Ιούνιο που πέφτουν οι κεραυνοί
Ο πρώτος των 6,6 R ήρθε ανήμερα αγίας Γλυκερίας κοντά στην εορτή της Σκηνοπηγίας. Εφερε τα μέσα έξω, τα άνω κάτω, τα πέρα δώθε, τα δώθε κείθε. Επέσαν σπίτια πέτρινα οι πλινθόκτιστoi αχυρώνες όχι. Κόπηκαν τα χαλινάρια της ατμοσφαίρας και ξεσάλωσε, έριχνε ό,τι ήθελε, όποτε κι όσο. Ξερικοί κεραυνοί σαν καυτερά ξερικά κρεμμύδια. Οι ανθρώποι έπιασαν χώμα γης, εξ ης ελήφθησαν κάποτε, να σωθούν. Βοήθεια! Επισιτική· ληγμένα νερά έδωσαν και πήραν. Και ψυχική. Ηρθε πολυπληθής πρεσβεία καλλιτεχνο-λογίων από Αθήνα
και αλλαχού προς εμψύχωσιν. «Το ρήγμα που ενώνει» είπαμε το τριήμερον (23, 24, 25 Ιουνίου 1995). Ο Κ. Τσόκλης το ζωγράφισε. Τρία φτυάρια επί λάσπης. Θα τα ξαναχτίσουμε, τα κατεστραμμένα μας χωριά και πόλεις, όπως ελέγαν μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Στο θεατράκι του αγίου Δημητρίου δίπλα στον άγιο Χριστόφορο, μιλούσαμε ένας ένας ενώπιον ελαφρώς σκιαγμένου, πλην ωραίου ακροατηρίου. Εκεί έδωκα τις πρώτες μου προφορικές εξετάσεις ενώπιον κοινού, στα γραπτά είχα ήδη από καιρό υπάρξει. Δια τον σειϊσμόν μας. Ενοιωθα ανάγκη να ενθαρρύνω τους νότιους επισκέπτες συνέλληνες που με την είδηση φοβήθηκαν παραπάνω από εμάς. Κοιτώ μια φωτογραφία: Λεωνίδας Χριστάκης Κ. Κοντοδήμος (ο μύστης ), Μήτσος Παπαχρήστος,, η Λίλυ η λεγομένη και Εξαρχοπούλου, ο Σουρούνης, ο Β. Χατζηβασιλείου κ. α. -ποιοί δηλαδή;- οι Δημ. Καμαριάδης, η ΣΥΝ-Βιβλιοπώλης Κατερίνα· ο Λ. Μαχαιρίτσας, ο Λουδοβίκος από τα Ανώγεια – και τότε ήταν που μου αφιέρωσε («...στον νεαρό που πριν λίγο μίλησε», ναι τότε ήμουν και νέος) εκείνο το βράδυ το τραγούδι του «Ποιό το χρώμα τη Αγάπης» (κι εγώ αναρωτιέμαι). Σε λίγα χρόνια αναρωτήθηκα, στα πεζά όμως, για «Το χρώμα της Νοσταλγίας», αυτό το γνώριζα ή το έμαθα τέλος πάντων. Οι καταστάσεις αυτές πηγαίνουν η μια πίσω από την άλλη, έρχεται η πρώτη και φεύγει και να ‘σου από πίσω η άλλη με τη γλώσσα έξω να γλείψει κανένα κόκαλο ή ό,τι άλλο απόμεινε από το διαφυγόν κέρδος της ατελέσφορης αναζήτησης.
Τω καιρώ εκείνω δι αιτήσεώς μας ητήθημεν και λογίαν μουσική συμπαράσταση από το ραδιόφωνο της ψυχής μας, το ΤΡΙΤΟ, κι ο αισθητιστής διευθυντής του μακαριστός, ναι μακαριστός, Γ. Τσαγκάρης έστειλεν απόσπασμα ορχήστρας με αρχηγό τον ωραιόφωνο Γιάννη Γιαλήνη, κι ημείς, ενώ έξω εκουνιούνταν η γης μας, μέσα στην αίθουσα Τέχνης, εκεί πάνω στ’ αη - Δημήτρη τα μέρη, εδονούνταν, κάπως, το είναι μας, όχι και πολύ, ότι ο φόβος πάντα φι(υ)λούσε τα έρμα σώματα και στόματα διακριτικά.
Και μετά είπαμε να πούμε την συνύπαρξη του Ρήγματος «Βαλκάνια όνειρα» με τα οποία θα ταξιδεύαμε σε τόπους για να συνυπάρξουμε με ανθρώπους της συνοριακής μας επικράτειας κι ...εξυπνήσαμε! Ο μόνος που «εταξίδεψεν» τότε, ήταν ο γλυκομαικήνας εκείνου του Ιουνίου, όσιος Κώστας Κντδμς που εμαρτύρησεν διδάσκων το πως μια αγνή και άδολη ψυχή όταν πιάνεται στις ξόβεργες της ανθρωπιάς, πετά και χάνεται στα ύψη των αισθαντικών αιθέρων και στα βάθη του υλικού πουθενά τελικά καταλήγει ως η αναπότρεπτη μοίρα όλων των χωμάτινων ψυχών επιτάσσει.
Ο πρώτος των 6,6 R ήρθε ανήμερα αγίας Γλυκερίας κοντά στην εορτή της Σκηνοπηγίας. Εφερε τα μέσα έξω, τα άνω κάτω, τα πέρα δώθε, τα δώθε κείθε. Επέσαν σπίτια πέτρινα οι πλινθόκτιστoi αχυρώνες όχι. Κόπηκαν τα χαλινάρια της ατμοσφαίρας και ξεσάλωσε, έριχνε ό,τι ήθελε, όποτε κι όσο. Ξερικοί κεραυνοί σαν καυτερά ξερικά κρεμμύδια. Οι ανθρώποι έπιασαν χώμα γης, εξ ης ελήφθησαν κάποτε, να σωθούν. Βοήθεια! Επισιτική· ληγμένα νερά έδωσαν και πήραν. Και ψυχική. Ηρθε πολυπληθής πρεσβεία καλλιτεχνο-λογίων από Αθήνα
και αλλαχού προς εμψύχωσιν. «Το ρήγμα που ενώνει» είπαμε το τριήμερον (23, 24, 25 Ιουνίου 1995). Ο Κ. Τσόκλης το ζωγράφισε. Τρία φτυάρια επί λάσπης. Θα τα ξαναχτίσουμε, τα κατεστραμμένα μας χωριά και πόλεις, όπως ελέγαν μετά τον πόλεμο και τον εμφύλιο. Στο θεατράκι του αγίου Δημητρίου δίπλα στον άγιο Χριστόφορο, μιλούσαμε ένας ένας ενώπιον ελαφρώς σκιαγμένου, πλην ωραίου ακροατηρίου. Εκεί έδωκα τις πρώτες μου προφορικές εξετάσεις ενώπιον κοινού, στα γραπτά είχα ήδη από καιρό υπάρξει. Δια τον σειϊσμόν μας. Ενοιωθα ανάγκη να ενθαρρύνω τους νότιους επισκέπτες συνέλληνες που με την είδηση φοβήθηκαν παραπάνω από εμάς. Κοιτώ μια φωτογραφία: Λεωνίδας Χριστάκης Κ. Κοντοδήμος (ο μύστης ), Μήτσος Παπαχρήστος,, η Λίλυ η λεγομένη και Εξαρχοπούλου, ο Σουρούνης, ο Β. Χατζηβασιλείου κ. α. -ποιοί δηλαδή;- οι Δημ. Καμαριάδης, η ΣΥΝ-Βιβλιοπώλης Κατερίνα· ο Λ. Μαχαιρίτσας, ο Λουδοβίκος από τα Ανώγεια – και τότε ήταν που μου αφιέρωσε («...στον νεαρό που πριν λίγο μίλησε», ναι τότε ήμουν και νέος) εκείνο το βράδυ το τραγούδι του «Ποιό το χρώμα τη Αγάπης» (κι εγώ αναρωτιέμαι). Σε λίγα χρόνια αναρωτήθηκα, στα πεζά όμως, για «Το χρώμα της Νοσταλγίας», αυτό το γνώριζα ή το έμαθα τέλος πάντων. Οι καταστάσεις αυτές πηγαίνουν η μια πίσω από την άλλη, έρχεται η πρώτη και φεύγει και να ‘σου από πίσω η άλλη με τη γλώσσα έξω να γλείψει κανένα κόκαλο ή ό,τι άλλο απόμεινε από το διαφυγόν κέρδος της ατελέσφορης αναζήτησης.
Τω καιρώ εκείνω δι αιτήσεώς μας ητήθημεν και λογίαν μουσική συμπαράσταση από το ραδιόφωνο της ψυχής μας, το ΤΡΙΤΟ, κι ο αισθητιστής διευθυντής του μακαριστός, ναι μακαριστός, Γ. Τσαγκάρης έστειλεν απόσπασμα ορχήστρας με αρχηγό τον ωραιόφωνο Γιάννη Γιαλήνη, κι ημείς, ενώ έξω εκουνιούνταν η γης μας, μέσα στην αίθουσα Τέχνης, εκεί πάνω στ’ αη - Δημήτρη τα μέρη, εδονούνταν, κάπως, το είναι μας, όχι και πολύ, ότι ο φόβος πάντα φι(υ)λούσε τα έρμα σώματα και στόματα διακριτικά.
Και μετά είπαμε να πούμε την συνύπαρξη του Ρήγματος «Βαλκάνια όνειρα» με τα οποία θα ταξιδεύαμε σε τόπους για να συνυπάρξουμε με ανθρώπους της συνοριακής μας επικράτειας κι ...εξυπνήσαμε! Ο μόνος που «εταξίδεψεν» τότε, ήταν ο γλυκομαικήνας εκείνου του Ιουνίου, όσιος Κώστας Κντδμς που εμαρτύρησεν διδάσκων το πως μια αγνή και άδολη ψυχή όταν πιάνεται στις ξόβεργες της ανθρωπιάς, πετά και χάνεται στα ύψη των αισθαντικών αιθέρων και στα βάθη του υλικού πουθενά τελικά καταλήγει ως η αναπότρεπτη μοίρα όλων των χωμάτινων ψυχών επιτάσσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου