Πλατεία· στο
χωριό. Ιούνιος o μήνας που βρέχει κεράσια. Λήξη μαθημάτων του
Δημοτικού. Αρχές ή μέση σωτήριας δεκαετίας του 1960. Στη φωτογραφία
γυμναστικαί επιδείξεις. Χαραγμένη η γη σε τετράγωνα με ασβέστη. Τα νεαρά
κορμιά πάνω τους εύτακτα, στα λευκά οι κοπέλες παντελονάκι (!) μπλε και
φανελάκι λευκό τα αγόρια. Κοιτώ να βρω τον εαυτό μου κάπου εκεί στις
σειρές. Οι ωραίες συμμαθήτριες στην πρώτη σειρά καλύπτουν το κύριο
ποσοστό ωραιότητας της μέρας και του
τοπίου. Αγόρια κάπως συμμαζεμένα. Γύρω κάτω από τον πλάτανο, δίπλα από
το λάκκο, έξω από τα καφενεία οι χωριανοί. Κριτές, θεατές περαστικοί
αδιάφοροι για τις εν τη ανοιχτή, χωμάτινη πλατεία επιδείξεις.
Τις κοπέλες προσπαθώ να τις φέρω στο σήμερα κατά νου, διάθεσιν μη κι επιθυμία από τότε ερχόμενη. Εις μάτην. Οι δάσκαλοι α, αυτοί (συγκίνηση πρώτη) μύρο το χώμα που τους σκέπασε, κανείς τους δε ζει, να δίνουν παραγγέλματα κατά τάξεις.
Αυτές οι καθαρολόγες εντολές των δασκάλων στοίχειωσαν εντός μου. Ακόμα τις αναπαράγω μέσα μου και φορές στην εξωτερική καθημερινότητα. Εχουν τόσο λυρισμό πάνω τους αλλά και τόσο φορτίο μνήμης αυτές οι λέξεις: «Κρούση των παλαμών άνω», «Κάθισμα βαθύ», «Προεισαγωγικόν άλμα»...
Κι ύστερα αυτές να χορεύουν κύκλω. «Γαϊτάνι είχα στο πλεχτρί και τσόχα εις το ράφτη...», «Χωριό (ή σχολειό μου) όμορφο», «Μακεδονία ξακουστή...».
Την προηγούμενη Κυριακή οι θεατρικές επιδείξεις· «Τα ποίματα» Πίσω από την εκκλησιά στα Καραγιάτσια στηνόταν η θερινή σκηνή. Ελαφριά σκετς. «Παππού μου δίνεις λίγο σπάγκο - Φεύγα παιδί μου από τον πάγκο". «Δεν έχω όρεξη για δουλειά / πάλι με δέρνει η τεμπελιά / και κάθομαι στο στρώμα..». Το τελευταίο καλοκαίρι μου στο Δημοτικό ήμουν ο «Πρωτομάστορας» στης Αρτας το γεφύρι. Θυμάμαι...
Γεύση καλοκαιριού. Τα άγουρα πεπόνια. «Τα άγουρα χρόνια». Η αυλή του σχολείου που χορταριάζει· αγριάδα (άγρωστις την είπαν). Ο γκιώνης στην κορυφή του πλάτανου γκιωνίζει. Ο λάκκος φέρνει υγρασία το βράδυ. Από το κεντροαριστερό καφενείο ακούγεται στο πικάπ φωνή μέταλλο που σχίζει το σκοτάδι σαν χασέ: «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες»». Λίγα καταλαβαίναμε. Τίποτα δηλαδή.
Οι συμμαθητές της χρονιάς στα χωράφια, στα βοσκοτόπια γύρω από το χωριό. Μπάλα στα αλώνια. Ο θέρος. Το αλώνισμα.
Θέλω να συγκινηθώ να εκβιάσω δηλαδή την εαυτού συγκίνησιν, δεν τα καταφέρνω όσο θέλω ενώ το νιώθω.
Το μακρινό και το ανέκφραστο.
Τις κοπέλες προσπαθώ να τις φέρω στο σήμερα κατά νου, διάθεσιν μη κι επιθυμία από τότε ερχόμενη. Εις μάτην. Οι δάσκαλοι α, αυτοί (συγκίνηση πρώτη) μύρο το χώμα που τους σκέπασε, κανείς τους δε ζει, να δίνουν παραγγέλματα κατά τάξεις.
Αυτές οι καθαρολόγες εντολές των δασκάλων στοίχειωσαν εντός μου. Ακόμα τις αναπαράγω μέσα μου και φορές στην εξωτερική καθημερινότητα. Εχουν τόσο λυρισμό πάνω τους αλλά και τόσο φορτίο μνήμης αυτές οι λέξεις: «Κρούση των παλαμών άνω», «Κάθισμα βαθύ», «Προεισαγωγικόν άλμα»...
Κι ύστερα αυτές να χορεύουν κύκλω. «Γαϊτάνι είχα στο πλεχτρί και τσόχα εις το ράφτη...», «Χωριό (ή σχολειό μου) όμορφο», «Μακεδονία ξακουστή...».
Την προηγούμενη Κυριακή οι θεατρικές επιδείξεις· «Τα ποίματα» Πίσω από την εκκλησιά στα Καραγιάτσια στηνόταν η θερινή σκηνή. Ελαφριά σκετς. «Παππού μου δίνεις λίγο σπάγκο - Φεύγα παιδί μου από τον πάγκο". «Δεν έχω όρεξη για δουλειά / πάλι με δέρνει η τεμπελιά / και κάθομαι στο στρώμα..». Το τελευταίο καλοκαίρι μου στο Δημοτικό ήμουν ο «Πρωτομάστορας» στης Αρτας το γεφύρι. Θυμάμαι...
Γεύση καλοκαιριού. Τα άγουρα πεπόνια. «Τα άγουρα χρόνια». Η αυλή του σχολείου που χορταριάζει· αγριάδα (άγρωστις την είπαν). Ο γκιώνης στην κορυφή του πλάτανου γκιωνίζει. Ο λάκκος φέρνει υγρασία το βράδυ. Από το κεντροαριστερό καφενείο ακούγεται στο πικάπ φωνή μέταλλο που σχίζει το σκοτάδι σαν χασέ: «Φεγγάρι μάγια μου ‘κανες»». Λίγα καταλαβαίναμε. Τίποτα δηλαδή.
Οι συμμαθητές της χρονιάς στα χωράφια, στα βοσκοτόπια γύρω από το χωριό. Μπάλα στα αλώνια. Ο θέρος. Το αλώνισμα.
Θέλω να συγκινηθώ να εκβιάσω δηλαδή την εαυτού συγκίνησιν, δεν τα καταφέρνω όσο θέλω ενώ το νιώθω.
Το μακρινό και το ανέκφραστο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου