Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2022
Aι πλακέται της ζωής μου
Ελαβον στον μέχρι τώρα βίο μου τιμητικές πλακέτες 4 από συλλόγους και συλλογικότητες ως ακολούθως:
1. Από τον ιστορικό Σύλλογο Μικρασιατών Πτολεμαϊδος για μια ομιλία μου που έκανα σ’ αυτούς για το "Γιώργο Σεφέρη" κάπου το 2001.
2. Από τον επιχώριο σύλλογο Αλιάκμων για την προσφορά μου στα γράμματα ερήμην μου. Αυτήν παρέλαβε ο πατέρας μου (μύρο το χώμα που τον σκέπασε στις 16 – Οκτ. 2021) εντελώς απροετοίμαστος αφού μόλις επέστρεφε από το άρμεγμα των γιδιών και με τη στολή της γιδοεργασίας.
3. Από το Σύλλογο Εκδοτών Βορείου Ελλάδος το 2007 δια την προσφορά μου κ. λπ.
4. Την σήμερον 25 Σεπτεμβρίου μνήμη Ευφροσύνης οσίας, από τη ‘Ενωση Παλαιών προσκόπων Κοζάνης γιατί τους προσέφερα το πολύτομο και πολύτιμο προσκοπικό αρχείο του ιστορικού στελέχους του κοζανίτικου προσκοπισμού Γ. Πατιώ που είχα στην φύλαξιν μου. Αυτό διότι όπως συνθηματολογουν αυτοί «Μια φορά πρόσκοπος πάντα πρόσκοπος...»
***
Υπήρξα το λοιπόν πρόσκοπος, χωρικοπρόσκοπος, όπως λέμε χωροεπίσκοπος, και πέρασα όλες τις βαθμίδες της προσκοποσύνης ταχύτατα όπως ο μέγας Φώτιιος τους βαθμούς της ιεροσύνης. Στο χωριό την περίοδο της δικτατορίας ζούσαμε ένα ερασιτεχνικό προσκοπισμό.
Ακόμα δεν είχα δει θάλασσα. Πρωτοείδα όταν μετείχα σε ένα πανμακεδονικό προσκοπικό Τζάμπορι στο όρος των κεραιών δηλαδή το βουνό Χορτιάτης της Θεσσαλονίκης.
Φύγαμε με το ΚΤΕΛ Κοζάνης για Θες/νίκη. Η συγκέντρωση εκεί που είναι το σημερινό Δημαρχείο. Μας φόρτωσαν στα ρέο για το βουνό, στις υπώρειές του μας ξεφόρτωσαν. Ανηφόρα, ευλογημένη κατά τους αγιορείτες. Πορεία από μονοπάτι, σακίδιο, κοντάρι, παγούρι κ.α. αξεσουάρ. Στο τέρμα η γλώσσα έξω. Ομαδικές σκηνές. Πεύκο, έλατο, πέτρες, βουνό, χώμα. Μακριά έλαμνε ο Θερμαϊκός. Συλλογική συνύπαρξη. Ασκήσεις και εκπαίδευση στα νέα προσκοπικά όπλα. Εφερα μια επωμίδα «ανιχνευτού». Αυθαίρετα. Μου την ξήλωσε σχεδόν προσβλητικά ένας ηλικιωμένος βαθμοφόρος ως ανάρμοστη για την ηλικία και τα προσκοπικά μου προσόντα. Ημουν κι από χωριό...Κοιτούσα με ζήλια τους ναυτοπρόσκοπους. Ηξεραν πολλούς ναυτικούς κόμπους. Αντιλαλούσε από φωνές τη μέρα και από σιωπές νυχτερινές το βουνό. Το βράδυ όνειρο. Με μάγευαν οι αστερισμοί τους μάθαινα ρουφώντας τους σα σφουγγάρι. Με τραβούσαν προς τα πάνω. Οταν υπηρετούσα στα Σέρβια υποψήφιος λοχίας ταχυδρομικού «τσακώθηκα» με το λοχαγό γιατί σε μια νυχτερινή εκπαίδευση μας έδειχνε για Πολικό αστέρα ένα άλλο άστρο. Ο καραβανάς! Με διέταξε να συμφωνήσω. Υπάκουσα όπως ο Γαλιλαίος ενώπιον της ιεράς Εξετάσεως. Γύρω από την πυρά τραγούδια ιστορίες, παιχνίδια. Μικρός άκουγα στο ράδιο ένα προσκοπικό τραγούδι. «Λυγερό κυπαρίσσι θα φυτέψω βαθιά στο χώμα/ και στην κορφή θ’ ανάψω ψηλή φωτιά...». Μετά πολλά χρόνια έμαθα πως ήταν του Μ. Χατζηδάκι σε στίχους Ν. Γκάτσου. Ηταν το τραγούδι της φωτιάς στο παγκόσμιο τζάμπορι στο Μαραθώνα το 1963. Το ακούω και τώρα και ένδον κλαίω για ό,τι έφυγε, χάθηκε κι έχει τη μυρωδιά του πεύκου, του χώματος, του βουνού. Τη μυρωδιά αυτή την ένοιωσα και στον Πύργο Βασιλίσσης στην Αθήνα, σε μια μαθητική εκδρομή σ’ όλη την Ελλάδα και ένα βράδυ μας στέγασαν εκεί. Τα πεύκα στις πρωτεύουσες πόλεις μυρίζουν κάπως πιο έντονα. Πιο εκλεπτυσμένα. Στην επαρχία λίγο νιώθεις την ανάσα τους. Ηταν το πρώτο μεθύσι στη φύση. Ο αρχηγός της ομάδος μας ένας φιλόλογος με πλατύγυρο καπέλο άρχιζε το τραγούδι με το παράγγελμα «Δυόμιση τρία..»: Το κράτησα, το λέω στο μικρό Μάριο, κι αυτός το επαναλαμβάνει στα δικά του; «Αβελεσάλου μαλέχεμ ...», το τραγουδούμε ακόμα. «Πρίμο κανόνε ντελαπατερίε, Καργκάτε...» ο διασκεδαστικός πολεμικός ναυτικός μας κανόνας, «Τράβα το κουπί σχίζε το νερό/ ήρεμα ήρεμα ήρεμα / κύλα στον αφρό...» Αχ... Η ζωή στη φύση ήταν μια διαρκής μαθητεία στο ωραίο στο ξεχωριστό, δε λέω καλύτερα, στο υπέροχο...
Το καλοκαίρι στο βουνό και οι εντυπώσεις από το Χορτιάτη στάθηκαν καθοριστικές για τον προσκοπικό μου βίο. Ηθελα κι εγώ να βιώσω αλλά και να μεταδώσω ό,τι έμαθα αλλά από τη θέση αρχηγού. Την επόμενη χρονιά γεμάτος γνώσεις για τη διαβίωση στη φύση και στο δάσος, διηύθυνα μια κατασκήνωση στην Κοζάνη. Με την ομάδα του χωριού στήσαμε κατασκήνωση στο Σιόποτο και για 4 μέρες ζούσαμε ονειρικά.΄Ημουν αρχηγός της. Είχα μια πατερίτσα πολύχρονη με ρόζους γεροντική σαν εκείνη που είχε ο αρχηγός φιλόλογος στο Χορτιάτη.
Εφέτος, τυχαία στο χωριό βρήκα στην θημωνιά των παλαιών βιβλίων και εντύπων, μια ολιγοσέλιδη μονογραφία με τίτλο: «Ορολογία και ουσία της βυζαντινής τέχνης», Θεσσαλονίκη 1947, του Στυλιανού Πελεκανίδη. Τότε, την Κυριακή λήξης της κατασκήνωσης και του Τζάμπορι, επισκεφτόταν το πεδίο διεξαγωγής, υψηλά στην ιεραρχία, προσκοπικά πρόσωπα. Ακουσα για έναν πανεπιστημιακό τον οποίο έβλεπα γεμάτο παράσημα, κορδόνια, θυρεούς κ.α. τενεκεδένια και υφασμάτινα κλαπατσίμπαλα επί στήθους. Μου θύμιζε μάγο αφρικανικής φυλής. Φορούσε δε κι ένα εντυπωσιακό καπέλο σαν πιρόγα. Εφερε το προσκοπικόν προσωνύμιον «Καρχαρίας».
Ηταν ο πανεπιστημιακός καθηγητής της μονογραφίας που ξεφυλλίζω ακόμα και τώρα σαν μια αφήγηση, σπονδή στον καιρό της ξέγνοιαστης νεότητας και νυν αφόρητης νοσταλγίας.
«Τζάμπορι Τζάμπορι θάλασσα και πεύκο χώμα και βουνό
Τζάμπορι τζάμπορι κάποτε θα φτάσουμε στον ουρανό...κλπ διεκτραγωδούσαμε.
- Σίγουρα, αλλά πρώτα αφού περάσουμε από της γης τα χώματα ...
(Το κυρίως μέρος της αφήγησης δημοσιεύτηκε στην ΤΥΡΒΗ τχ. 19)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου