Ακόμα και θόρυβο τενεκέ, γανωμένου ή ξεγάνωτου (όπως εκείνων λ.χ. του αείμνηστου Ευαγγέλου Γιαννόπουλου) ή ήχου κυμβάλου αλλαλάζοντος ν’ ακούσουν, αμέσως εγείρονται και λαβαίνουν καιρόν προς όρχησιν. Κάποιοι τους μάλιστα είναι σε θέση και στο βουητό ροκάνας των γηπέδων να ξεσηκωθούν άμα του ακούσματός της. Τελούν σε μια διαρκή υπερδιέγερση ήχων ώστε μέχρι κι οι σωματικοί ψόφοι να τους ελκύουν ορισμένως! Είναι δε σε θέση και από τα κρόταλα του Ιολάου, βοηθού εξολοθρεύσεως της Λερναίας ύδρας του Ηρακλή, να συγκινηθούν, αν μπορούσε ν’ αναπαραχθεί αυτός μυθολογικός ο ήχος την σήμερον.
Το φαινόμενο συναντάται με ιδιαίτερη πυκνότητα κι έμφαση στις βόρειες επαρχίες του νεοελληνικού κράτους την περίοδο λίγο πριν ή αμέσως μετά τα Χριστούγεννα εν όψει του νέου ενιαυτού και της κοπής (μετά χορών), της λεγόμενης κι ευλογημένης από το χοροστατούντα αλλά μη χοροκρατούντα πάντα –αυτό έλειπε;- ιερατείο, βασιλόπιτας, ομάδι και δημοσίως. Αυτή η πιτοχοροπερίοδος κρατεί έως την επαύριον της Κυριακής της Τυροφάγου, αν και κάποιοι δε βραδυπορούντες τσιμπούν και λίγες μέρες απ’ της Σαρακοστής την αυτοσυγκράτηση για να ξεφατνώσουν. Πριν λίγα χρόνια το βήτα Σάββατον των Νηστειών λάβαινε χώρα στης Φλώρινας Πρεσπών και Εορδαίας τα μητροπολιτικά εδάφη και εις το ξενοδοχείο Λύγγος μεγάλη χοροεσπερίς καλούμενη και «Σκορδοκαΐλια σύναξη» λογίων και ανθυπολογίων (κυρίως) όντων αφού το κεντρικό θέμα, θέαμα και θρέμμα της βραδιάς ήταν το σκόρδο με τη συνοδεία πάντα μπάντας με γλυκόλαλα ακούσματα συγγενικά στην αντήχηση προς τη γείτονα ...μακεδονική ενδοχώρα των Σκοπίων και περιχώρων. Ναι, σ’ αυτό ακριβώς το λίαν ευεργετικό και δύσοσμον προϊόν της μάνας γης, γίνονταν θυσίες χοϊκές, οινοποσίες άκρατες και το γε νυν θα ήταν κι ατσίγαρες.
Εχουν ήδη τελειώσει οι εορταστικές εκδηλώσεις που αρχίζουν με το τέλος του θέρους αφιερωμένες ή με αφορμή προϊόντα της γης, του αέρα, της θάλασσας (εδώ υποκαθίστανται από τη λίμνη με το ποτάμι της) και τα πανηγύρια της Ορθοδόξου ανατολικής ημών πίστεως. Οι χοροί με αφορμή το γεγονός της ούτω πως κοπής, κατακυριεύουν το διάστημα αυτό, τους τόπους και τους ομαδικούς τρόπους συνύπαρξης των κοινών θνητών με τους εφήμερα αθάνατους της μικρής τοπικής εξουσίας, οι οποίοι και ειδικά αυτοί, μετέχουν των πιτοχορευτικών πραγμάτων έως τελικής κι επί γης τους καταπτώσεως. Αλλωστε το «Βίος ανεόρταστος ...» και το επί το λαϊκότερο... «ό,τι αρπάξει ο ... μας» σήμερα είναι το αξίωμα που κυριαρχεί και κανοναρχεί στις αναζητήσεις κι επιδιώξεις αυτών των δημοσίων ιδιοκατασκευασμάτων.
Τις πίτες πλάθουν και τους συν αυτώ χορούς συνδιαπλάθουν και διεξάγουν, οι ως αμφιβόλου καταλληλότητος ή επικινδυνότητος αμανίτες, φυόμενοι και «συλλογιζόμενοι» συνάνθρωποι, πολίτες στην πόλη και την ύπαιθρο. Λιμνάζουν αισθητικά στον αφόρητο έως ναυτίας λαογραφισμό, στον άκρατο επαγγελματικό συντεχνιασμό, στα κομματοσκυλευόμενα αγωνιστικά μετερίζια, τα ημι-απνευματικά του σκοινιού και του παλουκιού σωματεία, τους αποκριάτικους (Θ)εσμούς, τις ποδοσφαιρικές ομάδες εσχάτης κλωτσοπατινάδας, κερκιδο-βαρβαρότητας και βαθμολογικής υποστάθμης κ.λπ.
-Αφήσαμε τίποτε άλλο όρθιον, δεν ξέρω;
Σ’ αυτούς τους διασκεδαστικούς βιότοπους οι επι-κεφαλής του τόπου αύτανδροι βυθίζονται στο γλυκό υπαρξιακό χυλό της ανουσίας τους και εκεί συναντούν τον χαμένο ή και λανθάνοντα ...προσωπικό τους εαυτό. Την απολεσθείσα ιδιαιτερότητά τους την οποία στη δημόσια καθημερινότητα, χώνουν στο έλος της ρουτίνας και της ψευδολογίας ακροβατώντας ή κι αεροβατώντας διαρκώς μεταξύ της πολιτικής τους ακυριολεξίας και της προσωπικής τους εναγώνιας απελπισίας για πολιτική και μόνον επιβίωση. Το μείγμα αυτών των δύο μας κάνουν μία χημική ένωση εκρηκτικής εθελοδουλίας προς τα άνω αλλά και θλιβερή προς τους κάτω τους, οίηση, θέλω να πω κυνοποίηση, ότι το ασήμαντο αν του δοθεί η ευκαιρία, σηκώνει κεφάλι απεχθέστερο κι εκείνου της στρουθοκαμήλου.
Αλλά γιατί της στρουθοκαμήλου;
Εκεί τα δίνουν και τα δείχνουν όλα, έστω και με το ορατό μέτρο της αυτοσυγκράτησης (αλλά κι αυτή ως ένα σημείο). Σκέφτεσαι πως οι άνθρωποι είναι από ατσάλι αφού αντέχουν σ’ αυτήν την αέναη τρυφή και τριβή. Δεν τους απασχολεί το λοιπόν τίποτε άλλο αυτόν τον καιρό, δεν αθυμούν, δεν είναι άκεφοι, δεν πλήττουν· είναι υπεράνω πάσης λογικής ή αλογίας τελικά; Τόσο εξαρτημένοι από τη συμμετοχή σ’ αυτούς τους ηχητικούς και χορευτικούς χλευασμούς προς την ήσυχη και μετρημένη κοινωνία των άλλων ημερών αλλά κι ήμερων τρόπων διατελούν ώστε κάθε τι έξω απ’ αυτό τους φαντάζει μακρινό και ξένο.
Στις συνορχήσεις μετέχουν με ιδιαίτερο ζήλο ευάριθμα σύνολα από άνδρες (κοτζάμ) αλλά και γυναίκες (κοτζάμ-μάνες) ντυμένοι αρχαίοι νεοέλληνες για ν’ αποτελούν το χορευτικό διάκοσμο, κάτι σαν τα κινούμενα κουρδισμένα νταμπλό βιβάν. Φέρνουν γύρες και μετέρχονται τσακίσματα ασυναγώνιστης ωραιότητας για να διασκεδάσουν πρωτίστως τους επίτιμους (εδώ οι τζαμπατζήδες) καλεσμένους σαν κανονικοί, αυλικοί σαλτιμπάγκοι. Μιλάμε για τους νεότευκτους ή και παλίμπαιδες «άρχοντες» οι οποίοι διατελούν για ένα διάστημα (με κορύφωση τους φανούς) σ’ ένα διαρκή παροξυσμό πιτο-υπάρξεως.
Διασαφήσεις. Βασιλόπιτα εννοούν επί του προκειμένου κάτι μεγάλα κέικ ή μέγιστα τσουρέκια κι όχι πίτα με τα λεπτεπίλεπτα φύλλα κλπ. η οποία φτιάχνεται από τις παλιές μάνες των χωριών ή των πόλεων τις παραδοσιακές κυρίες. Κάθε συλλογική έκφραση θεωρεί πλέον καθοριστικό στάδιο του είναι τους το απαρέμφατον «κόβειν» εν δημοσία συνεδριάσει τις κεϊκόπιτες ή τσουρεκόπιτες σε κέντρα διασκεδάσεως εκεί που συνήθως παρατίθενται τα τραπέζια των γάμων στους ενήλικες και των βαπτίσεων στα νεογνά κι άδοντα αλλά πάντα κλαιοάδωντα παιδάρια.
Οι εκλεκτοί του απλού λαού σ’ αυτό το σπορ είναι άπαιχτοι ήγουν ανίκητοι. Μια χορευτική ακράτεια τους διακατέχει σε σημείο αυτή να ισοδυναμεί αν όχι και να ξεπερνά τη σωματική αντίστοιχη, η οποία εξωτερικεύεται όταν ενσκύψει στον φέροντα ανθρώπινο οργανισμό, όπου κι όπως λάχει. Θεωρούν βαρύτατο πολιτικό πλημμέλημα την απουσία τους και καθήκον εκ των ων ουκ άνευ την παρουσία τους σ’ αυτά τα δημόσια δοκιμαστήρια της αισθητικής του πολιτισμού και της συνακόλουθης καρηβαρίας. Συγκαίγονται στο να δουν και να τους ιδούν. Οπως το ερωτευμένο υποκείμενο επιδιώκει να ιδωθεί από το αντικείμενο του πόθου του, πάση θυσία, έτσι κι αυτοί – οι σεσημασμένοι δηλαδή δράστες του πολιτικού μας άδειου, κάπως «βιαστές» κι ολίγον «νταβατζήδες» του, επιδιώκουν να συνυπάρξουν με τους δυνάμει προβατοχαμαιλέοντές οπαδούς τους οίτινες ως χάνοι κεχηναίοι χάσκουν κοιτώντας τα παλικάρια τους τ’ ατίθασα. Πρέπει να είναι σκασμένοι για οχλαγωγούσα ψυχαγωγία ή εντελώς άσκαστοι κάθε άλλης μέριμνας με πρώτη εκείνη για την οποία επελέγησαν ίνα κήδονται ευλαβώς. Σέρνουν το λοιπόν ήπιους καλαματιανούς σβαρνοσυρτούς, μπεράτια και συγκαθιστά (ως και σε σκάρους μπορεί να εγερθούν) όμως κάποιοι τολμούν και τσάμικους (εδώ χρειάζεται ειδική ευθυτενία σώματος και ευδιαθεσία ψυχής ότι το πήδημα ως αλανιάρικο ερίφιο σημειολογεί τον ερχόμενο «πολυαγαπημένο» όπως στο «Ασμα ασμάτων»: ( «...Να τον έρχεται/πηδώντας απάνω στα βουνά/ όμοιος με κατσίκι/ ή μ’ ελαφάκι/ ο πολυαγαπημένος μου»). Είδα (στην τηλεόραση) τον «Ζιάκα» χορευόμενο από τον άλλοτε Νομάρχη Γρεβενών κ. Ρήγκο κι έμεινα έκθαμβος, όσον δε το επ’ εμοί χορεύω ένδον και εν πλήρει συγκινήσει, τα επιτραπέζια και καθιστικά «Λούκας» και «Ντούλας».
Στις τοπικές εφημερίδες, τις τηλεοράσεις τα ηλεκτρονικά σάιτ όλα όσα διαδραματίζονται επ’ αυτού τούτου του θεάματος είναι στην καθημερινή τους ειδησεογραφία. Οι αρσενικής κατηγορίας άνδρες με την χείρα σηκωμένη είτε όπισθεν της κεφαλής τους εφαπτομένη οδηγούν ανέμελοι τους χορούς των υποδούλων τους, που λίγο πριν με πράξεις ή παραλείψεις ανάλγητοι οδήγησαν στον βόθυνον της καταφρόνησης. «Αφετε αυτούς· τυφλοί εισίν οδηγοί τυφλών· τυφλός δε τυφλόν εάν οδηγή αμφότεροι εις βόθυνον πεσούνται». Δια του λόγου του ασφαλές λόγο των ημερών ο υπουργός των διοδίων χαρακτήρισε τους αρνητές τους, «τζαμπατζηδες» (εργαζόμενους, συνταξιούχους, άνεργους, μετανάστες, φτωχούς μη έχοντες στον κανονικό ήλιο μοίρα κι όχι στον ήλιο σκαντζόχοιρο), αυτός ο μηδέποτε εργασθείς, άρα και μηδέ εσθιέτω, στη ζωή του γι’ αυτό και διατρεφόταν μόνον με τον κομματικό σωλήνα.
Οι θηλυκές κυρίες της εξουσίας ή της συνοδείας της με τη σεμνότητά τους που υποκρύπτει άδηλον κι άμετρον ερωτική προσδοκία το χέρι στη μέση ως γερακίνα κίνημα ή ως στάμνα με ένα χερούλι κι άλλοτε πίσω στη μέση, προτάσσουν εν τούτοις τα ανεμίζοντά τους στήθη, αναλόγως διαμετρήματός τους εννοείται. Τότε είναι που θυμίζουν τα ακρόπρωρα πλοίων με τα οποία διαφεύγουνε στο πουθενά οι (ι)δανει(ι)κοί εραστές των πράσινων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων.
Υπάρχουν όμως και οι εντελώς ειδικοί χοροί, σαν τα ιδιόμελα της ψαλτικής, όπως τα «Περιστέρια», γκραν σουξέ στις αποκριές και τους φανούς. Σ’ αυτόν κύκλω οι ορχούμενοι κάθονται καταγής κι ενώ τους λαλούν τ’ άργανα κοντά στ’ αυτί το σκοπό σιγαλά κι απαλά, αίφνης (στη στροφή του κλαρίνου και λοιπών κλαπατσίμπαλων) πετάγονται όλοι όρθιοι κραδαίνοντας τις γκλίτσες (αν είναι αποκριές) κι ελλείψει αυτών τα χέρια, θυμίζοντας έτσι πετώντα περιστέρια. Ο θρυλικός αυτός χορός στον οποίο έχουν διαπρέψει απαξάπαντες οι επιφανείς της πόλεως, ανεξάρτητα από το μπόι τους, είναι απότοκος της ειρηνικής κι ευγενικής ενασχόλησης των κατοίκων με τα περιστέρια (περιστεράιδες) από τις ιστορικές και με οικόσημα αρχοντικές, φαμίλιες που κατοικούν στις ενορίες τ’ Αη-Δημήτρη, στο Κεραμαριό, τα Μπουντανάθ’κα, στης Σκρ’κας και της Τζαμάρας τα υψίπεδα, οι οποίες οσονούπω έρχονται στο προσκήνιο ότι το Τριώδιον εγγίζει και τότε θα γίνει στην «πόλη των παλιών βιβλίων και νέων χωρικών» το «Παναγία μου έλα να δεις και φεύγα».
Εύγε!
ΑπάντησηΔιαγραφή