Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2022
Πεύκα που γέρνουν
Πεύκα καθώς γέρνουνε στο σεφερικό πέρασμα του αγέρα
"ανθη πέτρας" σε ερείπα ζωής σκοτεινιάζουν στην εσπέρα
Μια, ας πούμε, τυχαία συνάντηση...
Οταν ευρισκόμην στις εκβολές της στενής οδού Αγίας Ειρήνης (κοντά στην Αιόλου δηλαδή) δεν παρέλειπα να κάνω μία στάση στο χώρο με τα “Ποιήματα και Εγκλήματα” του οίκου δηλονότι εκδόσεων, Γαβριηλίδης (α, ο αλησμόνητος Σάμης) οίκος της συγγραφικής μας μετανοίας, εν τινί δε μέτρο και ...μεγαλαυχίας. Στο ισόγειο cafe αφημένα βιβλία των εκδόσεών του πάνω στα τραπεζάκια τα οποία ο πίνων καφέ ή άλλο τι, τα ξεφύλλιζε. Ενα τέτοιο ήταν το λιγνόφυλλον με τίτλο «Ποιήματα της παλιάς ζωής" του Brines Francisco σε μετάφραση Τάσου Δανέγρη, τιμή αγοράς με ΦΠΑ 6,36 ευρώ παρακαλώ. Ξεφυλλίζω:
Ο επισκέπτης με αγκάλιασε
Ηταν ξανά η νεότης που επέστρεφε
Και κάθισε μαζί μου
Μια κούραση έβγαινε απ’ το στόμα του.
Φέρνανε σκόνη τα μαλλιά του από το δρόμο
αδύναμο φως στα μάτια.
Ανιστορούσε στον εαυτό του
Τα θλιβερά συμβάντα της ζωής του,
Σχεδόν επαναλάμβανε τη μίζερη ζωή του
Τυλιγμένος στους ίσκιους τονέ κοίταζα...
Εντάξει, δεν έγιναν ακριβώς έτσι τα πράγματα. Η ποίηση είναι τόσο πολύτιμη κι ακριβή για να τη ξοδεύουμε ή να την εκβιάζουμε να μας περιγράφει μια κοινότατή μας πραγματικότητα. ΄Ετσι, λοιπόν, μια μέρα τον είδα να μπαίνει στο καφέ- βιβλιοχώρο. Ξαφνιάστηκα. Ο χρόνος ήταν πάνω μας καταφανώς διατυπωμένος, σ’ αυτόν δε έκδηλα. Δεν με γνώρισε, κάθισε στο δίπλα τραπέζι κι αφέθηκε στην εφημερίδα και το τσάι του. Τον κοιτούσα επί δεκάλεπτον. ‘Υστερα δείξαμε (έκπληκτοι) τα σημάδια της γνωριμίας δια λόγων και έργων. Ηταν από το χωριό κι από το μακρινό παρελθόν, το μαθητικό, και τα πρωινά μας στο αστικό λεωφορείο για την πόλη και το Γυμνάσιο. Ανταλλάσσαμε τότε κουβέντες λίγο παραπέρα απ’ τις μαθητικές για βιβλία και συγγραφείς, τον Αλεξ. Παπαδιαμάντη δηλαδή. Απείχαμε σχολικά, αλλ’ όχι και ηλικιακά, 5 τάξεις. Υστερα έφυγε Αθήνα στο Πάντειο κι από κει στο Υπουργείο Παιδείας ανώτερο στέλεχος. Με τον καιρό ασχολήθηκε με την ορειβασία. Υπήρξε σ’ όλο τον κόσμο. Ταξίδευε με μανία, περπατούσε τα βουνά της υφηλίου ακόμα και σε κορυφές που εμείς απλώς τις βλέπουμε στο Γκουγκλ. Τον είχα ξαναθυμηθεί στις συγγραφικές μου μνήμες. Η τυχαία, (τίποτε το τυχαίον όμως ότι οι παλιές γνωριμίες πριν πάνε στον παράδεισό της η κάθε μία ξαναεπιστρέφουν για ένα ύστερο (;) ξανακοίταγμα) συνάντηση έγινε σε κοινό, ας πούμε τόπο και τρόπο, εντός έδρας κάπως. Στον εκδοτικό οίκο στον οποίο κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων μου "Ηδονο(α)βλεψίες» και τον έχω σε μια διήγηση: «Ο Σάκης Κανάβας, πρόεδρος της ομάδας, δεν έπαιζε αλλά ως θεωρητικός της- εκείνο τον καιρό ο Χρήστος της Πανάγιως Τσιολάκη ξεχώριζε- όρκισε την νεότερη γενιά των ποδοσφαιριστών του «Μέγα Αλέξανδρου» Λευκοπηγής στο αη-Δήμου του αγίου Παντελεήμονα, εκεί που ήδη τα καλοκαίρια, ερχόμενος από την Αθήνα, κατέφευγε ο ποιητής Π. Β. Πάσχος κι έγραφε το - Πικρό ψαλτήρι- της ποίησης και της ζωής του.».
Ηταν εκείνα τα «’Αγουρα χρόνια» (κι όχι μόνον του Κρόνιν) καθοριστικού λόγου, όταν ανιχνεύαμε τους στενούς ορίζοντες και τον εντελώς άγνωστο και πρωτόγονο κόσμο μας σαν τυφλά κουτάβια. Αγόραζα τότε μικρός μαθητής με 5 δραχμές σε εβδομαδιαία τεύχη τα «’Απαντα» του Γ. Σουρή (εκδ. Γιοβάνη) που είχαν εντός τους δώρο τα διηγήματα του Γ. Βιζυηνού (Γ. Βαλέτα). Μια κρύα κι αστραφτερή σα λεπίδι μέρα που δεν πήγαμε σχολείο του έδωσα τον Βιζυηνό. Ξεχάστηκε το πράγμα. Δεν μου έλειψε η γνώση του (2-3 εκδόσεις του με διεκδικούσαν στο μετά) αλλά ως σώμα (ύλη) μιας εποχής στην οποία πλέον τακτικά προσφεύγεις ακόμα και στα πιο ευτελή διασωθέντα κειμήλιά της· ένα βιβλίο χωρίς εξώφυλλα, μια πένα σκουριασμένη, μικρές φωτογραφίες με οδοντωτό περίγραμμα πάνω σε ξεραμένα αγκαθωτά σπαράγγια, όπως μικρά φτωχά πουλιά πιασμένα, να σου επισημαίνουν πως πλησιάζει ο καιρός των συνοψίσεων, της διαλογής, του αναστοχασμού.
Πριν λίγες μέρες έμαθα πως εδώ και μήνα περίπου πέθανε εντελώς αυτός ο καλός κι αγαθός, κάπως περίεργος (θετικά) μοναχικός άνθρωπος Σάκης Κανάβας στην Αθήνα που ζούσε.
Θα είναι στη μνήμη μας όπως και στη μνήμη του Γιώργου Μ. και Νίκου Κ. καθώς αυτοί θα ανεβαίνουν από τα Καραούλια και το κρυφό μονοπάτι στη Βίγλα της παλιάς ή άλλοτε ζωής μας.
Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022
Σκύλος θρηνών
Εν όψει των επι-καιρικών φαινομένων
Όλο το βράδυ μια «σειρήνα» εθρηνούσε
Πόνος πείνα εγκατάλειψη ερωτευμένων
Ένα αδέσποτο εν θλίψη αγρυπνούσε ….
Πρωινός καφές χωρίς σιγάρο
Πίνοντας ειρηνικό καφε/
στην πλατεία /
ξεφύλλιζα το φβ μου./
Με ρημαξεν η νοσταλγία…/
Κι απέναντι σφυράν δαιμονισμένα /
τα ΕΚΑΒ<
Σκηνές από απόγευμα Κυριακής
Στην κεντρική πλατεία κάτι δυσανάγνωστο διεξάγεται από χτες.. Χαρά Θεού. Περί το εσπέρας έρχεται η μικρή μπάντα του Στρατού με το άγημα των στρατιωτών που τραγωδούν «για την Ελευθερία που είναι απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων κ.λπ» για να υποστείλει την Κυριακάτικη σημαία. Ολοι στέκονται με σεβασμό όρθιοι. Μόνον σ’ ένα ας το πούμε τσαντιροπερίπτερο κάτι σαν άρ...ς μου φαίνεται ή μπορεί και να κάνω λάθος, δύο κοπέλες αραχτές στις καρέγλες τους. Ο κόσμος χειροκροτεί.
Στην κεντρική οδό με τις πικροκαστανιές ένας πλανόδιος αλλά καθήμενος μουσικός απειλεί πως θα πάρει το ντουφέκι του θα κατεβεί στον Ομαλό σε μια στράτα, δε θυμάμαι ποιά, για να κάνει μάνες δίχως γιούς και γυναίκες δίχως άντρες. Και επίσης θα κάνει κάτι και στα μικρά παιδιά...Πότε θα κάνει ξαστεριά λοιπόν; Ο νυχτερινός ουρανός εν τω μεταξύ είναι καταγάλανος.
- Να σε φυλάγει ο θεός.
Aι πλακέται της ζωής μου
Ελαβον στον μέχρι τώρα βίο μου τιμητικές πλακέτες 4 από συλλόγους και συλλογικότητες ως ακολούθως:
1. Από τον ιστορικό Σύλλογο Μικρασιατών Πτολεμαϊδος για μια ομιλία μου που έκανα σ’ αυτούς για το "Γιώργο Σεφέρη" κάπου το 2001.
2. Από τον επιχώριο σύλλογο Αλιάκμων για την προσφορά μου στα γράμματα ερήμην μου. Αυτήν παρέλαβε ο πατέρας μου (μύρο το χώμα που τον σκέπασε στις 16 – Οκτ. 2021) εντελώς απροετοίμαστος αφού μόλις επέστρεφε από το άρμεγμα των γιδιών και με τη στολή της γιδοεργασίας.
3. Από το Σύλλογο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος το 2007 δια την προσφορά μου κ. λπ.
4. Την σήμερον 25 Σεπτεμβρίου μνήμη Ευφροσύνης οσίας, από τη ‘Ενωση Παλαιών προσκόπων Κοζάνης γιατί τους προσέφερα το πολύτομο και πολύτιμο προσκοπικό αρχείο του ιστορικού στελέχους του κοζανίτικου προσκοπισμού Γ. Πατιώ που είχα στην φύλαξιν μου. Αυτό διότι όπως συνθηματολογουν αυτοί «Μια φορά πρόσκοπος πάντα πρόσκοπος...»
***
Υπήρξα το λοιπόν πρόσκοπος, χωρικοπρόσκοπος, όπως λέμε χωροεπίσκοπος, και πέρασα όλες τις βαθμίδες της προσκοποσύνης ταχύτατα όπως ο μέγας Φώτιιος τους βαθμούς της ιεροσύνης. Στο χωριό την περίοδο της δικτατορίας ζούσαμε ένα ερασιτεχνικό προσκοπισμό.
Ακόμα δεν είχα δει θάλασσα. Πρωτοείδα όταν μετείχα σε ένα πανμακεδονικό προσκοπικό Τζάμπορι στο όρος των κεραιών δηλαδή το βουνό Χορτιάτης της Θεσσαλονίκης.
Φύγαμε με το ΚΤΕΛ Κοζάνης για Θες/νίκη. Η συγκέντρωση εκεί που είναι το σημερινό Δημαρχείο. Μας φόρτωσαν στα ρέο για το βουνό, στις υπώρειές του μας ξεφόρτωσαν. Ανηφόρα, ευλογημένη κατά τους αγιορείτες. Πορεία από μονοπάτι, σακίδιο, κοντάρι, παγούρι κ.α. αξεσουάρ. Στο τέρμα η γλώσσα έξω. Ομαδικές σκηνές. Πεύκο, έλατο, πέτρες, βουνό, χώμα. Μακριά έλαμνε ο Θερμαϊκός. Συλλογική συνύπαρξη. Ασκήσεις και εκπαίδευση στα νέα προσκοπικά όπλα. Εφερα μια επωμίδα «ανιχνευτού». Αυθαίρετα. Μου την ξήλωσε σχεδόν προσβλητικά ένας ηλικιωμένος βαθμοφόρος ως ανάρμοστη για την ηλικία και τα προσκοπικά μου προσόντα. Ημουν κι από χωριό...Κοιτούσα με ζήλια τους ναυτοπρόσκοπους. Ηξεραν πολλούς ναυτικούς κόμπους. Αντιλαλούσε από φωνές τη μέρα και από σιωπές νυχτερινές το βουνό. Το βράδυ όνειρο. Με μάγευαν οι αστερισμοί τους μάθαινα ρουφώντας τους σα σφουγγάρι. Με τραβούσαν προς τα πάνω. Οταν υπηρετούσα στα Σέρβια υποψήφιος λοχίας ταχυδρομικού «τσακώθηκα» με το λοχαγό γιατί σε μια νυχτερινή εκπαίδευση μας έδειχνε για Πολικό αστέρα ένα άλλο άστρο. Ο καραβανάς! Με διέταξε να συμφωνήσω. Υπάκουσα όπως ο Γαλιλαίος ενώπιον της ιεράς Εξετάσεως. Γύρω από την πυρά τραγούδια ιστορίες, παιχνίδια. Μικρός άκουγα στο ράδιο ένα προσκοπικό τραγούδι. «Λυγερό κυπαρίσσι θα φυτέψω βαθιά στο χώμα/ και στην κορφή θ’ ανάψω ψηλή φωτιά...». Μετά πολλά χρόνια έμαθα πως ήταν του Μ. Χατζηδάκι σε στίχους Ν. Γκάτσου. Ηταν το τραγούδι της φωτιάς στο παγκόσμιο τζάμπορι στο Μαραθώνα το 1963. Το ακούω και τώρα και ένδον κλαίω για ό,τι έφυγε, χάθηκε κι έχει τη μυρωδιά του πεύκου, του χώματος, του βουνού. Τη μυρωδιά αυτή την ένοιωσα και στον Πύργο Βασιλίσσης στην Αθήνα, σε μια μαθητική εκδρομή σ’ όλη την Ελλάδα και ένα βράδυ μας στέγασαν εκεί. Τα πεύκα στις πρωτεύουσες πόλεις μυρίζουν κάπως πιο έντονα. Πιο εκλεπτυσμένα. Στην επαρχία λίγο νιώθεις την ανάσα τους. Ηταν το πρώτο μεθύσι στη φύση. Ο αρχηγός της ομάδος μας ένας φιλόλογος με πλατύγυρο καπέλο άρχιζε το τραγούδι με το παράγγελμα «Δυόμιση τρία..»: Το κράτησα, το λέω στο μικρό Μάριο, κι αυτός το επαναλαμβάνει στα δικά του; «Αβελεσάλου μαλέχεμ ...», το τραγουδούμε ακόμα. «Πρίμο κανόνε ντελαπατερίε, Καργκάτε...» ο διασκεδαστικός πολεμικός ναυτικός μας κανόνας, «Τράβα το κουπί σχίζε το νερό/ ήρεμα ήρεμα ήρεμα / κύλα στον αφρό...» Αχ... Η ζωή στη φύση ήταν μια διαρκής μαθητεία στο ωραίο στο ξεχωριστό, δε λέω καλύτερα, στο υπέροχο...
Το καλοκαίρι στο βουνό και οι εντυπώσεις από το Χορτιάτη στάθηκαν καθοριστικές για τον προσκοπικό μου βίο. Ηθελα κι εγώ να βιώσω αλλά και να μεταδώσω ό,τι έμαθα αλλά από τη θέση αρχηγού. Την επόμενη χρονιά γεμάτος γνώσεις για τη διαβίωση στη φύση και στο δάσος, διηύθυνα μια κατασκήνωση στην Κοζάνη. Με την ομάδα του χωριού στήσαμε κατασκήνωση στο Σιόποτο και για 4 μέρες ζούσαμε ονειρικά.΄Ημουν αρχηγός της. Είχα μια πατερίτσα πολύχρονη με ρόζους γεροντική σαν εκείνη που είχε ο αρχηγός φιλόλογος στο Χορτιάτη.
Εφέτος, τυχαία στο χωριό βρήκα στην θημωνιά των παλαιών βιβλίων και εντύπων, μια ολιγοσέλιδη μονογραφία με τίτλο: «Ορολογία και ουσία της βυζαντινής τέχνης», Θεσσαλονίκη 1947, του Στυλιανού Πελεκανίδη. Τότε, την Κυριακή λήξης της κατασκήνωσης και του Τζάμπορι, επισκεφτόταν το πεδίο διεξαγωγής, υψηλά στην ιεραρχία, προσκοπικά πρόσωπα. Ακουσα για έναν πανεπιστημιακό τον οποίο έβλεπα γεμάτο παράσημα, κορδόνια, θυρεούς κ.α. τενεκεδένια και υφασμάτινα κλαπατσίμπαλα επί στήθους. Μου θύμιζε μάγο αφρικανικής φυλής. Φορούσε δε κι ένα εντυπωσιακό καπέλο σαν πιρόγα. Εφερε το προσκοπικόν προσωνύμιον «Καρχαρίας».
Ηταν ο πανεπιστημιακός καθηγητής της μονογραφίας που ξεφυλλίζω ακόμα και τώρα σαν μια αφήγηση, σπονδή στον καιρό της ξέγνοιαστης νεότητας και νυν αφόρητης νοσταλγίας.
«Τζάμπορι Τζάμπορι θάλασσα και πεύκο χώμα και βουνό
Τζάμπορι τζάμπορι κάποτε θα φτάσουμε στον ουρανό...κλπ διεκτραγωδούσαμε.
- Σίγουρα, αλλά πρώτα αφού περάσουμε από της γης τα χώματα ...
(Το κυρίως μέρος της αφήγησης δημοσιεύτηκε στην ΤΥΡΒΗ τχ. 19)
Συνέδρια ή όπως το ένα μήλο την ημέρα...
Με την συνεδριατίτιδα (επιστημονική) που ενέσκυψε αμέσως μετά την χαλάρωση των μέτρων εκ του κόβιτ στα καθημερινά πολιτιστικά και λαογραφικά μας πράγματα, έχει αλοφρονήσει η θερμή φύση διοργανωτών και διοργανο(διανοούμενων). Μου θύμισαν το 1999 όταν διοργανώσαμε με το Ινστιτούτο Βιβλίου και Ανάγνωσης τότε, το διεθνές συνέδριο για το Μυθιστόρημα με τη συμμετοχή πολλών ξένων και Ελλήνων μυθιστοριογράφων και με διευθύνοντα το σημαντικό Ελληνα διανοούμενο Λάκη Προγγίδη (συνεργάτη του Μίλαν Κούντερα στο Παρίσι). Ηταν ένα τετραήμερο γραμμάτων εντυπωσιακό.
Τότε από την πόλη εκτός από τους συνέδρους ομιλητές και εισηγητές καλέσαμε να μετάσχουν, τιμής ένεκεν, αλλά με σχέση ισοτίμου συνέδρου και με ειδική αναφορά στον κατάλογο των καλεσμένων μια σειρά από προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών του τόπου. Για να τιμήσουμε ακόμα και την πιο χαμηλή αλλά επίμονη πνευματική δημιουργία που υπήρχε στην πόλη.
Ετσι γίνεται ή πρέπει να γίνεται. Τουλάχιστον τα επιστημονικά συνέδρια (κι όχι ένα ή και δύο κάθε χρόνο δεν είναι μήλα που ένα την ημέρα το γιατρό κάνουν πέρα) να μη διεξάγονται ενώπιον του άδειου (δεν εννοώ το μικρό ακροατήριο) από την τοπική πνευματική αύρα και δημιουργία.
Ηταν και τότε Σεπτέμβριος του 1999 και η Κοζάνη ήταν «Πόλη του βιβλίου». Σήμερα τι είναι άραγε;
Το απογευματινό στρατιωτικό κοιμητήριο
Πάνω απ τους σταυρούς ανθίζουνε τα κυπαρίσσια/
Που χώνουν κάθετα τις ρίζες μη ξεκοκαλίσουνε το χώμα/
Στρατιώτες εκει με τάξη πειθαρχία και περίσκεψη περίσσια /
-Αλτ, ο σκοπός,το σύνθημα! - Ζωντανός ακόμα…
Ποίημα πρωινόν
Πόσα χρόνια! Απειρα.../
Παρασκευή βράδυ φέρνουμε την «Π» /
στο ΣΥΝ-Βιβλιοπωλείο, την αφήνουμε χύδην χαμαί/
Σάββατο ολημερίως διευθέτηση παραληπτών/
εκτός πόλεως αλλ’ εντός Ελλάδος./
Κυριακή μετά το ναό δεματοποίηση τομέων/
85 στον αριθμό τα δάχτυλα γέμισαν φουσκάλες/
(«Το σπίτι γέμισε τριζόνια» Γ.Σ.)/
Μέτρηση αντιτύπων για το ταχυδρομείο/
τοποθέτηση σε μαύρες σακούλες σκουπιδιών /
(«τα σκουπίδια στ' αβυσσαλέα τους αυτοκίνητα... μου 'ρχεται γοερά να φωνάξω: /
Πετάχτε με και μένα μέσα» ο Ν. Καρούζος) /
Δευτέρα ώρα 8 π.μ. με το Ρ. στα ΕΛΤΑ και πληρωμή/
κι από εδώ παν κι οι άλλοι πλέον.../
Λύτρωση ένας καφές στη άδεια πρωινή πλατεία μόνος/
- Προς τι όλα αυτά; /
«Μα για ένα πουκάμισο αδειανό για μιαν ...»/
βάλτε όποιο όνομα σας δυναστεύει/
είναι και μέρες του Γ. Σεφέρη δηλαδής./
ΜΙσώ τας γάτας...
Μισώ τας γάτας …το είπα.
Τα σκυλιά όμως τα αντιμετωπίζω με ευμενή ουδετερότητα
Όμως αυτόν στη γειτονια του χωριου αδέσποτος αλλά οικείος τον βλέπω λιαν φιλικά
Ισως και ο φωτ με την τεχνη του τον έκανε σχεδόν αγαπητό
Είναι ο εξολοθρευτής αυτών που μενουν από τα τραπέζια των γειτόνων
Έχει και μια ανθρώπινη μελαγχολία στο μάτι …
Ανοδος μνήμης
Οπως κατ’ έτος κι έθος πλέον μου συμβαίνει/
παραμονή αγίου Βησσαρίωνος Αρχιεπισκόπου Λαρίσης/
(15 /9 εορτάζει) ανέρχομαι την αρχαία κλίμακα/
της μνήμης, της νοσταλγίας, μη και της λύπης/
εκ της διαφυγούσης οριστικά νεοσύνης,/
στο ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος/
παρά τον Χαμηλό Αηλιά της πόλης μας, /
με προεστώτα του τον πατέρα Νεκτάριο./
(Στον περίβολό του διάβασα σχεδόν όλο το Σαίξπηρ /
σε μετάφραση Β. Ρώτα εκδ. Επικαιρότητα)/
Εκεί εις λίαν καθαρόν εσπερινόν παρέστην/
υπέρ απογόνων Αγραφιωτών που το 1612 ήλθαν εδώ/
κυνηγημένοι, αποτυχημένοι, επαναστάτες /
του Διονύσιου Σκυλοφιλόσοφου κ.λπ,/
Αρτοκλασία, παράκληση, λειτουργία./
Χρόνο το χρόνο λιγοστεύουν οι απόγονοι/
που ανεβαίνουνε, αλλ’ εγώ εκεί αν και μη αγραφιώτης /
Μια τύψη, μια θλίψη και μια χαρά ας πούμε/
μου την έχουν στημένη δια την ενιαύσιον όλχησιν/
λόγχισμα στα λαγαρά της ύπαρξής μου./
Παλιά αμαρτήματα στο λόφο /
εφημερεύουν νοερώς.../
Ναι, «συμπρωταγωνίστησα" με Κ. Καζάκο (Αγαμέμνονα) και Ειρήνη Παππά (Κλυταιμνήστρα) στην ταινία του Μιχ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια» (1977)
...
...Tρεις μέρες τώρα μας κουβαλούν πρωί πρωί στην παραλία της Kορίνθου. Kομπάρσοι στην ταινία του Kακογιάννη «Iφιγένεια». Ήθελε στρατιώτες ο σκηνοθέτης, μάζα για φόντο ανθρώπινο, και τους μάζεψαν απ’ όλα τα κέντρα εκπαίδευσης της Πελοποννήσου: Tρίπολη, Nαύπλιο, Σπάρτη. Kάπου 8 χιλ. νεοσύλλεκτοι, κουρεμένοι εν χρω και γυμνοί. Nαι, εντελώς γυμνοί. Mετά το "διαλυθείτε" στην απέραντη παραλία μας διέταζαν να γδυθούμε. Συστολή αιτιολογημένη από τα υπόλοιπα της αξιοπρέπειας του πολίτη. Υστερα άρχιζαν οι βρισιές από τους διαμεσολαβητές της τέχνης και της στρατιωτικής μάζας, τους λοχίες. Oι λυρικές χριστοπαναγίες και τα ασύντακτα γαμοσταυρίδια έπεφταν βροχή, χάριν της Iφιγένειας και της Eλένης. Ένας λίγο πιο ηλικιωμένος από εμάς στρατιώτης -θεολόγος στην επιστήμη κι οικογενειάρχης, ο ταλαίπωρος- αρνήθηκε να ξεβρακωθεί. Eπικαλούνταν διάφορα ανθρώπινα και κατανοητά ρητά και δικαιώματα. Ποιός τον άκουγε; Tον ρήμαξαν στη βρισιά. Ήταν στάση κατά του ελληνικού στρατεύματος! –Aκούς, να μη γδύνεται, να μη θέλει να παίξει κομπάρσος Έλλην- Aχαιός για να κυριολεκτούμε- στην ταινία με την οποία θα δείχναμε... Που ακούστηκε, λοιπόν, τέτοια ανυπακοή στον ελληνικό στρατό! Tον έσερναν, όπως σέρνουν τα τομάρια των γδαρμένων αρνιών οι χασάπηδες στο πλακόστρωτο στα χωριά. Δεχόταν στωικά τον προπηλακισμό, ψελλίζοντας ίσως μέσα του τις προσευχές που έλεγε ο Kύριος οδεύοντας προς το μαρτύριο: Πάτερ, άφες αυτοίς. Aγκιστρωθήκαμε ανθρώπινες υποψίες, στην αντίστασή του. Kάλυπτε τη γύμνια μας η δύναμή του. Kοπάδι αμέτρητων, ξεπουπουλιασμένων γλάρων τα γυμνά κορμιά, γεμάτα θλίψη, λιανοπατούσαν στ’ ακροθαλάσσι. Kοιτάγαμε ο ένας τον άλλο. Όλοι ίδιοι. Γυμνοί και κουρεμένοι στο σώμα κουρσεμένοι στην ψυχή. Tο μυστήριο της φύσης μας να κρέμεται ως η τελευταία μαραμένη υπόμνηση της εγκοσμιότητάς μας. Παίρνουμε, κάποτε, θέσεις στην παραλία. O σκηνοθέτης στο μεγάφωνο φωνάζει κι οι λοχίες αντιλαλούν την εντολή.
- Nα κοιτάτε όλοι με νοσταλγία το πέλαγος...
Όπως έκαναν οι αρχαίοι μας πρόγονοι στην κανονική Aυλίδα. Γιατί δεν φυσούσε ο αέρας να φουσκώσει τα πανιά, να κινήσουν τα καράβια, να πάνε στην Tροία και να φέρουν πίσω την Eλένη!
- Tι λέτε!...
Προσπαθούσαμε να κοιτάμε με νοσταλγία τη θάλασσα. Mάταια. Tι χρώμα, έχει, άραγε αυτή η διάθεση; Kαθένας ήταν χωμένος στη δική του μοναξιά· στο πρόσωπό του σχηματιζόταν το προσωπικό κι όχι το συλλογικό, κινηματογραφικό ζητούμενο. O σκηνοθέτης δεν έμενε ικανοποιημένος. Kαι στέκονταν εκεί 8 χιλ. γυμνοί νέοι ενώπιον μιας νεαράς Iφιγένειας και μιας ώριμης Κλυταιμνήστρα, που από μακριά κοιτούσαν τη λιμνοθάλασσα της θλιμμένης ανδρικής φύσης!
- «Nοσταλγήστε, στραβάδια, να τελειώνουμε», φώναζαν οι λοχίες «γιατί μας έχει τρελάνει ο π...».
Oι προσπάθειες συνεχίζονταν. Αγωνιζόμασταν να δώσουμε στις φάτσες το σχήμα της νοσταλγίας. H ψυχή, φυσικά, ούτε στιγμή δεν μπορούσε να υπακούσει. Tα μάτια μισάνοιχτα το άρχιζαν από την ειρωνεία αλλά κατέληγαν στην οργή.
Kάποιοι αφελείς είχαν τη ματαιοδοξία να ντυθούν Aχαιοί και να παρατάσσονται σ' ένα αυλάκι διαδρόμου, το οποίο διέσχιζαν πάνω στ' άλογά τους αγέρωχος ο Aγαμέμνων Kαζάκος και από πίσω τρομαλέος, όπως και στο μύθο, ο Mενέλαος Kαρράς. Kι επαναλαμβανόταν η σκηνή. Γυμνοί, πίσω από τους ντυμένους, τανούσαμε τους λαιμούς, όπως τα γαλιά, να δούμε τέρατα της ελληνικής σκηνής να παίζουν και να μας εμπαίζουν αντιμετωπίζοντάς μας ως μύγες ή καλύτερα σαν τα χαλίκια, στα οποία οι άμαθες πατούσες μας υπέφεραν με τη βοήθεια πλήθους από γομαράγκαθα και λοιπά ενοχλητικά ξεβράσματα της θάλασσας. Eμείς, το ελάχιστον πλήθος των γυναικών κοιτούσαμε, μήπως, δούμε ό,τι τέλος πάντων μπορούσαμε να δούμε· καθότι η φανταρία όλων των καιρών κι όλων των λαών έχει το μάτι μαύρο και τη νοσταλγία ευθυτενή, στον πόλεμο για τσιγάρο, στην ειρήνη για γυναίκα.
Ματσάκι
/
Με το ματσάκι άοσμου βασιλικού ανα χείρας /
(Όχι δεν είναι Μαιδανος)/
Της παγκόσμιου υψωσεως του σταυρου/
Στις ράγες των τυφλών πορευομαι/
Οι πικροκαστανιες αγκαθισαν καρπό/
πικροτατον ως της αμαρτίας το ύστερα/
Αλλά ας είναι/
Ακόμα χτυπούν καμπάνες …
Σημερα 14 / 9ου του Σταυρου δεν είναι παίξε γέλασε...
Πήγα να ειρωνευτώ κάπως τα Σταυρικά πράγματα σ' ένα διήγημά μου "Φώτα ολόβροχα" και με διέλυσε ο γέροντας Ιλαρίων της μονής της Λαριούς παρά τον Αλιάκμονα ποταμόν.
«Ολα αυτά, γέροντα, μυρίζουν κάπως ειδωλολατρία. Τι χρειάζονται τέτοιοι θεόρατοι σταυροί, σκιάχτρα που νοθεύουν της φύσης τη συμμετρία και τη Θεία ρύθμιση», ψέλλισα κάπως ημιαθώα.
«Τι είπες, αχρείε, για το Σταυρό» ξέσπασε αυτό το σωματικά λειψανάβατο καλογερικό ον και μου τίναξε αλλόφρον, γροθιά ντιρέκτ, το εξαποστειλάριον του όρθρου χύμα και εν θριάμβω:
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης· Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας· Σταυρός, Βασιλέων το κραταίωμα· Σταυρός, πιστών το στήριγμα· Σταυρός, Αγγέλων η δόξα, και των δαιμόνων το τραύμα.»
- Χαμένε...
Κι ησύχασε· όμως, εγώ λιώμα.
Υακίνθη...
Κάποτε όταν η Κοζάνη ήταν Πόλη του Βιβλίου (Δημοτική Βιβλιοθήκη + Ινστιτούτο Βιβλίου και ανάγνωσης 1995-2003) φιλοξενήσαμε ένα φεγγάρι, μάλλον μια ημισέληνο Τούρκους φοιτητές της Ελληνικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Αγκυρας. Μέσα στις άλλες βόλτες που τους κόψαμε και δράσεις τους πήγαμε και στη Μονή Αναλήψεως. Εκεί επισκέφτηκαν και το εργαστήρι με τους αργαλειούς του. Σ’ ένα κάθετο δοκάρι ενός αργαλειού ήταν γραμμένο με γράμματα της Γερόντισσας Μαγδαληνής «Υακίνθη για να υφάνεις τον ιστό της ψυχής σου».
Στη φωτ. γνώριμες αγαπημένες πλάτες, μαλλιά, ύψη...
Αραγε εκείνοι οι μελετητές των νεοελληνικών γραμμάτων τι κάνουν και ιδίως τι νιώθουν σήμερα για την Ελλάδα...
Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2022
Οβιδιος...
Την «Ερωτικη τέχνη» κατά Οβιδιον διεξερχομαι/
Του συναρπαστικού λατινολογιου Χρ. Καπνουκαγια/
Σεπτεμβρίου πρωινο και εις νοσταλγιαν έρχομαι/
με σημάδεψαν αλλά προσπέρασαν του ερωτος τα σκάγια
Το μονοπάτι
Οπως κατ’ έτος κι έθος πλέον μου συμβαίνει/
παραμονή αγίου Βησσαρίωνος Αρχιεπισκόπου Λαρίσης/
(15 /9 εορτάζει) ανέρχομαι την αρχαία κλίμακα/
της μνήμης, της νοσταλγίας, μη και της λύπης/
εκ της διαφυγούσης οριστικά νεοσύνης,/
στο ναό Μεταμορφώσεως του Σωτήρος/
παρά τον Χαμηλό Αηλιά της πόλης μας, /
με προεστώτα του τον πατέρα Νεκτάριο./
(Στον περίβολό του διάβασα σχεδόν όλο το Σαίξπηρ /
σε μετάφραση Β. Ρώτα εκδ. Επικαιρότητα)/
Εκεί εις λίαν καθαρόν εσπερινόν παρέστην/
υπέρ απογόνων Αγραφιωτών που το 1612 ήλθαν εδώ/
κυνηγημένοι, αποτυχημένοι, επαναστάτες /
του Διονύσιου Σκυλοφιλόσοφου κ.λπ,/
Αρτοκλασία, παράκληση, λειτουργία./
Χρόνο το χρόνο λιγοστεύουν οι απόγονοι/
που ανεβαίνουνε, αλλ’ εγώ εκεί αν και μη αγραφιώτης /
Μια τύψη, μια θλίψη και μια χαρά ας πούμε/
μου την έχουν στημένη δια την ενιαύσιον όλχησιν/
λόγχισμα στα λαγαρά της ύπαρξής μου./
Παλιά αμαρτήματα στο λόφο /
εφημερεύουν νοερώς.../
Ναι, «συμπρωταγωνίστησα" με Κ. Καζάκο (Αγαμέμνονα) και Ειρήνη Παππά (Κλυταιμνήστρα) στην ταινία του Μιχ. Κακογιάννη «Ιφιγένεια» (1977)
...
...Tρεις μέρες τώρα μας κουβαλούν πρωί πρωί στην παραλία της Kορίνθου. Kομπάρσοι στην ταινία του Kακογιάννη «Iφιγένεια». Ήθελε στρατιώτες ο σκηνοθέτης, μάζα για φόντο ανθρώπινο, και τους μάζεψαν απ’ όλα τα κέντρα εκπαίδευσης της Πελοποννήσου: Tρίπολη, Nαύπλιο, Σπάρτη. Kάπου 8 χιλ. νεοσύλλεκτοι, κουρεμένοι εν χρω και γυμνοί. Nαι, εντελώς γυμνοί. Mετά το "διαλυθείτε" στην απέραντη παραλία μας διέταζαν να γδυθούμε. Συστολή αιτιολογημένη από τα υπόλοιπα της αξιοπρέπειας του πολίτη. Υστερα άρχιζαν οι βρισιές από τους διαμεσολαβητές της τέχνης και της στρατιωτικής μάζας, τους λοχίες. Oι λυρικές χριστοπαναγίες και τα ασύντακτα γαμοσταυρίδια έπεφταν βροχή, χάριν της Iφιγένειας και της Eλένης. Ένας λίγο πιο ηλικιωμένος από εμάς στρατιώτης -θεολόγος στην επιστήμη κι οικογενειάρχης, ο ταλαίπωρος- αρνήθηκε να ξεβρακωθεί. Eπικαλούνταν διάφορα ανθρώπινα και κατανοητά ρητά και δικαιώματα. Ποιός τον άκουγε; Tον ρήμαξαν στη βρισιά. Ήταν στάση κατά του ελληνικού στρατεύματος! –Aκούς, να μη γδύνεται, να μη θέλει να παίξει κομπάρσος Έλλην- Aχαιός για να κυριολεκτούμε- στην ταινία με την οποία θα δείχναμε... Που ακούστηκε, λοιπόν, τέτοια ανυπακοή στον ελληνικό στρατό! Tον έσερναν, όπως σέρνουν τα τομάρια των γδαρμένων αρνιών οι χασάπηδες στο πλακόστρωτο στα χωριά. Δεχόταν στωικά τον προπηλακισμό, ψελλίζοντας ίσως μέσα του τις προσευχές που έλεγε ο Kύριος οδεύοντας προς το μαρτύριο: Πάτερ, άφες αυτοίς. Aγκιστρωθήκαμε ανθρώπινες υποψίες, στην αντίστασή του. Kάλυπτε τη γύμνια μας η δύναμή του. Kοπάδι αμέτρητων, ξεπουπουλιασμένων γλάρων τα γυμνά κορμιά, γεμάτα θλίψη, λιανοπατούσαν στ’ ακροθαλάσσι. Kοιτάγαμε ο ένας τον άλλο. Όλοι ίδιοι. Γυμνοί και κουρεμένοι στο σώμα κουρσεμένοι στην ψυχή. Tο μυστήριο της φύσης μας να κρέμεται ως η τελευταία μαραμένη υπόμνηση της εγκοσμιότητάς μας. Παίρνουμε, κάποτε, θέσεις στην παραλία. O σκηνοθέτης στο μεγάφωνο φωνάζει κι οι λοχίες αντιλαλούν την εντολή.
- Nα κοιτάτε όλοι με νοσταλγία το πέλαγος...
Όπως έκαναν οι αρχαίοι μας πρόγονοι στην κανονική Aυλίδα. Γιατί δεν φυσούσε ο αέρας να φουσκώσει τα πανιά, να κινήσουν τα καράβια, να πάνε στην Tροία και να φέρουν πίσω την Eλένη!
- Tι λέτε!...
Προσπαθούσαμε να κοιτάμε με νοσταλγία τη θάλασσα. Mάταια. Tι χρώμα, έχει, άραγε αυτή η διάθεση; Kαθένας ήταν χωμένος στη δική του μοναξιά· στο πρόσωπό του σχηματιζόταν το προσωπικό κι όχι το συλλογικό, κινηματογραφικό ζητούμενο. O σκηνοθέτης δεν έμενε ικανοποιημένος. Kαι στέκονταν εκεί 8 χιλ. γυμνοί νέοι ενώπιον μιας νεαράς Iφιγένειας και μιας ώριμης Κλυταιμνήστρα, που από μακριά κοιτούσαν τη λιμνοθάλασσα της θλιμμένης ανδρικής φύσης!
- «Nοσταλγήστε, στραβάδια, να τελειώνουμε», φώναζαν οι λοχίες «γιατί μας έχει τρελάνει ο π...».
Oι προσπάθειες συνεχίζονταν. Αγωνιζόμασταν να δώσουμε στις φάτσες το σχήμα της νοσταλγίας. H ψυχή, φυσικά, ούτε στιγμή δεν μπορούσε να υπακούσει. Tα μάτια μισάνοιχτα το άρχιζαν από την ειρωνεία αλλά κατέληγαν στην οργή.
Kάποιοι αφελείς είχαν τη ματαιοδοξία να ντυθούν Aχαιοί και να παρατάσσονται σ' ένα αυλάκι διαδρόμου, το οποίο διέσχιζαν πάνω στ' άλογά τους αγέρωχος ο Aγαμέμνων Kαζάκος και από πίσω τρομαλέος, όπως και στο μύθο, ο Mενέλαος Kαρράς. Kι επαναλαμβανόταν η σκηνή. Γυμνοί, πίσω από τους ντυμένους, τανούσαμε τους λαιμούς, όπως τα γαλιά, να δούμε τέρατα της ελληνικής σκηνής να παίζουν και να μας εμπαίζουν αντιμετωπίζοντάς μας ως μύγες ή καλύτερα σαν τα χαλίκια, στα οποία οι άμαθες πατούσες μας υπέφεραν με τη βοήθεια πλήθους από γομαράγκαθα και λοιπά ενοχλητικά ξεβράσματα της θάλασσας. Eμείς, το ελάχιστον πλήθος των γυναικών κοιτούσαμε, μήπως, δούμε ό,τι τέλος πάντων μπορούσαμε να δούμε· καθότι η φανταρία όλων των καιρών κι όλων των λαών έχει το μάτι μαύρο και τη νοσταλγία ευθυτενή, στον πόλεμο για τσιγάρο, στην ειρήνη για γυναίκα.
Στίς ράγες των τυφλών
Με το ματσάκι άοσμου βασιλικού ανα χείρας/
(Όχι δεν είναι Μαιδανος)/
Της παγκόσμιου υψωσεως του σταυρου/
Στις ράγες των τυφλών πορευομαι/
Οι πικροκαστανιες αγκαθισαν καρπό/
πικροτατον ως της αμαρτίας το ύστερα/
Αλλά ας είναι/
Ακόμα χτυπούν καμπάνες …/
Σημερα 14 / 9ου του Σταυρού δεν είναι παίξε γέλασε...
Πήγα να ειρωνευτώ κάπως τα Σταυρικά πράγματα σ' ένα διήγημά μου "Φώτα ολόβροχα" και με διέλυσε ο γέροντας Ιλαρίων της μονής της Λαριούς παρά τον Αλιάκμονα ποταμόν.
«Ολα αυτά, γέροντα, μυρίζουν κάπως ειδωλολατρία. Τι χρειάζονται τέτοιοι θεόρατοι σταυροί, σκιάχτρα που νοθεύουν της φύσης τη συμμετρία και τη Θεία ρύθμιση», ψέλλισα κάπως ημιαθώα.
«Τι είπες, αχρείε, για το Σταυρό» ξέσπασε αυτό το σωματικά λειψανάβατο καλογερικό ον και μου τίναξε αλλόφρον, γροθιά ντιρέκτ, το εξαποστειλάριον του όρθρου χύμα και εν θριάμβω:
«Σταυρός, ο φύλαξ πάσης της οικουμένης· Σταυρός, η ωραιότης της Εκκλησίας· Σταυρός, Βασιλέων το κραταίωμα· Σταυρός, πιστών το στήριγμα· Σταυρός, Αγγέλων η δόξα, και των δαιμόνων το τραύμα.»
- Χαμένε...
Κι ησύχασε· όμως, εγώ λιώμα.
Κάποτε εδώ...
Κάποτε όταν η Κοζάνη ήταν Πόλη του Βιβλίου (Δημοτική Βιβλιοθήκη + Ινστιτούτο Βιβλίου και ανάγνωσης 1995-2003) φιλοξενήσαμε ένα φεγγάρι, μάλλον μια ημισέληνο Τούρκους φοιτητές της Ελληνικής Λογοτεχνίας στο πανεπιστήμιο Αγκυρας. Μέσα στις άλλες βόλτες που τους κόψαμε και δράσεις τους πήγαμε και στη Μονή Αναλήψεως. Εκεί επισκέφτηκαν και το εργαστήρι με τους αργαλειούς του. Σ’ ένα κάθετο δοκάρι ενός αργαλειού ήταν γραμμένο με γράμματα της Γερόντισσας Μαγδαληνής «Υακίνθη για να υφάνεις τον ιστό της ψυχής σου».
Στη φωτ. γνώριμες αγαπημένες πλάτες, μαλλιά, ύψη...
Αραγε εκείνοι οι μελετητές των νεοελληνικών γραμμάτων τι κάνουν και ιδίως τι νιώθουν σήμερα για την Ελλάδα...
Τα λάθη...
Ποσο μ αρέσει πρωινά να διορθώνω εαυτόν/
οχι από τα λάθη της ζωής αυτά με συντηρούν/
αλλα από λάθη ορθογραφίας /
που αγρια με παρατηρούν …./
«Διότι όπως είπε και ο Στέργιος...»
Μια φορά, τω καιρώ του αλήστου μνήμης ΚΚΕ (εσωτ,) (1,5 % του λαού μεσοσταθμικά ελάμβανε) στην κεντρική πλατεία της Κοζάνης, μιλούσε ο γλυκόλαλος κι όχι μόνον, Λ. Κύρκος. Είχε προηγηθεί στην εξέδρα -οιονεί ικρίωμα την ονόμαζε ο Λ.Κ.- κατασκευή των οικοδόμων του κόμματος, ο Στέργιος Πιτσιόρλας υπεύθυνος ηγετικός παράγων που δε θυμάμαι τι αξίωμα έφερε. Ο κεντρικός ρήτωρ για να τονώσει το ηγετικό προφίλ του νεαρού παράγοντα στην ρητορεία του επικαλέστηκε μια φορά το Μαρξ και 3 τον Στέργιο Π. λέγοντας:
«Διότι, όπως είπε κι ο Στέργιος...». 3 φορές παρακαλώ. Παρακολουθούσαμε με βαρεμάρα αλλά φορές και με προσήλωση.
Πέρασαν τα χρόνια ο εν λόγω τότε αστήρ έγινε μέχρι και υπουργός στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Τίμιο κι ηθικό στοιχείο, όπως τον ξέραμε. Από τα λίγα της τότε καταστάσεως. Τώρα τον καιρό πλέον των παρακολουθήσεων των τηλεφώνων διαβάζουμε τα νέα πως κι αυτόν τον παρακολουθούσε η δική του κατάσταση σε σημείο να φωνήσει το μεγάλο, κάπως λόγο:
- “Αλέξη, γιατί με παρακολουθούσες…”
- Ελα ντε, γιατί;
ΥΓ. Σχέδιον του Πασχάλη Δουγαλή
Tο κατά Ματαθάιον
Ακουγα το κατά Ματθαίον σήμερα/
στην αυλή του αγίου Δημητρίου σχεδόν αραχτός/
δίπλα από τους μορμυρίζοντες πίδακες/
με το σύντροφο των Κυριακών μου σκίουρο. /
Αράδιαζε η περικοπή τα ου των εντολών/
και το συλλογιζόμουν/
ποιές τηρώ σε ποιές διολισθαίνω/
και ποιές ούτε εις εαυτόν ομολογώ./
Οπως κι αυτήν που εκατάργηξεν ο πασόκος/
το αξιόποινόν της εν πράξη ή διανοία./
- Και τι είναι τι δεν είναι και τι ανάμεσό της.../
Αμαρτωλών μη σωτηρία.../
Παρασκευή 2 Σεπτεμβρίου 2022
«Τοπίο του απόβροχου"
Δύο (2) ο Σεπτέμβριος /
μνήμη Μάμαντος μάρτυρος και Μ. Θεοδωράκη οσίου/
διάβαζα κάτι μικρά λυπημένα ποιήματα/
του λίαν ποιητού Ηλία Κεφάλα/
κι ήταν η μέρα συννεφιασμένη.../
«Τοπίο του απόβροχου"/
Ο αιφνίδιος ήλιος/
και το δριμύ άρωμα της σφενδαμιάς/
επιπολάζουν στην ατμόσφαιρα/
Ομως εγώ βυθίζομαι σε σένα/
καθώς σε θυμάμαι μόνο/
με μικρές αναλαμπές μνήμης/
που όλο με αιωρούν/
κι όλο με λυπούν»/
Διάγγελμα μετ' ανθέων…
Η νέα Παρέμβαση τχ 209-210 (θέρος δίχως έρος) του 2022 έχει στο εξώφυλλο το ύπ αριθ. 136/2018 έργο του Δημήτρη (Τάκη) Χατσιου «Γυναίκα με καπέλο στη θάλασσα» η κάτι τέτοιο.
Δεύτε τας χείρας κροτήσωμεν για τον καλλιτέχνη.
Ενα γλυκό διήμερο «Λογοτεχνία και πόλη» που τέλειωσε
Το διήμερο τέλειωσε. Τελειώνει και το καλοκαίρι ημερολογιακά τουλάχιστον για τα δικά μας κλίματα. Κάποιοι στίχοι γραμμένοι στο Μετρό στο Παρίσι και ταξιδεύουν σ’ όλη την πόλη γραμμένοι από ένα Σκοπιανό ποιητή, αναφέρουν:
Κλείσε καλά αυτό το καλοκαίρι/
σ’ ένα μπουκάλι από άχυρα/
σ’ ένα λοφίσκο από άμμο./
Ετσι για να μπορέσει να εμφανιστεί/
μια μέρα/
όταν θα είσαι μόνος/
κάποιο χειμώνα σαν ένα άρωμα/
σαν ένα ξεχασμένο όνομα/
Αγίου Φανουρίου
«εσύ/
που χθες ησουνα μόνο η ομορφιά /
τωρα είσαι επίσης και όλη η αγάπη…»
«Σάββατα». Του Χ Λ Μπόρχες
Να 'μαστε πάλι εδω...
"Να 'μαστε πάλι εδώ Αντρέα...» (ένα όνομα στην τύχη είπαμε), Αυγούστου λήγοντος.
Στην αυλή του Μουσείου Σύγχρονης Τοπικής Ιστορίας «Νίκος Καλογερόπουλος», λίαν αγαπητός χώρος στην Παρέμβαση, (Βιτσίου άλλοτε, νυν Αλεξ. Καραλίβανου 23, τώρα).
Θέμα διημερίδος: Τόπος και λογοτεχνία (γενικώς).
Με όλους τους ωραίους τύπους της επιχώριας (κι όχι μόνον εννοείται) λογοτεχνίας παρόντες και τηρούντες όλους τους ισχύοντες τύπους δημόσιας υγιεινής.
26 Παρασκευή (Αδριανού και Ναταλίας) το εσπέρας και 27 Σάββατο (Φανουρίου του μεγαλομάρτυρος) από πρωίας.
Μουσική με τις «Χίλιες φωνές» εκ Θεσσαλονίκης δηλ. τις εξής δύο: Νατάσα Καραγιάννη και Γιάννη Παπαευαγγέλου) και τον Κώστα Γεροκώστα που έκανε τα λαϊκά τραγούδια έντεχνες μπαλάντες συνεπικουρούμενο από τον Βαγγέλη Τζημόπουλο.