Κυριακή 7 Απριλίου 2024

Σχετλιαστικόν δοκίμιον επί τη εμφανίσει ποιητικής συλλογής μετ' ανθέων

Στη Δημοτική βιβλιοθήκη Κοζάνης ποίηση μετ’ ανθέων έλαβε χώρα την 1η Απριλίου, Μαρίας της Αιγυπτίας μνήμη. Σηκώνω τα χέρια προς τον ουρανό σε στάση ικεσίας όχι να προσευχηθώ αλλά να παραδοθώ, ποιητική αποθέωση, ξεθέωση. Το λοιπόν. Εμφάνιση (αντικατέστησε τη λέξη και πράξη παρουσίαση) στον κόσμο της πόλεως Κοζάνης και περιχώρων, ποιητικής συλλογής ονόματι «Στο ακρωτήρι της κρυφής ελπίδας» μετά εικόνων, από τις εκδόσεις Αρμός, οι οποίες μονοπωλούν τα καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος για τις εμφανίσεις των βιβλίων τους, του δόκιμου ποιητού και πολιτικά ευδόκιμου, κ. Ελευθερίου Τζιόλα ( Ξάνθος το ποιητικόν του ψευδώνυμον ίσως λόγω χρυσίζουσας κώμης). Όπως λέμε Δημήτριος Σύψωμος και εννοούμε Λάμπρος Πορφύρας και τ’ ανάπαλιν. Ο ποιητής έχει άλλες 5 συλλογές στο ενεργητικό του, μήπως και παθητικό; Διετέλεσε άλλοτε αγωνιστής του αλήστου μνήμης Πασοκ. Από αυτό εξωπετάχτηκε με κάποιους συντρόφους του σαν τρίχες από το ζυμάρι. Είχαν συστήσει πολιτική κίνηση και πολεμούσαν για την αριστερή εμφύτευσή τους στο πλαδαρό πλέον σώμα του μεγάλου κόμματος. ΕΜΑΣ ο τίτλος και μ’ αυτόν διεκδίκησαν ύπαρξη πολιτική. Αργοτερότερον όλοι εις το πασόκ κατέληξαν λαμβάνοντες θέσεις, πλην του επιχωρίου κυρ’ Λάζου Τσ. κατοίκου της πλατείας Αυλιώτη και γείτονός μου. Κάποτε σήκωσα το λάζο/ με το μανίκι το γαλάζο/ για να σκοτώσω το Τζανή/τον άντρα της Κωσταντινιάς/ μα σκόνταψα σ΄ ένα σκαμνί/ κι έτσι δεν έγινα φονιάς. (Κ. Βάρναλης) Ο Ξάνθος ποιητής, διετέλεσε κουμπάρος στην Κοζάνη («Ο Βλάχος μέγας κριτικός τον έχω και κουμπάρο/αλλά ποτέ μου δεν μπορώ στο σκάκι να τον πάρω»), έγραφε ο Γ. Σουρής δια τους λόγιους κουμπάρους του καιρού του. Ο τοπικός κουμπάρος του εξέδιδεν αγωνιστικόν φυλλάδιον με τον τίτλο «Αγώνας» για το σοσιαλισμό, την κοινωνία κ. ά. νεφελώδη. Μια μνήμη με πολιορκεί. Σε πάρκο της Θεσσαλονίκης τω καιρώ εκείνω οι του ΕΜΑΣ («Δε.... δε...../ οργανώσου στον ΕΜΑΣ» έλεγαν οι χλευαστές αντίπαλοί του), διέπραξαν φεστιβάλ. Έγραφε τότε ο μέγας αρθρογράφος στον «Ελληνικό Βορρά» Ν. Μέρτζος: «Δε φτάνουν όλα τα άλλα φιλορωσικά τους, χόρευαν και Καζαστό» ήγουν κοζάκικο πηδηχτό χορό! Τον Πρώτο Εμφανιστή του απογεύματος πολυδήμαρχο, βουλευτή, υπουργό με πείρα και πήρα ποιητική, δεν τον άκουσα τι είπε. Πριν μερικά χρόνια, 23 ας πούμε, σε μια ποιητική βραδιά που διαπράξαμε στο καφέ Αλλοτινό με όλη την τοπική εξουσία απαγγέλουσα ποίηση, με έριξε, ως διοργανωτή και οιονεί τοπικόν πρόεδρον της ποίησης, στο ποιητικό καναβάτσο της καφετέριας. Διάβασε ένα ποίημα του Γ. Σεφέρη που αγνοούσα εντελώς. Ναι, αγνοούσα το ποίημα «ΤΕΤΑΡΤΗ» από τις σημειώσεις μιας εβδομάδας που μαζί με την «ΤΡΙΤΗ» δεν περιλαμβάνονταν στο σώμα της 7ης εκδόσεως των ποιημάτων του Γ. Σ. με την οποία παιδιόθεν εκατηχούμην, ότι τα χειρόγραφα αυτών των ποιημάτων είχαν παραπέσει στο τυπογραφείο. Ένιωσα εκείνο το βράδυ φρικτά στην άγνοια μου. Ως εκ τούτου αρμοδίως εισήχθη στην τράπεζα των Εμφανιστών με τέτοια προϋπηρεσία στην ποιητική κατήχηση και λειτουργική. Τον Β’ Εμφανιστή κ. Μιλτ. Ππνκλ ως ουσιαστικόν, (το εμφανισθείς είναι μετοχή), μεγαλοτιτλούχο της επιστήμης, των γραμμάτων και των τεχνών κατηγορίας ομοτίμου, γνώρισα εξ ακοής από τον Κ. Ντιό κατέγραψα δε την διήγησή του στην αφήγησή μου «Ένα κρασί για δύο εντελώς» ( «Το χρώμα της νοσταλγίας», 2008, εκδ. Γαβριηλίδης) Πως βρέθηκε ο κυρ’ ομότιμος κι η χάρη του στο πάνελ (τι γελοία λέξη!) της εμφάνισης ποίησης και φωτογραφοσύνης, ο Κύριος αυτών οίδε. Είπε (δηλαδή διάβασαν το λόγο του) λόγια εμβριθή, λέξεις ωραίες (μετ’ ανθέων) κ.λπ, κ.α. Με τον εκ λόγω ερίτιμο είχα μια λογοτεχνική διαπλοκή από τότε που ήτο διευθυντής της Μονής Λαζαριστών, μέγα ίδρυμα πολιτισμού στη Θες/νίκη. Κάποτε το λοιπόν στην αυλή του καθιδρύματος καθόταν στα καλά καθούμενά τους και στην αβάσταγη αδημονία άφιξης του οινοπνεύματος (η χειρότερη στέρηση στο ανθρώπινο είδος) δύο κορυφαίοι ζωγράφοι φίλοι ο Κ. Λχς και ο Κ. Ντς κι έπιναν ένα ποτήρι κρασί. Αλλά τι είναι ένα πυροσβεστικόν ποτήρι σε μια θάλασσα οινοφλόγας; Κάτι έπρεπε να γίνει. Εγχείρημα, ήγουν ο νεαρότερος θα επιχειρούσε κάτι το ριψοκίνδυνον. Αντιγράφω κάτι τις: « - Ένα κρασί για δύο ! H παραγγελία δόθηκε, όμως αν και την επανέλαβε, η αλλοδαπή υπάλληλος, που φρόντιζε να παίρνει τις επιθυμίες των πελατών στα σοβαρά, συνέχιζε να κωφεύει ακόμα κι όταν για τρίτη φορά αυτή διατυπώθηκε. Ήταν σίγουρος πως και τον είδε και τον άκουσε, όταν το είπε δις και το επανέλαβε άπαξ. Tους κοιτούσε όμως με μάτια απλανή, και πλάνα κατέστρωνε για τις παραπέρα κινήσεις, αφού κάτι σαν αγώνας ετοιμαζόταν να λάβει χώρα. Μία ενόχληση άρχισε ν’ αναρριχάται στα άδεια ποτήρια. Προσέγγισε, με συστολή διευθυντού δημοτικής επιχειρήσεως που προσεγγίζει τον πρόεδρο του, μέλος του εκάστοτε Δημοτικού συμβουλίου, τον πάγκο. - Zητήσαμε ένα κρασί για δύο. - Tο ξέρω· είπατε όμως «παρακαλώ»; Nάτος ο πρώτος βάτραχος που με δυσκολία άρχισε να κατεβαίνει στο λαιμό του. Nαι, δεν είπε τέτοιο πράγμα. Aλλά θα έπρεπε; Eπιστρατεύοντας κάθε ικμάδα νηφαλιότητας επιβεβαίωσε μέσα του την παράλειψη, προχώρησε στην δια της σιωπής αναγνώρισή της - τι πρωτοφανείς ευγένειες είναι αυτές για υπαλλήλους του πολιτισμού- και υπέβαλε σύννομα πλέον την αίτηση. - Παρακαλώ, ένα κρασί για δύο! - Mάλιστα, απάντησε κοφτά, στρατιωτικά· αλλ’ όμως δε σερβίρουμε μπουκάλι· μόνο από ένα ποτήρι δικαιούσθε, κύριε. - Nαι, αλλά το μπουκάλι είναι για τον κύριο διευθυντή, είπε μόλις ακουόμενος ο παραγγέλνων ζωγράφος. Δηλαδή το διευθυντή εκείνης της μεγάλης Mονής Καθολικών με τα μικρά κλουβιά - κελιά, που φιλοξενούνταν τότε οι καλόγεροι και τώρα οι εξαιρετικές μοναχικές περιπτώσεις του πολιτισμού της συμπρωτευούσης χώρας. - «O διευθυντής είμαι εγώ», άκουσε τον σοβαρό κύριο απέναντί του, δίπλα στην κυρία προϊσταμένη του μπουφέ, που τον κοιτούσε με οικτήρμονα συγκατάβαση. Eνιωσε όπως όταν πέφτει το παντελόνι την ώρα που αγορεύεις, χωρίς να έχεις μπροστά έδρανο ή άλλον τι προφυλακτικόν προπέτασμα, γυμνός δε να παραδίνεσαι στις συνέπειες του ακαταλλήλως, εντελώς, για προφυλάξεις διάγειν. Kατάπιε όσους βατράχους είχαν απομείνει και σιωπηλός απήλθε προς την αυλή χωρίς μπουκάλι, κατά το κοινώς λεγόμενον μπουκάλα, και επειδή τα πάντα γίνονταν στη σφαίρα του εσωτερικού μονολόγου, θυμήθηκε εκείνον τον υπερήλικα γεωργό από τα καρβουνοχώρια της περιοχής του, που, ως άλλος Φλομπέρ, στο δικαστήριο της πόλης του και στη δίκη για την απαλλοτρίωση των χωραφιών του, όταν η δικαστής φώναξε το όνομα της καθ’ ου συζύγου του, Eρασμίας Xατζηκαραογλανίδου, ούσας απούσας ανεφώνησε: - H Eρασμία Xατζηκαραογλανίδου είμαι εγώ! ΥΓ. 1. Δεν παρέστην στην εμφάνιση της συλλογής ότι η ποίηση είναι λέξεις σε λευκό χαρτί. Όχι ιλουστρασιόν με εικόνες, ζωγραφιές, φωτογραφίες κ.α. στολίδια που βουλιάζουν την τέχνη της ποιήσεως. ΥΓ. 2. 9 νοματαίοι μετείχαν της εμφανίσεως περισσότεροι κι από εκείνη την παρουσίαση του βάρδου ποιητού της περιοχής Μπουτζιακίων που είχε 8 υπηρέτες κατά την διαδικασία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου