Παρασκευή 19 Μαρτίου 2010
Χάσμα ηρωικόν και εύθυμον για τους την ΠYΛΗΝ διαβάντες
Χάσμα Α’
Από με παν στη λυπημένη χώρα,
Από με παν προς τον αιώνιο πόνο,
Από με παν στον κολασμένο κόσμο.
Τον πλάστη μου έχει εμπνεύσει δικαιοσύνη:
Δύναμη θεϊκή μ’ έχει φτιαγμένη,
Υπέρτατη σοφία κ’ η αγάπη η πρώτη.
Πριν από με, άλλα πλάσματα δεν ήταν,
Παρά τα αιώνια, αιώνια θα κρατήσω·
Αφήστε κάθε ελπίδα όσοι περνάτε».
Τα λόγια ετούτα αγνάντεψα γραμμένα
Με σκούρο χρώμα στη μετόπη θύρας.
(Δάντη «Η Θεία κωμωδία» Κόλαση άσμα ΙΙΙ)
Τα παραπάνω λόγια είναι γραμμένα στην Πύλη της Κολάσεως την οποία πέρασε ο ποιητής συνοδεία με τον Βιργίλιο (νάτες πάλι οι εκκρεμότητες ότι το "Βιργιλίου Θάνατος" του Χ. Μπροχ καθυστερεί χαρακτηριστικά στα μισοσέλιδα πεδία ο σελιδοδείκτης χωμένος, από το μισοτράτι ακόμα του βίου μας εκεί αφημένος) σύμφωνα με τα σχόλια του Γ. Κότσιρα, μεταφραστή και σχολιαστή του έργου, από τις εκδόσεις Ζαχαρόπουλος.
Χάσμα Β΄
Η Πύλη της Κολάσεως είναι ένα έργο ύψιστης γλυπτικής αναφοράς στην ιστορία της τέχνης και του Αύγουστου Ροντέν. Την κοιτάς στην αυλή του μουσείου του στο Παρίσι (οδός Βαρέν) και η ψυχή σου μαζεύεται ορισμένως, καθώς συλλογίζεται πως κάποτε θα την περάσεις και να δούμε μετά τι έχεις να λες ή να κάνεις εκεί στην πίσσα τυλιγμένος μαστιγούμενος και ραπιζόμενος από κερασφόρους διαβολότυπους ή δε λάβα της (κι όχι λαύρα) τέλος δεν θα μ’ έχει.
Χάσμα Γ’
Σε μια μεγαλειώδη σύνθεσή του μετά τον εικαστικό θρίαμβο της «Αποκαλύψεώς» του (δεν ξέρω αν και αγοραστικό, αλλά τι σημασία έχει αυτό (-έχει και παραέχει...), ο ζωγράφος Κ. Ντιός ρίχνει μια ματιά στην Καπέλα Σιξτίνα και τοποθετείται σχολιάζοντας το έργο του Μιχαήλ Αγγέλου τοποθετώντας στη σχεδία του βαρκάρη του Αχέροντα τις ζώσες αλλά και μέλλουσες σκιές του που θα υποστούν την κρίση άνευ διακρίσεως, ότι όποιος περάσει την Πύλη αυτή δεν έχει γυρισμό ούτε ελπίδα άλλη καμιά ούτε προπάντων μεταμέλεια.
Χάσμα Δ’
Την εφήμερη ΠΥΛΗ της επίγειας διελεύσεως εις την αθανασία της τοπικής ύπαρξης, διέρχονται οσονούπω ή ήδη την διήλθαν μερικά επιφανή πολυετή όντα του επιχειρηματικού, πνευματικού, διασκεδαστικού, δημοσιογραφικού, λαογραφικού, περιβαλλοντολογικού, ιατρικού, ευεργετικού, αρχαιολογικού τύπου κι υπογραμμού της δυτικομακεδονικής μας ωραιότητας, ίνα (κατά την ακολουθία των τελικών συνδέσμων) λάβουν παρά του έχοντος, δίπλωμα ευποιίας (τι τους έλαχε τους καημένους στο λιβάδι της ματαιότητας ξεχασμένους;), όπως τους αξίζει, ως άξιοι της επιχώριας πατρίδας των ποικίλων ρύπων και τύπων και δια τα τεχνήματα που μετέρχεται ο καθείς (και όπλα του). Το επιδίδον εις αυτούς το πληθωριστικό πτυχίο της υπεραξίας τους (στο Εικοσιένα μοίραζαν αφειδώς το δίπλωμα στρατηγού δώθε κείθε οι αρχαίοι πρόγονοι των σημερινών Νεοελλήνων), είναι ένα διετές, σκεφτείτε τι θα γίνει στη δεκαετία του, ομώνυμο περιοδικό τεύχος, το οποίο βρίσκω συνεχώς, αμέσως μετά την Πύλη εισόδου του γραφείου μου, ποδοπατημένο από τις ασεβείς σόλες των υποδημάτων πελατών των δικηγορικών και των λογιστικών γραφείων. Ασματα κανονικά κι όχι δαντικά θα τους παίζει το ωραίον (μετ' ανθέων) συγκρότημα της κ. Ανθς Κλτσ, εκτάκτως δανειθείσα από το ποινικό μητρώο και όχι για τον έλεγχο των φρονημάτων προφανώς των υπό επιβράβευσιν. Ετσι περνώντας την Πύλη αυτή θα περάσουν στην αθανασία του είναι τους με την άμεση ευθανασία της τωρινής τους σοβαρότητας. Επιστροφή δε από κει ως γνωστόν δεν έχει.
Ασμα τελικό
Σκέφτομαι με τη συμπλήρωση 25ετίας της «Παρέμβασης» (151 τεύχη παρακαλώ και το τελευταίο το πιο κοντό της ιστορίας της) αφού κανείς δε με επιβραβεύει τον δύστυχο, να διοργανώσω μια πανηγυρική εκδήλωση στην οποία θα μαζέψω όλα τα «‘Ανθη του κακού» μου, δηλονότι τους «εχθρούς» κατά καιρούς εν φαντασία και λόγω, σε δημόσιο χώρο δεκάδων θέσεων (τόσοι πολλοί τελικά) κι εκεί έναν έναν θα τους επιδώσω ευχαριστήρια πλακέτα (5 με 6 ευρώ στοιχίζει η μία). Δεν θα καλέσω κανένα ρεζίλι της εξουσίας για να τους την επιδώσει ότι αυτοί θα είναι στις πρώτες θέσεις των υπό διαπλάκευσιν. Μ’ αυτούς υπάρχω συνεχώς κι ας αυτοί δεν με υπάρχουν. Μετά από τόσο συγχρωτισμό μοιάζω με όλους, φορές δε είμαι ελαφρώς χειρότερός τους. Γίναμε ίδιοι αφού στο ίδιο καζάνι κοχλάζουμε πότε τη χαμηλή πίεση μετρώντας και πότε από υψηλή ποίηση πάσχοντες, απ’ αυτήν που πλάκωσε, νέφος ακριδών, την πόλη μας τις μέρες αυτές, με το συμπάθιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου