Τρίτη 1 Ιουλίου 2014

Ηλία Κεφάλα Αληθής ιστορία (χειμωνιάτικη εν μέσω θέρους)


Ήταν χαράματα, περί τα μέσα Δεκεμβρίου στην Κοζάνη, όπου βρισκόμουν φιλοξενούμενος του Βήτα-Πι, κατά κόσμον Βασιλείου Π. Καραγιάννη, πολυπράγμονος περί τα πολιτιστικά, συγγραφέως και δικηγόρου, τον οποίο, χάριν συντομίας, αλλά και για να τον ξεχωρίζω από τον συντοπίτη του Μάκη Καραγιάννη, εκπαιδευτικό και ομότεχνό του, ονόμαζα πάντα με τα δύο πρώτα αρχικά του ονόματός του, όταν την ημέρα εκείνη ξύπνησα λίγο νωρίτερα από το συνηθισμένο. Ο λόγος ήταν όχι μόνο το ξένο κρεβάτι, αλλά και μια ύποπτη ασπρίλα, που αντιφέγγιζε σθεναρά στο παράθυρο του ξενοδοχείου «Αλιάκμων».
Πετάχτηκα προς το παράθυρο και τραβώντας τη βαριά κουρτίνα διαπίστωσα αμέσως την αιτία της πρόωρης φωταψίας. Το ξαφνικό χιόνι είχε στρωθεί για τα καλά και φωσφόριζε με μια επιθετική λευκότητα παντού. Τώρα τα πιάσαμε τα λεφτά μας, μονολόγησα. Περίμενα με αδημονία να έλθει η ώρα του πρωινού, να ξυπνήσουν και οι Κοζανίτες, και να δω ύστερα πώς θα ξεκινούσα τη μέρα μου.
Με την πρώτη γουλιά καφέ στάθηκα μπροστά στο παράθυρο του ξενοδοχείου, παρατηρώντας την κίνηση. Οι δρόμοι ήταν παγωμένοι και τα αυτοκίνητα προχωρούσαν με μεγάλη δυσκολία, πότε γλιστρώντας και κάνοντας οχτάρια σαν μεθυσμένα, και πότε χτυπώντας το ένα το άλλο σαν παρεξηγημένα. Δεν το κουνάω από δω, σκέφτηκα με έκδηλη δυσφορία, άμα δεν λιώσει πρώτα ο πάγος και αν δεν σταματήσει να χιονίζει.
Τηλεφώνησα αμέσως στον Βήτα-Πι. «Βασίλη, μάλλον θα κάνουμε μαζί Χριστούγεννα. Δεν βλέπω να φεύγω με τέτοιο χιόνι».
Εκείνος το αντιμετώπισε στωικά: «Κι αυτό θα γίνει, αδερφέ, μη στενοχωριέσαι». Και, σαν άνθρωπος που ήξερε καλά τα καμώματα του κοζανίτικου καιρού, αποφάνθηκε: «Εξάλλου, δεν πρόκειται να χιονίσει για πολύ. Έρχομαι σε λίγο να σε πάρω. Μέχρι να κάνουμε μια γύρα στην πόλη, ο καιρός θ' ανοίξει και θα φύγεις ασφαλής».
Και πράγματι, έτσι έγινε. Ο αγαπητός φίλος έσπευσε να με πάρει και να με οδηγήσει σε μια σύντομη ξενάγηση της πόλης, ενώ το χιόνι αρχικά και η σιγανή επίμονη βροχή αργότερα δεν σταματούσαν να πέφτουν και να μουσκεύουν τους ώμους μας. Πρώτη στάση στο «Συνεταιριστικό Βιβλιοπωλείο», όπου την προηγουμένη είχε λάβει χώρα εκδήλωση προς τιμήν του βιβλίου μου Το χαμένο ποίημα, με ομιλητή τον εκ Κατερίνης ποιητή και φιλόλογο Αντώνη Κάλφα. Εδώ δευτερώσαμε τον καφέ και σύντομα το γυρίσαμε στο τσίπουρο.
Όταν βγήκαμε ξανά στο κρύο, δόξασα τη θερμαντική ασπίδα του τσίπουρου και έβλεπα πια με άλλη διάθεση τη χιονισμένη πόλη. Διασταυρωθήκαμε με την πλατεία του ωρολογίου αρκετές φορές, καθώς πηγαίναμε πότε στη Δημοτική Βιβλιοθήκη, πότε στη Δημοτική Χαρτοθήκη και πότε στα μαγαζιά γνωστών ηρώων της κοζανίτικης καθημερινότητας, οι οποίοι με πηγαίο ταλέντο και χιούμορ ηγούνται των διονυσιακών εξάρσεων της Αποκριάς. Η πιο εκπληκτική στιγμή, όμως, της ανά την πόλιν περιφοράς μας ήταν η επίσκεψη στο δικηγορικό γραφείο του Βήτα-Πι.
«Πέρνα», μου ένευσε ο αξιαγάπητος φίλος ξεκλειδώνοντας την πόρτα και... δεν μπορούσα να περάσω. Ο μικροσκοπικός χώρος των τριάντα περίπου τετραγωνικών του γραφείου έσφυζε από μιαν αλλόκοτη και αδιανόητη ζωή. Εκατοντάδες μικροαντικείμενα και βιβλία ήταν τοποθετημένα με τέτοιο τρόπο, που έμοιαζαν να είναι ζωντανά και να επιμελούνται με εξουσιαστική προσήλωση τον χώρο που τους είχε παραχωρηθεί.
«Πού να περάσω;» μουρμούρισα με θαυμασμό, «δεν χωράει».
«Χωράει, χωράει», αντέτεινε ο Βασίλης, «έλα, δρασκέλισε».
Μπήκα. Στάθηκα στο κέντρο ενός συνονθυλεύματος. Μόνο που ο σωρός των αλλοτρίων πραγμάτων φαινόταν εδώ να έχει μια καταπληκτική συνοχή και να αναπτύσσει μια ειδική σχέση συγγενείας μεταξύ τους. Δεν υπήρχε ελεύθερος χώρος για να καθίσουμε. Οι δύο πολυθρόνες, ο ένας καναπές και η καρέκλα, ακόμα, του γραφείου ήταν γεμάτες με στοίβες βιβλίων.
«Πού κάθονται οι πελάτες σου;» ρώτησα.
«Δεν κάθονται», μου απάντησε, «τους στέλνω αμέσως σε συναδέλφους μου και μοιράζομαι την αμοιβή. Είναι καλύτερα έτσι».
«Εσύ πού κάθεσαι;»
«Α, απλώς μισοκάθομαι λίγο μπροστά στο κομπιούτερ, ετοιμάζοντας την "Παρέμβαση"».
Περιέφερα τα μάτια μου γύρω με έκθαμβη απελπισία, προσπαθώντας να καταγράψω οπτικά τα αλληλένδετα πράγματα.
«Τα μετράς;» ρώτησε χαμογελώντας ο Βήτα-Πι. Και αμέσως: «Μην μπαίνεις στον κόπο, είναι ακριβώς 3.000 αντικείμενα».
Αποσβολώθηκα.
Τότε άρχισε να μου τα δείχνει ένα ένα στην αρχή, κατά ομάδες έπειτα, για να τελειώσει έτσι πιο γρήγορα. «Εδώ, αυτές οι στοίβες είναι τα βιβλία που πρέπει να διαβαστούν, αυτές οι άλλες στοίβες είναι συνεργασίες για την "Παρέμβαση", πιο κει βιβλία που πρέπει να χαριστούν, αυτοί οι πίνακες είναι από εργαστήρια Κοζανιτών ζωγράφων, αυτά τα αγαλματίδια επίσης, πολλά, να, αυτά εδώ –βλέπεις τον Δον Κιχότη, βλέπεις τον Ρίτσο, άλλες ανθρώπινες φιγούρες και κεφαλές– είναι δικά μου, και εκείνες οι ακουαρέλες δικές μου, κι αυτές οι μινιατούρες δίπλα δικές μου, και, κοίτα ακόμα», είπε ανασηκώνοντας κάποιους πίνακες, «από κάτω είναι άλλοι κρεμασμένοι με θέματα κρυμμένα, όχι για τον πολύ κόσμο...»
«Καλά, καλά», του λέω ζαλισμένος, «τα νομικά σου βιβλία πού είναι;»
«Δεν υπάρχουν νομικά βιβλία», μου λέει, «δεν χρειάζονται».
«Τι σόι νομικό γραφείο είναι;»
«Δεν είναι νομικό γραφείο, τουλάχιστον εδώ και 15 χρόνια». Και συνέχισε ακάθεκτος: «Αυτά τα άλμπουμ έχουν φωτογραφίες από...»
Τον σταμάτησα απότομα. «Πες μου γι' αυτόν τον τεράστιο και πολυπρόσωπο πίνακα. Βλέπω κι εσένα μέσα;»
«Καλά βλέπεις», απάντησε συνεσταλμένα, «είναι έργο της αφορισμένης Ι. Μονής Αναλήψεως».
«Γιατί αφορισμένης;»
«Δεν παραδέχονται τον Νεκτάριο Αιγίνης ως άγιο, τον θεωρούν τσαρλατάνο» –και, γυρίζοντας πάλι στον πίνακα– «κοίτα, έχει ως θέμα την κοζανίτικη γραμματεία από την εποχή του Διαφωτισμού μέχρι σήμερα. Έτσι βλέπεις πολλά πρόσωπα, από τον φουστανελοφόρο Κασομούλη, τον Σακελλάριο και τον Τσιτσελίκη μέχρι και την αφεντιά μου. Αν έλειπα εγώ, μάλλον θα τον χάριζα σε κάποιον δημόσιο χώρο».
Τότε έσκυψα σ' ένα χαμηλό ράφι και προσπάθησα να τραβήξω ένα γυαλισμένο από την πολυκαιρία ξύλο, για να το περιεργαστώ.
«Μη», με πρόλαβε ο Βασίλης, «είναι ρίζα από τον βυθό της λίμνης και, όπως τη βλέπεις, συνεχίζει στραβώνοντας πίσω από τα βιβλία μέχρι το τέλος του ραφιού».
Ακολούθησα νοερά τη ρίζα, θωπεύοντάς την κατά διαστήματα με το βλέμμα μου, στα σημεία όπου εξείχε των βιβλίων, μέχρι και το τέλος του ραφιού. «Φίλε μου, δεν τελειώνει εδώ», φώναξα, «ανεβαίνει στο επάνω ράφι, κάνει κύκλο, σφίγγοντας αυτό το πήλινο βάζο, σαλτάρει μετά στο παραπάνω ράφι...»
«Αποκλείεται», φώναξε ο Βασίλης με μια ένταση στη φωνή, σαν να εξόρκιζε το κακό και, σκύβοντας μαζί μου, συμπλήρωσε: «Δυο μέτρα ήταν περίπου όταν τη βρήκα και την έφερα, δεν μπορεί τώρα να είναι μακρύτερη».
Σε λίγο, ένας παράξενος τρόμος τον κατέλαβε. Η ρίζα όχι μόνο είχε υπερδιπλασιαστεί, αλλά έκανε επίθεση, εισχωρώντας στον τοίχο και προσπαθώντας να βγει στο διπλανό διαμέρισμα.
«Θέλει να μετακομίσει;» ρώτησε σαν να μονολογούσε.
«Μη φοβάσαι», αντέτεινα, «μάλλον ψάχνει τον δρόμο για τη λίμνη».

[Μέλιγος, Κυριακή 20-12-2009]
(Η φωτογραφία είναι από το kozanimedia.gr)

(δημοσιεύτηκε εις diastixo.gr 1η Ιουλίου 2014) 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου