Τρίτη 26 Ιουνίου 2007

ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ

ΚΑΙ ΓΑΜΩ ΤΗ ΠΟΙΗΣΗ

Του Γιάννη Σχίζα

Το τελευταίο καιρό το 95% της ποίησης που πέφτει στα χέρια μου είναι δυασανάγνωστο και δυσνόητο, άλλοτε τρεχαγυρευοπουλικών προσανατολισμών και άλλοτε δοσμένο σε ασημαντότητες, που δεν υπηρετούν καμιά έμπνευση και καμιά μούσα. Δεν ξέρω αν ο θεσμός της «Παγκόσμιας Ημέρας Ποίησης» ή κάποια προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης(!) αναβαθμίσουν το είδος, όμως το σίγουρο είναι πως αυτό απέχει έτη φωτός από την υπέροχη λιτότητα και νοηματική διαύγεια που κήρυσσε παλιά ο Χριστιανόπουλος - στα πλαίσια του γνωστού μακροχρόνιου πολέμου του εναντίον των κουλτουριάρηδων.
Πολλοί θεωρούν την ποίηση ώς απειλούμενη με εξαφάνιση και άλλοι περισσότεροι της γυρίζουν την πλάτη, όμως ενίοτε η γηραιά αυτή κυρία της τέχνης του λόγου ( κατά πως λέμε «γηραιά ήπειρος»...) έχει την ικανότητα να καταπλήσσει και να πετυχαίνει διάνα με τα νοήματά της. Και μάλιστα, με μπασκετικούς όρους, να πετυχαίνει «τρίποντα», από την απόσταση δηλαδή ενός μικρού εντύπου της μακρινής ελληνικής περιφέρειας.
Για να μην τα πολυλογώ λοιπόν, ανοίγω την «ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ- πνευματική επιθεώρηση της Κοζάνης» που βγάζει ο καλός και «διατηρητέος» Βασίλης Καραγιάννης, και πέφτω επάνω στους στίχους του Αλέξανδρου Αραμπατζή,υπό τον τίτλο «Μελοδράματα».Διαβάζω το 4ο «εδάφιο» του ποιήματος και «τσιμπιέμαι» πραγματικά: Δεν είναι δυνατόν, οι στίχοι αυτοί φαίνονται σαν να γράφτηκαν κατά παραγγελία για το γνωστό επεισόδιο του μαζικού αθλητοειδούς τσουμπακά στην Παιανία, που στοίχισε τη ζωή ενός νέου και έφερε το ανθρωποβόρο «φίλαθλο» ήθος στην επιφάνεια. Και όμω, επρόκειτο για το τεύχος Μαρτίου -Μαϊου του περασμένου έτους, του 2006!
Τους παραθέτω λοιπόν, και ο νοών νοείτω:

Ήταν θυμάμαι μάγκες μου,
οι εποχές εκείνες της χαρωπής παρακμής
που ένα τσούρμο ηλιθίων, μαζί μ’ εμένα,
καβαλούσε αλαζονικά μια μηχανή ή μια σακαράκα
κι έτρεχε αφηνιασμένο να βρει έναν τόπο να ρημάξει.
Κάθε τόπος κι ένα πλιάτσικο
κάθε σταθμός κι ένα αναίτιο αιματοκύλισμα.
Η μια συμμορία φρικιών έστηνε ενέδρα στην άλλη
κι όλοι κατέληγαν στα χαντάκια άψυχοι και πετσοκομένοι.
Εκείνοι που επιβίωναν καυγάδιζαν πάλι
μέχρις ότου φυτεμένοι σ’αναπηρικά καροτσάκια
επέστρεφαν στο πατρικό τους
το ίδιο ηλίθιοι, άχρηστοι και ρημαγμένοι

Ο Αλέξανδρος Αραμπατζής μου θύμισε ένα παλιό φιλμ, το «Κουαντροφήνια» , με υπόθεση κάπως αντίστοιχη της Παιανίας. Εκεί δύο συλλογικότητες νεαρών, που χωρίζονταν από βαθύτατες ιδεολογικές διαφορές (οι μεν καβάλαγαν βέσπες, οι δε μοτοσυκλέτες κλασικού τύπου...) συγκεντρώνονταν σε μια επαρχιακή πόλη για να πλακωθούν αγρίως και για να βανδαλίσουν κατά βούληση... Ο ποιητής στη προκειμένη περίπτωση έδωσε με άκρα διαύγεια το πνεύμα του αιμοδιψούς ναρκισισμού και της ηλιθιότητας – πνεύμα ανάλογο με αυτό που αναπτύσσεται στους «παρα-αθλητικούς» χώρους , χωρίς να συναντάει συστηματικές αντιστάσεις
από την κοινωνία των πολιτών. Το γιατί ας αναζητηθεί σε πολλά και διάφορα, διαχρονικά αλλά και επίκαιρα - όπως ο ντετεκτιβίστικος λόγος, που πρόσφατα κυριάρχησε στον δημόσιο, καναλικό και εξωκαναλικό διάλογο...


(εφ. ΕΠΟΧΗ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου