Περαστικές
Γυναίκες που σας είδα σ' ένα τραίνο
τη στιγμή που κινούσε γι’ άλλα μέρη·
γυναίκες που σας είδα σ' άλλου χέρι
με γέλιο να περνάτε ευτυχισμένο·
γυναίκες, σε μπαλκόνια να κοιτάτε
στο κενό μ' ένα βλέμμα ξεχασμένο,
ή από ένα πλοίο σαλπαρισμένο
μ'ένα μαντίλι αργά να χαιρετάτε:
να ξέρατε με πόση νοσταλγία,
στα δειλινά τα βροχερά και κρύα,
σας ξαναφέρνω στην ανάμνησή μου,
γυναίκες, που περάσατε μιαν ώρα
απ ' τη ζωή μου μέσα -και που τώρα
κρατάτε μου στα ξένα την ψυχή μου!
Κ. Ουράνης
Η φωτογραφία είναι του έξοχου φωτογράφου Χ. Λαμπριανίδη
Αγαπητέ Β. ελπίζω να μου επιτρέψεις τη δημοσίευση του άλλου εξίσου υπέροχου ποιήματος του Κ.Ουράνη το οποίο μου ήρθε αμέσως στο μυαλό. Είναι οι ''ΝΕΕΣ ΤΩΝ ΕΠΑΡΧΙΩΝ''
ΑπάντησηΔιαγραφήΤις νέες συλλογίζομαι στις απομακρυσμένες
τις επαρχίες, τα χλωμά και κρύα δειλινά,
όταν πίσω απ' το τζάμι τους κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...
Τις συλλογιέμαι στις θαμπές του φθινοπώρου ημέρες,
όταν κοιτάνε τη βροχή να πέφτει στην αυλή τους
κι ανασηκώνουν στους στενούς τους ώμους τους το σάλι,
γιατί ένα ρίγος παγερό νιώθουν ως την ψυχή τους...
Συλλογιστήκατε ποτέ τις νέες στις επαρχίες,
που περιμένουνε να 'ρθεί, το βράδυ, η εφημερίδα,
για να διαβάσουν άπληστα το μυθιστόρημά της
και να μάθουν τι απόγινε η όμορφη ηρωίδα;
Που ανταλλάσσουν καρτ-ποστάλ -''ιδίως τοπία και άνθη''-
και διατηρούν ρομαντική, κρυφά, αλληλογραφία
μ' ένα άγνωστον, που μ' άπειρα χαρίσματα τον πλάθουν
κι εκείνος είναι ένας γραφεύς σε κάποια Δημαρχία;
Που γράφουν καλλιγραφικά -και μ' ανορθογραφίες-
''σκέψεις'' μες σε λευκώματα παρμένες στα βιβλία
και που με μελαγχολικά ψευδώνυμα υπογράφουν,
όπως: ''Ανέραστος Ψυχή'' ή ''Θλιβερά Καρδία'';
Εγώ τις συλλογίζουμαι τις νέες αυτές, που είναι
της 'Εμμας Μποβαρύ αδερφές -και πάντα καρτεράνε
το Νέο το ρομαντικό, τον πλούσιο, τον ωραίο,
που θα τους δώσει τη λαμπρή ζωή που λαχταράνε...
Πότε θα 'ρθεί; Πότε θα 'ρθεί από το γαλανό
βασίλειο της Χίμαιρας, μ' ερωτικά ανοιγμένη
την αγκαλιά, και να τον δουν να τους χαμογελά;
Τάχα γιατί τόσο πολύ ν' αργεί; Τι περιμένει;
Δεν ξέρει πως στην πένθιμη αυτήν αναμονή
λιώνουν οι άσπρες τους ψυχές σα μάταιες λαμπάδες;
Και δε φοβάται, σα θα 'ρθεί μια μέρα, να μη βρει
σβηστό το φως και -αλίμονο- νεκρές τις Εστιάδες;
Πότε θα 'ρθεί; Κατάμονες και θλιβερές στο σπίτι
-στου φθινοπώρου τα χλωμά και κρύα δειλινά-
οι νέες των επαρχιών κοιτάν στηλά το δρόμο
κι αναστενάζουνε, γιατί κανένας δεν περνά...