Τρίτη 5 Οκτωβρίου 2010

Δυο τρεις ίσως και παραπάνω γλυκόπικρες μνήμες του «νιάημερου»



Η επέτειος της Οκτωβριανής επαναστάσεως τιμάται πλέον ως εθνική τοιαύτη στη μισή ασιατική χερσόνησο της Βορείου Κορέας, στην οικογενειοκρατούμενη νήσο Κούβα και στο αειθαλές κι ευσταλές επιχώριον ΚΚΕ. Οι ιστορικοί, τεκμηριωμένα πλέον, γράφουν για πραξικόπημα των Μπολσεβίκων, αφού η επανάσταση έγινε τον Φεβρουάριο του 1917, όταν και κατελύθη το τσαρικό καθεστώς και η αυτοκρατορική οικογένεια των Ρωμανόφ έχασε τον επί ρωσικής στέπας και γης παράδεισο, αλλά κέρδισεν, αναδρομικά έστω, την αιώνιον ζωήν. Εγινε αυτό στους καιρούς μας καθότι αγιοποιήθηκε απαξάπασα η οικογένεια των εκτελεσμένων από την Ορθόδοξο Ρωσική εκκλησία. Μέχρι τότε αιωρούνταν οι ψυχές των μεταξύ κολάσεως και παραδείσου αφού αμλετικά ο σεμνός άγιος Πέτρος δεν αποφάσιζε που θα εντάξει προσώρας τους μακρινούς διαδόχους του Μεγάλου Πέτρου μέχρι την τελική τους κρίση εκ του «Κριτού, του Παλαιού Ημερών, του Τρισαγίου» δηλ. του Αλεξ. Ππδ. Σε χάρτινο εικονίδιο αγορασμένο με ένα ευρωτίποτα από την ορθόδοξη εκκλησία των αποστόλων Πέτρου και Παύλου του Κλάρλοβι Βάρι της Τσεχίας προσκυνώ τους νεομάρτυρες. Η ούτω πως επέτειος ακολουθεί την τοπική, Οκτωβριανή, εμποροπανηγυρική επέτειο (εθνική γιορτή της Κοζάνης είναι οι Αποκριές ως γνωστόν) του «Νιάημερου» (στις ανακοινώσεις της τροχαίας και του Δήμου ονομάζεται επί το λογιότερον «Εννιάημερος»). Την αυτή ημέρα, την πρώτη δηλαδή Τρίτη του Οκτωβρίου, όλη η ύπαιθρος του νομού ανεξαρτήτως του Καλλικράτη που της έτυχε, τρυγά τ’ αμπέλια και όταν ο μήνας τυχαίνει 3, εορτή Διονυσίου τους αρεοπαγίτου, συνεορτάζουν με το πανηγύρι της εμπορίας οι νομικοί όλης της χώρας, πλην Κοζάνης. Εδώ η ηθική κι επιστημονική έννοια «νομικός» θεωρείται επιλήψιμος και μόνον ο επαγγελματικός όρος «δικηγόρος» είναι παραδεκτός, δια τους περί την αυτήν επιστήμη και πρακτική, όχι όλους, ενδιατρίβοντες. Πότε είναι του αγίου δικηγόρου δεν το γνωρίζω παρότι ανακατεύω συνεχώς τον συναξαριστή του αγίου Νικοδήμου του αγιορείτου. Οπως δεν βρήκα ποιός άγιος είναι ο προστάτης των λιανοπωλητών του ποδαριού που κατά εκατοντάδες και χιλιάδες περιφέρονται στους ανά την επικράτειαν νιάημερους κι εμποροζωοπανηγύρεις.
Από το περασμένο Σάββατο η περιοχή που σήμερα λαμβάνει χώρα το πανηγύρι κατεκλήσθη από τα μαύρα πουλιά της δυστυχίας (εξέλιπαν και τα κοράκια με την βαθμιαία αποσκουπιδοποίηση του τόπου) ενώ «Ξέρω κάτι πουλιά, μαύρα πουλιά πικρά, πουλιά της δυστυχίας» του μέγα Διονυσίου Σαββόπουλου. Εκείνους τους μαύρους συνανθρώπους μας από της Αφρικής την απελπισία που κατέλαβαν την πόλη. Από την εποχή, λίγο μετά την απελευθέρωσή της, την περίοδο του εθνικού διχασμού όταν τελούσε υπό Γαλλική κατοχή (1915-1919) είχε να δει η πόλη τόσο μαύρο εμπορευόμενο πληθυσμό. Τότε η Kοζάνη γέμισε Γαλλικά στρατεύματα από τις αποικίες· Σενεγαλέζους από την Aφρική, μουσουλμάνους από το Mαρόκο, αλλά και βοηθητικούς από το Aνόι του Bιετνάμ που τους λέγαν και Aνναμίτες και διακρίνονταν, όπως γράφουν οι εφημερίδες τότε, για το τρυφερό δέρμα σαν της γυναίκας εξ αυτού δε και κινδύνευαν από τους Σενεγαλέζους συστρατιώτες να υποστούν...οθωμανικόν βιασμό.
Τώρα πουλάνε τσάντες και άλλα παραπλήσια εκ δερματίνης ύλης είδη διακοσμήσεως γυναικών. Αυτοί είναι το κινούν της οικονομίας σήμερα (μαζί με τους βαρελοποιούς και τους χαλιάνθρωπους στο παζάρι) παρότι διώκονται αγρίως από τα ηρωικά παιδιά της τάξεως μας.
«Εικόνες από μια έκθεση» του Moussorgsky.
Εικόνα α. Μαθητάριον στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου περιφρονούσα αυτήν την πανκοζανίτικη πανήγυρι, πες από ιδιοτροπία, αφού θεωρούσα εαυτόν με υψηλότερο πάντων, το αισθητικόν φρόνημα (ο ολιγόνους) και δεν καταδεχόμουν τέτοιες αγοραίες διασκεδάσεις. Φυσικά ο φουστανελοφόρος κύριος Ζαχαρίας, το πρότυπο του νεοέλληνος καταφερτζή (μαζί με τους καραγκιόζηδες κάθε εποχής) με το ελάχιστον μπόι, ουδέποτε ενοχλήθηκε από την απουσία μου! Ετσι ανήμερα ενός νιάημερου που λάβαινε καιρόν τότε στη στροφή προς Γόβλιτσαν του δήμου Ελίμειας και όπου νάναι Κοζάνης, αφού άδειασε το χωριό από μαθητές κι ενήλικες, μόνος, ανιαημέροτος και πένης (του χαλβά), γύριζα στην πλατεία και στα καφενεία ξεφυλλίζων τη «Μακεδονία» στο ένα και τον «Ελληνικό Βορρά» στο δίπλα. Στο πρώτο τρεις συγχωριανοί προς το γέρικο της ηλικίας και λίαν γνωστοί στο αδιαλείπτως χαρτοπαίζειν, αριστεροί στην ψήφο και την ταλαιπωρία, αλλά δεν ξέρω και πόσο στην ιδεολογία, κάθονταν στο τραπέζι ανανεργοί και εις μάτην περίμεναν τον τέταρτο για να γίνει η χαρτοπαικτική τετράς ήγουν να συνθέσουν το Τετρακτίν της τράπουλας. Αμήχανα με ρώτησαν αν ξέρω. Φυσικά, είπα! Παρότι «έπαιζα αντί χαρτιά, βιβλία» ήμουν δεινός στο παρακολουθείν άρα και στο μανθάνειν (Ωχ τ’ απαρέμφατα στη σειρά και να ‘σου ο Ν. Καρούζος:
«...άμα πεθάνω θα ‘χω φύγει / απ’ τη γλώσσα / και θα ‘μαι τρυφερή σιγή, αφού εκεί ελληνικά δεν έχει πια δεν έχει απαρέμφατα / εκεί η νόηση λαδόχαρτο που η γραφή δεν πιάνει...»
Κι αυτό ήταν το μόνο, μήπως το πρώτο της ζωής μου ταξείδιον στο κόσμο και στο τρόπο των χαρτοπαικτών και μάλιστα συν-αγωνισθείς με τους κορυφαίους του είδους κι ηττημένους συναγωνιστές ενός χαμένου καιρού και χρόνου.
Εικόνα β. Τέτοια εποχή πριν χρόνια αμνημόνευτα («Χρόνια αμνημόνευτα σα να 'ταν ξένα τα χρόνια που έζησα χωρίς εσένα...» έγραφε ο λίαν λυρικός ποιητής Ι. Πολέμης στην τρίτομη ποιητική Ανθολογία του Πάνου Παναγιωτούνη με τον υπότιτλο «Το απόσταγμα της ψυχής του έθνους» την οποία αγόραζα σε εβδομαδιαία τεύχη (αυτών «Η μυρωδιά τους με κάνει και κλαίω» τώρα), ο πατέρας έφερε από τη ζωοπανήγυρι μια γλυκιά κοζανίτισσα γαϊδούρα, ονόματι Μαρίτσα! Την έβοσκα στις θερισμένες καλαμιές, στους όχτους και τα μπαΐρια, καθισμένος πάνω της και διαβάζοντας ρώσικη λογοτεχνία (στο μαντρί στο Μπαράκο, όπως αλλού εκθέσαμε, είχε την αποκλειστικότητα ο Σαίξπηρ).
Εικόνα γ. Στις νιαημεροημέρες μας με τη συνήθη εκτροπή του δρόμου των αυτοκινήτων, παράλληλα της κυρίας οδού εξόδου προς Καϊλάρια κλπ. που τον καταλαμβάνουν οι χιλιάδες μικροπωλητές (τους οποίους μυκτηρίζει ο τοπικός εμπορικός σύλλογος ότι τους τρων το ψωμί) ο δρόμος σε περνούσε δίπλα από ένα ποιμνιοστάσιο στο οποίο σταβλίζονταν πρόβατα, γελάδια, άλογα, κότες, σκυλιά. Εκεί πρόχειρα είχε στήσει το στρατηγείο του παραγωγός περιώνυμου χαλβά (ο εν λόγω χαλβάς είναι στην κυριολεξία ως γλυκερόν είδος και μεταφορικά ως σχετλιαστικός χαρακτηρισμός ανθρώπων το σήμα του νιάημερου). Ετσι σε μεγάλο χάλκωμα με ένα παλούκι, που μόλις το είχε γδάρει από την πέτσα του, ανακάτευαν το καφετί χυλό του και δίπλα από τον χαλβαδοπρωτομάστορα κοιτούσαν, μύριζαν και διαπορούσαν τα μικρά και μεγάλα ζώα του στάβλου, την κνίσα ή τον ευωδιάζοντα καπνό. Κι ήταν κάπως όπως τα ζώα της βιβλικής φάτνης που εχνότιζαν τον μόλις γεννηθέντα Χριστό.
Το άλλο και λίαν γνωστό «Χ» του νιάημερου είναι τα χαλιά («ήρθαμε για τα χαλιά» καθώς λεν) τα οποία μεταφέρουν στους ώμους τους κατά εκατοντάδες οι περιηγητές του. Του αξιοτίμου κύριου Ρ. Κκλδ μη εξαιρουμένου, όστις κάποτε μετέφερε κι αυτός στους ώμους του, παιδί του λαού άλλωστε κι όχι του χυλού, το δικό χαλί, πολύ πριν γνωρίσει στην πλάτη του τα χάλια του κομματικού του αχυρώνα, αφού τον απέκλεισαν άσπλαχνα από τη διεκδίκηση κάθε αιρετού, αυτοδιοικητικού αξιώματος. Ας μη λυπείται όμως· κέρδισε την εκτίμηση και τη συμπάθεια, του ακόμα πιο αξιοτίμου εκλογικού κοινού (και κενού) της Περιφερείας μας...
Είπα περιφέρεια και θυμήθηκα τις δύο κυρίες που χρόνια έβλεπα, παραμονή κι ανήμερα της εμποροπανηγύρεως, να κόβουν βόλτες στο κέντρον της μικρής μας (τότε) πόλης και να κάνουν τη λεγόμενη «πιάτσα». Πουλιά κι αυτά της προσωπικής τους δυστυχίας και πρόσκαιρης των άλλων «ευτυχίας». Η μία έφερε μαζί της μια μεγάλη περιφέρεια σχεδόν 4 νομών και η άλλη ήταν λιγνή κι άσχημη ως γύπας. Τι να γίναν άραγε αυτές οι δύο ευλαβείς κυρίες του κεντρικού μας πεζοδρόμου! Καταγόταν από την περιοχή των Μπουτζιακίων ή Καραγιαννίων λέγαν...
Εκλογών επικείμενων από ποιούς άραγε αντικαταστάθηκαν;
- Διαλάγατα διαλάγατα, φώναζε ο διευθυντής πωλήσεων γυναικείων εσωρούχων φτηνής κοπής στον φετινό νιαήμερο. Λίγο πριν αρχίσει ο εκλογικός αντίστοιχος λοιπόν, διαλάγατε τι θα φορεθεί Γενικώ(ο)ς και τι θα μας φορέσουν ειδικώς και διαδημοτικώς.
-Εχουμε δε και φετινές μοντέλες από εσάρπες για να σας τυλίξουμε διαλαλούσε άλλος.


ΥΓ. Ο τόπος της νυν τελέσεως του νιάημερου υπήρξε κάποτε τόπος εκτελέσεως ανθρώπων. Κανονικών! Ας μην εκπλαγούν, ακόμα και οι μετρίως γνωρίζοντες την τοπική ιστορία. Μετά το αποτυχών (ως γελοίον) κίνημα των Σερβίων του 1918, όταν δηλαδή εστασίασε μια στρατιωτική μονάδα που έδρευε στα Σέρβια και το πήγε προς τον έκπτωτο τότε Βασιλιά Κωνσταντίνο, ακολούθησαν πολυήμερα στρατοδικεία με καταδίκες εις θάνατον. Στο σημερινό χώρο με τις μπαλαρίνες, το γύρο του θανάτου, τις βάρκες, τις κούνιες, τα μυριάδες σουβλάκια υπαίθρου κλπ., έγιναν εκτελέσεις όχι λίγων αξιωματικών και στρατιωτών. Αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία την οποία διηγηθήκαμε («Πέντε παραλλαγές στο ίδιο δικαστικό θέμα») έναν άλλο νιάημερο σε μια εορτή του Διονυσίου Αρεοπαγίτη στην αίθουσα των δικαστηρίων που εκδικάζονται τα κακουργήματα όλης της Δυτικομακεδονικής Περιφέρειας. Δικηγόρος άλλωστε διατελώ, αθώος εισέτι, όπως προέβλεψε και το μικρό πουλί που τσίμπησε από το κυτίον της τύχης το χαρτάκι το οποίο έδωσε στη μικρή μαθήτρια τότε, γυναίκα μου, κι αυτό έγραφε πως θα παντρευτείς δικηγόρο και θα ζήσεις 90, τόσα χρόνια!
- Αμήν.

2 σχόλια:

  1. Ανώνυμος10/05/2010

    Λο και Λα Λολα
    Ξυ και Λο ξύλο
    που θα το φας

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος10/06/2010

    Να τι γίνεται με τα σουβλάκια:

    Ένας πελάτης ρωτάει τον σουβλατζή.
    - Τί θά θέλατε κύριέ μου;
    - Ε, νά μωρέ θέλω ένα σουβλάκι με...
    - Έχουν τελειώσει τα σουβλάκια.
    - Καλά!!! Βάλε ένα τραγανιστό ψωμί, αφράτο και είμαι λίγο ιδιότροπος. Βάλε μου στη μέση το σουβλάκι και...
    - Μα κύριέ μου σας το είπα, δεν έχουμε σουβλάκι.
    - Εντάξει. Τοστιέρα έχετε;
    - Ναι!!!
    - Μή φωνάζεις. Δώσε ένα τοστ κι ένα σκέτο σουβλάκι.
    - Μα δεν έχουμε σουβλάκι, κυριέ μου. Φύγετε απο εδώ.
    - Τον πελάτη διώχνεις. Φτωχός θα μείνεις.
    Ένας άλλος πελάτης τώρα.
    - Συγχαρητήρια που είσαι τόσο ψύχραιμος, αν ήμουν στη θέση σου θα του πετούσα τα σουβλάκια στο κεφάλι!

    ΑπάντησηΔιαγραφή