υπό του μη σημαντικού αλλά καθοριστικού ΣΥΝ Κο-ζάνης (κάτι ξέρουν επ’ αυτού οι δύο Νο-μάρχες πριν του νυν), θα χάσει στις εκλογές την κοινότητα Λευκοπηγής και την προεδρία της ΚΕΔΚΕ. Πλην των δημαρχο-κολάκων, των ποικίλων ασπόνδυλων που παρασιτιούν στους κύκλους αυτούς και των παρά φύσιν και θέσιν ευεργετηθέντων (ο πρόεδρος του ΣΥΝ θύμισε πως σύμφωνα με το Συνήγορο του Πολίτη «η μεγαλύτερη διαπλοκή, διαφθορά και συναλλαγή παρατηρείται στις τάξεις της Τ.Α.») κανείς δεν λυπήθηκε γι’ αυτό· κι ιδίως από τον ίδιον πολιτικό του χώρο (τα κόμματα, συνήθως εξουσίας ισοδυναμούν με μαφίες) που τον έβλεπαν ως οδοστρωτήρα πάσης άλλης πολιτικής φιλοδοξίας και περί-μεναν πώς και πώς την πρώτη (επιτέλους) πτώση. Γι αυτό και δεν διαβάσαμε στον τύπο κανένα “Δυσαρεστήριον” κείμενο μετά απ’ αυτές τις εξελιξεις. Τώρα έτσι για να ‘χει κάτι να κάνει στην πόλη, που λαχτάριζε πότε να την αφήσει, ο κ. Δήμαρχος αποφάσισε να την κάνει ελκυστική κι ανθρώπινη. Μετά από τόσα χρόνια τώρα στην εκπνοή του αυτο-διοικητικού του βίου, πήρε ζεστά το αναμορφωτικόν μας πράγμα! Μέχρι και δημόσιον στοίχημα έβαλε. Τέλος πάντων, έχει και η ήττα το μεγαλείο και την αρχοντιά της· κι όποιος δεν πέρασε απ’ τον αυλόγυρό της έχει μιαν έλλειψη αυτογνωσίας. Ποιος ξέρει, όμως, μπορεί να του βγει και σε ενδοκομματικό πολιτικό καλό;

Ολα τα ευτυχισμένα του όνειρα εκπληρώθηκαν
σπίτι απόχτησε παλιό, γυναίκα, κόρη γιο,
χωράφια με δαμασκηνιές και λάχανα,
κι είχε τριγύρω του σοφούς και ποιητές.
«Και τι μ’ αυτό;» τραγούδησε το φάντασμα του Πλάτωνα
«Και τι μ’ αυτό;»
(Γ. Μ. Γαίητς)

Περι Κοζανης

Στου Νομού Κοζάνης τα σοκάκια κ.λπ.

Του Β.Π.Καραγιάννη

Ο Τζ. Στάινερ στο βιβλίο του που μόλις κυκλοφόρησε με τον τίτλο «Δέκα (πιθανοί) λόγοι για τη μελαγχολία της σκέψης» σημειώνει: «Δεν μπορεί να υπάρξει οριστική επαλήθευση της αλήθειας ή του λάθους, της υποκειμενικής σκέψης, της ειλικρίνειας ή της ψευτιάς της». Μ’ αυτήν την αποστροφή, μικρό κανόνα κρίσης, θα προσπαθήσω να περιηγηθώ σ’ ένα βιβλίο, με όλες τις προφυλάξεις, τις επιφυλάξεις και με άλλους τυχόν συνδυασμούς κι ενδοιασμούς που προκύπτουν, μένουν ή ξεπερνιούνται στην πορεία τους. Εν τω μεταξύ δεν διάβασα, άλλο κι ετούτο παράδοξο· γι’ αυτό και μιλώ με όσες παραστάσεις έχω γι’ αυτό από την προηγούμενη έκδοσή του, αλλά πρωτίστως και γενικά αναφέρομαι για ό,τι αγαπάμε ή μας πληγώνει στο νομό μας από απόψεως ανθρωπο-περιβαλλοντικής ομορφιάς του ή άλλης τινός αιτίας. Άλλωστε πιστεύω, πως αυτό ήταν και το πνεύμα της πρόσκλησης που μου απηύθυνε ο κ. Νομάρχης να είμαι σ’ αυτό το συμβάν. Θα προσπαθήσω να μη σας εξαπατήσω.
Ως εκ τούτου μιλώ από στήθους, παρότι τα διαβάζω, κι εννοώ πως, ό,τι λέω, το λέω από το μέρος της καρδιάς, ως εκ της άμεσης αντίληψης του χώρου που γεωγραφικά και βουλευτικά καλείται ν. Κοζάνης, τον οποίο αποτύπωσαν έγχρωμα, καλαίσθητα σε ορθογώνια και κάθετη τώρα συσκευασία, κάτι σαν ευαγγέλιο λεπτό, η δεύτερη έκδοση εμπλουτισμένη, η νυν και παρουσιαζόμενη, πιο άρτια και με λιγότερες κρίσιμες ελλείψεις- οι άγνωστοί μοι φωτογράφοι, αφοί Ζαρζώνη, επιχειρηματίες της φωτογραφικής τέχνης.
Μαζί με πάνω από 150.000 άλλες ψυχές, ζούμε εντελώς, αυτό το νομό. Κοντά σε μας τον συζούν, εξ αποστάσεως και εξ αποσπάσεως, λίγες χιλιάδες ακόμα που τον εγκατέλειψαν. Ομως τον αγαπούν τώρα, γενικώς λίαν θερμά, στάγδην νοσταλγικά, φιλολογικά (σε κάποιες σαν τις αποψινές στιγμές), αποκριάτικα (τέλος χειμώνα αρχή ανοίξεως), φολκλορικά το θέρος και από λοιπές άλλες αισθητικού λόγου αφορμές. Ολοι αυτοί, το εμείς του Νομού Κοζάνης, κύριοι φωτογράφοι δημιουργοί, όπως κι εσείς οικείοι μου άγνωστοι από το νομό αλλ’ αγαπητοί, κατανοώ τις όποιες φυγές σας, σας ζηλεύω άνευ φθόνου –όλοι, το λοιπόν, ζούμε τον τόπο μας σημαίνει τον αγαπούμε χωρίς έλεος, τον μισούμε στα τυφλά, φορές χωρίς αντίκρισμα, τον υπάρχουμε, τον περιέχουμε και μας περιέχει συνεχώς. Αυτός ο αναλλοίωτος στο χτες του αλλά και σφόδρα αλλοιωμένος στο σήμερά του Νομός, που δεν υπέστη την καλήν αλλοίωση του Συμεών, του νέου Θεολόγου.
κ. Νομάρχα, αφού έχουμε έναν τόσο ωραίο όσο στη φωτογραφική του διατύπωση, νομό, όπως θα δει όποιος ξεφυλλίσει το Λεύκωμα αυτό, γιατί -δεν λέω τα καλύτερά του παιδιά, αλλά σίγουρα σημαντικά στο προσωπικό αλλά και συλλογικό είναι- τον εγκαταλείπουν προς το ενθάδε κέντρον και των Θεσσαλονικέων το παράκεντρο; Γίνεται βέβαια δέκτης εσωτερικής μετανάστευσης από άλλους όμορους και κάπως πιο φτωχούς νομούς. Το ρημάξαμε το νομό Γρεβενών, αλλά αυτός κάποτε ήταν έν και το αυτό με την Κοζάνη, οπότε υπάρχει μια γενεσιουργός αιτία επιστροφής των. Εγινε καμιά στατιστική έρευνα, έτσι, για να δούμε πόσοι εγκατέλειψαν το νομό για τα δύο μεγάλα κέντρα κι έστησαν εκεί τις παροικίες της μνήμης και τις κατασκηνώσεις της νοσταλγίας τους;
Εχει στ’ αλήθεια ομορφιές ο νομός Κοζάνης επί του πραγματικού κι όχι επί του νυν εικαστικού κι αδιαμφισβήτητου λόγου;
Ας κοινοτοπήσω αφόρητα. Η ομορφιά ενός τόπου είναι ο τρόπος του, δηλονότι οι άνθρωποί του. Το αδαπάνητο αυτό κεφάλαιο, που, είτε τοκίζεται κι ανατοκίζεται είτε χάνεται ή κερδίζεται στα χαρτιά και τις οθόνες, στα χρηματιστήρια των τρεχουσών ή και των στάσιμων, σαν τα έλη, αξιών, αυτό παραμένει ακέραιο. Οι Βόρειοι άνθρωποι της χώρας αυτής, οι Δυτικομακεδόνες ειδικότερα, πάσης υφής και τρυφής, έχουν ένα κοινό παρονομαστή γνησιότητας λόγου, αμεσότητας πράξης, θερμουργής αγάπης, και προσφέρουν τέλος ειλικρινή κι ανανταπόδοτη φιλοξενία εις πάσαν έναν.
Και επειδή σε ξένα χώματα και υπερώα μιλούμε εκ του ασφαλούς, μια δοκιμή στην Κοζάνη για όποιον αμφιβάλλει αρκεί.
Ο νομός όπως κάθε δυτικομακεδονικός χώρος, διαθέτει μορφολογικά όλες τις παραλλαγές του ωραίου γεωγραφικού ανάγλυφου. Ομως έχει και κάτι το ειδικό, το εξαιρετικά μοναδικό· τον βιομηχανικό βιότοπo του.
Θα προσπαθήσω εν ολίγοις να ορίσω αυτά που καθιστούν το ν. Κοζάνης χώρο ξεχωριστού κάλλους όσο κι αν φαντάζουν αεροβατισμοί, αφού για τους περισσότερους είμαστε το λεκανοπέδιο της βαριάς βιομηχανίας την άγρια ομορφιά της οποίας δεν μπορούμε να προσπεράσουμε ακροποδητί.
Τα ηλεκτροπαραγωγά εργοστάσια τη νύχτα είναι φωτισμένες μικροπόλεις που λαμπυρίζουν μια έναστρη αλλά επίγεια καθημερινότητα.
Τα ίδια εργοστάσια με καθαρό ουρανό τη μέρα και άνευ ρύπων είναι τεράστιες αρχιτεκτονικές συνθέσεις που ακινητούν στο χρόνο που κυλά αμέσως παραδίπλα τους.
Με ρύπους και με τη θολούρα ατμών και αέριων εκπομπών γίνονται το πάθος μας. Κάτι αιματηρά δικό μας. Ζούμε τα τοπία μας αυτά διότι και αυτά είναι μέρος της ζωής μας.
Τα ορυχεία της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων, αργούντων ή ενεργών, είναι τα ανοιχτά και κατά στρώσεις μνημεία και οι αρένες της πάλης του ανθρώπου να μπει στην έσω ομορφιά της γης. Τα είδε και τα φωτογράφισε ο Ν. Οικονομόπουλος στο φωτογραφικό του λεύκωμα «ΛΙγνιτωρύχοι». Οποιος τα κοιτά από μακριά και δεν ζει τη βία της εργασιακής καθημερινότητας, θαμβείται από τη γεωλογική, άγρια ωραιότητά τους που και φοβίζει, αλλά εξίσου θέλγει και μαγεύει. Ξεναγούσα κάποτε εικαστικά και θαυμαστικά, δηλαδή στη γλώσσα του εντυπωσιασμού, εκεί κάτι Κινέζους κομισάριους. Είχαμε βλέπετε κι εμείς να τους δείξουμε κάτι επιβλητικό, κάτι μεγάλο.
Επί τόπου στροφή κι επιστροφή στο Λεύκωμα
Σε τι ωραίες εικόνες, λοιπόν, καθρεφτιζόμαστε ως περιοχή. Κοιτάζουμε και τους εαυτούς μας μέσα σ’ αυτά τα φωτογραφικά τοπία της πραγματικότητας σαν τον νάρκισσο στο ιλουστρασιόν χαρτί και φυσικά πέφτουμε μέσα στην αμεριμνησία τού καλλιτεχνικού δημιουργήματος. Η τέχνη εν γένει μας αποπλανά, μας παραμυθιάζει, μας παρηγορεί, μας κάνει, κι ευτυχώς φτωχούς σε εγκόσμια, υλική απληστία. Η φωτογραφία μνημειώνοντας τη στιγμή καδράρει οριστικά το χρόνο· και τον σταματά και τον ξεφυλλίζει. Ξεφυλλίζοντας το Λεύκωμα περί του νομού Κοζάνης ο αναγνώστης του τόπου μας ίσως και να εκπλαγεί απ’ τις ομορφιές που δεν ανακάλυψε ποτέ στις λεπτομέρειές τους και θα σπεύσει, την επόμενη φορά, να δει με νεότερα μάτια. Ο επισκέπτης εντός της ή ο αναγνώστης εκτός αυτής θα γνωρίζει τα κατά τεκμήριο κυρίαρχα τοπία αλλά και τις στιγμές ενός τόπου που οι φωτογράφοι αδελφοί παρέλαβαν από το εξ αντικειμένου ουδέτερο αισθητικά και τον απέδωσαν εξαίσιο στην αιωνιότητα της τέχνης των ενσταντανέ.
Ο,τι ξέχασαν οι δημιουργοί -Θεός ή Φύση· πάρτε ό,τι θέλετε, το έντυσαν με το δικό τους φωτισμό κι από την καθημερινότητα του έδωσαν στοιχεία διάρκειας εν τω βίω τέχνης. Εδώ έχουμε και παρέμβαση του ανθρώπου που δεν λαβώνει τη φύση αλλά τη διορθώνει ποσώς. Ανθρωπος επιδιορθωτής αλλά κι άγγελος εξολοθρευτής κι εκμεταλλευτής άλλοτε.
Με φωτογραφικό φακό αντί για μάτια, τοπία ωραία που βαυκαλιζόμαστε ότι μας περιβάλλουν, μας υποβάλλουν με την πλασματική αίσθηση ομορφιάς στην πνιγηρή φορές πραγματικότητα. Ετοιμοι να αφεθούμε στις ωραίες πλάνες ταξιδεύουμε ένδον του τόπου καπνίζοντας την αιθάλη του σε μικρές ή μεγάλες δόσεις, προσπαθώντας να τη διηθήσουμε με τα αντισώματα με τα οποία μας τροφοδοτεί η γνησιότητα ενός περιβαλλοντικού απόλογου που περικυκλώνει τον τόπο με βουνά υψηλής ωραιότητας, τη διασχίζει με ποτάμι μεγάλης διαδρομής (με αφετηρία του όχι την υδρορροή των πηγών του Δούναβη, αλλά τους μικρούς γλυκούς αναβρυκούς του Γράμμου), την κολυμπά σε μια λίμνη τεχνητή και σε φυσικές μικρές, γλυκιές λιμνούλες, σε ημιοροπέδια, την απλώνει και την ξαπλώνει πότε νωχελικά και πότε σφιχτά σε πόλεις μεγάλες και μικρομεσαίες με όλο το ανθρώπινο τοπίο σε διάταξη ζωής, δηλαδή μάχης, αγώνα ή παραίτησης.
Αγαπώ, το λοιπόν, τα χαίνοντα γιγάντια-ορυχεία της Πτολεμαϊδας. Τα φαγωμένα από τα λατομεία βουνά και τους λόφους της περιοχής. Σε ένα τέτοιο είδα μια μικρή λίμνη γαλαζοπράσινου νερού που ανέβλυζε και γέμιζε το κενό της πέτρας. Τα λησμονημένα εργοστάσια της ΑΕΒΑΛ και της ΜΑΒΕ, που με τόσες ενοχές τα φορτώσαμε και που σιγά σιγά βουλιάζουν στη σιωπή και τη μοναξιά τους, υπερωκεάνια τραβηγμένα στη στεριά, κήτη προϊστορικά. Τους ημι-παρατημένους από τη μη ανάσκαψή τους αρχαιολογικούς χώρους, που έχουν πάνω τους θλιμμένα τα θραύσματα του χρόνου και όσους συγκαλύπτουν στη χωμάτινη φυλακή τους. Τις οριστικά πεσμένες εκκλησίες κάποιων αιώνων και τις αναστηλωμένες μετά το σεισμό. Τα χαλάσματα στα χωριά που ερημώνουν και γίνονται σκόνη αστρικής μνήμης. Τα πατριδο – ήπιον κίτς των ιστορικών υπαίθριων χώρων και μουσείων, όπως αυτού στο Μπούρινο, των απυρόβλητων εξεγερμένων του 1879. Την κάτω σιαγόνα του ρινόκερου των 6 εκατομμυρίων ετών που βρήκε ο άσημος καρβουνοπώλης στο ακόμα πιο ασήμαντο ορυχείο κάρβουνου στο χωριό Προσήλιο Σερβίων. Κάποτε στο Νομό μας υπήρχε θάλασσα· δεν την βρήκαν να την αποτυπώσουν οι φωτογράφοι. Υπήρχε ζούγκλα με όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ολο, δηλαδή, το αρχέγονο υλικό της Δημιουργίας το οποίο έρχεται στο τώρα με τις μεγάλες τομές στη γη των ορυχείων της ΔΕΗ και των άλλων εργοστασίων που δεν εξορύσσουν μόνον το υλικό που δίνει φως, αλλά βγάζουν και τη φωνή της ψυχής που φωνάζει τη γεωλογική προϊστορία του, όταν και ο νομός Κοζάνης συμμετείχε στον εκρηκτικό, αργό χορό της δημιουργίας.
Είναι οι πληγές που μας ζουν και με τις οποίες συζούμε βίον αρμονικό κι ισορροπημένο ή και διαταραγμένο. Το τοπίο μας χωνεύει οριστικά στην επικείμενή μας ως όντα πεπερασμένα, απώλεια, αλλά εφήμερα στην κάθε στιγμή μας, μας συγχωνεύει, μας υπάρχει, μας ευλογεί, μας συγχωρεί, μας λυτρώνει. Οι τόποι της μικρής ξεχωριστής πατρίδας είναι οι τρόποι της ψυχής μας. Γέρνουμε πάνω τους με αγαλλίαση, όπως αφηνόμαστε σε οικείες ή αγαπημένες αγκαλιές. Εκεί μόνον βρίσκουμε το είναι μας στην όποια ασημαντότητα τους· ο δικός μας τόπος είναι το τσαντίρι που δεν αλλάζει με τίποτε κανένας τσιγγάνος. Οσοι φεύγουν απ’ αυτόν είναι μεν σε μια αναζήτηση του Αλλου, αλλά ό,τι άφησαν τους αναζητά πάντα στο μέσα τους· τους τρώει, φορές, αρρωστημένα. Τον νομό, παρότι δεν έχει τεχνητά σύνορα, εν τούτοις τον νιώθουμε όλον δικό μας και αμέσως γίνεται αντιληπτή κάθε διάβαση των νοητών ή φυσικών ορίων. Νιώθουμε, ανεπαισθήτως, κάπως αλλιώς. Στη γεωγραφική κι εν πολλοίς χαρακτηρολογική μας ετερότητα αποτελούμε την κοινή ενότητα του ελλαδικού όντος που ίσως τώρα να μην πληγώνει ή πληγώνεται και τόσο όπου ταξιδεύουμε, κατά τον ποιητή αλλά διατηρεί μια κοινή παθογένεια ελλαδικού τρόπου συμπεριφοράς και μια πάγκοινη ευγένεια τοπίου.
Οι λάσπες του Φθινοπώρου, οι διαρκείς ομίχλες του χειμώνα στις καστανιές του Βοϊου· η μοναξιά των τοξωτών γεφυριών στην ίδια περιοχή· τα τοπία χαλκομανίες εικαστικές στο Βελβεντό· η μωβ θάλασσα του κρόκου μετά τις πρώτες βροχές του Οκτωβρίου που συμβάλλει εφήμερα στην ηθική ημεράδα του τόπου και στη διαρκή ευημερία του διπλωμένου μέχρι γης ανθρώπινου τοπίου περισυλλογής του· τα ανεμο-πέη του Μικρόβαλτου, «τα Μπουχάρια», δημιουργίες δηλαδή του ανέμου που έφαγε με γλυπτική και έντεχνη λύσσα το χώμα κι άφησε στο πέρασμά του, σε διαρκή στύση, ολόρθα τα κομψοτεχνήματα του· τ’ αρχοντικά της Σιάτιστας με την περασμένη αρχοντιά τους· τα κάστρα των Σερβίων που περιορούν και βιγλατορίζουν τη λίμνη Πολυφύτου· το μονύδριο της Λαριού που το νέο ηλεκτροβόρο φράγμα διέστριψε τον Αλιάκμονα· ο ευρωστότερος πλάτανος της νότιας Βαλκανικής στη Λευκοπηγή, ασύγκριτος παντός άλλου εν Ελλάδι, τον οποίο η ΕΤ3 λησμόνησε να καταμετρήσει σε εκπομπή της και μας έδειχνε «μέγιστους» άλλους ίσα με ένα κλωνάρι αυτού· το καστανόδασος της Βλάστης με τις γιορτές της γης που αρχίζουν οσονούπω: ιδού, λοιπόν, ο ν. Κοζάνης.
Ετσι, για όσα είπαμε και όσα επιπλέον και καθοριστικά προσθέτουν οι φωτογραφίες του Λευκώματος θεωρώ πως το βιβλίο που δια-φωτίσαμε ο καθείς με τα όπλα του και τους προβολείς του, ανήκει στην εκδοτική περιοχή της τέχνης αλλά αποτελεί και μια πολιτιστική παροχή και συνηγορία υπέρ του Νομού Κοζάνης χρήσιμη.
Ομως κλείνοντας σας θυμίζω από τον Χ.Λ. Μπόρχες πως:
Εγώ έρχομαι από πολιτείες άλλες
όπου τα χρώματα είναι αχνά
και όπου, καθώς πέφτει το βράδυ, μια γυναίκα
θα ποτίζει τα λουλούδια της αυλής


Εισήγηση στην παρουσίαση του φωτογραφικού λευκώματος «Κοζάνη» των Γιώργου+Γιάννη Ζαρζώνη που έγινε στην Αθήνα στο πατάρι του βιβλιοπωλείου ΙΑΝΟΣ, 18 Ιουνίου 2007,

Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

Πολιτιστική Αμφικτιονία ή μήπως πολιτιστική και πολιτική απατεωνία;

Πολιτιστική Αμφικτιονία
ή μήπως πολιτιστική και πολιτική απατεωνία;

(«1ο Συνέδριο Πολιτιστικών Φορέων Ν. Κοζάνης»)
εν Πτολεμαϊδι της μητροπόλεως Φλωρίνης, Πρεσπών
και Εορδαίας)

Του Β.Π. Καραγιάννη

Το είδα στον τοπικό ιντερνετ-χώρο, εν εκτάσει και διαστάσει το πρόγραμμα εργασιών, όπου και διάβασα και το περιεχόμενο του 1ου Συνεδρίου Πολιτιστικών φορέων Ν. Κοζάνης με θέμα: (Πολιτισμός και τοπική ανάπτυξη στον 21ο αιώνα)· τους διοργανωτές [(Νομαρχία Κοζάνης, Δήμος Πτολεμαϊδος, Ενωση Πολιτιστικών Φορέων Ν. Κοζάνης(!)]· τη στήριξη κι αιγίδα, ομού, της Περιφέρειας Δυτικής Μακεδονίας. Εθαμβήθην εκτάκτως. Είδα και δύο ελκτικά ονόματα του τοπικού αρχαιο(δια)λογισμού, (η αρχαιολογία είναι η ευρωβόρα, πριν δραχμοβόρα, μάστιγα κάθε μορφής πολιτισμού), όπως και τους παγκόσμια άγνωστους συνεταίρους του πολιτισμού στο γεωγραφικό μας οροπέδιο. Αλλά και ως ειδησάριον το είδα στις εφημερίδες της πόλεως και σε μια ολοσέλιδη καταχώριση σε εφημερίδα. Επιπροσθέτως σε πλείστες όσες αφίσες της κακιάς, υπηρεσιακής ώρας. Πως θα μπορούσε να είναι άλλωστε, αφού επί των γονάτων διεξάγεται, τουλάχιστον στο σκέλος του πολιτισμού, το συνέδριον· η ανάπτυξη δι’ αυτού, μας είναι μια άγνωστη έως αδιάφορη έννοια κι ό,τι επ’ αυτού λέγεται, ακούγεται, γράφεται, είναι εκ περισσού ή από το περίσσευμα της αγνοίας περί αυτών.
Ερωτήματα προς κ. Περιφερειάρχη πάσης Δυτικής Μακεδονίας αλλά και περιχώρων της, πρωτίστως δε (η περίπτωση του μας καίει ορισμένως ότι είναι εκλεγμένος), στον κ. Νομάρχη Κοζάνης εν γένει και εν είδει.
1. Τι είναι ετούτο πάλι συνάρχοντες (κάτι σαν Σαδδουκαίοι) επιλεγμένοι κι εκλεγμένοι;
2. Ποιό οικονομικό πρόγραμμα ημι-ροκανίζεται με αυτού του είδους τους λαϊκούς, ξεκαρδιστικούς πανηγυρισμούς, που μηδεμία σχέση έχουν -εκτός από τα κατά το πρόγραμμα- με τις ανάγκες, τις προτεραιότητες, τους ανθρώπους κυρίως, τις αγωνίες, το ενδιαφέρον ή την αδιαφορία τους για τον πολιτισμό και κατ’ επέκταση τον προσωπικό εξανθρωπισμό.
3. Με ποιούς και για ποιούς γίνεται, επί της ουσίας όμως (εκτός απ’ εκείνους που θα χαιρετήσουν και θα ευλογήσουν, σαν τα παγόνια της Μονής Βλατάδων, κατά το πρόγραμμα πάντα, κορδακιζόμενοι δεόντως ο καθείς από το πόστο της ματαιοδοξίας του, αλλά και του συμφέροντός του) και θ’ αναχωρήσουν πάραυτα (από τις λίγες φορές που καλά θα κάνουν);
4. Είχα κι εγώ, λ.χ., όπως πολλοί άλλοι συμπατριώτες, ως άτομα αλλά και ως μικροθεσμοί, μιαν, ας πούμε, πολιτιστική ανάγκη κι ένα κάποιο έλλειμμα αυτής· δεν μας ρωτήσατε όμως, κύριοι της πολιτικής γραφειοκρατίας και πολιτιστικής ασημαντοκρατίας. Αρχίσατε δηλαδή την πολιτιστική επανάσταση στο Νομό χωρίς εμάς; Που πάτε έτσι κύριοι Καραμήτροι; Αυτό δεν είναι έγκλημα, είναι λάθος. «Και ποιός είσαι εσύ» θα μπορούσαν να μου απαντήσουν εύκολα κι άμεσα; Απαντώ με τον ποιητή Π. Νερούντα, τον οποίο οι κ.κ. σύνεδροι λίαν καλώς γνωρίζουν: «Εγώ είμαι αυτός που πέρασε πηδώντας πάνω από τα πράγματα!». «Δηλαδή; Αυτό είναι εξυπνακισμός», η β’ ανταπάντηση. Κι αυτό που γίνεται είναι κάτι σαν πολιτισμικός συναγελασμός (όχι συνα-γερασμός), η β’ ανταπάντηση.
Ομως, θα μπορούσαν να συνεχιστούν, σιωπηλά τώρα, τα ένδον ερωτήματα:
α. «Τι σε νοιάζει εσένα, μήπως εσύ πληρώνεις γι’ αυτά;» Αρα διεξάγεται με χρήματα βγαλμένα απ’ ευθείας από τη τσέπη των κυρίων και κυριών της εξουσίας Περιφεριαρχείου (ακούγεται σαν του Αυλαρχείου), Νομαρχείου κ.λπ., της κυρίας ΔΕΗτσας (ηλεκτρο-θείτσας) μη εξαιρουμένης.
β. Αν, θεός φυλάξει, δεν γίνεται με δαπάνες των ανωτέρω, αλλά κοινοίς αναλώμασι, με χρήματα που ανήκουν δηλαδή στον λαό των Νεοελλήνων της Δυτικής Μακεδονίας ή προορίζονται γι’ αυτόν, τότε μας αφορά η ιστορία αυτή, τον καθένα στο μέτρο της θλίψης του περί αυτών ή της πλήξης του εξ υμών αυτών των διοργανωτών και μάλιστα από την αδιευκρίνιστη (επιεικώς) αφετηρία του, έως το ατελέσφορο σίγουρα, τέλος του.
γ. Ακροτελεύτιον ένδον ερώτημα μέσα στα πολιτικά ειωθότα και τα καθημερινά μας πολιτικά έθιμα, που εκ της επαναλήψεώς τους υπέχουν θέση νόμου: «Από πίτα που δε τρως τι σε νοιάζει από ποιους συντρώγεται;»
Επειδή διατελώ απλώς πολίτης αλλά κι επειδή έχω «φάει» και από τέτοιες πίτες και τις συνακόλουθες χυλόπιτες, άρα έχω ίδιαν πείρα.
Επειδή βαδίζουμε στα σκοτεινά με τα μόλις επικριτικά μας.
Δια ταύτα επιφυλασσόμαστε, σύντομα να γίνουμε πλέον σαφείς, για το πως αντιλαμβάνονται και καλλιεργούν τους κοινόχρηστους, πολιτιστικούς λαχανόκηπους, τα οπωροκηπευτικά των γραμμάτων, αλλά και πως διαχειρίζονται τις δημόσιες αποθήκες του πολιτισμού, οι άρχοντες της Πόλεως, του Νομού και της Περιφέρειας.
Αναλυτικά, τεκμηριωμένα αλλά και σπαρταριστά, φυσικά.
Η απολογία ενός ορεσίβιου βιβλιο-χαρτο-fan
που ήθελε να γίνει, έγινε -ας πρόσεχε- Βlog-man

Προοίμιον
Στο αρχι(μεσο)στράτι απάνω της ζωής
σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι
τι ‘ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος

Ημην ένας πτωχός χαρτο-ποιμήν και βιβλιο-ασπάλαξ στα πεδινά της ανάγνωσης και στα ρουμάνια της αναζήτησης· κι ήμουν ακόμα όχι στο μιστράτι της ζωής αλλά στην αρχή του.

1. Οταν στρατεύτηκα στον Εθνικό Στρατό Ελλάδος, στήθηκα μπροστά σε μια γραφομηχανή κι έμαθα, ας πούμε, της τυπογραφίας τα αρχικά μυστικά. Η πρώτη μου σελίδα, πλην στρατιωτικών δ/γών και εγγράφων, που τύπωσα ήταν ο Κατηχητικός λόγος Ιωάννου Χρυσοστόμου, μέγας και παρηγορητικός, για κάθε τότε και πάντα, αργοπορημένο πολλαπλά. Στην ατέλειωτη (28μηνη) χλωρίδα και πανίδα της ελληνικής φανταρίλας και ποδαρίλας ήμουν ένας άσημος και μόνος νεοέλλην στρατιώτης.
2. Μόλις αποστρατεύτηκα και συστρατεύτηκα σε κομματικά πεδία βολής κι από-γνωσης, με μια ERICA, επιχείρησα, υπακούοντας στις εντολές της «ιστορίας» αλλά και στις κρύφιες ένδον εκδοτικές μου διαθέσεις, κι εν τέλει στήθηκε ένα Δελτίο κομματικού λόγου· έτσι το εξατομικευμένο «εγώ» έγινε ιδεολογικοποιημένο «εμείς», αλλά όχι εσείς ή αυτοί, μόνιμα λίγοι, ότι των φρονίμων ολίγα. Μπαίνω το λοιπόν σε μια φάση κοινωνικοποίησης του γραπτού λόγου.
3. Επί της λινοτυπικής εκδοτικής εκδοχής κοιτούσα τη συντριβή, το λιώσιμο του μολυβιού· τη σύνθλιψη, πολτοποίηση κάθε σκέψης, είδησης, σχολίου, διαφήμισης, μικρών αγγελιών, που ήταν ήδη χτες, στη δισέλιδη τοπική εφημερίδα, η οποία με ξένιζε και με ξενοδοχούσε. Κι αυτό όχι για την απόσταξη του λόγου αλλά για την επιστροφή του ως ύλη στη μήτρα εκτυπώσεως. Τότε άρχισα κι έκτοτε ζω διαρκώς την μόνιμη πάθηση με τους πρώτους αλλά, τελικά, και παντοτινούς φιλο-εχθρούς κατά την «Ομορφάσχημη» του Ν. Καχτίτση. Γιατί, όταν εκφέρεις ενυπόγραφες απόψεις, τ’ ακούς ανυπογράφως αλλά σκαιώς.
4. Σε γείτονα πόλη, μέλος εκδοτικής τριάδος αλλά μόνη πάντα μονάς, παρατηρούσα το στάδιο του περιοδικού, όταν έλαβε καιρόν και λόγο λόγου, ύπαρξης κι εμφάνισης μέσω της φωτοσύνθεσης, μια οθόνη δηλαδή μαύρη, με πράσινα γράμματα· τι γρήγορα που η Δάφνη τα έγραφε. Τα κείμενα βγαίναν σε στήλες λουρίδες χάρτινες, τυπωμένες όπως λίγο πριν οι στήλες μολύβδου. Επί φωτεινής τραπέζης η σελιδοποίηση, ο τσίγκος κλπ. Κι οι φίλοι για το πανηγύρι της χαρτοσύνθεσης των σελίδων σε διπλωμένο, οκτασέλιδο λόγο ύπαρξης. Είχα ένα αίσθημα μέθης· κι οι φίλοι όλων των φύλων, φίλτατοι.
5. Μάκιντος κλασίκ μικρό, γλυκό μου εργαλείο. 40 Μεγαμπάιτ ο δίσκος και η μνήμη του 1-4 ΜΒ. Οταν πρωτοκυκλοφόρησε στην Αμερική είχε 1500 δολ. Τώρα για να τον πετάξεις θελεις κάποια ευρώ. Αλλα δεν τον απαρνήθηκα. Κι όλα, έγιναν ταχύτερα όταν μπήκα, όπως μου είπαν αργότερα, στην κοινωνία της πληροφορίας. Το κοιτούσα, το έμαθα· το ρεντ σεντ γκόου, το κουάρκ, το εξπρες κ.λπ. προγράμματα σελιδοποίησης. Εκτοτε έγινα φαν αυτού του πράγματος που, ενώ ήταν μικρό, μεγάλωσε και σήμερα είμαστε στην τρίτη γενιά του και λέπτυνε δραστικά· άρχισε σιγά σιγά να με παίρνει και να με συνεπαίρνει. Το ίδιο συνέβη και με το αυτοκίνητο. Εχω και τις τρεις γενιές Ρενώ, από κλασίκ και πάλι αρξάμενος. Μονομανίες. Δεν πετάω τίποτα, μαθημένος από τη φύλαξη στο διηνεκές κάθε χαρτιού γραμμένου· ούτε υπολογιστές ούτε αυτοκίνητα· τα έχω εκεί σε διαρκή παρακαταθήκη, αποθήκη απραγματοποίητης στο μέλλον περιδιάβασης, αλλά οπτικής και μόνο μνήμης, ανεξάρτητα αν γίναν φωλιές τρωκτικών ή οικείων κατοικίδιων. Κι οι φίλοι να είμαστε ακόμα όλοι μαζί· και το επαγγελματικό γραφείο να αποτελεί εστία πνευματικής μολύνσεως και δημιουργίας.
6. Στη λεπτότατη οθόνη ενός Η/Υ «ωραίον σαν κόσμημα» τετάρτης γενιάς iMac 80 γιγκαμπάιτ και μνήμη 512 ΜΒ. Τεράστια τα μεγέθη. Σ’ αυτόν είδα εκατοντάδες κινηματογραφικά ντιβιντί. Εν τω μεταξύ δισκέτες, σιντί, αισθήματα, άνθρωποι έρχονταν με ταχύτητα και με παρέρχονταν. Τα παρακολουθούσα στην αρχή απόμακρος· στη συνέχεια άρχισα να ακολουθώ σερνάμενος, με την ιστορική βραδύτητα άλλου καιρού και λόγου, όσα έπρεπε και να το παίρνω απόφαση για όσα χάνονταν. Κι όσο πλήθαιναν οι σελίδες του περιοδικού τόσο λιγόστευαν οι παρόντες άνθρωποί του. Η τεχνολογία αντικαθιστούσε τους ανθρώπους. Δεν τους απέλυε, όπως στην εποχή του Τσάρλι Τσάπλιν, αλλά τους υποκαθιστούσε. Μόνο που δεν μιλούσαμε πλέον, δεν αγαπούσαμε, δεν... Η συλλογική, φιλική υπόθεση έξαψης κι ελεγχόμενου πάθους περνούσε στην οικοτεχνία, καθώς χειρωνακτικοί αρωγοί κατέληξαν να είναι μόνον τα εντελώς ευάριθμα πρόσωπα του σπιτιού.
7. Η γυναίκα μου, που προηγήθηκε στις ιστο-σελίδες, με μαθήτευσε σ’ αυτές, ως καθηγήτρια που είναι, κι άρχισα δειλά -δεν τολμούσα ακόμα να το δηλώνω φανερά στο περιοδικό ότι πέρασα, στην εποχή του διαδικτύου- να χρησιμοποιώ το δικό της ι-μεϊλ για λήψη, αποστολή, επικοινωνία. Αυτές οι κοινωνίες είναι κλειστές, ελεγχόμενες· ξεφεύγουν από τον άμεσο κύκλο των γνωριμιών σου και γίνονται ημικύκλια αν-επικοινωνίας, δρεπάνια που κόβουν τη διάθεση για άλματα στο βυθό τους, αφού, στην πρώτη και καθοριστική ουσία τους, δεν είναι υλικές υπάρξεις. Παράλληλα αρχίζω θητεύω στην άμεση γραπτή επικοινωνία, στη μικρο-λογοτεχνία της κινητής τηλεφωνίας, που με την αποφθεγματική διατύπωση σε υποχρεώνει σε λακωνισμούς ή και συναισθηματο-παλιμπαιδισμούς· το όνομα του άλλου, σε φυσική ή κρυπτική διατύπωση, είναι όμως το πρόσωπο της θείας εγκόσμιας κοινωνίας σου. Τώρα αγαπώ τα γράμματα, το τηλέφωνο, τις λέξεις, τους αριθμούς σε όλες τις διαχύσεις και διακυμάνσεις. Υποχρεούμαι να τηρώ μια αυστηρή λιτότητα, με τα αυτοσχέδια χάι - κου να δίνουν χωρίς συνήθως και να παίρνουν.
8. Επειδή στο Μότσαρτ «Ετσι κάνουν όλες» και στους Η/Υ της σήμερον έτσι κάνουν οι πάντες, πέρασα στο ανώτατο στάδιο του ιντερνετισμού που είναι ο μπλογκισμός (επί του παρόντος). Διάβασα το «Τι να κάνουμε» και πείστηκα να γίνω κι έγινα μπλόγκερ. Δρόμο παίρνω στους δαίδαλους του υπολογισμικού παρα-λόγου και τρόπους ήπιας συνύπαρξης με αυτόν αφήνω· χύνομαι και χάνομαι μόνος. Επέστρεψα στις κατά μόνας ηδονές του αρχικού έντυπου βίου. Ο κύκλος έκλεισε ανοίγοντας, όμως, χιλιάδες παράθυρα συν-κοινωνίας. Μιας επικοινωνίας με μια απρόσωπη κλήση ονομάτων και απόψεων, ο καθένας μας με τον κοντό του λόγο και τη μακριά του άποψη και διάθεση να προσπαθούμε ν’ ακούσουμε λίγο, να ακουστούμε πολύ, να δούμε και να μας δουν σε μια εκστρατεία ενός μοναχικού επιδειξία λόγου προς τους άλλους. Αν κάθε κείμενό μας στον έντυπο τρόπο ψάχνει, εξ ορισμού, τον έναν έστω αλλά δικό του, ξεχωριστό αναγνώστη, κι αν τον βρει, συν-κληρούται κατά τι, στο χάος της μπλοκόσφαιρας υπάρχουν χιλιάδες δυνάμει παρόντες απόντες· αλλά, όμως, εδώ και τώρα νιώθω τι εστί βερίκοκον μοναχικό. Μας σε γράμματα χωρίς πρόσωπα. Διαλέγεσαι μόνον με λόγους. Ολοι γύρω μου σαν ζώσες πρώτες ύλες έπαψαν αμέσως και για τα καλά. Εντός του διαδικτυακού τρόπου χάσαμε τα πρόσωπά μας με αντάλλαγμα την αφή των λέξεων και δι’ αυτών το γλυκό άγγιγμα των πραγμάτων. Ελάττωσα βέβαια τις εφημερίδες, τι ωραία, αφού τις διαβάζω εν ιστοίς. Παίρνω εκείνες με τα σιντί της Κυριακής, σινεμά ή μουσικής, και τα ρίχνω σε μια σακούλα σκουπιδιών για το μέλλον, δηλαδή το ποτέ.
9. Σιγά σιγά διαπιστώνω πως: Χάνω τα χαρτιά μου, χάνω τους φίλους, χάνω το χρόνο -τα χρόνια ούτως ή άλλως φεύγουνε: («Κοινό το πέρασμα του χρόνου/και μην το παίρνεις επί πόνου» μου θυμίζει εν το μεταξύ ο Δ. Καψάλης), χάνω τα λόγια ως φωνή φυσιολογική, ως σπαραγμό, αντίλαλο κι αλαλαγμό. Ενας πανικός ύπαρξης ως πανικός ιδιαιτερότητας απλώνεται σαν παλιό αλώνι: τι είμαι τώρα; Ο πανικός συνύπαρξης επίσης· με ποιους πραγματικούς συναγωνιστές είμαι ή με ποιους πραγματικούς, ή οιονεi, ανταγωνιστές διαπλέκομαι, συμπλέκομαι, περιπλέκομαι.
10. Ο,τι δεν μπορώ να πω κατά πρόσωπο το λέω άμεσα μεν αλλά δι’ αντιπροσώπου. Ετσι δεν μπορώ να δω την επίδραση του λογίου είναι μου επί του αντίμαχου φυσιογνωμικού πεδίου. Μιλώ, συνομιλώ, παραμιλώ. Ζω στην αγία μοναξιά αφού δεν μπορώ να ζήσω το «Θρύλο του Αγίου Πότη» Τώρα: «Είμαι ένας μόνος και φτωχός σε απόψεις Blogman/ φίλοι μου, εν γένει ευοί ευάν ευοί ευάν!
11. «Η λευκή σελίδα ποθεί τη λέξη· η λέξη το θραύσμα· το θραύσμα τη σιωπή· η σιωπή το ποίημα της σιωπής· το ποίημα της σιωπής τη λευκή σελίδα”. Γράφει ο Χ. Βλαβιανός στα MINΙMA POETICA
12. Νάμαστε πάλι εδώ στην αρχή.