Σάββατο 12 Φεβρουαρίου 2011

Ο πολιτισμός της αρπαχτής και του καρναβαλιού





O Δημοσθένης Κούρτοβικ γράφει για το βιβλίο του Β.Π.Κ. "Ταξιδιωτικό στα βιβλία μαθητεία στο ταξίδι" στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ 12/2/2011


Υπερτροφία πολιτιστικών θεσμών και ατροφία πολιτισμικής ζωής. Μικροπολιτικές σκοπιμότητες και στενόμυαλοι εγωισμοί. Η μοναξιά της επαρχίας και η προσωπική μοναξιά ενός ανθρώπου ο οποίος προσπάθησε ν΄ αλλάξει κάτι στη μίζερη πραγματικότητα που κλήθηκε να διαχειριστεί.

Eχω συγκρατήσει στη μνήμη μου ένα καταπληκτικό διήγημα του Βασίλη Καραγιάννη. Λέγεται «Το χρώμα της νοσταλγίας» κι έδωσε τον τίτλο του σε μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφόρησε το 2008 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης. Στο αυτοβιογραφικό αυτό διήγημα, ο συγγραφέας περιγράφει μεταξύ άλλων πώς έγινε με το στανιό κομπάρσος στα γυρίσματα της ταινίας του Μιχάλη Κακογιάννη Ιφιγένεια: ήταν ένας από τους χιλιάδες νεοσύλλεκτους που επιστρατεύτηκαν για να υποδυθούν στην παραλία της Κορίνθου, γυμνοί και κουρεμένοι εν χρω, τους Αχαιούς καθώς περίμεναν να φυσήξει αέρας, και που διατάζονταν ολοένα από τους εκνευρισμένους λοχίες τους να κοιτάζουν το πέλαγος με νοσταλγία, όπως ήθελε ο σκηνοθέτης («Νοσταλγήστε, στραβάδια, να τελειώνουμε!»).


Το διήγημα είναι γραμμένο, όπως και τα υπόλοιπα της συλλογής, μ΄ ένα αμίμητο κράμα ξερής ειρωνείας και βαθιάς μελαγχολίας. ΄Εχοντας συναναστραφεί δυο-τρεις φορές, κατά τις περιοδείες μου στη Βόρεια Ελλάδα, τον Κοζανίτη ποιητή, πεζογράφο και εκδότη του πολύ αξιόλογου λογοτεχνικού περιοδικού της Κοζάνης Παρέμβαση, θα έλεγα ότι το κράμα αυτό είναι βασικό γνώρισμα του χαρακτήρα του. Γενικά, πρόκειται για μια ιδιόμορφη και πλήρη χαρισμάτων προσωπικότητα της πολιτισμικής ζωής του βορειοελλαδίτικου χώρου. ΄Εχω γνωρίσει και άλλους τέτοιους ανθρώπους στις πόλεις της περιφέρειας. Αλλά ο Βασίλης Καραγιάννης είναι ο μόνος, απ΄ όσο τουλάχιστον ξέρω, που σ΄ ένα βιβλίο βασισμένο στις προσωπικές εμπειρίες του έδωσε μια πολύχυμη εικόνα για μια, αλίμονο, άχυμη πραγματικότητα: αυτή που αντιμετωπίζει κανείς όταν προσπαθεί να τονώσει την πολιτισμική κίνηση στην ελληνική επαρχία- αλλά και στην επαρχία Ελλάς. Aπό το 1996 ώς το 2003 ο Βασίλης Καραγιάννης διατέλεσε διευθυντής της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης και του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης, ενός πανελλαδικού θεσμού, ο οποίος είχε έδρα την Κοζάνη και δημιουργήθηκε στο πλαίσιο του αμφίβολης (κυρίως μικροπολιτικής) σκοπιμότητας Εθνικού Πολιτιστικού Δικτύου Πόλεων. Το βιβλίο του είναι ένα ειλικρινές χρονικό της θητείας του σ΄ αυτές τις θέσεις, διανθισμένο με σχόλια στο ύφος και το πνεύμα που χαρακτήριζαν «Το χρώμα της νοσταλγίας». Μέσα από τις σελίδες του αναδύεται η μοναξιά ενός ανθρώπου που αισθάνεται ξένος προς τον ρόλο του, όχι από αδιαφορία, αλλά επειδή ο ρόλος αυτός είναι ενταγμένος σ΄ ένα έργο που διαμορφώνεται ερήμην του και κόντρα στα οράματά του. Ένα έργο που αποκαλύπτει την απέραντη περιφρόνηση της κεντρικής εξουσίας, αλλά συνήθως και της τοπικής αυτοδιοίκησης, για το κορυφαίο, δήθεν, εξαγώγιμο προϊόν μας, τον πολιτισμό.

Πράγματι, για τις ελληνικές κυβερνήσεις και δημοτικές αρχές ο πολιτισμός δεν είναι παρά ένα παράρτημα του συστήματος πελατειακών σχέσεων που έχουν στήσει. Οι πολιτιστικοί φορείς και η στελέχωσή τους είναι ζήτημα πολιτικάντικων συναλλαγών και προσωπικών εκδουλεύσεων, όπου τα τελευταία πράγματα που μετρούν είναι η αξιοκρατία και η σοβαρότητα αυτών των θεσμών. Το χρονικό του Καραγιάννη παρακολουθεί την πορεία ενός ιδεαλιστή διανοούμενου της επαρχίας που είναι υποχρεωμένος, από τη διευθυντική θέση του, να προσπαθεί να τηρεί ανόητες και στείρες ισορροπίες (χωρίς μακροπρόθεσμα να το καταφέρει), να υφίσταται ανούσιες πολιτιστικές διοργανώσεις, που κύριος σκοπός τους είναι να δικαιολογούν τη γραφειοκρατία ή να υπηρετούν ατομικές πολιτικές βλέψεις, να συμμετέχει σε ταξίδια και λογοτεχνικές εκδηλώσεις με χαρακτήρα αρπαχτής (εις βάρος, φυσικά, των φορολογουμένων), να συναντά εμπόδια σε κάθε πρωτότυπη και δημιουργική πρότασή του, να βιώνει σε κάθε βήμα του έξω από την περιοχή του την ασημαντότητα της παρουσίας του ρέκτη λειτουργού που, επαρχιώτης γαρ, βρίσκεται μακριά από τα κέντρα εξουσίας και τις πηγές της πολιτισμικής γκλαμουριάς. Και πλάι σ΄ όλα αυτά, η μιζέρια της επαρχίας, η μικρόνοια των δημοτικών αρχόντων, οι μωροφιλοδοξίες και οι εγωισμοί των τοπικών συγγραφίσκων, η δυσανεξία προς ό, τι ξεφεύγει από τη μετριότητα και την πεπατημένη.

Kαταγράφονται βέβαια κι ευτυχείς στιγμές σ΄ αυτή την πορεία. Ας με συγχωρήσει ο συγγραφέας, αλλά έχω την εντύπωση ότι τις περισσότερες από αυτές τις μεγαλοποιούν οι προσωπικές συμπάθειες ή οι λογοτεχνικές προτιμήσεις του και, ίσως, η απόλυτα κατανοητή επιθυμία του να δώσει ένα περισσότερο θετικό χρώμα στον απολογισμό της θητείας του. Αλλά οι πραγματικά ρηξικέλευθες και μεγάλης πνοής ιδέες του δεν μπόρεσαν καν να πάρουν τη μορφή εμβρύου, σε ό, τι αφορά την υλοποίησή τους. Χωρίς να φταίει γι΄ αυτό ο ίδιος.

Θα ρωτήσει κανείς: αν είναι έτσι, γιατί ο Καραγιάννης δέχτηκε αυτό το διττό αξίωμα και γιατί το επένδυσε για εφτά ολόκληρα χρόνια; Για αυτοπροβολή ούτε λόγος: κανένα όφελος δεν προσπόρισε στον ποιητή και πεζογράφο Βασίλη Καραγιάννη ο διευθυντής του Ινστιτούτου Βιβλίου και Ανάγνωσης και της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης Βασίλης Καραγιάννης. Ο ίδιος αιτιάται σε πολλά σημεία την αφέλειά του. Αν όμως είναι αφελής αυτός ο άνθρωπος, θα είναι μόνο στις συναισθηματικές αδυναμίες του, όχι στη λειτουργία της λογικής του. Η δική μου απάντηση στο ερώτημα θα ήταν ότι ακόμη και ο ακραιφνέστερος σκεπτικιστής λαχταράει να κάνει κάτι χρήσιμο για τον τόπο του, να ρισκάρει να λερώσει τα μπατζάκια του περπατώντας στις λάσπες της πραγματικότητας για να δώσει ζωή, έστω όχι τέλεια, σε κάποιο από τα όνειρά του. Και για έναν πνευματικό άνθρωπο της επαρχίας η ανάγκη αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη. Όλα τα υπόλοιπα δεν είναι παρά θεολογικός, γνωστικιστικού τύπου αρνητισμός, που απορρίπτει κάθε έκθεση των αγνών ιδεών στον κίνδυνο μόλυνσης από την επαφή τους με τον κακό υλικό κόσμο.

Eχοντας υπόψη μου τον πιο πετυχημένο πολιτιστικό θεσμό της ελληνικής περιφέρειας, τη διεθνώς αναγνωρισμένη και βραβευμένη δημοτική βιβλιοθήκη της Βέροιας υπό τη διεύθυνση του Γιάννη Τροχόπουλου, τείνω να πειστώ ότι ο αποτελεσματικότερος τρόπος προαγωγής του πολιτισμού, ιδιαίτερα στις τοπικές κοινωνίες, είναι μια αυστηρά τεχνοκρατική (με ευγενή όμως κίνητρα) προσέγγιση, που, χωρίς να δεσμεύεται από προσωπικές αισθητικές ή άλλες επιλογές, θα διακρίνει καθαρά τις δυνατότητες που έχει το ανθρώπινο στοιχείο της περιοχής και θ΄ αξιοποιεί κάθε μέσο για την επίτευξη του σκοπού της. Το πρόβλημα για τον Καραγιάννη, και είμαι σίγουρος ότι το ξέρει πολύ καλά, ήταν ότι προσπάθησε με τα επιχειρήματα και τα όπλα του διανοούμενου ν΄ αντιπαρατεθεί σε μια εξουσία για την οποία ο πολιτισμός στην επαρχία συνοψίζεται στην ετήσια διοργάνωση αποκριάτικων εκδηλώσεων.

                                                     

1 σχόλιο:

  1. Υπέροχο βιβλίο, γεμάτο γλυκειά (και βαθειά όπως γράφει και ο Δ.Κ) νοσταλγική μελαγχολία, το διάβασα απνευστί δις. Αξίζει να διαβαστεί, και θα επιμείνω πάλι, χωρίς την βλαβερή εκ των προτέρων ηθική αποτίμησή του.Και του βιβλίου και του συγγραφέα του.
    Μέσα στη σκληρή μοναξιά της πνευματικά ξηρής επαρχίας αποτελεί πολιτισμικό διαμάντι, γεμάτο προκλήσεις και συχνή αυτοκριτική που σοκάρει με την ειλικρίνειά της. Φανερή η συγκινητική μοναξιά του συγγραφέα ,που την αποδέχεται, δίνοντας με κουράγιο τη μάχη του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή