Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023
Πρωτοχρονιά με το παλιό ημερολόγιο στον Μονοξυλίτη αγίου Ορους
- Μονοξυλίτης...αντιλάλησεν ο τιμονιέρης...
Ταξιδεύουμε με τον Δημήτριο Κ. (θαλαττεύουμε να το πω με αγιο-λογικά) ένα τέταρτον. Θάλασσα μεσημεριανή, λάδι εξαιρετικό, παρθένο. Ανάμικτα χλωρά και ξερά συναισθήματα. Εχω 3 χρόνια να μπω στο Ορος. Σαν λύση της συνέχειας του δέρματος, τραύμα η τριχρονία αυτή. Πάνω μας η Ερημος της Θηβαϊδος. Ανήκει στη ρώσικη ορθόδοξη επικράτεια που συνεχώς μεγαλώνει ως πολιτική έρημος περισσότερο. Πάντα την κοιτούσα διαπορών. Εμαθα γι’ αυτήν αργότερα λεπτομέρειες, που δε ρώτηξα να μάθω στα τόσα χρόνια εισόδων μου.
Στην προβλήτα του μικρού αρσανά ο συγγραφέας μικροόσιος Συμεών ο λεγόμενος Οφλίδης· μετά τις καθιερωμένες αγκαλιές μας χώνει σ’ ένα ερειπιώδες Λαντ Ρόβερ. Οδηγάει. Τον γνωρίζει ο τόπος, σαν πιστός σκύλος του κι αυτός καλά τον ανηφορίζει. Σε 20 λεπτά στο μεγάλο Σπίτι μέσα από χαμηλή πουρναρώδη βλάστηση, το περιβάλλον παίρνει πάνω του μετά από πρόσφατη πυρκαγιά.
Προσκύνηση στο Καθολικό. Επιτέλους βρήκα ναό, ναϊδριο έστω, αφιερωμένο στη μνήμη του αγίου μου, Μ. Βασιλείου. Προσπαθώ να συγκινηθώ, κάπως το καταφέρνω, θα δούμε στη συνέχεια.
Ευλογίες και καλημέρες δώθε κείθε. Κατευθείαν στο μπαλκόνι. Η μέρα το επιτρέπει. Συγγιτικός ο κόλπος μας περιθάλπει οπτικά. Γνωριμίες. Δυσκολία στη συγκράτηση μοναχικών και κοσμικών ονομάτων, τίτλων και προσώπων. Ενας φτωχικά ντυμένος, ο πατήρ Σάββας, είναι ο Γέροντας του οίκου τούτου. Δεν του έδωσα τη δέουσα προσοχή εκ πρώτης καθ’ όψεως. Όμως το βράδυ στο αρχονταρίκι που μαζευτήκαμε, έκαιγε μια ξυλόσομπα επικουρικά με το καλοριφέρ, πίνοντες μέχρι και ουίσκι και τσίπουρο, ως και ξηρούς καρπούς λες κι είμαστε σε μπαράκι εγκοσμίων ναυαγίων - ημείς τσάι οι ερί(ο)φιδες, σε διάφορες ποικιλίες, αναμμένος, το λοιπόν, με τις νεωτερικές απόψεις, ερωτήσεις και κουβέντες ή και νηπιώδεις μας, αγρίεψεν: «Ακούστε εδώ λεβέντες σε όλους τους καιρούς και τις δύσκολες καταστάσεις της πίστης και του έθνους πρώτοι οι παπάδες έλαβον στόματα μαχαίρας, πρώτους αυτούς αποτέλειωναν οι αφορεσμένοι κάθε εποχής. Ακολουθούσε κι ο λαός, δε λέω, αλλά αυτοί ήταν μόνιμα τα πρώτα θύματα. Διαβάστε και λίγο ιστορία!».
Είχε δίκιο, φορούσε και τα καινούργια του, τον αγάπησα. Ενας λεβεντο-λιμοκοντόρος, ως πατήρ- Ιλαρίων (μου θυμίζει έναν πανέξυπνο και ραδιούργο επίσκοπο στο Φανάρι, κάποτε, που τον λέγαν Μου-Λαρίων οι αντίπαλοί του- ακούει την μοναχική του βιωτή (κάθε άλλο παρά λελογισμένη σε πρώτο κοίταγμα) στη Νέα Σκήτη – αχ, προσεγγίζουμε στον αγιορείτικο έρωτά μας, τη Μικρή αγία Αννα ήγουν.
Φιλάμε χέρια κατά πως το ‘χουν συνήθειο. Ερχονται κεράσματα κανείς δεν τα ξεφεύγει: καφέδες, τσίπουρα, ρακές απανωτές, λουκούμια, ηγιασμένες προπόσεις.
Ευλογείται…
Ο συγγραφέας της γλυκείας μας καταστάσεως μάς πάει βόλτα με τη …λιμουζίνα. Λίγο παρακάτω δηλαδής, μικρή ξενάγηση. Παλαιόν ναϊδριον αγίου Νικολάου. Δε νιώθω τίποτα. Ελαιότοπος με παρατημένη την παραγωγή χαμαί χα(ω)μάδες! Μια λεμονιά κοντούλα του δημοτικού τραγουδιού. Κόβω δύο. Νεραντζιά κατάφορτη δαγκώνω και φτύνω ένα πικρό. Γυροφέρνω και φωτογραφίζω τα γέρικα κορμιά από τις ελιές.
Οι τρεις αδελφές (Τσεχοφικές) καθώς γέρνουν με τη λίγη
πρασινάδα (του Λορέντζου Μαβίλη) που ακόμα τις τυλίγει
Αμπέλια εκατοντάδες, τι λέω χιλιάδες (σιγά…) στρέμματα κι εξ αυτών το κρασί ονομασίας προελεύσεως, ο θείος Μονοξυλίτης.
-Τράπεζα ξαναντιλάλησε μια θελκτική φωνή μετά κώδωνος χαρμοσύνου.
- Ερχόμαστεεε…
Εμβόλιμον σχόλιον.
Ο μάγειρας στα μοναστήρια είναι κεντρική μορφή. Ούτε ιερομόναχος ούτε άλλο αξίωμα στην αγιορείτικη διαλεκτική κι ιεραρχία των διακονημάτων, τον ξεπερνά, ισάξιος σχεδόν του Ηγουμένου. Η τελευταία ζωντανή εικόνα που έχω από τον Γέροντα Σπυρίδωνα της Μικρής αγίας Αννας, ήταν μπροστά σε μια μεγάλη τσίγκινη λεκάνη να καθαρίζει χόρτα ετοιμάζοντας το βραδινό μας, ο μακάριος…
Επειδή κι οι μοναχοκαλόγεροι είναι κι αυτοί ύλη και μάλιστα όχι απ’ αυτήν που είναι φτιαγμένα τα Σαιξπηρο-όνειρα, όχι άφυλα και άσαρκα και τις μόνες επιτρεπτές μη πνευματικές απολαύσεις στις οποίες αφήνονται είναι το φαγητό=αριστοτεχνικό στο Ορος κι αφήστε το «Μην απατάσθε εις αχορτασίαν κοιλίας κ.λπ.»
Ο μάγειρας όπως τον περιγράφει ο Τζ. Ροτ είναι με κόκκινα τα χείλη που χαμογελούν ακούραστα. Το φαρδύ σαγόνι του είναι βολεμένο σ’ ένα παχουλό διπλοσάγονο. Τα πλατιά ρουθούνια του ανασαίνουν τα αρώματα των φαγητών και τις λεπτές αποχρώσεις αυτών των αρωμάτων. Και κάτω από την άσπρη ποδιά τουρλώνει απαλή και καλοσυνάτη την κοιλιά του μέσα στην οποία λες και χτυπάει μια δεύτερη χωριστή καρδιά…
Διότι,
οι μάγειροι, κάθε μάγειρας στο καλογερικόν μαγγιπείον δοκιμάζοντας και ξαναδοκιμάζοντας για να πετύχουν οι συνταγές και πλαταγιάζοντας τα χείλη από ευχαρίστηση («ας ξαναδοκιμάσω λίγο, πολύ ωραίο έγινε») έχουν προσθέσει κάποια περιττά κιλά. Η Πύλη η εισάγουσα εις την Βασιλείαν των Ουρανών είναι «στενή». Θα χωρέσουμε να περάσουμε» ευθυμολογεί ο μέγας επί των οψοποιών μαγγανείες αρχιμανδρίτης κυρ’ Δοσίθεος της μονής Τατάρνης κατά Καρπενήσι μεριά.
Αρα αραδιαζόμαστε στους πάγκους ενώπιον των μερίδων μας. Εικόνα έξοχη. Κύριον πιάτο μελοκόπι είπαν με σως και δεκάδες άλλα είδη γύρωθέν του συμπληρωματικά. Μα πού είμαστε και πατριάρχες δεν είμαστε! Τι να πούμε;
Ο άγιος Μ-Λαρίων λέει το ευλογητός κι αρχώμεθα της εσθιάσεως. Τρώμε πεινασμένα. Πίνουμε οίνον Μονοξυλίτη φυσικά διψασμένοι γι αυτό το εκλεκτόν κρασί που παράγεται εδώ κι έδωσε το όνομα στην περιοχή και σε …κο(χ)λάζει, Παναγιά μου εφορεύουσα του Ορους.
Το πρώτο και μόνο βράδυ στο Μονύδριον συγχροχαλίζουμε με τον σύντροφο συμπροσκυνητή, ο συγγραφέας σε μοναχική σουίτα, στη δίκλινή μας αντίστοιχη. Ζέστη χοντρή, καλοριφέρ με ξύλα γνήσια του λόγγου. Δε βλέπω άστρα, θολότης του ουρανού. Στριφογυρίζω στο στρώμα σαν το Διάκο στο σουβλί. Το κινητό δεν έχει σήμα. Αρα, ενδοσκοπίσεις άχρι νυστάξεως. Στο βάθος του διαδρόμου σε ένα οιονεί εγκόσμιον κουτούκι, κοσμικοί ελληνοαλλοδαποί εργάτες, παρακολουθούν στην τηλεόραση ριάλιτι κ.α. μλκς (ήμαρτον).
Περί την 5ην πρωινήν το σήμαντρον και καμπάνες στη συνέχεια, Πρωτοχρονιά, μέγας Βασίλειος ουρανοφάντορ, πολιούχος του Μονοξυλίτη. Γλίστρησα σκιά στο ναϊδριον. Πρωτοχρονιάτικους εσπερινούς παρακολουθώ εδώ και χρόνια εις διπλούν. Τον α΄ στου χωριού τον Τίμιον Πρόδρομο στη θεσμική 1η του Γρηγοριανού ημερολογίου, τον β’ εις την μονή Αναλήψεως που παρεπιδημεί στο Παλαιό ημερολόγιον των Γνησίων Ορθοδόξων Χριστιανών («Ορθοδοξία ή θάνατος» γράφει ακόμα, κάπως ανόρεχτα, πανό στον πύργο εισόδου του περιφραγμένου ως η ομηρική Τροία όπου περιμένει μήπως την άλωσίν του). Τώρα μου ‘λαχε και η γ΄ η αγιορείτικη, μεγάλη ήγουν ευλογία.
Προλαβαίνω στασίδι στον κέντρον της ευχαριστηριακής σκηνής και την αράζω μεταξύ κατανύξεως και πρωινονυστάξεως. Ακολουθώ όλους τους αγιορείτικους τύπους του σήκω κάτσε με ευλάβεια φυσιολογικού χριστιανού ορθοδόξου. Η ακολουθία είναι θριαμβευτική. Πολιούχος είπαμε ο άγιος μου κι ο ναός μέσα, έξω, δίπλα παραγεμίζει με κοσμικούς, από πού ξεφύτρωσαν όλοι αυτοί μυστήριον! Προεξάρχει ως τυπικάρης άτυπος ο Μ-Λαρίων. Εχει κι ένα υποτακτικό, καλογερικό απολειφάδι, το οποίον νουθετεί διαρκώς σχεδόν και του τραβά το ηλικιωμένον ωτάριον. Κάτι μου θυμίζει από τα παλιά. Στην πρώτη μου είσοδο στο Ορος 198… στην Ιβήρων ένας παρόμοιος –μήπως ήταν αυτός -σουργκούνης στην αγιορείτικη κατάταξη- μας παρακαλούσε τους Λευκοπηγείς της παρέας να τον βοηθήσουμε.
- Κάνε αγάπη, έλεγε συνεχώς πάρε κι αυτό το τσουβάλι κ.λπ. Μας φόρτωνε και μας ξεφόρτωνε. Ηταν ιεροπραματευτής που δεν ήρθε από τη Σιδώνα αλλά από τη θάλασσα τη Σιθώνα ! Τον κοιτούσα και τον συμπαθούσα στον παιδεμό του από τον ευσταλή αρχοντομόναχο.
Ολα καλά κι ευλογημένα, το λοιπόν. Δεν εκοινώνησα αλλά μετείχα του πράγματος κάπως (πως δηλαδής;). Απόλυσις. Ο γέροντας παράγγειλε να φωτογραφηθούμε όπως κάνουν οι εκδρομείς ενώπιον αρχαίων ερειπίων, μαζί με την εφέστια εικόνα της μονής. Ηλιος λαμπρός χαρούμενος ο της πρώτης ημέρας του χρόνου στο Ορος. Τράπεζα δις πατριαρχική, πίτες εγκόσμιες κόπηκαν δύο, ο Μ - Λαρίων στις δόξες και τις λόξες του του. Κλίμα εύχαρες. Αποχωριζόμαστε με αγκαλιές κι ασπασμούς γένειους, αγένειους αλλά ευγένειους. λαμβάνοντες δώρα από τον Γέροντα παπα-Σάββα (τον θυμάμαι συνεχώς πλέον σαν μια μοναχική ιερότης) κρασί Μονοξυλίτη, μέλι κ.α.
Πήραμε έναν κατηφορισμόν. Στο λιμανάκι το ταχύπλοον Μικρή αγία Αννα μας περίμενε και μας πήρε, ενώ το κύμα της πανδημίας που αχνοφαινόταν ήδη στον ορίζοντα, μας σήκωσε σε λίγο καιρό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου