Δευτέρα 30 Σεπτεμβρίου 2024

Οι Δον-Κεχηνότες

Ηρθε ο Θερβάντες στο μεγάλο χωριό/ βόλτες ο Δον Κιχώτης από κει κι από δω.../ Τον διαβάσαμε σε μετάφραση Κ. Καρθαίου/ Τον είδαμε σε ταινία με τον Πήτερ Ο’ Τουλ/ και Δουλτσινέα τη Σοφία Λόρεν/ Στο θέατρο Μ. Κατράκης Π. Ζερβός αχτύπητοι/ Στην Οπερα Don QuiJote de la Mancha/ Επιχείρησα κι εγώ Δονικιχωτισμούς επί χάρτου/ ίνα με ουτοπίες ζώμεν και ολίγον έστω άρτου/ Τις έχασα…/ Παρ’ όλα αυτά πάντα μπροστά οι Δον Κιχώτες/ κι από κοντά ν’ ακολουθούν οι δον κεχηνότες/

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2024

«Ανάρια ανάρια τα ‘ριχναν οι κλέφτες τα ντουφέκια...»(Κλέφτικο Δ. Ελλάδος)

Ηταν η εποχή του σεισμού στη Δ. Μακεδονία, Κοζάνης δηλ., καλοκαίρι του 1995. Μετά από ένα άγριο μετασεισμικό ταρακούνημα κινήσαμε για της Πάργας τον ανήφορο (άρα και κατήφορο) κυνηγημένοι λες από τον κ.κ. Εγκέλαδο των 6,6 R. Στην πόλη της προσθαλάσσεώς μας υπήρχε ονομαστή ταβέρνα φέρουσα το όνομα «Τα 5 αδέλφια»· Σουλιώτες. Μου θύμισαν το τοπικόν μας αποκριάτικον «Πέντε αδρέφια είμασταν και τα πέντε παλαβά!». Σέρβιραν φουστανελοφόροι με την ηρωική στολή των Σουλιωτών ταχύτατα, κι οι φουστανέλες ανέμιζον σαν μπαϊράκια μετά τη νίκη. - Ενα τζατζίκι παρακαλώ - Εφτασεεεεεε - Μια μελιτζανοσαλάτα ! - Αμέσως... - Κτύπος κ. λπ, κ. α Πλην της εξυπηρετήσεως των τραπεζιών εποζάριζαν ομού με διαφόρους τουριστοχάνους κυρίως αλλοδαπούς. Εποζάρισα μ’ αυτούς τους ήρωες της ταβέρνας κι εγώ... Αυτά τότε, κάποτε. Την σήμερον είδα μια φωτ. από το διεθνές φεστιβάλ ποιήσεως Πατρών και περιχώρων με 5 ηρωικούς φουστανελάδες και σπαθοφόρους οπλισμένους Μεσολογγίτες, οι οποίοι κατά πάσαν πιθανότατα εκτελούσαν χρέη ποιητικής αστυνομίας έτοιμοι να επέμβουν εις άπασαν την ελληνικήν επικράτειαν, η οποία πάσχουσα από ποιητικήν ακράτειαν, διεξήγαγε δίκην πλημμυρίδος, ποιητικά φεστιβάλ, και να επιβάλλουν την τάξιν και ησυχίαν στα απανταχού ακροατήρια όπως και την προσήλωση του κοινού στους αναγνώστες κι όχι στο κενό, χασμώμενοι. Βάστα δυτική Ελλάδα άρα και καημένο Μεσολόγγι / Καημοί της λιμνοθάλασσας, βουνά της Αρκαδίας λόγγοι/ κι εσύ Πάτρα γλυκεία με τα ψηλά Αλώνια στο αγνάντι/ - Ομπρός οι δημιουργοί, διεθνείς ποιητές Αβάντι.../

«Πάω με ένα γύφτικο ζουρνά σε ντόπιο πανηγύρι»*

Γραμμάτων και Δημιουργικής γραφής/ Ετσι:/ Δρυός Κορωνοϊπεσούσης / ωραία αντιπρόσωπος παρέλαβε το βραβείον / που μοι επιδαψίλευσεν/ το Πανεπιστήμιον Δυτικής / (κι όχι Βορείου) Μακεδονίας/ Ηγουν τουτέστιν δηλαδή/ Τριαντάφυλλος Κ. ο ποιητής/ Αρχων της Δημιουργικής γραφής/ Εποίει.../ *Κ. Παλαμάς ΥΓ. Το Καραγιάννης με ένα ν όπως ο άλλος Γιάνης

Το δέντρο που λαχτάριζες....

Με το που κόψαμε το δέντρο - σύντροφο/ άδειασε το μπαλκόνι από την αγάπη/ Τώρα πρέπει κάτι άλλο να βρω/ να το ξαναγαπήσω/ Μια γωνία ήδη προσώρας με καθίζει/ Μπροστά στο θερισμένο οικόπεδο ταξιδεύω/ με το θεριό βρωμόδεντρο καραβοκύρη/ με κάθε αέρα πλέει/ Η πυξίδα δείχνει το δρόμο προς τα δικαστήρια/ της αγίας Αννας, της Μεταμόρφωσης τα στασίδια/ στα οποία έφευγα και κατέφευγα πλειστάκις/ Το σκηνικό μου ξαναστήνεται/ ψάχνοντας τις χαμένες επαφές μου/ κ.α. αγάπες που ούτε ξέρω που υπάρχουν/ Ανάμνησες ξεκοκαλισμένες/ Διαβάζω τα έξοχα απομνημονεύματα/ του Πάμπλο Νερούντα στη γωνιά αυτή/ και νέες ρίζες νιώθω να φυτρώνουν στο σώμα/ Μαζί με τις λίαν πρωινές καλημέρες/ που ανοιγοκλείνουν τη μοβ διάθεση της ψυχής/

Ο Κύκλος του κ. Λάμπρού Βαρελά

Στο περιθώριο της Εκθεσης Βιβλίου της Θεσσαλονίκης στους διαδρόμους της συνάντησα πριν καιρό τον καθηγητή φιλολογίας στο ΑΠΘ τον καλό άνθρωπο κι επιστήμονα κ. Λάμπρο Βαρελά και του ζήτηξα αν την έχει, να μου τη φωτοτυπήσει του Τ. Ελιότ την Ερημη Χώρα σε μετάφραση του Τ. Κ. Παπατσώνη («Ερημότοπος»). Φυσικά και την είχε ο περισπούδαστος και μου την έστειλε. Με συγκίνησε η φιλοτιμία και η προθυμία του. Τον ευχαριστώ εκ νέου. Σήμερα εορτή των Θεοπατόρων Ιωακείμ και Αννης μου ‘ρθε ν’ αντιγράψω λίγες αράδες από τη σύνθεση αυτή σε μτφρ του Τ. Κ. Ππτσν. Γούστα ή μήπως βίτσια είναι αυτά; «Γλίτωσα το λοιπόν και απ’ αυτό: είμαι εφκαριστημένη που γλύτωσα Κάθε φορά που μια χαριτωμένη γυναίκα ξεχνηέται και φτάνει ως με να κάνει αμυαλές φέρνει βόλτες στην κάμαρά της, μόλις απομείνει ξανά μόνη με αυτόματες κινήσεις των χεριών, μηχανικά σάζει τα μαλλιά και βάνει μια πλάκα στο γραμμόφωνο... «Σουρθηκε μέσα μου τούτη η μουσική απάνω στα νερά, πλέαμε τότες...

Τάσος Βουρνάς

Τον διάβαζα στις μέσα σελίδες της ΑΥΓΗΣ από την πρώτη ημέρα της επανεκδόσεώς της (4-8-1974) ως ΛΟΓΟΙ ΑΝΤΙΛΟΓΟΙ με υπογραφή ΠΑΡΑΤΗΡΗΤΗΣ, ήγουν Τάσος Βουρνάς (Τ.Β.). Στάθηκε ο τρόπος του από τις πιο σημαντικές επιρροές γραφής και σκέψης μου. Ηταν ένας μοναδικός πολυδιανοούμενος και φιλόλογος εφ’ όλης της λόγιας ύλης. Τον γνώρισα εν ζωή ένα ελάχιστο στην πλατεία Μητροπόλεως των Αθηνών στην κηδεία του Μήτσου Παρτσαλίδη (Ιούνιος του 1980) τότε που μαζί με τον πολύκλαυστο φίλο Σάκη Καραλιώτα που πέρασε στο «ασφοδελό λειμώνα» (από τον Τ. Β. γνώρισα τη λέξη) εφέτος, διαβάζαμε ένα επίκαιρο έντυπο της ημέρας με τον τίτλο «Σε κλαίνε του χλωρότατου Καρπενησιού τ’ αηδόνια» και το λέγαμε μεταξύ μας μετά χάριν μνήμης και παιδιάς, αλίμονον! Ο Μήτσος Παπαδημήτρης πρόεδρος των πολιτικών Προσφύγων Ελλάδος εκείνη τη μέρα με σύστησε στον Τ. Β και στον Μανόλη Αναγνωστάκη ως διανοούμενο μείρακα της Β. Ελλάδος. Πρωτογνώρισα τον Τ.Β. ως αναγνώστης όμως, στη μεγάλη εισαγωγή του στην «Πάπισσα Ιωάννα του Εμ. Ροϊδη, 1956, εκδ. Δαρεμά, όταν τη διάβαζα παράλληλα, μη πω προπορευόμενη, των μαθημάτων για τις εισαγωγικές εξετάσεις στο Πανεπιστήμιον (1971). Ο Τ. Β. (1914-1990) υπήρξε από τις φωτεινότερες πνευματικές φυσιογνωμίες της ελληνικής αδογμάτιστης αριστερής σκέψης και πράξης πολυγραφότατος και γλαφυρότατος· κυρίως όμως απροσκύνητος. Ηταν η πρωινή μας καθημερινή απόλαυση στην ΑΥΓΗ, την άλλοτε κι όχι αυτήν που την μακέλεψαν τα πολιτικά «κνώδαλα» των ημερών (απ’ αυτόν κι αυτή η λέξη). Η νυν έκδοση του Γ. Λεοντάρη πλην των άλλων μας συγκίνησε εκτάκτως ότι μας θύμισε ημέρες παλιές κι ανθρώπους ωραίους που λείπουν εντελώς.

Κώστας Τσιάγκας

Τις προάλλες μοιράζων εντός της πόλεως Κοζάνης σπίτι σπίτι κι αυλή αυλή την «Παρέμβαση» ως μεταμφιεσμένος ταχυδρόμος (τα ταχ. τέλ αυξήθηκαν εφιαλτικά κι έτσι πήραμε τους δρόμους, - όμως θα εξακολουθούμε να ταχυδρομούμε την «Π» στους φίλος που συμμετέχουν ή και όχι στην συνδρομητική στήριξη κι ανάσα της, στάθηκα στην οδό Πόντου 5 στο σπίτι τού ποιητή Κ. Τσιάγκα (Εύδηλος ‘Ελλην) με το τραγικό τέλος του. Στο σπίτι το «χτισμένο» με τα βιβλία του η μνήμη, τα δέντρα, τα χορτάρια, η ερημιά θέριεψαν, αγρίεψαν θυμίζουν τα σπίτια με τις αυλές της κατακτημένης έρημης Αμμοχώστου. Εριξα στην αυλή ένα τεύχος έτσι στα τυφλά όπως ρίχνουν στη θάλασσα τα στεφάνια οι πολιτικοί τον Δεκαπενταύγουστο στην Τήνο εις μνήμην των θυμάτων της τορπιλισμένης ΕΛΛΗΣ. Τον ποιητή με τις «Ποιητικές εξάρσεις – Νοητικές συμπληγάδες» και «Τα εναστρογραφήματα» όπως και των χιλιάδων αδημοσίευτων στίχων και αντίστοιχων ποιητικών και μόνον συναισθημάτων "δέσμιος μόνον της ποίησης και της λογοτεχνίας» ήτο και το έγραφε, κανείς δεν το θυμάται. Παραφράζω κάπως Γ. Σεφέρη: «...Οι σύντροφοι τέλειωσαν με τη σειρά, με χαμηλωμένα μάτια. Τα κουπιά τους δείχνουν το μέρος που κοιμούνται στ’ ακρογιάλι.2 Κανείς δεν τους (τον) θυμάται. Δικαιοσύνη...»

Παρασκευάς και Ροβινσώνας

Οταν ο «Παρασκευάς ή στις μονιές του Ειρηνικού» του Μισέλ Τουρνιέ (εκδ. Εξάντας 1986 μτφρ Χρήστος Λάζος) δηλαδή η παραλλαγή του Ροβινσώνα Κρούσο του Ντανιέλ Ντεφόε, προσπαθώντας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ερωτικής μοναξιάς, ερημίας κι απελπισίας αναζητούσε επί αδρανών κι αψύχων υλικών τη λύση ως κατωτέρω περιγράφεται: «...Διατρέχοντας το νησί απ’ άκρη σ’ άκρη, κατάφερε τελικά ν’ αποκαλύψει μια κουιλάια που ο κορμός της –σίγουρα ο κεραυνός ή ο άνεμος θα τον είχε ρίξει καταγής- σερνόταν στο χώμα κι ήταν ελαφρώς ανασηκωμένος στο μέρος όπου χωριζόταν σε δυο χοντρά κύρια κλαδιά. Ο φλοιός ήταν λείος και χλιαρός, μάλιστα στο εσωτερικό της διχάλας ήταν τρυφερός και σκεπασμένος από μια λεπτή και μεταξένια λειχήνα. Για πολλές μέρες ο Ροβινσώνας δίσταζε μπρος στο κατώφλι αυτού που αργότερα θα ονόμαζε η φυτική οδός. Γυρόφερνε την κουιλάια με ύποπτο τρόπο, και τελικά ανακάλυψε κάποιο υπονοούμενο στα κλαδιά που άνοιγαν κάτω από τα χόρτα σαν δυο τεράστια μαύρα μπούτια. Τέλος ξάπλωσε γυμνός πάνω στο κεραυνόπληκτο δέντρο, έσφιξε τον κορμό στην αγκαλιά του, και το όργανό του περιπλανήθηκε μες στη μικρή χνουδωτή κοιλότητα που σχηματιζόταν στην ένωση των δυο κλαδιών. Μια ευχάριστη χαύνωση τον μούδιασε. Τα μισόκλειστα μάτια του έβλεπαν χιλιάδες λουλούδια ν’ ανοίγουν τα σαρκώδη πέταλά τους και γέρνοντας να χύνουν από τις στεφάνες τους παχύρρευστους και μεθυστικούς χυμούς. Μισανοίγοντας τις υγρές μεμβράνες τους, έδειχναν να περιμένουν κάποιο δώρο του ουρανού που τον διέσχιζαν οι τεμπέλικες πτήσεις των εντόμων. Μήπως ο Ροβινσώνας ήταν το τελευταίο πλάσμα του ανθρώπινου γένους που είχε κληθεί να επιστρέψει στις φυτικές πηγές της ζωής; Το λουλούδι είναι το σεξουαλικό όργανο του φυτού. Το φυτό προσφέρει με αφέλεια το φύλο του, ό,τι πιο λαμπρό και μυρωδάτο έχει, στον πρώτο τυχόντα. Ο Ροβινσώνας φανταζόταν μια ανθρωπότητα νέα, όπου καθένας θα έφερε περήφανα στο κεφάλι του το αρσενικό ή θηλυκό φύλο του – πελώριο, φωτισμένο, ευωδιαστό…

Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2024

Σταφύλια

Ήταν περίπου 20 ο Αύγουστος/ Όταν μπήκε στο αμπέλι της ζωής/ Να φωτογραφηθεί με σταφύλια στο χέρι/ Εφορει πανταλόνι εποχης ημικοντον με τιράντες / Υποδήματα λάστιχα με μάτια/ Καλτσες μάλλινες αν και θέρος/ Υποκαμισον εσκουμβωμενον στους αγκώνες/ μαλλιά αριστερά ριγμένα/ Ακόμα έτσι τα πλαγιάζει/ Όσα ελέγχει ακόμα/ Ένας γέρων τότε που το κεφάλι μέτρησε/ - Αυτός θα γίνει μεγάλος άνθρωπος / Είπε και ελαλησε/ Αλίμονο ήδη μεγάλωσε είναι πολλών δεκαετιών/ Θυμάται Εκείνη που τον εβαπτισεν χριστιανο/ Κυρία επι των εφήμερων τιμών και ηδονών/ Μεγάλη η χάρη της…/

Υπό τον νέο πλάτανο μου καθισμένος

Διόρθωνα της σκέψης αλλ όχι του βίου μου τα λάθη Κι έλαβα απ αυτόν παράσημο αφοσίωσης στη σκιά του Το Χρυσό φύλλο του Αυγούστου Που μερα τη μέρα μας λιγοστεύει - Κι ήταν αυτη η μόνη παρασιμοφορια της ζωής μου

Τα γίδια τ' αη Νικάνορα

Παράτηξε την τρυφηλή ζωή στη Θεσσσλονίκη/ Πήρε τα βουνά τα λαγκάδια ποτάμια και πεδιάδες/ κι έστησε ασκηταριό και μεγαλομονή στο Καλλιστράτον όρος/ Εξελέγη χωρίς εκλογές περιφερειάρχης προστάτης Άγιος Δ. Μακεδονίας/ αφού ξεσχίστηκε στο θαυματουργειν/ Σε σημείο να ζηλεύουν οι επιχώριοι Άγιος Νικόλαος και Παναγία Ζιδανίου/ Τώρα Συνοδεία από την Ορθοκωστα του Θ. Βαλτινού την κυβερνά/ Λεγεώνες οι προσκυνηται στον μέγα Κώδικα της/ Των Σερβίων ιατρός, Γρεβενών το κλέος ομού με τον άλτη Τεντόγλου/ και Κοζάνης ο βοηθός/ 500 τόσα ρόσια γίδια όλα τα χρόνια στο ίδιο χρώμα/ Θαύμα θαύμα φωνάζουμε οι περιεργόπιστοι/ από το ανθρώπινο κοπάδι το ποικιλόμορφον…/

Μεσούντος του Αυγούστου

Μεσούντος του μηνός που λεν «Καλή Παναγιά»/ μια αδόκιμη έως γελοία ευχή/ τη μεγάλη λογοτεχνία εγκαταλείπω υπέρ των:/ Αλεξ. ΜωραΪτίδη «Με του βορηά τα κύματα») / («Με το βορηά σ’ αναζητώ με το νοτιά σε χάνω»)/ Αλεξ. Ππδ «Ρεμβασμός του Δεκαπενταυγούστου/ Τ. Κ. Παπατσώνη «Ρεμβασμός Δεκαπενταυγούστου/ («Στη μνήμη Εκείνου που τον ρέμβασε»)/ «Εν τη κοιμήσει» και τα Μεγαλυνάρια των Παρακλήσεων/ εντός τους ή λίγο πιο κει ηδονοχάνομαι γιατί ρεμβάζω/ στα κύματα και τους κυματισμούς τους επιπλέων/ Περνώ τον Αύγουστο στο μπαλκόνι παρέα/ με ένα λιγούστρο λίγους φύκους βενιαμίν/ κι ένα ευλογημένο μικρό Χριστινο-όνομα/ τις θερισμένες καλαμιές συλλογιζόμενος/ που ήδη πρόβαλε το φύτρο...

Μεταμόρφωση

Παρέλαβε τους τρεις αγαπημένους Πέτρο Ιωάννη Ιάκωβο Και πήρε τα βουνά όρος υψηλον Θαβωρ τους περίμεναν Μωυσής και Ηλίας Απ την παλιαια διαθήκη ξεχασμένοι Εκεί το λοιπόν εν δοξει μεταμορφώθηκε Ούτως εχόντων των πραγμάτων Με μισό λίτρο νερού στο χέρι επηραμε τον ανηφορισμον Προς λόφο χαμηλού αη Λια άλλοτε Νυν ναού μεταμορφώσεως Και υπαίθριως εσπερινισθημεν Με κάποια δε λέω ρομαντική διάθεση Ότι σ αυτόν τον αύλειο χώρο τον σαιξπηρ διεξηλθαμεν κάποτε Σταφύλι κι αντίδωρου ελαβομεν Την σημερον στη Μάνα με τη Μανα Λευκοπηγη Και δόξα στον μεταμορφωθεντα…

Τ όνομα σου δέομαι...

Πάει και το λίγο φως, δετος, άνεργος, νύχτα, τρέμω, καίω/ Χέρι απλωμένο, λυτρωμος, η χέρι που θα με συντριψης/ Σαρκική γλυκα μυστική, μόνο μ εσε αναπνέω/ Δεν ξέρω ποιο σου τ όνομα,σου δέομαι μη μου λείψεις

Αγιασμός

Ανεξήγητα εξυπνησα την σημερον λίαν ενωρίς/ Χωρίς αιτία προφανή η άλλον τινά ερεθισμόν/ Αλλά ως ήλθα κατα νουν του Αυγούστου η ξυνωρις/ με κέντησε κι έσπευσα στο ναό να λάβω αγιασμόν/