Δευτέρα 26 Ιουλίου 2010
Ο πλάτανος της Δημοκρατίας στη Λευκοπηγή
Πλατεία Εξαρχείων, εντελώς ειρηνική, καθημερινή. Πού είναι όλα αυτά που ακούμε και διαβάζουμε για τους περίφοβους περίοικούς της («να φοβάσαι αυτόν που θέλει να ζήσει ήσυχα είναι αδίστακτος σε οτιδήποτε χρειαστεί για να έχει την ησυχία του») ή τους μπάτσους της φυσιολογικής ή ελεεινής μορφής. Αφήνουμε τους «Χάρτες» (των ονείρων μας) επί της Βαλτετσίου και κάτω από το θερινό σινεμά ΒΟΞ, ο καφές τούτη τη φορά είναι κρύος. Το βράδυ στην αυλή του παίζει την ταινία «Το αδελφάτο των ιπποτών της ελεεινής τραπέζης». Μια σπαρταριστή μαύρη κωμωδία. Την αυτή μεσημβρινή ώρα της 24ης, στο προεδρικό μέγαρο, διάφορα αδελφάτα, συνήθως με τους αντιπροσώπους τους, εορτάζουν (το γλεντούν δηλαδή, κάπως πιο σεμνά φέτος λόγω του Μνημονίου) την επιστροφή της Δημοκρατίας που γύρισε σ’ αυτόν τον τόπο, πριν 36 τόσα χρόνια· είχε χαθεί για μόλις 7. Επί του προσωπικού, νομίζω πως η μεταπολίτευση μετρά από την 23η Ιουλίου· το πολιτικό κατεστημένο και στη συνεχεία καθυστερημένο ήταν που ονόμασε γιορτή την 24η, ξημερώματα της οποίας γύρισε από την αυτοεξορία του ο μεγάλος σταρ της βραδιάς («Αλληλογραφία με τον Κόστα» που έγραφε κι ο Μπόστ). «Κοράκου χρώμα τα μαλλιά κι ασπρίσανε /απ’ τη μεριά της εξορίας γυρίσανε» οι άλλοι όμως, αλλά αυτοί θα είναι συνεχώς στο «Εικοναστάσι των ανωνύμων αγίων» της σκέψης μας κρεμασμένοι. Μήπως τελικά ως μαύρη ή γκρίζα κωμωδία πρέπει να βιώνουμε αυτές τις γιορτές της «αποκατάστασης» (θυμίζουν τις ΕΑΠ ήγουν Επιτροπές Αποκατάστασης Προσφύγων) με τις οποίες την καταβρίσκει όλο το ψευτοσόι της κρατικής γραφειοκρατίας πολιτικής, θρησκευτικής, στρατιωτικής, δικαστικής και του εν γένει αλληλοσαλιαρίσματος, επί του ορθίως. Ολοι αυτοί θα έσπευδαν παντού όπου θα τους καλούσε η όποια νόμιμη ή γελοία εξουσία, αρκεί να ήταν αυτοί μέσα στα πράγματα. Αλλά κι οι φύσει και θέσει μαϊδανοί (από σεβάσμιοι έως νούμερα) όπως πάντα εκεί αλίμονο…
Πού είναι, άραγε, το προεδρικό μέγαρο, όπου μαζεύονται κάθε τόσο διάφοροι; Μήπως περνώ απ’ έξω του, πηγαίνοντας στο καφενείο του εθνικού κήπου, όπου για να πιεις μια μπύρα σε δυο ποτήρια πληρώνεις 5 ευρώ· σ’ αυτό το ελεεινό μαγαζί και τραπέζι της αρπαχτής. (Αλλά, ας μην πήγαινες...)
Παρακαλώ τον κύριο πρόεδρο επί της ελληνικής δημοκρατίας, του χρόνου, καλά να ‘μαστε, να καλέσει και εμένα μαζί με μια παρέα φίλων από το χωριό (Λευκοπηγή) σ’ αυτή του την αυλή, δια τους εξής νόμιμους, βάσιμους κι αληθινούς λόγους:
Τω καιρώ εκείνω, μέρες 23 προς 24 ο Ιούλιος του 1974, φοιτητές στο χωριό γυρίζαμε, ανώδυνα «ρεμάλια», αστράτευτοι κι ακάλεστοι ως αγύμναστοι, από την επιστράτευση της πλάκας της 20ης Ιουλίου, όταν μπήκαν στην Κύπρο οι Τούρκοι, και περιμέναμε, άγρια φορτισμένοι δε λέω, να πέσει η χούντα. Παίζαμε τάβλι και χαρτιά ή παρακολουθούσαμε. («Είκοσι χρόνια παίζοντας αντί χαρτιά βιβλία») στα καφενεία της πλατείας δίπλα στο λάκκο γεμάτο υγιεινό νερό (κι όχι όπως στο γελοίο εθνικό αυλάκι το «Σάπιο νερό») και κάτω από τον τρισμέγιστο πλάτανο.
Ακούσαμε την 23η το μεσημέρι στο σταθμό των Παρισίων, με ευχάριστη αδημονία να λένε πως κάτι έκτακτο συμβαίνει στην Ελλάδα ενώ στη χωρική τηλεόραση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, ένας Κ. Ράλλης αν καλά θυμάμαι, να σοβαρλολογεί: «Μην ακούτε τους διαδοσίες». Ομως η πολιτική αλλαγή ήταν ήδη γεγονός. Οι πολιτικοί ξαναπήραν την εξουσία στα χέρια τους (κι οι επίγονοί τους κατάφεραν κι έφεραν, 36 χρόνια μετά, τον τόπο στη χρεοκοπία και τη διάλυση)· η δικτατορία πέρασε στις πίσω μας σελίδες.
Εμείς, νέοι τότε μιας άλλης πατρίδας και παρτίδας απόψεων (και «χαρτοπαιγνίων») το μόνο που κάναμε, έτσι για να δείξουμε την οργή μας, ήταν κάποιος μας να κλωτσίσει το πιλήκειο («Μηδέν στο πηλίκειο» που λέει κι ο επιμνημόνιος πρωθυπουργός μας») από έναν κάπως βλάκα, χωροφύλακα, ο οποίος παρακολουθούσε τα παίγνια ως θεατής· κι αυτό πήρε την άγουσα προς το λάκκο.
Εκείνη τη μέρα (μήπως την άλλη τι σημασία έχει βέβαια τότε οι πρώτες μέρες της πολιτικής αλλαγής ήταν όλες το ίδιο φωτεινές) ο μπάρμπα-Μήτρος Ζάκας, ο οποίος είχε το καφενείο δίπλα στο λάκκο, θέλησε να φυτέψει τους ...διαδόχους του μεγάλου πλάτανου. Με εμάς βοηθούς φυτεύτηκαν δύο τρία πλατάνια. Δεν επιβιώσαν όλα, μόνον ένα, αλλά είναι τόσο βεβαίας χρονολογίας, όσο είναι ο καθένας μας για τα ήδη χρόνια του επί γης. «Ο πλάτανος της Δημοκρατίας» τον είπαμε και τον λέμε ακόμα, όταν συνδαυλίζουμε εκείνες τις μνήμες, δείχνει και συνεχίζει σφριγηλός προς τα πάνω, τα δίπλα, τα κάτω του. Τώρα έσπασε και τα πέτρινα δεσμά του, που περιέβαλαν τον κορμό του, αφού οι ρίζες του ψάχνουν με αγωνία, έκδηλη φορές στα φύλλα του, για ζωτικό χώρο. Ο πλάτανος όπως η Δημοκρατία και το ποδήλατο, όπως έλεγε κι ο Λεωνίδας Κρκς (τον είδα εκεί στην αυλή του προέδρου καθισμένο πάνω στα χρόνια και στα κονιορτοποιημένα του όνειρα) για να ζήσει, πρέπει να προχωρήσει.
Αυτά τα γενναία, λοιπόν, κάναμε εμείς τότε. Καταφέραμε να φυτέψουμε έναν πλάτανο ο οποίος μεγάλωσε και μέχρι σήμερα μας θυμίζει πως υπήρξαν (κι υπήρξαμε) κάποια χρόνια «θύματα» μιας γλυκιάς κι ολοζώντανης πολιτικής περιόδου, στην οποία προλάβαμε, κατά τον τραγουδοποιό, «να δούμε τους ποιητές», ότι μόνον τσαλαπατητές κάθε ωραίου βλέπουμε και ζούμε σήμερα.
Νομίζω πως αξίζει να αναγνωρίσει αυτά ο κυρ’ Πρόεδρος και να τιμήσει την αξόδευτη τότε συναισθηματική φόρτιση των νέων -δεν είμασταν όλοι της άμεσης πράξης- και τελικά να μας καλέσει (τον Γ., τον Γργ. τον Κ., τον Ν. τον …ποιόν άλλο;) στον κήπο του, μαζί με όλους τους άλλους –μαργαρίτες και μη-, να κόψουμε κι εμείς βόλτες, πίνοντας αναψυκτικά, έστω, να φωτογραφιζόμεθα, να αλλάζουμε κουβέντες ή σιωπές· μπορεί να μας δείξει κι η τηλεόραση, και έτσι να περάσουμε εμείς καλά κι αυτοί καλύτερα.
Ας κοπανήσω και την ύστερη στροφή μου, ως αόριστη κι ανεπιτυχή συμπύκνωση ενός τρόπου που μας συνείχε άλλοτε, ως πράξη και τώρα ως μνήμη.
Σε πλάτανο βεβαίας χρονολογίας κάποτε ενηλικιωθήκαμε
ως μιας εποχής συμβάντα χωρίς έρμα πείρας ανοχύρωτοι
σε περιδινήσεις μιας φευγαλέας αίσθησης λησμονηθήκαμε
χωρίς σκοπούς ψυχής και σώματος· πόθοι ανεκπλήρωτοι.
Αυτό το σχόλιο αφαιρέθηκε από τον συντάκτη.
ΑπάντησηΔιαγραφήΛευκής πηγής το Πλατάνι του Ιουλίου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΤης μνήμης.
Σκιάζει νέους του τότε, αλλά και του 2010.
Αποδιώχνει τους παντοπώλες της κάθε ψευτικής.