Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2017

Φιλολογικόν πρωινό (ξημέρωμα δηλαδής)

Θέλησα να ακουμβήσω σε κάτι σταθερόν λευκή σελίδα χάρτου «δημοσιογραφικού» όπου γράφουμε τα ό,τι να ‘ναι μας, πρωί λίαν της 28ης Ιανουαρίου (Εφραίμ του Σύρου και Παλλαδίου όχι του Αλεξανδρέως) ότι πάνω στο δίπλα κομοδίνο υπήρχε εργόχειρο πλεγμένο με βελονάκι, σεμέν ίσως το λεν και κάπως δυσκόλευε τα πράγμα. Τράβηξα από τη μικρή
κρεμαστή ραφιέρα βιβλίων τυχαία τεύχος του περιοδικού "η λέξη" (201- Ιούλιος- Σεπτ. 2009). Προ της ακουμβήσεως κοίταξα διαγωνίως το εξώφυλλο με τα περιεχόμενά του όπου και είδα ποίημα της κυρίας ποιήτριας Γεωργίας (εκ Καβάλας και Θεσσαλονίκης) Τριανταφυλλίδου το οποίο δημοσιεύσαμε κι ημείς στην «Παρέμβαση» τχ. 171(2014) στο αφιέρωμα "Περί «Θεσσαλονίκης αλλά από μακριά». Ξαφνιάστηκα. Το ξαναδιάβασα σαν να 'ταν η πρώτη φορά. Καταχωρώ παρακατιών κι ερήμην της, άλλωστε είναι διπλά δημοσιευμένο, μέρος του έτσι για την πλάκα...
«Ερωτική Πόλη» λέγεται
ΙΙ.
Στη ζωή του εκλιπάρησε για παράδοξες όψεις
και πάντοτε μάτωνε πριν προλάβεις να κόψεις.
Του γελάσαν και μπλόφαρε: αδυναμία της έξης
τους φίλησε και αφέθηκε στη μαγεία της λέξης.
Βγήκε νύχτα στους δρόμους μα τον έπιασε μπόρα
στα υπόστεγα πούλαγαν δονητές με την ώρα.
Πέταξε ονόματα, γράμματα, μυρωδιές σωμάτων
τα έθαψε και τα σκέπασε με σωρούς χωμάτων.
Ένα βράδυ ξεφώνισε «σημαδέψτε τον πιανίστα».
Το τολμήσαν από έρωτα ή για να διώξουν τη νύστα;
Στα ταξίδια του πάτησε και νερά και μουράγια
καταβύθισε τρόπους, αριθμούς: τα ναυάγια.
Ανασήκωσε φούστες, να πληρώσει τα διόδια
τις πήρε με βία, τον αλείψαν ιώδια.
Κι εγώ που γεννήθηκα σε μια ανέραστη πόλη
-άλλο ψέμα-
θα δαγκώσω τα χείλη που την είπανε τσόλι
ως το αίμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου