Πέμπτη 1 Οκτωβρίου 2009
Ίβαρ, που θα πει στ’ αρχαία νορβηγικά τοξότης και στα ελληνικά ταξιδευτής
Δε λέω πως αυτό που βιώνουμε απόψε είναι μια πράξη διαμαρτυρίας ή αντίστασης σε ό,τι διαπράττεται στην πλάτη και τη νοημοσύνη μας αυτόν τον καιρό. Κανείς δεν μπορεί να διαμαρτυρηθεί τελεσφόρως στην λαίλαπα του άδειου λόγου που γεμίζει μ’ άχυρα τα μεγαλύτερα κενά του νοήμονος κοινού, ή ν’ αντισταθεί αποτελεσματικά στην πολιτική κομματική λοιμική. Είμαστε καταδικασμένα χωμένοι σ’ ένα χυλό δημόσιας πραγματικότητας να υπάρχουμε όπως όπως· να τον ανακατώνουμε και ν’ ανακατευόμαστε κι εμείς ως αδρανή ή δραστήρια υλικά συνολικά, το μόνο που μπορούμε είναι να διαφεύγουμε σποραδικά κι ατομικά απ’ αυτόν. Ομως το να βρίσκεσαι με φίλους, συμπαθείς γνωστούς και ωραίους ξένους σε μια εκδήλωση με μόνο γνώμονα την εφήμερη απόλαυση της συγγραφικής και καλλιτεχνικής ουσίας αλλά και της καθ’ αυτό παρουσίας ενός λίαν ενδιαφέροντος αγνώστου ανθρώπου και του έργου του, είναι ένα επαρκές κίνητρο παρουσίας το οποίο τελικά εξελίσσεται δώρημα χαριστήριο στους μίζερους καιρούς μας.
Στο βραδινό αυτό στο οποίο παρεισέφρυσα κάπως ακάλεστος αλλά με φίλια διάθεση, ήρθα όχι γιατί με συγκίνησε το βιβλίο που διεξήλθα χωρίς κόπο αλλά και με ευχαρίστηση αφού αυτό έριχνε ευθύγραμμη ματιά σε γνωστά μου, στα οποία ο συγγραφέας έδινε τη δική του απόχρωση, αλλά πρωτίστως για το βιογραφικό του σ. Φορές τα καθημερινά μας έργα στη ζωή ξεπερνούν εκείνα που σκεφτόμαστε λίγο πριν από τον ύπνο για να γίνουν όνειρα στιγμιαία, που σχεδιάζουμε, που γράφουμε, αλλά δεν ζούμε.
«Αυτό που ζητούσα δεν το βρήκα ούτε στα πιο μεθυσμένα μου όνειρα» δηλώνει μια υπογράμμιση στα ποιήματα του Μ. Αναγνωστάκη. Τι δηλαδή, αναρωτιέμαι χρόνια τώρα; «Οπου και να πάω οι άνθρωποι μου λένε: Μη φεύγετε τόσο γρήγορα, μείνετε! Μόνο εγώ ξέρω πόσα μου μένουν ακόμα να δω». Εδώ ο Πωλ Μοράν με τα «Ταξίδια» του, (εκδ. Ολκός).
Το ότι ο φέρων και ελληνικό όνομα αυτό της συζύγου του Ιβαρ Παπαδόπουλος Σαμούελσεν, ξεκίνησε από τη Νορβηγία για το Ιράν με τα πόδια (ενάμιση χρόνο πορεία) και από τη Νορβηγία πάλι για την Ελλάδα με μια βάρκα και ένα κουπί (380 μέρες στη θάλασσα) και τις δύο φορές παράτησε τη μόνιμη δουλειά του γιατί το ταξίδι τον τραβούσε όχι μόνον απ’ το μανίκι αλλά απ’ όλο του το είναι- φαντάζουν σχεδόν απίστευτες ανθρώπινες επιτεύξεις του καιρού μας, για τα χθαμαλά σώματα και τις ακόμα πιο μαλθακές μας προθέσεις. Ζούμε στο σήμερα ελπίζοντας πάντα στο αύριο για να ξεκινήσουμε κάτι άλλο, ένα ταξίδι, μια γνωριμία, μια δουλειά, μέχρι και μια δίαιτα. Η προσμονή του διαφορετικού μας γεμίζει με μια ένταση επιθυμίας και με μια έμφαση προετοιμασίας. Ομως στη συνέχεια διαπιστώνουμε πως μας φεύγει μέσα από τις σφιχτές παλάμες μας ο καιρός, νερό ή άμμος, αφού η πρώτη δύσκολη ακόμα κι ανισόπεδη διάβαση για την πραγματοποίηση, μας γυρίζει πίσω στην αφετηρία της στασιμότητας. Συνήθως δεν έχουμε τα φτερά να πετάξουμε πάνω από τα πράγματα που μας συνήθισαν και τα συνηθίσαμε. Οσες φορές φυτρώνουν ανέλπιστα στην πλάτη μας είναι κολλημένα με το κερί του Ικαρου. Η ανθρώπινη αδυναμία μας καθηλώνει στα γνώριμα. Αν και κάποια στιγμή λέω ευτυχώς δηλαδή. Σκέφτομαι το συγγραφέα πως ξεκίνησε και τι συνάντησε όχι στα ταξίδια στον τόπο μας που περιγράφει αγαπητικά στο βιβλίο του «Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας» το οποίο μετέφρασε η σύζυγός του κ. Κυριακή Παπαδοπούλου Σάμουελσεν (κατάγεται από τη Μεσιανή του τόπου μας) και την οποία συνάντησε στη μέση της μεγάλης οδοιπορίας του προς την Ινδία κι από κει περιέπλεξαν τις τύχες και τα ονόματά τους) και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Αρμός, αφού είναι εύκολη η πραγματοποίησή τους. Αλλά στις μοναχικές του εισβολές στον κόσμο του δύσκολου κι άγνωστου τρόπου φυγής. Δείχνει να είναι ένα τέρας θέλησης. Είναι όμως, ταυτόχρονα ένας ποιητής της πράξης (το δείχνει και το εντυπωσιακό παρουσιαστικό του) που γράφει πεζοπορώντας ή κωπηλατώντας κάτι σαν μια Οδύσσεια, το έπος του ασυνήθιστου, του απροσδόκητου. Ενας απόστολος χωρίς την τελεολογία του Θείου, ένας ιεραπόστολος μιας ιδεολογίας που δεν έχει αντιστοιχία στα κοινά μας μέτρα. Ισως έχει κάτι από Ζ.Ζ. Ρουσώ με τις εκ πεποιθήσεως οδοιπορίες του, τις «Εξομολογήσεις» του και την απόλυτη φυσικότητα του ζην. Τι γνώρισε και τι πέρασε ή και προσπέρασε. Τι είναι λοιπόν ο. Ιβαρ Π.Σ. συγγραφέας στρατοκόπος, ένας συγγραφέας ριψοκίνδυνος. Εχει προγόνους τους Βίκιγκς και γνώρισε απογόνους του Οδυσσέα. Ενας Μάρκο Πόλο. Ισως και τίποτε εξ ολοκλήρου απ’ αυτούς, αλλά να έχει λίγο από τους μεγάλους της ταξιδιωτικής περιπέτειας.
«Το να φεύγεις σημαίνει να κερδίζεις τη δίκη ενάντια στη συνήθεια». Πάλι ο Π. Μοράν.
Σκέφτομαι την εμπύρετη δημιουργική μοναξιά στα μοναχικά του ταξίδια. Τι σκεφτόταν και τι τον συντρόφευε σε αυτές τις οριακές προσωπικές διαφυγές από την καθημερινή του πραγματικότητα; Ποιές ήταν ποιό ποιητικές του εκδοχές; Οι ομίχλες ή οι ξαστεριές, οι νηνεμίες ή οι θαλασσοταραχές, τα βουνά ή οι πεδιάδες, τα μονοπάτια οι ανοιχτοί δρόμοι, η μνήμη ή η λήθη;
Οταν δεν με παίρνουν στην πλάτη τους τα βιβλία των ταξιδιών, έχω δίπλα μου στο χώρο του ακίνητου μου καθημερινού ταξιδιού προς το άλλο, όλα σχεδόν τα σύνεργα που πρέπει να έχει ένας άνθρωπος της στάσης, που θέλει αλλά δεν μπορεί, κι ούτε θέλει δηλαδή-καθώς το διαρκές ταξίδι είναι στο αίμα στο DNA- να ταξιδέψει αλλά και με τους άλλους.
«Το ωραιότερο ταξίδι αυτού του κόσμου
Είναι αυτό που κάνουμε ο ένας προς τον άλλον» γράφει ο Πωλ Μοράν.
Μια υδρόγειος μεγάλη σαν πορτοκάλι, δύο πυξίδες, ένα ανεμολόγιο, μια κλεψύδρα, έναν εξάντα, ένα σκάφανδρο, ένα μικρό εντελώς καράβι, μια πρύμνη κεραμική, ένα ναυτικό μαχαίρι, ένα όργανο κυλινδρικό παιχνίδι που ανακινώντας το ακούω ήμερα τα κύματα της θάλασσα καθώς σπάζουν στην ακρογιαλιά.
«Μ’ αυτά όλο να λέω μια μέρα να φύγω για το πουθενά
αλλ’ ενώ ξεκινώ μένω στα ίδια της σκέψης μου στενά»
Κατανοητή η προσωπική μας δυνατότητα η οποία μας καθηλώνει στα διαβάσματα, αλλά και στα ταξίδια που έκαναν άλλοι και φρόντισαν να τα γράψουν. Πολύ δε περισσότερο να τα ζήσουν ως πρωταγωνιστές τους κι όχι ως περιδιαβαστές των χώρων. Τα ταξίδια περιπέτεια όπως αυτά που κάνει κι έκανε ο Ι.Π.Σ. που απόψε θα μας αφηγηθεί όχι το βιβλίο της συγγραφής του αλλά μέρη από το βιβλίο της ζωής του.
Κι αυτό κι αν είναι συναρπαστική εμπειρία για μας και τα στεκούμενα νερά μας.
«Απ’ όλες τις πράξεις του ανθρώπου οι μόνες ίσως χρήσιμες και οι μόνες σκόπιμες είναι η ποίηση και το ταξίδι».
Είναι μια ωραία σκέψη ενός άγνωστου ήδη σε μένα ποιητή, γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι, την οποία χρησιμοποίησα χιλιάκις και σε διάφορες περιπτώσεις μέχρι κι αδόκιμα από το πολύ που μ’ άρεσε, κι αυτό για να διαδηλώσω την πίστη μου σε δύο καθημερινότητες που με συνέχουν. Αυτή είναι και η μόνη κατάθεση μου για τις μέρες που διανύουμε και μη με ψηφίζετεάμα δεν συμφωνείτε!
Εκ προϊμίου, όμως, με όσα έμαθα γι’ αυτόν και μιαν που είναι και των ημερών, εγώ χειροκροτώ αυτόν τον ταξιδιώτη κι όχι εκείνους τους κυνηγούς της απελπισίας των ψήφων. Οτι αυτός μας δείχνει ένα δρόμο ελευθερίας κι απόδρασης από τα πλείστα όσα κελύφη μας φόρτωσαν στις πλάτες οι γενικότερες συνθήκες και η ανεμελιά της υποτέλειάς μας. Εγιναν έτσι πέτσα της συμβατικότητας αδιάτρητη η οποία δεν μας επιτρέπει να διαπεράσουμε την ομίχλη της πραγματικότητας και να διαχυθούμε στην πρόσκληση του άγνωστου και την πρόκληση του διαφορετικού.
*Εισήγηση στην παρουσίαση του βιβλίου του Ι. Π. Σάμουελσεν
«Η δική μου Ελλάδα –Θραύσματα μιας ελληνικής πραγματικότητας».
''Τι είδους άνθρωποι είναι λοιπόν αυτοί που όλη τους η ψυχή είναι δοσμένη στους τύπους, που όλη τους η σκέψη και η φροντίδα για χρόνια ολόκληρα είναι το πως θα γλιστρήσουν μια καρέκλα παραπέρα προς την κεφαλή του τραπεζιού; Και όχι οτι δεν έχουν άλλες ασχολίες : όχι, αντίθετα οι εργασίες συσσωρεύονται, ακριβώς γιατί οι μικρές αγγαρείες μας εμποδίζουν να διεκπεραιώνουμε τις σημαντικές υποθέσεις''.
ΑπάντησηΔιαγραφήJ.W.GOETHE-''Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου'', μτφ Στέλλα Νικολούδη, εκδ.ΑΓΡΑ
Από τα πιο γλυκά και μεστά κείμενα αγαπητέ Β., από αυτά που σε καθηλώνουν τη μνήμη και σε αναγκάζουν να απαντάς με ειλικρίνεια στα ερωτήματά σου.
Λόγοι ανωτέρας βίας δεν μου επέτρεψαν να βρίσκομαι το βράδυ της Δευτέρας στην εκδήλωση αυτή.
ΑπάντησηΔιαγραφή