Κυριακή 24 Ιουνίου 2007

Η απολογία ενός ορεσίβιου βιβλιο-χαρτο-fan
που ήθελε να γίνει, έγινε -ας πρόσεχε- Βlog-man

Προοίμιον
Στο αρχι(μεσο)στράτι απάνω της ζωής
σε σκοτεινό πλανέθηκα ρουμάνι
τι ‘ταν ο δρόμος ο σωστός χαμένος

Ημην ένας πτωχός χαρτο-ποιμήν και βιβλιο-ασπάλαξ στα πεδινά της ανάγνωσης και στα ρουμάνια της αναζήτησης· κι ήμουν ακόμα όχι στο μιστράτι της ζωής αλλά στην αρχή του.

1. Οταν στρατεύτηκα στον Εθνικό Στρατό Ελλάδος, στήθηκα μπροστά σε μια γραφομηχανή κι έμαθα, ας πούμε, της τυπογραφίας τα αρχικά μυστικά. Η πρώτη μου σελίδα, πλην στρατιωτικών δ/γών και εγγράφων, που τύπωσα ήταν ο Κατηχητικός λόγος Ιωάννου Χρυσοστόμου, μέγας και παρηγορητικός, για κάθε τότε και πάντα, αργοπορημένο πολλαπλά. Στην ατέλειωτη (28μηνη) χλωρίδα και πανίδα της ελληνικής φανταρίλας και ποδαρίλας ήμουν ένας άσημος και μόνος νεοέλλην στρατιώτης.
2. Μόλις αποστρατεύτηκα και συστρατεύτηκα σε κομματικά πεδία βολής κι από-γνωσης, με μια ERICA, επιχείρησα, υπακούοντας στις εντολές της «ιστορίας» αλλά και στις κρύφιες ένδον εκδοτικές μου διαθέσεις, κι εν τέλει στήθηκε ένα Δελτίο κομματικού λόγου· έτσι το εξατομικευμένο «εγώ» έγινε ιδεολογικοποιημένο «εμείς», αλλά όχι εσείς ή αυτοί, μόνιμα λίγοι, ότι των φρονίμων ολίγα. Μπαίνω το λοιπόν σε μια φάση κοινωνικοποίησης του γραπτού λόγου.
3. Επί της λινοτυπικής εκδοτικής εκδοχής κοιτούσα τη συντριβή, το λιώσιμο του μολυβιού· τη σύνθλιψη, πολτοποίηση κάθε σκέψης, είδησης, σχολίου, διαφήμισης, μικρών αγγελιών, που ήταν ήδη χτες, στη δισέλιδη τοπική εφημερίδα, η οποία με ξένιζε και με ξενοδοχούσε. Κι αυτό όχι για την απόσταξη του λόγου αλλά για την επιστροφή του ως ύλη στη μήτρα εκτυπώσεως. Τότε άρχισα κι έκτοτε ζω διαρκώς την μόνιμη πάθηση με τους πρώτους αλλά, τελικά, και παντοτινούς φιλο-εχθρούς κατά την «Ομορφάσχημη» του Ν. Καχτίτση. Γιατί, όταν εκφέρεις ενυπόγραφες απόψεις, τ’ ακούς ανυπογράφως αλλά σκαιώς.
4. Σε γείτονα πόλη, μέλος εκδοτικής τριάδος αλλά μόνη πάντα μονάς, παρατηρούσα το στάδιο του περιοδικού, όταν έλαβε καιρόν και λόγο λόγου, ύπαρξης κι εμφάνισης μέσω της φωτοσύνθεσης, μια οθόνη δηλαδή μαύρη, με πράσινα γράμματα· τι γρήγορα που η Δάφνη τα έγραφε. Τα κείμενα βγαίναν σε στήλες λουρίδες χάρτινες, τυπωμένες όπως λίγο πριν οι στήλες μολύβδου. Επί φωτεινής τραπέζης η σελιδοποίηση, ο τσίγκος κλπ. Κι οι φίλοι για το πανηγύρι της χαρτοσύνθεσης των σελίδων σε διπλωμένο, οκτασέλιδο λόγο ύπαρξης. Είχα ένα αίσθημα μέθης· κι οι φίλοι όλων των φύλων, φίλτατοι.
5. Μάκιντος κλασίκ μικρό, γλυκό μου εργαλείο. 40 Μεγαμπάιτ ο δίσκος και η μνήμη του 1-4 ΜΒ. Οταν πρωτοκυκλοφόρησε στην Αμερική είχε 1500 δολ. Τώρα για να τον πετάξεις θελεις κάποια ευρώ. Αλλα δεν τον απαρνήθηκα. Κι όλα, έγιναν ταχύτερα όταν μπήκα, όπως μου είπαν αργότερα, στην κοινωνία της πληροφορίας. Το κοιτούσα, το έμαθα· το ρεντ σεντ γκόου, το κουάρκ, το εξπρες κ.λπ. προγράμματα σελιδοποίησης. Εκτοτε έγινα φαν αυτού του πράγματος που, ενώ ήταν μικρό, μεγάλωσε και σήμερα είμαστε στην τρίτη γενιά του και λέπτυνε δραστικά· άρχισε σιγά σιγά να με παίρνει και να με συνεπαίρνει. Το ίδιο συνέβη και με το αυτοκίνητο. Εχω και τις τρεις γενιές Ρενώ, από κλασίκ και πάλι αρξάμενος. Μονομανίες. Δεν πετάω τίποτα, μαθημένος από τη φύλαξη στο διηνεκές κάθε χαρτιού γραμμένου· ούτε υπολογιστές ούτε αυτοκίνητα· τα έχω εκεί σε διαρκή παρακαταθήκη, αποθήκη απραγματοποίητης στο μέλλον περιδιάβασης, αλλά οπτικής και μόνο μνήμης, ανεξάρτητα αν γίναν φωλιές τρωκτικών ή οικείων κατοικίδιων. Κι οι φίλοι να είμαστε ακόμα όλοι μαζί· και το επαγγελματικό γραφείο να αποτελεί εστία πνευματικής μολύνσεως και δημιουργίας.
6. Στη λεπτότατη οθόνη ενός Η/Υ «ωραίον σαν κόσμημα» τετάρτης γενιάς iMac 80 γιγκαμπάιτ και μνήμη 512 ΜΒ. Τεράστια τα μεγέθη. Σ’ αυτόν είδα εκατοντάδες κινηματογραφικά ντιβιντί. Εν τω μεταξύ δισκέτες, σιντί, αισθήματα, άνθρωποι έρχονταν με ταχύτητα και με παρέρχονταν. Τα παρακολουθούσα στην αρχή απόμακρος· στη συνέχεια άρχισα να ακολουθώ σερνάμενος, με την ιστορική βραδύτητα άλλου καιρού και λόγου, όσα έπρεπε και να το παίρνω απόφαση για όσα χάνονταν. Κι όσο πλήθαιναν οι σελίδες του περιοδικού τόσο λιγόστευαν οι παρόντες άνθρωποί του. Η τεχνολογία αντικαθιστούσε τους ανθρώπους. Δεν τους απέλυε, όπως στην εποχή του Τσάρλι Τσάπλιν, αλλά τους υποκαθιστούσε. Μόνο που δεν μιλούσαμε πλέον, δεν αγαπούσαμε, δεν... Η συλλογική, φιλική υπόθεση έξαψης κι ελεγχόμενου πάθους περνούσε στην οικοτεχνία, καθώς χειρωνακτικοί αρωγοί κατέληξαν να είναι μόνον τα εντελώς ευάριθμα πρόσωπα του σπιτιού.
7. Η γυναίκα μου, που προηγήθηκε στις ιστο-σελίδες, με μαθήτευσε σ’ αυτές, ως καθηγήτρια που είναι, κι άρχισα δειλά -δεν τολμούσα ακόμα να το δηλώνω φανερά στο περιοδικό ότι πέρασα, στην εποχή του διαδικτύου- να χρησιμοποιώ το δικό της ι-μεϊλ για λήψη, αποστολή, επικοινωνία. Αυτές οι κοινωνίες είναι κλειστές, ελεγχόμενες· ξεφεύγουν από τον άμεσο κύκλο των γνωριμιών σου και γίνονται ημικύκλια αν-επικοινωνίας, δρεπάνια που κόβουν τη διάθεση για άλματα στο βυθό τους, αφού, στην πρώτη και καθοριστική ουσία τους, δεν είναι υλικές υπάρξεις. Παράλληλα αρχίζω θητεύω στην άμεση γραπτή επικοινωνία, στη μικρο-λογοτεχνία της κινητής τηλεφωνίας, που με την αποφθεγματική διατύπωση σε υποχρεώνει σε λακωνισμούς ή και συναισθηματο-παλιμπαιδισμούς· το όνομα του άλλου, σε φυσική ή κρυπτική διατύπωση, είναι όμως το πρόσωπο της θείας εγκόσμιας κοινωνίας σου. Τώρα αγαπώ τα γράμματα, το τηλέφωνο, τις λέξεις, τους αριθμούς σε όλες τις διαχύσεις και διακυμάνσεις. Υποχρεούμαι να τηρώ μια αυστηρή λιτότητα, με τα αυτοσχέδια χάι - κου να δίνουν χωρίς συνήθως και να παίρνουν.
8. Επειδή στο Μότσαρτ «Ετσι κάνουν όλες» και στους Η/Υ της σήμερον έτσι κάνουν οι πάντες, πέρασα στο ανώτατο στάδιο του ιντερνετισμού που είναι ο μπλογκισμός (επί του παρόντος). Διάβασα το «Τι να κάνουμε» και πείστηκα να γίνω κι έγινα μπλόγκερ. Δρόμο παίρνω στους δαίδαλους του υπολογισμικού παρα-λόγου και τρόπους ήπιας συνύπαρξης με αυτόν αφήνω· χύνομαι και χάνομαι μόνος. Επέστρεψα στις κατά μόνας ηδονές του αρχικού έντυπου βίου. Ο κύκλος έκλεισε ανοίγοντας, όμως, χιλιάδες παράθυρα συν-κοινωνίας. Μιας επικοινωνίας με μια απρόσωπη κλήση ονομάτων και απόψεων, ο καθένας μας με τον κοντό του λόγο και τη μακριά του άποψη και διάθεση να προσπαθούμε ν’ ακούσουμε λίγο, να ακουστούμε πολύ, να δούμε και να μας δουν σε μια εκστρατεία ενός μοναχικού επιδειξία λόγου προς τους άλλους. Αν κάθε κείμενό μας στον έντυπο τρόπο ψάχνει, εξ ορισμού, τον έναν έστω αλλά δικό του, ξεχωριστό αναγνώστη, κι αν τον βρει, συν-κληρούται κατά τι, στο χάος της μπλοκόσφαιρας υπάρχουν χιλιάδες δυνάμει παρόντες απόντες· αλλά, όμως, εδώ και τώρα νιώθω τι εστί βερίκοκον μοναχικό. Μας σε γράμματα χωρίς πρόσωπα. Διαλέγεσαι μόνον με λόγους. Ολοι γύρω μου σαν ζώσες πρώτες ύλες έπαψαν αμέσως και για τα καλά. Εντός του διαδικτυακού τρόπου χάσαμε τα πρόσωπά μας με αντάλλαγμα την αφή των λέξεων και δι’ αυτών το γλυκό άγγιγμα των πραγμάτων. Ελάττωσα βέβαια τις εφημερίδες, τι ωραία, αφού τις διαβάζω εν ιστοίς. Παίρνω εκείνες με τα σιντί της Κυριακής, σινεμά ή μουσικής, και τα ρίχνω σε μια σακούλα σκουπιδιών για το μέλλον, δηλαδή το ποτέ.
9. Σιγά σιγά διαπιστώνω πως: Χάνω τα χαρτιά μου, χάνω τους φίλους, χάνω το χρόνο -τα χρόνια ούτως ή άλλως φεύγουνε: («Κοινό το πέρασμα του χρόνου/και μην το παίρνεις επί πόνου» μου θυμίζει εν το μεταξύ ο Δ. Καψάλης), χάνω τα λόγια ως φωνή φυσιολογική, ως σπαραγμό, αντίλαλο κι αλαλαγμό. Ενας πανικός ύπαρξης ως πανικός ιδιαιτερότητας απλώνεται σαν παλιό αλώνι: τι είμαι τώρα; Ο πανικός συνύπαρξης επίσης· με ποιους πραγματικούς συναγωνιστές είμαι ή με ποιους πραγματικούς, ή οιονεi, ανταγωνιστές διαπλέκομαι, συμπλέκομαι, περιπλέκομαι.
10. Ο,τι δεν μπορώ να πω κατά πρόσωπο το λέω άμεσα μεν αλλά δι’ αντιπροσώπου. Ετσι δεν μπορώ να δω την επίδραση του λογίου είναι μου επί του αντίμαχου φυσιογνωμικού πεδίου. Μιλώ, συνομιλώ, παραμιλώ. Ζω στην αγία μοναξιά αφού δεν μπορώ να ζήσω το «Θρύλο του Αγίου Πότη» Τώρα: «Είμαι ένας μόνος και φτωχός σε απόψεις Blogman/ φίλοι μου, εν γένει ευοί ευάν ευοί ευάν!
11. «Η λευκή σελίδα ποθεί τη λέξη· η λέξη το θραύσμα· το θραύσμα τη σιωπή· η σιωπή το ποίημα της σιωπής· το ποίημα της σιωπής τη λευκή σελίδα”. Γράφει ο Χ. Βλαβιανός στα MINΙMA POETICA
12. Νάμαστε πάλι εδώ στην αρχή.

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος6/30/2007

    οι αλλαγες εποχων, οι αναχωρησεις οι νεες αφιξεις παντα εχουν θλιψη και χαρα

    ΑπάντησηΔιαγραφή