Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Εν εκκλησίαις, τώρα, ανυμνείτε τον Π. Β. Πάσχον


Χθες Σύλληψη του Τιμίου Προδρόμου και των ελάσσονων αγίων Ξανθίπης Νικολάου, Πολυξένης κ.λπ. σήμερα Θέκλης μεγαλ. και η ανάμνηση θαύματος Μυρτιδιωτίσσης, (Της Μυρτώς δηλ.) και Αχμέτ νεομ. 24 Σεπτεμβρίου στη ΛΕΥΚΟΠΗΓΗ, λοιπόν. Κάτω από τον αιώνιο (τι κοινότοπος λόγος, αλλά και πόσο αληθινό συνάμα και μεγαλειώδες πάντα, το δέντρο αναφοράς, αφού πρόκειται για τον πλάτανο, τον ευρωστότερο των ΒΑΛΚΑΝΙΩΝ) εκεί ξεφυλλίζω, υπογραμμίζοντας με κόκκινη μπογιά σημεία, παραγράφους, λέξεις, εικόνες του ποιητικού βιβλίου του Π.Β.Π «Αγγέλων αγαλλίαμα». Ταυτόχρονα αφήνομαι στη βιωμένη νοσταλγία που λάθρα ζω μέσα από τα αισθήματα των άλλων, δηλαδή του Π.Β.Π., θέλω να πω. Ο ποιητής βρίσκεται σ’ ένα διαρκές πηγαινέλα με τις αφετηρίες του είναι του, οι οποίες διαδηλώνουν την αθωότητα και τον παράδεισο του συντελεσμένου που απομακρύνεται στο βαθμηδόν άδειο της μνήμης και με την αδημονία εκείνου που ίσως και να έρχεται. Ο πλάτανος κατ’ έτος ξεφλουδίζεται, ρίχνει το δέρμα του, δηλονότι ανανεώνεται κι αυτό είναι μια ένδειξη υγείας κι ευρωστίας. Στα οικεία χωρικά χώματα ειρηνικά φίδια αφήνουν το πουκάμισο.. τους και ξαναμπαίνουν μετά τη νάρκη στη ζωή, στα αμπέλια του χωριού, τους χωματόδρομους, τα μονοπάτια, τις πέτρες, τα χωράφια τα έλατα, τα τοπία δηλαδή τα οποία στέκονται συνεχώς σημαδούρες επιστροφής του.
...Ενα θάμβος
με τύλιξε και ξάφνου βρέθηκα μες στα λιβάδια
της Κοζάνης να περιδιαβάζω στα βουνά, στους κάμπους,
όπου το ουράνιο τόξο σμίγει τον αιώνιο πλάτανο
με το καμπαναριό του Αη-Προδρόμου...Τώρα
μπορούσα ν’ ανοιχτώ, με τα πουλιά και τα λουλούδια
σ’ ένα άλλο ύψος, σ’ ένα καθαρότερο ουρανό!
Είναι απόγευμα γαλήνιο του Σεπτεμβρίου και αυτό να μοιάζει με την ηλικιακή και ποιητική ωριμότητα του ποιητή. Δίπλα μου τα φύλλα του μεγάλου δέντρου πέφτουν κατά εκατοντάδες σε λίγο κατά χιλιάδες μια πλατεία γεμάτη με το φτασμένο κίτρινο και το νερό από το λάκκο να πυχτώνει με την ασφυκτική παρουσία των φύλλων. Οπως και οι λέξεις του συγγραφέα, αυτό το πολύβουο μελίσσι- στα υπερεκατό τόσα βιβλία του, σε όλους τους στόνους της συγγραφικής του οντότητας (κι ωραιότητας συμπληρώνω χωρίς επιφυλάξεις).
Τι σημαίνει άραγε το ότι ένας πνευματικός άνθρωπος υψηλών, επιστημονικών προδιαγραφών διακόπτει το ορθολογιστικό αυστηρό, συγκροτημένα επιστημονικά, πανδαιμόνιο γνώσεων και προσφεύγει στο γλυκό μουρμουρητό της ποιητικής αφήγησης, να πει τα λόγια της ψυχής του, λίγα, πολλά δεν έχει σημασία κατά καιρούς, όπως τώρα με την 16 ποιητική του συλλογή ο Π. Να συνομιλήσει με την προσευχή με το Θεό, («Εσύ θα περνάς πότε πότε να με βλέπεις για να κουβεντιάζουμε είπε ο Θεός στον ποιητή») να συζητήσει με τον εαυτό του αλλά και με τους άλλους, που βρίσκονται στη σκιά του τώρα ή στη ζώνη του ημίφωτος (εν αναμονή της τελικής κατάταξης) του επέκεινα (ψυχές λιγωμένες για βάλσαμον τρόπο) γι’ ν’ αναζητήσει το απωλεσθέν διαρκώς ή πρόσκαιρα, κέρδος της ψυχής του να το μοιράσει και να το μοιράζεται, να το διανέμει και να το νέμεται δι εαυτόν;
Κάτι γίνεται, προφανώς σημαντικό στο συμπαντικό χώρο της μικρής ατομικής μας ύπαρξης το οποίο όμως χαράζει και χαράζεται στο χρόνο, σωρεύεται προσθετικά και διαχρονικά σ’ ό,τι ζούμε και σε ό,τι μας ζει και με τον τρόπο του βαθαίνει τις πληγές, καταμετρά τις αγάπες, κι επιμερίζει και επιμετρά τους πόνους. Γιατί άραγε η γη μας- αυτό το αμετάβλητο κι αδιάλλακτο στην απαίτηση για μας χώμα (χους εσμέν αδιαπραγμάτευτο) και η ως λιγνοθροΐζουσα ιτιά γήινη ύπαρξή μας ταυτοχρόνως να μη λυγίζει κάτω από το αμέτρητο βάρος τόσης τρυφερότητας και ευαισθησίας παγκόσμια κι αχρονικά, να μη μπατάρει προς ό,τι σπουδαίο και συνάμα πολύτιμο για τη συνέχειά μας διακονεί αλλά κι επαιτεί η ποίηση των ποιητών, τα έργα των ανθρώπων που κατεργάζονται το ωραίο κι απεργάζονται στα εργαστήρια της δύναμης κι αδυναμίας τους το καλό.
Αλλά οι λέξεις όσο καταπραϋντικές κι αν είναι για την ψυχή, δεν απαλύνουν και τις φλύκταινες της ύλης που φορές δείχνουν να είναι κορυφώσεις της ένδον αιματώσεως. Παραμυθίαν μόνον επιδαψιλεύουν κι αυτό είναι προσώρας ένα φάρμακο για την πεπερασμένη πραγματικότητα που θέλει να χωθεί και να χαθεί στην απαλάμη του Θεού.
Στην ανώτατη έκφραση της εφαρμοσμένης αλλά και ανθρωποκεντρικής γνώσης όσο αυτές φουσκώνουν και εκλεπτύνονται σε ευαισθησία σε κάποια φάση οι αποχρώσεις της ψυχής τείνουν προς την εν γένει κοσμική αλλά κι υπερκόσμια φιλοσοφία. Ετσι ο ενεργός ερημίτης, ο που τα πάντα επιθεωρεί νοητικά αλλά στα ελάχιστα επιστατεί πρακτικά, πνευματικός άνθρωπος, τον οποίο η γραμματολογία συνεπήρε στο βίο του, στην ωριμότητα αποστάζει τις λέξεις κι απασφαλίζεται συναισθηματικά. Δηλονότι επιστρέφει και απλώνεται κατά γης ή δίπλα της γης, γίνεται ο ποιητής δημιουργός του κόσμου του και ο συνθέτης εκείνου του πολύπλοκου μηχανισμού λυρικής άμυνας, μοναχικού, λιτού κι απέριττου με τον οποίο κρατά ορισμένως το χρόνο σε απόσπαση ασφαλείας από την οριστική φθορά του όντος.
Την εποχή αυτή στο πάτριον έδαφος του ποιητή στη Λευκοπηγή δεν άρχισαν ακόμα τα οινοπνευματικά αποστακτήρια να λειτουργούν με τις νοεμβριανές βροχές κι ομίχλες, τον διάκοσμο του είναι του αλλά και διακαμό της ψυχής του. Εικόνες με τις οποίες ο Π.Β.Π. παθαίνεται από ενθύμηση. Χρόνια τώρα με καθηλώνει ο χαμηλότονος αυτός λυρικός βίος του. Παρότι δεν μπορώ να είμαι αντικειμενικός περιδιαβαστής του ποιητικού του λόγου, εν τούτοις ομολογώ ότι οι λέξεις, οι σιωπές, οι εκκλήσεις, οι προσευχές, οι αγωνίες, οι προσμονές του με περιφέρουν σε μια ενδοχώρα γνήσιας πνευματικής μέθεξης, νοσταλγικής αναπόλησης κι αισθητικής ευδίας.
Ο ποιητής είναι ένας εγκόσμιος φυγάς κατά λόγον δημιουργίας και κατά πλάσμα φαντασίας καθώς διασχίζει ένα φθινοπωρινό τοπίο χρόνου (τα ψηλά χόρτα της νοσταλγίας έχουν ήδη κιτρινίσει) κι αυτό του φέρνει σαν διέξοδο την προσευχή στα χείλη ης ψυχής του, στο αναλόγιο δηλαδή της γραφής, όπου σιγοψέλνει τώρα τα τραγούδια του σε βυζαντινούς τρόπους και στους αγιορείτικους αγγελικούς τόπους
***
Το βιβλίο αποτελείται από 3 ποιητικές ενότητες με χωριστούς τίτλους υποσυλλογές θα λέγαμε: «Το Χρυσό καράβι», «Το σκληρό μαχαίρι», και την ενότητα που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο «Αγγέλων αγαλλίαμα». Οι επιμέρους αυτοί τίτλοι θα μπορούσαν να διαβαστούν σαν μια συνέχεια από ποιητικά συμφραζόμενα. Πάνω στο καράβι της δημιουργίας με το κοφτερό και σκληρό μαχαίρι της επεξεργασίας και διαλογής σμιλεύεται μια ευφρόσυνη εσωτερική κατάσταση με την οποία ως και οι άγγελοι αγάλλονται. Η κάθε μία ενότητα αποτελείται από 21 ποιήματα μονοσέλιδα, ολιγόλογα και με ολόκληρο το πρώτο μέρος του τρίπτυχου (ποιητικό τρίπτυχο όπως στις εικόνες) δομημένο στο αυστηρό πλαίσιο των δεκαπέντε σειρών.
Κάθε σελίδα σε όλα τα ποιητικά βιβλία του Π.Β.Π. θυμίζουν μικρό, γραφιστικό έργο τέχνης. Η κεφαλίδα του έχει βιεννιέτες, άγγελους ιπτάμενους ή ακίνητους, χαρούμενους, άλλωστε τι αγγέλων αγαλλίαμα θα ήταν, του ζωγράφου Κ. Κουτούμπα. Το εξώφυλλο είναι έργο του πρωτοπρεσβύτερου π. Χριστοδούλου Φεργαδιώτη και του υιού Β.Π.Π., στον οποίον είναι και πάλι αφιερωμένο το βιβλίο γενικά. Φυσικά έχει και τις επιμέρους υποτίτλιες αφιερώσεις, όπως το συνηθίζει ο ποιητής σε φίλους και γνωστούς, ένας χαιρετισμός μακρινός, μια νοητή χειραψία εγκάρδια, ένα νεύμα αγάπης στον καθένα.
Ανορθόδοξα κι εντελώς παρενθετικά αναφέρω τις χειρόγραφες αφιερώσεις του ποιητή πάνω σε βιβλία του τα οποία χαρίζει όπου αυτός νιώθει αυτή την ανάγκη. Γραφικά κι αισθητικά θυμίζουν, γιατί όχι, έργα της μικρογραφικής τέχνης που κάποτε μεγαλούργησε στο περιθώριο των βιβλίων ή στα αρχιγράμματα σπανίων και πολύτιμων εκδόσεων του άλλοτε.
Τι ψάχνεις να βρεις στα ποιήματα του Π.Β.Π. όταν συνήθως τα σκοντάφτεις, στέκεσαι δίπλα τους, παραστέκεσαι πάνω τους. Νιώθεις να μεταφέρεσαι σε ένα άλλο τόπο και τρόπο ύπαρξης έξω από τη σπάταλη καθημερινότητα, στην οποία δεν προλαβαίνεις να κοιτάξεις γύρω σου κι η μέρα πέρασε, ο χρόνος έφυγε, η αίσθηση ή η ψευδαίσθηση ζωής συνθλίβεται επί τ’ αυτά. Βαδίζεις σ’ ένα ήμερο, ιερό τόπο που μπορεί να τον δυναστεύει η εκκοσμικευμένη μεταφυσική αναζήτηση, αλλά εν τούτοις συχνάζουν και περνούν, άγγελοι αόρατοι, οι πλέον κοινότοπες αλλά ακριβές και πολύτιμες ουσίες της σκέψης. Κατά πως γράφει στο βιβλίο του ΤΕΡΓΕΣΤΗ ο Jan Moris «Οι μυστηριώδη φευγαλέα σιωπή που διακόπτει μια συνηθισμένη συζήτηση και που, όπως λέγεται, σηματοδοτεί το πέρασμα ενός αγγέλου» (Jan Moris). Σε μια πλακόστρωτη αυλή ενός μοναστηριού, ο αύλειος χώρος μιας παραδοσιακής εκκλησίας, στο αδιαπέραστο τοίχο της σιωπής ή της μετρημένης στην μετάφρασή της, αποκάλυψη της αγωνίας, της κατάνυξης, της ελπίδας, της θλίψης, της προσδοκίας. Αυτά δηλ. τα συναισθήματα τα οποία αποτελούν τις πάγιες και διαρκείς ανάγκες της ανθρώπινης αδυναμίας και είναι μόνιμες προσφυγές όλων των ευαίσθητων ανθρώπων σε ώρα περισυλλογής τους όταν μαζεύονται στο καβούκι της προσωπικής μοναξιάς τους ή απλώνονται στάγδην ή και ποταμηδόν στην άγραφη, λευκή σελίδα της απαίτησης. Η ποίηση του Π.Β.Π., σ’ όλο της τον κορμό έχει πάνω της φυτρωμένα κλαδιά και φύλλα, ρόζους και πέτσες του καιρού, από τα οποία κρέμονται, όπως σε ορισμένα δέντρα τα τάματα των πιστών σε μια παγανιστική θεότητα, προσευχές με συντριβές και παρακλήσεις, διαφυγές (προς τον γενέθλιο άλλοτε ή τους ηγιασμένους τόπους), ενδοσκόπηση με τον έντεχνο λόγο, εργαλείο μετάβασης στον άγνωστο, μακρινό, κόσμο του άχρονου.
Κάτω από τις λέξεις του Π.Β.Π. χωρίς καμιά εκζήτηση φιλολογική, καθαρές, κι απλές όπως ένα κεντητό ακριβής χειροποίητης τεχνικής, απλώνεται η πραότητα και η θαλπωρή του γνώριμου, του οικείου, του καθημερινού αλλά και του διακριτικά αιώνιου.
Το βιβλίο χωρίς να θέλει την ειδική ενίσχυση, αφ’ εαυτού, αυτήν που φορές απαιτείται σαν συμπληρωματικό βοήθημα προς τον αναγνώστη, έχει ένα προλογικό δοκίμιο του κ. Κ. Τσιρόπουλου. Ο έγκριτος διανοητής μιλά γενικά για τους ποιητές τους οποίους για να τους ανακαλύψει και να τους προσεγγίσει ο φιλαμαρτήμων της ποίησης αναγνώστης, σημειώνει πως οι ίδιοι οι δημιουργοί δίνουν «του τείνουν» κάτω από το τραπέζι κάποια κλειδιά, «κλείδες διεισδυτικές» σ’ αυτό. Πάντα άλλωστε η κάτω από το τραπέζι συναλλαγή κρύβει και τη μεγαλύτερη ουσία σε μια επιφανειακά νομότυπη συνύπαρξη. Ο ποιητής επί τω έργω είναι ό,τι φαίνεται σε λέξεις νοήματα, εικόνες, αλλά και ό,τι συνήθως δεν είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού και απλά διαγράφεται αόριστα. Στην ανάγκη αυτή έρχονται οι μελετητές, μελετηροί από χρόνια και βουτηχτές στα ποιητικά νοήματα κι αποκαλύπτουν τις ειδικές σε κάθε ποιητή πηγές τους και τις πληγές του, τα θέλω και τα ήθελα, το τώρα και το αεί, το όλο και το τίποτα.
Ετσι στο εισαγωγικό της συλλογής, δοκίμιο του για τον Π.Β.Π, απαριθμεί και τεκμηριώνει έξη κλείδες αναγνωστικές προς διευκόλυνση της προσέγγισης. Τις αναφέρω επιγραμματικά και παρά το ότι το δοκίμιο είναι γραμμένο το 1996 και διεξέρχεται σχεδόν το μισό της ποίησης του Π.Β.Π, εν τούτοις έχει μια ισχύ εφ’ όλης της ποιητικής του έκτασης και σε όσα μέχρι σήμερα δημοσίευσε αυτός.
1. Δραστική συνείδηση του υπάρχειν. Εννοώ την πράξη όχι μόνον μέσα στον κόσμο όπου εισήλθε με την ερωτική σύλληψη και γέννηση,αλλά και μέσα στον Θεό, καθώς τα εκφράζει η Ορθόδοξη εκκλησία.
2. Ο εγκλεισμός της ποιητικά ανθοφορούσας ύπαρξης μέσα στον κόσμο και μέσα στον Θεό.
3. Ο υπαρξιακός και μαζί λειτουργικός εγκλεισμός του ποιητή σημαίνει την μόνωση του την καταστατική του αυτονομία
4. Η συντριπτική αίσθηση της αμαρτίας και της αδυναμίας.
5. Παραστάτες στη μόνωση του όντος είναι η Προσευχή και η Ποίηση σε συνεχή επαφή, τομή και συλλειτουργία.
6. Η Λευκοπηγή: Για τον τόπο του πρώτου φωτός και του πρώτου σκότους που ο ποιητής έχει συνθέσει πολλά σπαρμένα σε όλες τις συλλογές του ποιήματα.
Αυτή η εξάτιτλος σχεδία του Κ. Τσ. σκιαγραφεί και ορίζει ακτινολογικά και σχηματικά την ποιητική ύπαρξη του Π.Β.Π. Εκεί πάνω της χτίζεται όλο το λυρικό του οικοδόμημα και σ’ αυτή συνήθως ναυαγός των περιστάσεων αφήνεται στα κύματα των συλλογισμών και στους ανέμους του λυρισμού. Θα σταθώ για λίγο στην 5η κλείδα η οποία εισχωρεί σαν καρίνα σταθερότητας στο «Χρυσό καράβι» όλου του ποιητικού του έργου και σ’ όλο το ποιητικό σώμα του Π.Β.Π. Η προσευχή και η ποίηση (ο ποιητής και το έργο του σε μια ενότητα είτε μυσταγωγικής λυτρώσεως είτε εναγώνιας δημιουργίας). Ο ποιητής προσεύχεται αδιαλείπτως αλλά όχι με ευσεβιστική διάθεση με μια συντριπτική φορές επίγνωση του ατελούς. Θα προσπαθήσω ν’ αποδείξω ενστίχως του λόγου το ασφαλές περί του δημιουργού και του δημιουργήματος του ποιητού και του ποιήματος. Από την πρώτη μόνο ενότητα της συλλογής υπογραμμίζω ενδεικτικά:

Το ποίημα, τον ποιητή που θα μας δώσει αίμα
ζωή και όνομα για την αιωνιότητα

Σκύβω μπρος στη χλωμή γαλήνη σου ποιητή μου
και περιμένω την άμπωτη πραμάτεια σου
να πλημμυρίσει το φτωχικό μου ενδιαίτημα
μ’ όλο το φώς της θείας δωρεάς σου

Κάποτε ήθελα να κάνω ένα μνημόσυνο
για τα ποιήματα που δεν πρόλαβαν
να γεννηθούν και σιωπηλά πεθάναν αφήνοντας
μέσα ένα λυγμό, κραυγή ανεπαίσθητη σχεδόν.

Γυμνό κλαδί το ποίημα, προσμένει να ‘βγεί ο χειμώνας
να πάρει απ’ τη ρίζα λίγο αίμα με την άνοιξη
ν’ ανθοβολήσει με την πρώτη ζέστα

Κ’ εγώ που χτίζω σπίτια με τις λέξεις

μία πέννα, ένα μολύβι
είναι η ματωμένη ελευθερία μου

Εξω από κάθε ματαιοδοξία ή ψευδαίσθηση,
ζυγιάζει και ξαναζυγιάζει τους αγαπημένους στίχους

ο ποιητής πορεύεται μονάχος του ανιχνεύοντας
ανάμεσα σε ρίζες και κλωνάρια λέξεων

για τον «Αγνωστο ποιητή»!...

όνειρα κι αχνά περάσματα λησμονημένων
στίχων

δε γεννάει
ποιήματα, να φυλαχτείς φορώντας τα
από την πρώιμη εκείνη ψύχρα
του αινιγματικού και λυπημένου φθινοπώρου

ποίημα που ναυσιπλοεί σ’ όλες τις θάλασσες

να γράφω κάποτε ποιήματα και θρήνους, όπως τώρα
μέσα σε δεκαπέντε στίχους, έστω άτεχνους

Ο Π. έζησε την αγροτική ζωή στην ύπαιθρο και γνωρίζει τα γυρίσματα στο όργωμα. Κι αυτός συνεχώς στα γυρίσματά του είναι που δεν υποδηλώνουν το τέλος της δημιουργίας, αλλά το τέλος του οργώματος και την αναμονή της ανθοφορίας και της παραγωγής. Είναι σε μια διαρκή πορεία διαμόρφωσης του τρόπου του, που όσο πάει γίνεται ελεγχόμενος,. Χωρίς δραματοποιήσεις οι εσχατολογικές του προσεγγίσεις κι όλων των έμψυχων όντων, εν όψει τ’ αναπόφευκτου περάσματος από το υλικό νυν στο άυλο αεί.
Οσο ο ποιητής μας, ο κάθε ποιητής, δημιουργεί και μας συμπαραστέκεται αυτό είναι μια ένδειξη πως στον κόσμο μπορούν και ισορροπούν οι καταστάσεις ή πως μπορεί να φτιάξουν κάποτε τα πράγματα. Είναι μια αγορά μάταιης αλλά ζωτικής παρόλα αυτά ελπίδος. Υπάρχουν δηλαδή ακόμα οι στέρνες είτε στα αυχμηρά «Σουλνάρια» της μικρής πατρίδας του είτε στις πολύβουες Βαβυλώνες του πολιτισμού, που δεν στερεύουν αφού μαζεύουν με ταπεινότητα κι υπομονή ακόμα και τις τελευταίες σταγόνες της βροχής για να προσεγγίζουν εκεί και να πίνουν νερό τ’ αγριοπερίστερα της νοσταλγίας και οι ψυχές των φουρτουνιασμένων· νερό καρτερίας, ελπίδας κι ευφροσύνης, «Αγαλλιάματα» δηλονότι θεία κι υπερκόσμια.
Τα ποιήματα του Π.Β.Π έχουν τη γεύση αλλά και την αφή του αντίδωρου από μια λιτή εσπερινή παράκληση που έχει όσο το δυνατό μικρότερη τελετουργική έμφαση. Σου το δίνει (ευλογία Κυρίου) ταπεινός ιερομόναχος που βιώνει με «εμπάθεια» το ρόλο του στη σκηνική θεία τελετουργία. Βγαίνοντας από τις σελίδες του βιβλίου «Αγγέλων αγαλλίαμα» νιώθεις πως πήρες μέρος σε μια μυσταγωγική ακολουθία στην οποία μετείχαν κατά σειρά ή και αλληλοδιαδόχως η άψογη ποιητική αισθητική, η προσευχή, ο πόνος και ο πόθος, η νοσταλγία, όλα αυτά δηλαδή τα συναισθήματα κι οι καταστάσεις που μας εξανθρωπίζουν κατά τι περισσότερο του συνηθισμένου
Εν τω μηνί Οκτωβρίου ΚΓ’ μνήμη του αγίου Αποστόλου και πρώτου Επισκόπου Ιεροσολύμων Ιακώβου του αδελφοθέου.
-Αμην.


Ομιλία που έλαβε χώρα στον ιερό ναό Αγίας Τριάδος επί της Κηφισίας οδού την Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009 στην παρουσίαση του ποιητικού βιβλίου του Π.Β.Πάσχου «Αγγέλων αγαλλίαμα». Στην παρουσιαστική τράπεζα οι έτεροι φιλέταιροι ήταν οι: Ηλίας Κεφάλας, Αγγελος Καλογερόπουλος και Μαρία Γραμματικού ποιητές εν γένει και εν είδει. Η έναρξη φυσικά έγινε με ψαλμωδίες της ημέρας. Αυτά έλειπε φυσικά...

Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2009

"Κάποιο άγαλμα που μ' είδε με θυμήθηκε..."



Με το εθνικό γαλάζιο σακούλας απορριμάτων τυλιγμένα
περιμένουν την ανάκλησή από τον κόσμο των μη ζώντων
όμως "Τ' αγάλματα είμαστε εμείς" σαν στάχυα θερισμένα
μας αλέθουν άδειες λέξεις στη χώρα των χορτο-νομη -όντων

Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009

Τα τρία επί τρία μουστάκια






Οι νυν τοπικοί πολιτικοί βουλευτές (Πασόκ) και δήμαρχος (Κοζάνης) ξεκίνησαν παρέα πριν 20 τόσα χρόνια με την ψηφοποιΐα του βιοπορισμού τους
Οι φιλόσοφοι και ποιηταί απλώς είναι οι: Μαλλαρμέ, Νίτσε, Χάιντεγκερ με τα "Ψιχία μηδενισμού" τους

"Ηλίθιοι, ερπετά, βάτραχοι, φίδια, κτήνη, μοσχάρια απαρτίζουν την αιώνια παρέλαση των ηθικιστών"

"Η δυστυχία προήλθε από τον διάλογο"

"Γιατί να υπάρχει το ον και όχι το τίποτε" (Λάιμπνιτς).

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Ο άγιος Θωμάς, ο μελισσοκόμος και οι υπνώντες δραγάτες (αντιδήμαρχοι) του Δήμου



Η δημοκρατία επιτάσσει την ανάληψη δημοσίων αξιωμάτων από έναν μικρό αριθμό διεφθαρμένων, βάσει της ψήφου ενός πλήθους ανίκανων
(George Bernard Shaw)

Γιατί παίρνω τακτικά το δρόμο για το λόφο του αγίου Θωμά και στο δασύλλιό του περιφέρω το είναι μου, ώρες απογεύματος; Ξεγελώ εαυτόν ότι τούτο το επιβάλει μια ανάγκη σώματος για περπάτημα κι όχι η απαίτηση της ψυχής που την φορτώνει μια προσδοκία και τη φορτίζει η νοσταλγία. Περπατώ σ’ αυτά τα αδιόρατα σχεδόν μονοπάτια του ενός βήματος πλάτους, που χάνονται βαθμηδόν με τον καιρό και την αβαδησία τους· σφιχτό χώμα, πέτρες, χορτάρι, ένα μείγμα σκληρό α-λασπώδες στη βροχή κι α-κονιορτοποίητο στην ξηρασία. Είναι αυτά τα ήμερα δρομάκια τα οποία όπου συναντώ με σταματούν βαδίζοντας. Γύρω πέτρες ήρεμες κι ασάλευτες απ’ αιώνων μαρτυρούν πάνω τους εκτός από τις στέρνες του καιρού και των διαστολών του, τις ταπεινές ομορφιές της φύσης απαραχάρακτες κι ανεπηρέαστες απ’ των ανθρώπων την πραγματικότητα και τη ωμότητα. Αυτό το τοπίο μοναχικότητας και σιωπής με θέλγει διαρκώς.
Εκεί με βρίσκω.
Παραμονή αγίου Αποστόλου Θωμά τυχαία (τυχαία;) βρέθηκα και πάλι στα μονοπάτια του καχεκτικού, έστω, περιαστικού μας πράσινου. Πριν λίγα χρόνια επιχείρησαν να το κάψουν κι αυτό. Από μακριά ερχόταν το αντιλάλημα, καθώς η ηχώ χτυπούσε την πλαγιά του Αηλιά, από τις πανηγυρικές οχλαγωγίες -ο «γεγαυρωμένος όχλος» (Σοφία Σολομώντος) –αυτός που μόλις θριάμβευσε στις εκλογές- από τους μετόχους και συμμετόχους του εν εξελίξει νιάημερου, που διαλαλούσαν τις υπηρεσίες τους και τα εμπορεύματα (τα χαλιά επ’ ώμου και ο χαλβάς υπό μάλης εκ νέου έκαναν θραύση). Από κοντά διέσχιζαν τα δέντρα κι ερχόταν καταπάνω μου οι εσπερινοί ύμνοι της ομώνυμης ακολουθίας που λάβαινε χώρα στο πανηγύριζον ναΰδριον του Αγίου Αποστόλου Θωμά (έτος ανέγερσης 1969) το λόφο. Είναι η δεύτερη τακτική ακολουθία υπέρ του αγίου εκεί, η άλλη γίνεται την Κυριακή του Θωμά, εορτή της Ψηλαφήσεως με τα ωραία τροπάρια που καταλήγουν «Ο Κύριος μου και Θεός μου» και σου θυμίζουν το άγιον Ορος και τη Σκήτη της Μικρής αγίας Αννας, ότι συνήθως εκεί βρίσκεσαι εκείνες τις μέρες, τόσα χρόνια τώρα, και καταπραΰνεσαι πολλαπλώς.
Στον έξω χώρο του ναού δεσπόζουν επιτείχιοι επενδυμένοι οι Αρχάγγέλοι, εικονικές δεήσεις Κρεοπωλών και Σφαγέων(!) όπως και Παντοπωλών και Οπωροπωλών.
«Ελθόντες επί την του ηλίου δύσιν ιδόντες φως εσπερινό»- μπήκαμε μέσα.
Στον πρόναο καθόμουν σε στασίδι ασταθές κι απάκτωτο (δέηση ΓΕΩΡΓΕΙΟΥ Τ...) δίπλα από μια Αγία Μαρίνα σ’ ένα προσκυνητάρι να τραβάει από τα μαλλιά ένα δαίμονα δικέρατο, πολυ-μακρυνύχι, με φτερά (εκπεσόντες άγγελοι άλλωστε) και ουρά φυσικά, με όλα δηλαδή τα αξεσουάρ της διαβολοσύνης θα ήταν ίσως κάποιος από εκείνους που ξεστράτισαν από τον νιάημερο ο οποίος εκτελούνταν στους πρόποδες του λόφου, και δαιμονίζουν τα παιδάρια στις κούνιες, τα μεσαία στα σουβλάκια ενώ τα ενήλικα όντα παντού, όπου προκόπτουν χαλβά ημέρας ενώ μόλις προχθές προέκοπτον σοφίαν ψηφολογικήν! Ακουγα την ψαλμωδία από το ψαλτήρι ν’ ανεβοκατεβαίνει σε ένταση και ποιότητα σαν βάρκα κυματιζομένη. ‘Εναντί μου μια παράσταση του αγίου, από αυτές είναι γεμάτος ο νάρθηξ, με οικοδομικό το θέμα· στο ειλητάριο του αναφέρεται: «Πάσα η οικοδομή συναρμολογουμένη αύξει εις ναόν άγιον εν Κυρίω -Εφ.221». Ο άγιος είναι προστάτης των Οικοδόμων (στις μέρες μας τους έθεσε υπό την προστασία τους για κάμποσο καιρό και το άγιον ΚΚΕ και όπως αυτό νομίμως εκπροσωπούνταν σε κάθε τόπο) και των συναφών επαγγελμάτων: Ξυλουργών, Επιπλοποιών και Μηχανικών εργολάβων.
Κατά τον Συναξαριστή ο άγιος πήγε ως άλλος Αλέξανδρος στις χώρες των Πάρθων, Μήδων, Περσών και Ινδών για να κηρύξει το λόγο του Θεού. Εκεί ο βασιλέας των Ινδών Γουνδιαφόρος στον οποίο δήλωσε πως κατέχει την τέχνη του ξύλου κι είναι εμπειρότατος στο να κατασκευάζει αλέτρια, κωπία, και ζυγούς βοδιών, αλλά και της πέτρας με τις οποίες ήξερε να κάμνει κολόνας, ναούς και βασιλικά παλάτια, άρα ήταν οικοδόμος και τα συναφή επαγγέλματα γνώριζε, του ανέθεσε να του κάμει ένα παλάτι. Αυτός όμως του έφτιαξε μια εικονική πραγματικότητα παλατιού ενώ έχτιζε καλύβες, τα χρήματα δε αυτού διέθετε στην φτωχολογιά. Φυσικά μετά ταύτα μαρτύρησε. Οπως κάνουν δηλαδή κι οι σημερινοί άγιοι δεσπότες που χτίζουν αντί για βίλες και σπίτια για να μένουν, άγιες καλύβες (τις ονομάζουν μάλιστα κατά την αγιορείτικη ορολογία «καθίσματα») και τα χρήματά τους που μαζεύουν με φορτικό τρόπο από τις εκκλησίες τα επενδύουν και τα μοιράζουν στο φτωχό τους ποίμνιο.
Ο καλοκάγαθος κ. Σπύρος Σιδέρης που επιτροπεύει, μάλλον επιστατούσε της εορτής, μου έδειξε μια φορητή εικόνα της Ψηλαφήσεως του Θωμά από το 1889, 10 Μαρτίου. Ηταν από το σωματείο Οικοδόμων κ.λπ. επαγγελμάτων το οποίο μέχρι και σήμερα είναι απόγονος της Συντεχνίας των Κτιστών που συστήθηκε το 1768. Ο Μιχ. Καλλινδέρης στο βιβλίο του «Συντεχνίες της Κοζάνης την περίοδο της Τουρκοκρατίας» αναφέρει πως για το σωματείο αυτό δεν βρήκε τίποτε άλλο εκτός από μια επιγραφή στο εξωκκλήσι (τότε, σήμερα ναός μεγάλος με κήπο πεύκα και πράσινο) του αγίου Αθανασίου, επί δεσποτικής εικόνος: «Ψηλάφησης του Θωμά Δαπάνη της Συντεχνίας μαστόρων εις μνήμην αιωνίαν και των γονέων των. Εν έτει 1885 τη 25η Μαίου». Αυτήν είδαμε κι ημείς το εσπέρας της νυν 6ης Οκτωβρίου, όταν οι δρόμοι της πόλεως έγεμον πανηγυρικά θύματα της φτηνοκαταναλώσεως ποικίλης όψεως και διαθέσεως απ’ όλον τον ντουνιά του νομού. Η εικόνα συμπληρώνει φέτος 120 χρόνια διακονίας στις εκκλησίες αλλά και στις διαμεσολαβήσεις της οίκοι γιατί την πηγαίναν από σπίτι σε σπίτι και παρέμεινε εκεί κατά τα έθιμα της συντεχνίας και των ευλαβών πολιτών, που ήθελαν οι εικόνες των αγαπημένων αγίων τους να τους συντροφεύουν ένα διάστημα στα οικογενειακά τους ενδότερα.
Μιαν που ο λόγος το έφερε στις εικόνες, στον επιβλητικό ναό του αγίου Νικάνορα στο ένδον του, κατάγραφο εικόνων, όπου από τον υπεράγιον λάρυγγα του Παντοκράτορα κρέμεται δυσβάστακτος πολυέλεος (οι δυσεβείς του ναού δεν τον ξελαφρώνουν λίγο παραμερίζοντας την άλυσο), αφίσες διαδηλώνουν πως πρέπει όλοι οι ενορίτες να βοηθήσουν (ωχ!) στην εικονογράφηση της εφέστιας εικόνας του αγίου, μια δαπάνη 30.000 ευρώ! Σιγά κύριε άγιε! Ούτε ο Ελ Γκρέκο να ήταν ο ζωγράφος! Ρώτησα αφελώς μια κυρία επί των κυρίων αρμοδία μάλλον.
-Γιατί τόσο ακριβά; Ας βάλει κι ο άγιος κάτι από τη τσέπη του!
Μπερδεύτηκε κάπως και προσπαθώντας να προστατεύσει τον θαυματουργό όσιο και κανονικό άγιο, απάντησε με βαρυγγομούσα σοφία:
- Γιατί λες από, και δεν λες στην τσέπη του!
Τι εννοούσε;
Επιστροφή στο δασύλλιον του αγίου Θωμά.
Στο δρόμο που άνοιξε εκεί ο κύριος Δήμος Κοζάνης για να περιπατούν οι πολίτες του, εσχάτως, κάποιος άξεστος εγκατέστησε πλήθος από κυψέλες μελισσών. Οι περιπατητές αλλάζουν δρόμο ή διακόπτουν την πορεία τους· φοβούνται με το δίκιο τους να περάσουν μέσα από τη γλυκιά αλλά και επικίνδυνη αποικία. Ο πάσα ένας δηλαδή θεωρεί τους κοινόχρηστους χώρους του Δήμου άφραχτο χωράφι όπου μπορεί να εισβάλει ατιμωρητί και να τους καταπατά εφήμερα ή μόνιμα. Γεμάτοι από οριστικές καταπατήσεις είναι οι γύρωθεν της πόλεως γήλοφοι. Πιθανόν ο εκμεταλλευτής μελισσών να είναι κάποιος μεγαλο-ψηφοφόρος της Δημοτικής πλειονοψηφίας και έτσι δεν υπολογίζει τους δραγάτες της δημοτικής εξουσίας ή κάποιος κοινός αγροίκος μέλος «μιας κοινωνίας χοντροκομμένων κι απληροφόρητων», οι οποίοι εναλλάσσουν με περισσή αφροσύνη και ηδύτητα, σε μόνιμη πια βάση το δικομματισμό (τι πλήξη!) στο σβέρκο τους, (αλλά αλίμονο και στο δικό μας που δεν τους χρωστάμε και σε τίποτα)- και που με το έτσι θέλω, αλλάζει και τη φορά των περιπατητικών πραγμάτων του λόφου. Γιατί όχι και των υπαίθρια ερωτικών νυχτερινών τρόπων ότι εκεί θημωνιές από χρησιμοποιημένα προφυλακτικά αποσυντίθενται δυσκόλως, πιο αργά όμως από το τσαλακωμένο ηθικό των ηττημένων πολιτικών που τους μοιάζουν τόσο). Υπενθυμίζει έτσι ότι η αυθαιρεσία στην πόλη αυτή του αγίου Νικολάου είναι ο κανόνας (πίστεως και εικόνα μη πραότητος).
Οι αντιδήμαρχοι –δραγάτες- φύλακες της ακίνητης περιουσίας του Δήμου (Τεχνικών έργων και Πρασίνης υποανάπτυξης) γνωρίζουν το θέμα από επισημάνσεις πολιτών, αλλά τις μέρες αυτές ίσως και να τρώνε τον χαλβά της πανηγύρεως. Ας μη βόσκουν επί μακρόν εκεί κι ας κινηθούν λίγο από την φάτνη με τα άχυρα της αβελτηρίας απ’ όπου μετ’ ευχαριστήσεως σιτίζονται κι ας απομακρύνουν τον καταπατητή Μελισσοκόμο. Αλλωστε κι ο αντίστοιχος του κ. Θ. Αγγελόπουλου (Μ. Μαστρογιάννη) αυτό έκανε. Επαιρνε τις κυψέλες του κι έφευγε από τους τόπους και τους χρόνους του.
***
ΥΓ.1 Διαβάζω στο ημερολόγιο και στον Συναξαριστή και μένω κάπως
Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Ερωτηΐς πυρί τελειούται
«Ερωτηΐδα πυρπολούσι παρθένον,
'Ερωτι Χριστού την προπυρπολουμένην».
ΥΓ. 2 Την επαύριον 7 Οκτωβρίου Σεργίου και Βάκχου. Ας προστεθεί σ’ αυτούς κι ο όσιος Μ. Καραγάτσης, ο βιογράφος τους, με το σπαρταριστό συναξάρι, δίτομο και πολυσέλιδο παρακαλώ.
Υ.Γ. 3 «Δύο είναι οι μεγάλες αλήθειες που δεν πρέπει ποτέ κανείς να ξεχνάει σε τούτο τον κόσμο: α) πως η κυριαρχία ανήκει στο λαό και β) πως ο λαός δεν πρέπει ποτέ να την ασκεί». (Rivarol)

Οι σκέψεις των Τζ. Μ. Σω και Ριβαρόλ περιλαμβάνονται στο βιβλίο του Roland Jaccard "Το λεξικό του απόλυτου κυνισμού" εκδ. ποταμός

Τρίτη 6 Οκτωβρίου 2009

Τη αυτή ημέρα η Αγία Μάρτυς Ερωτηΐς πυρί τελειούται


Μαρμάρινο άγαλμα της Αφροδίτης της Ρόδου (Αρχαιολογικό Μουσείο Ρόδου)
Ερωτηΐδα πυρπολούσι παρθένον,
'Ερωτι Χριστού την προπυρπολουμένην.

Φυσικά και δεν είναι στη φωτογραφία η την σήμερον εορτάζουσα Μάρτυς αλλά κάποια παλαιοτερα αυτής προφανώς και εμφανώς·
***
Εκεί πήγε το μυαλό μου, διαβάζοντας στο ημερολόγιο πως στις 6 Οκτωβρίου γιορτάζει η μάρτυρας Ερωτηίς, σε ένα μικρό, εξαίσιο άγαλμα στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Ρόδου, που το φωτογράφισα το καλοκαίρι. Ούτε που θα το φανταζόμουν ποτέ ότι μπορεί να υπάρχει μια τέτοια χριστιανική γιορτή: «Ερωτηίδος μάρτυρος»! Κι όταν την είδα στο ημερολόγιο τάχθηκα ενώπιόν της ευλαβής, όπως θα έκανα και σε μια Πότνια των Μινωικών χρόνων στην Κρήτη. (ΝΙΚΟΣ ΖΕΡΒΟΝΙΚΟΛΑΚΗΣ)

Σάββατο 3 Οκτωβρίου 2009

Η τελευταία μέρα σχεδόν


Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΕΡΑ

του Γιώργου Σεφέρη

Ηταν η μέρα συννεφιασμένη. Κανείς δεν αποφάσιζε
φυσούσε ένας αγέρας αλαφρύς: "Δεν είναι γρέγος είναι
σιρόκος" είπε κάποιος.
Κάτι λιγνά κυπαρίσσια καρφωμένα στην πλαγιά κι η
Θάλασσα
γκρίζα με λίμνες φωτεινές, πιο πέρα.
Οι στρατιώτες παρουσίαζαν όπλα σαν άρχισε να ψιχαλίζει.
"Δεν είναι γρέγος είναι σιρόκος" η μόνη απόφαση που
ακούστηκε.
Κι oμως το ξέραμε πως την άλλη αυγή δε Θα μας έμενε
τίποτε πια, μήτε η γυναίκα πίνοντας πλάι μας τον ύπνο
μήτε η ανάμνηση πως ήμασταν κάποτες άντρες,
τίποτε πια την άλλη αυγή.

"Αυτός ο αγέρας φέρνει στο νου την άνοιξη" έλεγε η
φίλη
περπατώντας στο πλευρό μου κοιτάζοντας μακριά "την
άνοιξη
που έπεσε ξαφνικά το χειμώνα κοντά στην κλειστή
Θάλασσα.

κ.λπ.

Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2009

Αυτή τη Νίκη


Αυτή τη νίκη τελικά ποιός θα την πάρει
4 Οκτωβρίου ημέρα ζώων και των ψήφων
Ακέφαλη έτοιμη στο πουθενά να σαλπάρει
Αγύρτες! Ημιμαθείς! Σε συσκευασίες μύθων

Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009

Ίβαρ, που θα πει στ’ αρχαία νορβηγικά τοξότης και στα ελληνικά ταξιδευτής


Δε λέω πως αυτό που βιώνουμε απόψε είναι μια πράξη διαμαρτυρίας ή αντίστασης σε ό,τι διαπράττεται στην πλάτη και τη νοημοσύνη μας αυτόν τον καιρό. Κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί τελεσφόρως στην λαίλαπα του άδειου λόγου που γεμίζει μ’ άχυρα τα μεγαλύτερα κενά του νοήμονος κοινού, ή ν’ αντισταθεί αποτελεσματικά στην πολιτική κομματική λοιμική. Είμαστε καταδικασμένα χωμένοι σ’ ένα χυλό δημόσιας πραγματικότητας να υπάρχουμε όπως όπως· να τον ανακατώνουμε και ν’ ανακατευόμαστε κι εμείς ως αδρανή ή δραστήρια υλικά συνολικά, το μόνο που μπορούμε είναι να διαφεύγουμε σποραδικά κι ατομικά απ’ αυτόν. Ομως το να βρίσκεσαι με φίλους, συμπαθείς γνωστούς και ωραίους ξένους σε μια εκδήλωση με μόνο γνώμονα την εφήμερη απόλαυση της συγγραφικής και καλλιτεχνικής ουσίας αλλά και της καθ’ αυτό παρουσίας ενός λίαν ενδιαφέροντος αγνώστου ανθρώπου και του έργου του, είναι ένα επαρκές κίνητρο παρουσίας το οποίο τελικά εξελίσσεται δώρημα χαριστήριο στους μίζερους καιρούς μας.
Στο βραδινό αυτό στο οποίο παρεισέφρυσα κάπως ακάλεστος αλλά με φίλια διάθεση, ήρθα όχι γιατί με συγκίνησε το βιβλίο που διεξήλθα χωρίς κόπο αλλά και με ευχαρίστηση αφού αυτό έριχνε ευθύγραμμη ματιά σε γνωστά μου, στα οποία ο συγγραφέας έδινε τη δική του απόχρωση, αλλά πρωτίστως για το βιογραφικό του σ. Φορές τα καθημερινά μας έργα στη ζωή ξεπερνούν εκείνα που σκεφτόμαστε λίγο πριν από τον ύπνο για να γίνουν όνειρα στιγμιαία, που σχεδιάζουμε, που γράφουμε, αλλά δεν ζούμε.
«Αυτό που ζητούσα δεν το βρήκα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα» δηλώνει μια υπογράμμιση στα ποιήματα του Μ. Αναγνωστάκη. Τι δηλαδή, αναρωτιέμαι χρόνια τώρα; «Οπου και να πάω οι άνθρωποι μου λένε: Μη φεύγετε τόσο γρήγορα, μείνετε! Μόνο εγώ ξέρω πόσα μου μένουν ακόμα να δω». Εδώ ο Πωλ Μοράν με τα «Ταξίδια» του, (εκδ. Ολκός).
Το ότι ο φέρων και ελληνικό όνομα αυτό της συζύγου του Ιβαρ Παπαδόπουλος Σαμούελσεν, ξεκίνησε από τη Νορβηγία για το Ιράν με τα πόδια (ενάμιση χρόνο πορεία) και από τη Νορβηγία πάλι για την Ελλάδα με μια βάρκα και ένα κουπί (380 μέρες στη θάλασσα) και τις δύο φορές παράτησε τη μόνιμη δουλειά του γιατί το ταξίδι τον τραβούσε όχι μόνον απ’ το μανίκι αλλά απ’ όλο του το είναι- φαντάζουν σχεδόν απίστευτες ανθρώπινες επιτεύξεις του καιρού μας, για τα χθαμαλά σώματα και τις ακόμα πιο μαλθακές μας προθέσεις. Ζούμε στο σήμερα ελπίζοντας πάντα στο αύριο για να ξεκινήσουμε κάτι άλλο, ένα ταξίδι, μια γνωριμία, μια δουλειά, μέχρι και μια δίαιτα. Η προσμονή του διαφορετικού μας γεμίζει με μια ένταση επιθυμίας και με μια έμφαση προετοιμασίας. Ομως στη συνέχεια διαπιστώνουμε πως μας φεύγει μέσα από τις σφιχτές παλάμες μας ο καιρός, νερό ή άμμος, αφού η πρώτη δύσκολη ακόμα κι ανισόπεδη διάβαση για την πραγματοποίηση, μας γυρίζει πίσω στην αφετηρία της στασιμότητας. Συνήθως δεν έχουμε τα φτερά να πετάξουμε πάνω από τα πράγματα που μας συνήθισαν και τα συνηθίσαμε. Οσες φορές φυτρώνουν ανέλπιστα στην πλάτη μας είναι κολλημένα με το κερί του Ικαρου. Η ανθρώπινη αδυναμία μας καθηλώνει στα γνώριμα. Αν και κάποια στιγμή λέω ευτυχώς δηλαδή. Σκέφτομαι το συγγραφέα πως ξεκίνησε και τι συνάντησε όχι στα ταξίδια στον τόπο μας που περιγράφει αγαπητικά στο βιβλίο του «Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας» το οποίο μετέφρασε η σύζυγός του κ. Κυριακή Παπαδοπούλου Σάμουελσεν (κατάγεται από τη Μεσιανή του τόπου μας) και την οποία συνάντησε στη μέση της μεγάλης οδοιπορίας του προς την Ινδία κι από κει περιέπλεξαν τις τύχες και τα ονόματά τους) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, αφού είναι εύκολη η πραγματοποίησή τους. Αλλά στις μοναχικές του εισβολές στον κόσμο του δύσκολου κι άγνωστου τρόπου φυγής. Δείχνει να είναι ένα τέρας θέλησης. Είναι όμως, ταυτόχρονα ένας ποιητής της πράξης (το δείχνει και το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του) που γράφει πεζοπορώντας ή κωπηλατώντας κάτι σαν μια Οδύσσεια, το έπος του ασυνήθιστου, του απροσδόκητου. Ενας απόστολος χωρίς την τελεολογία του Θείου, ένας ιεραπόστολος μιας ιδεολογίας που δεν έχει αντιστοιχία στα κοινά μας μέτρα. Ισως έχει κάτι από Ζ.Ζ. Ρουσώ με τις εκ πεποιθήσεως οδοιπορίες του, τις «Εξομολογήσεις» του και την απόλυτη φυσικότητα του ζην. Τι γνώρισε και τι πέρασε ή και προσπέρασε. Τι είναι λοιπόν ο. Ιβαρ Π.Σ. συγγραφέας στρατοκόπος, ένας συγγραφέας ριψοκίνδυνος. Εχει προγόνους τους Βίκιγκς και γνώρισε απογόνους του Οδυσσέα. Ενας Μάρκο Πόλο. Ισως και τίποτε εξ ολοκλήρου απ’ αυτούς, αλλά να έχει λίγο από τους μεγάλους της ταξιδιωτικής περιπέτειας.
«Το να φεύγεις σημαίνει να κερδίζεις τη δίκη ενάντια στη συνήθεια». Πάλι ο Π. Μοράν.
Σκέφτομαι την εμπύρετη δημιουργική μοναξιά στα μοναχικά του ταξίδια. Τι σκεφτόταν και τι τον συντρόφευε σε αυτές τις οριακές προσωπικές διαφυγές από την καθημερινή του πραγματικότητα; Ποιές ήταν ποιό ποιητικές του εκδοχές; Οι ομίχλες ή οι ξαστεριές, οι νηνεμίες ή οι θαλασσοταραχές, τα βουνά ή οι πεδιάδες, τα μονοπάτια οι ανοιχτοί δρόμοι, η μνήμη ή η λήθη;
Οταν δεν με παίρνουν στην πλάτη τους τα βιβλία των ταξιδιών, έχω δίπλα μου στο χώρο του ακίνητου μου καθημερινού ταξιδιού προς το άλλο, όλα σχεδόν τα σύνεργα που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος της στάσης, που θέλει αλλά δεν μπορεί, κι ούτε θέλει δηλαδή-καθώς το διαρκές ταξίδι είναι στο αίμα στο DNA- να ταξιδέψει αλλά και με τους άλλους.
«Το ωραιότερο ταξίδι αυτού του κόσμου
Είναι αυτό που κάνουμε ο ένας προς τον άλλον» γράφει ο Πωλ Μοράν.
Μια υδρόγειος μεγάλη σαν πορτοκάλι, δύο πυξίδες, ένα ανεμολόγιο, μια κλεψύδρα, έναν εξάντα, ένα σκάφανδρο, ένα μικρό εντελώς καράβι, μια πρύμνη κεραμική, ένα ναυτικό μαχαίρι, ένα όργανο κυλινδρικό παιχνίδι που ανακινώντας το ακούω ήμερα τα κύματα της θάλασσα καθώς σπάζουν στην ακρογιαλιά.
«Μ’ αυτά όλο να λέω μια μέρα να φύγω για το πουθενά
αλλ’ ενώ ξεκινώ μένω στα ίδια της σκέψης μου στενά»
Κατανοητή η προσωπική μας δυνατότητα η οποία μας καθηλώνει στα διαβάσματα, αλλά και στα ταξίδια που έκαναν άλλοι και φρόντισαν να τα γράψουν. Πολύ δε περισσότερο να τα ζήσουν ως πρωταγωνιστές τους κι όχι ως περιδιαβαστές των χώρων. Τα ταξίδια περιπέτεια όπως αυτά που κάνει κι έκανε ο Ι.Π.Σ. που απόψε θα μας αφηγηθεί όχι το βιβλίο της συγγραφής του αλλά μέρη από το βιβλίο της ζωής του.
Κι αυτό κι αν είναι συναρπαστική εμπειρία για μας και τα στεκούμενα νερά μας.
«Απ’ όλες τις πράξεις του ανθρώπου οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες είναι η ποίηση και το ταξίδι».
Είναι μια ωραία σκέψη ενός άγνωστου ήδη σε μένα ποιητή, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι, την οποία χρησιμοποίησα χιλιάκις και σε διάφορες περιπτώσεις μέχρι κι αδόκιμα από το πολύ που μ’ άρεσε, κι αυτό για να διαδηλώσω την πίστη μου σε δύο καθημερινότητες που με συνέχουν. Αυτή είναι και η μόνη κατάθεση μου για τις μέρες που διανύουμε και μη με ψηφίζετεάμα δεν συμφωνείτε!
Εκ προϊμίου, όμως, με όσα έμαθα γι’ αυτόν και μιαν που είναι και των ημερών, εγώ χειροκροτώ αυτόν τον ταξιδιώτη κι όχι εκείνους τους κυνηγούς της απελπισίας των ψήφων. Οτι αυτός μας δείχνει ένα δρόμο ελευθερίας κι απόδρασης από τα πλείστα όσα κελύφη μας φόρτωσαν στις πλάτες οι γενικότερες συνθήκες και η ανεμελιά της υποτέλειάς μας. Εγιναν έτσι πέτσα της συμβατικότητας αδιάτρητη η οποία δεν μας επιτρέπει να διαπεράσουμε την ομίχλη της πραγματικότητας και να διαχυθούμε στην πρόσκληση του άγνωστου και την πρόκληση του διαφορετικού.



*Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Ι. Π. Σάμουελσεν
«Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας».